Κατέφυγαν στη δι’ όρκου διευθέτηση

Ο Κώστας Κιρκής ήταν αδερφός του παππού μου. Του παππού από τη μεριά της μάνας μου. Δεν τον πρόλαβα εγώ. Ήταν τραχύς χαρακτήρας. Ήταν παντρεμένος, δεν είχε παιδιά. Στερφοπάτης. Και ίσως τούτο να τον είχε κάνει έτσι, θυμωμένο πάντα. Ήταν εργατικός. Παρ’ όλο που δεν είχε παιδιά πάλευε με το χώμα. Πάλη απελπισίας, κι αυτή τον έφερνε συχνά αντιμέτωπο με τον αδερφό του. Συνεκρούοντο για τα χτήματα. Είχαν χτήματα στο Μελίσσι, είχαν στον Αγιώργη, είχαν απέναντι από τη Γαλτενά. Είχαν στο Ξεροκάμπι. Και ο ένας υποψιαζόταν τον άλλον, ότι πήγαινε και άλλαζε τα σύνορα. Ότι τα μετατόπιζε ένα δυο μέτρα, προς όφελός του. Το πρόβλημα τότε ήταν η μοιρασιά της πατρικής γης. Ποιας γης δηλαδή. Πέτσες. Και βέβαια η κάθε πεζούλα, σ’ αυτόν τον στενό τόπο, είχε τη σημασία της. Πάντως τις περισσότερες φορές ήταν το πείσμα που παρωθούσε τους ανθρώπους να φτάνουν στα ακραία σημεία. Σε ξυλοδαρμούς και σε φονικά. Το πείσμα και λιγότερο το συμφέρον. Χώριζαν τα χτήματα επιτόπου, λαχίδια λαχίδια. Αντί να τα εκτιμήσουν συνολικώς να πάρει ο ένας εδώ ο άλλος εκεί. Ώστε να κερδίζουνε χρόνο. Ο λεγόμενος αναδασμός σ’ αυτό κατατείνει σήμερα. Να είναι η καλλιεργήσιμη έκταση ενοποιημένη για να αποβαίνει η παραγωγική προσπάθεια περισσότερο τελεσφόρος. Τέλος πάντων. Μάλωναν και τους περισσότερους μήνες του χρόνου δεν μιλιόντουσαν. Καμιά φορά την κατάσταση αυτή διεδέχετο ο ενθουσιασμός και τότε πήγαιναν έτρωγαν και έπιναν και έκλαιγαν, για να ξαναρχίσει πάλι η υποψία και η γκρίνια την άλλη χρονιά. Ή οι βιαιοπραγίες και οι απειλές. Αποφάσισαν λοιπόν να οριστικοποιήσουν τα σύνορα. Και μάλιστα με όρκο. Μου φαίνεται εσύ τα μετακινείς, έλεγε ο ένας, όχι εσύ, ο άλλος. Αυτή η αμφίπλευρη καχυποψία τους οδήγησε πλέον να επικαλεστούνε τον θείο παράγοντα. «Ετοίμοι δ’ ήμεν και πυρ διέρπειν και θεοίς ορκωμοτείν», όπως λέει και ο αρχαίος τραγωδός. Έτσι ξεκίνησαν ο παππούλης με τον αδερφό του. Πήραν και τη μάνα μου κοντά. Ένα εικόνισμα στο ταγάρι, ένα ξεροκόμματο, δυο κρεμμύδια. Ξεκίνησαν αγαπημένοι βέβαια, άσχετα αν είχαν προηγηθεί καβγάδες. Έκαναν τρόπον τινά ένα κομπρομίσιον, κατά τη νομική έκφραση, ένα συνυποσχετικόν ότι δι’ αμοιβαίας επαγωγής όρκου θα καθορίσουν και θα οριστικοποιήσουν πλέον τα σύνορα, ώστε να λείψει η αφορμή των προστριβών. Τα σύνορα τα χάραζαν με πέτρες. Έσκαβαν μια γούβα και έχωναν μέσα ένα λιθάρι, ένα στενόμακρο συνήθως λιθάρι, σε δυο, τρία, τέσσερα σημεία. Έτσι που να ευθυγραμμίζονται τα δύο άκρα. Αλλά αυτό δεν εμπόδιζε κανέναν τον χειμώνα, ή νύχτα ή όταν ο άλλος δούλευε σε μακρινή περιοχή να πάει να τα μετατοπίσει. Για να κερδίσει πενήντα πόντους. Ακριβώς για να αποκλείσουν αυτή την πιθανότητα, κατέφυγαν στη δι’ όρκου διευθέτηση. Τότε η θρησκοληψία ήταν πολύ πιο ισχυρή από σήμερα. Ο κόσμος είχε σεβασμό και φόβο. Φόβο για την ανταπόδοση του κακού. Προχωρήσανε λοιπόν. Πήγαν στον Αγιώργη. Πήγαν στο Μελίσσι. Η μάνα μου κοντά με το ταγάρι. Σε κάθε επίμαχο σημείο σταμάταγαν. Εδώ είναι, όχι εκεί είναι. Βγάζανε την εικόνα και ορκίζονταν, αναλόγως ο ένας ή ο άλλος. Φτάσανε το μεσημέρι στη Γαλτενά. Απέναντι, Κραμπίτσα νομίζω το λένε το μέρος. Τώρα έχουν όλα ρημάξει. Το Ξεροκάμπι θα το άφηναν για την άλλη μέρα. Η μάνα μου είχε μείνει πίσω. Πέρασαν ένα νεράκι, έκατσε να πιει. Ψόφια από την πείνα, ψόφια από τη ζέστη, την πήρε ο ύπνος. Θα ήταν πόσο τότε, δώδεκα χρονών; Αυτά γίνονται πριν το ’907. Το ’907 παντρεύτηκε δεκάξι ετών. Πριν το ’905. Στις αρχές του αιώνα. Το τσουπί, είπε ο παππούλης. Και ήθελε να γυρίσει πίσω. Πρώτα να τελειώσουμε, λέει ο αδερφός του. Δεν έχουμε την εικόνα. Δεν την έχουμε. Σηκώνει αυτός μια πέτρα, τη βάνει στον ώμο του. Ήταν ένας άλλος τρόπος όρκου. Κι αυτό σήμαινε ότι έλεγε την αλήθεια. Άλλως, αν εψεύδετο, το βάρος αυτό της πέτρας θα το είχε αιώνιο βάρος στην ψυχή του. Τέλειωσαν. Γύρισαν πίσω, βρήκανε τη μάνα μου. Τη νύχτα σκέφτηκε ο ένας ότι αδικήθηκε από τον άλλον. Και οι δύο το ίδιο. Και δεν συνεχίστηκε η διευθέτηση. Δεν πήγαν στο Ξεροκάμπι. Δεν ξέρω αν έγινε ποτέ τελεσίδικη η διανομή της κληρονομιάς τους. Το 1923 ή ’24, ο αδερφός του παππούλη αποσύρθηκε στην Αθήνα. Εκεί τον βρήκε ημιπληγία. Πάντως μέχρι που πέθανε, εναλλάξ, είχαν και δεν είχαν καλές σχέσεις.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου