Λοιπόν μη ρωτάς, μούτζω’ τα

― Ποιοι με πιάσανε. Ντόπιοι, από δω. Τόγιας και Κλέαρχος. Ο Βασίλης ο Τόγιας και ο καπετάν Κλέαρχος. Εκείνοι με πήγανε στο Καστρί. Και μετά με πήγανε στη Λουκού.
― Στη Λουκού ή στην Ορθοκωστά;
― Στη Λουκού. Με βάλανε κάτω σε ένα υπόγειο και αρχίνησαν. Πρώτα με κάτι σκαμπίλια. Μαρτύρα. Ρε, τους λέω, εγώ δεν πήγα στρατιώτης. Και πραγματικώς λιποτάχτησα τότε. Το ’20. Το ’22. Τότε που πήγαιναν στη Μικρά Ασία.
― Ποια κλάση είσαι;
― Του ’22. Και λιποτάχτησα εκεί. Όταν ήρθε ο στρατός και ξανάγινε κράτος παρουσιάστηκα. Πήγα τότε και ντύθηκα. Πήγα ίσαμε τη Θεσσαλονίκη. Τώρα εδώ στη Λουκού. Με βάλανε στο υπόγειο, σε ένα παλιοϋπόγειο. Την άλλη μέρα με ξαπλώνουν χάμω, περνάν τη λουρίδα του ντουφεκιού εδώ στα σφυρά μου, χάμω εγώ ανάσκελα. Με τα πόδια απάνω λυγισμένα. Κι αυτοί βαράγανε με κάτι ξύλα και λέγανε μαρτύρα.
― Στις πατούσες σε βαράγαν;
― Ναι, στις πατούσες. Εκεί λοιπόν άλλοτε μου δίναν φαΐ, άλλοτε όχι.
― Ποιοι σε βαράγαν;
― Ξένοι. Ήσαν ξένοι αυτοί. Δεν τους γνώριζα. Και όπως ήμουν χάμω με κλότσαγαν. Στα πλευρά παντού. Έμεινε το χέρι μου στραβό. Όσο ανάσαινα.
― Και τι θέλαν να τους μαρτυρήσεις;
― Ποιος, σε ποια οργάνωση είμαι. Αφού δεν ήμουν σε καμία; Ε, έτσι θέλανε αυτοί. Να μαρτυρήσω. Θέλανε να με πάρουνε με το ζόρι, αυτό ήτανε. Εγώ σ’ το είπα. Με το ζόρι δεν πήγα στρατιώτης. Λοιπόν λιποτάχτησα πριν ντυθώ, στο Ναύπλιο, και ήρθα εδώ και ρεμπέλευα. Όσο που χάθηκε ο πόλεμος της Μικράς Ασίας και ήρθαν οι άλλοι και φτιάξαν πάλι στρατό και πήγα. Μάλιστα.
― Στη Λουκού πόσο σε κρατήσαν;
― Κανένα μήνα κοντά. Ύστερα ευτυχώς η κατάσταση άλλαξε. Ακούστηκε ότι έρχονται οι Γερμανοί και μας βγάλαν από κει. Εμένα με είχαν κουτσό και με βάλαν σε κάποιο μουλάρι. Δεν με σκότωσαν. Με βάλαν στο μουλάρι και μας πήγαν πέρα προς Αγιώργη, προς τα βράχια της Μάσκλινας. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί πλησίαζαν. Κατέβαιναν από πάνω, από την Αγιασοφιά, κι αυτοί μας άφησαν σε ένα χαντάκι και έφυγαν όλοι. Ήξεραν τα μονοπάτια, χαθήκανε. Όλοι. Και μας πήραν οι Γερμανοί, μας πήγαν στη Μάσκλινα. Διανυκτερεύσαμε στη Μάσκλινα. Και την άλλη μέρα μας βάλαν στο τρένο για Τρίπολη.
― Στην Ορθοκωστά δεν σε πήγαν εσένα.
― Όχι. Μόνο στη Λουκού. Είχανε και κείθε πέρα στρατόπεδο αλλά δεν με πήγαν. Είχανε Σπαρτιάτες εκεί. Είχανε έναν κουμπάρο μου από τα Βρέσθενα. Αλλά δεν τους είδα. Με πήγαν στη Λουκού εμένα.
― Στη Λουκού αρχηγός ποιος ήταν;
― Ψόφησαν όλοι. Ο Κλέαρχος ήτανε. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Κλέαρχος. Ο διευθυντής εκεί. Είχε και τον αδερφό του, σκοτώθηκε και κείνος. Έχει μείνει ένας τρίτος, τον λέγανε Κρατερό. Λοιπόν.
― Στην Τρίπολη πόσο έμεινες;
― Πολύ. Δεν θυμάμαι. Πολύ καιρό. Είχα έναν μπατζανάκη κι έμεινα σ’ αυτόν. Χαραλάς. Ήμουνα κουτσός έμεινα πολύ. Ε, λοιπόν αυτά τα καθάρματα. Ο ένας ήταν πρώτος ξάδερφος της γυναίκας μου, ο Κλέαρχος. Και ο Τόγιας – ήμαστουν κουμπάροι. Ο Βασίλης. Ήτανε πολύ κακός αυτός. Τώρα, ήσαν και άλλοι αλλά αυτοί διευθύνανε. Κλέαρχος και Τόγιας.
― Όταν κάψαν το Καστρί πού ήσουν;
― Όταν κάψαν το Καστρί. Εδώ ήμουνα. Το κάψανε και τους πήραν τους Καστρίτες και τους πήγαν στον Άγιο Πέτρο. Μήπως έρθουν οι Γερμανοί και τους προλάβουν. Εδώ ήμουν. Μήπως έρθουνε οι Γερμανοί. Λοιπόν εδώ καπετάνιος ήταν αυτός, ο Κλέαρχος. Ήταν και ένας Τσίτσας, τώρα έχει χαθεί. Μου λένε ότι το παιδί του είναι γιατρός κάπου, στην Αράχωβα. Εκείνος δεν ξαναγύρισε. Το σπίτι τους είναι δω γκρέμιο, πίσω απ’ την εκκλησιά. Τώρα το έχει ο Σαράφης, δένει το γαϊδούρι του. Τι να σε φιλέψω;
― Τίποτα δεν θα με φιλέψεις.
― Δεν άξιζαν τίποτα. Τίποτα δεν άξιζαν. Ήσαν διευθυνόμενοι. Να σου πω και τούτο: Όταν με πιάσανε, πιάσαν κι έναν Χασάνη. Τον θυμήθηκες;
― Ναι.
― Τον Μήτσο τον Χασάνη.
― Ναι.
― Πιάσαν και κείνον τον Ορφανό, τον Γιάννη. Και κείνον θα τον θυμήθηκες.
― Ναι.
― Και αυτούς τους είχαν για να κατασκοπεύουν εμένα. Τάχα ότι τους κυνηγούσαν και κείνους. Και τα λοιπά και τα λοιπά. Κατάλαβες; Όταν μας πιάσαν οι Γερμανοί, κάτω στην Αγιασοφιά, αυτοί έσουραν με τους αντάρτες. Λοιπόν μη ρωτάς, μούτζω’ τα. Μου έχουν κάνει πολλά εδώ. Μου σκότωσαν έναν αδερφό, ήταν γραμματέας στην Αγρονομία. Βάλαν κάποιο Καλογεράκη και τον έσφαξε στη μέση του δρόμου.
― Πότε αυτό;
― Τότε το ’43. Το ’44. Ε, λοιπόν. Μουλάρια μου φαρμάκωσαν, χίλια δύο μου κάνανε. Με πήραν στο στρατόπεδο, με σακάτεψαν. Και δεν πείραξα κανέναν, ποτέ. Λέω, δόξα να έχεις Θεέ, γιατί η συνείδηση είναι το παν. Άμα σε ελέγχει η συνείδησή σου, βράσ’ τα. Λοιπόν αυτά είναι φίλε. Και ο Θεός συχωρέσοι τους. Δεν φταίγαν αυτοί. Φταίγαν άλλοι πιο πάνω. Και δεν σου είπα το σπουδαιότερο. Μια αδερφή του Κλέαρχου, του ξαδέρφου της γυναίκας μου, αυτή είχε φύγει. Ναι, με είχαν διορίσει πρόεδρο, αφού δεν έβρισκαν άλλον καλύτερον εδώ μέσα. Με διόρισαν πρόεδρο και ήρθε ένα χαρτί και μου έλεγε όσοι ήσαν κομμουνιστές κλπ., να γράψω τα χτήματά τους στην Κοινότητα. Οπότε ήρθε και αυτή η αδερφή του Κλέαρχου. Και εγώ την άφησα, πούλησε τα χωράφια τους του Ζυγού. Τα πήρε ένας από χαμηλά, τα κάτω χωριά. Μόνο ένα καλό που μας έκανε, μας άφησε το νερό. Τη μεγάλη βρύση, εκεί πάνω αν την ξέρεις. Στην Κοινότητα. Μόνον αυτό. Κατά τα άλλα, δεν τους πείραξα, κανέναν. Αυτά είναι. Πού να θυμηθείς.
«Ορθοκωστά»

σελ. 219-223


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου