Δουλειές της φύσης





       


Εν μέρει κρυφά, εν μέρει φανερά, έτσι τέλειωσαν κι έτσι άρχισαν όλα.




       Ένα δειλινό αυλακωμένο από αστραπές, μ’ έναν σάλο να κατεβαίνει απ’ τα υψώματα σκορπώντας παντού πέτρες, ακόμα χωρίς να βρέχει, μόνο να πέφτουν στάλες εδώ κι εκεί και ν’ αφήνουν πατημασιές στο χώμα – από κείνες τις στάλες –, με την ατμόσφαιρα να ’χει ανταριάσει για καλά και τον κατακλυσμό να πλησιάζει, τρία μικρά αγόρια σ’ έναν δρόμο μάχονταν να φέρουν ακόμα μια γύρα στο παιχνίδι τους, να τελειώσει το στοίχημα (έπαιζαν σβούρες· ο νικητής θα ’φευγε με τρεις σβούρες στην αγκαλιά, οι άλλοι δυο με καμμία), να τελειώσει λοιπόν το στοίχημα – «Παναγίτσα μου, καταιγίτσα μου, κι ύστερα να πιάσεις!» ευχήθηκε εκείνο απ’ τα τρία που η τύχη ως τώρα το ευνοούσε απίστευτα – , να πάρει τέλος όπου να ’ναι το στοίχημα – «Χμ, πού ξέρεις», σκέφτηκε ο δεύτερος εν όσ ο πυρετός ανέβαινε, «πού ξέρεις!», δεν αποκλείεται η τύχη ν’ άλλαζε διάθεση –, να λήξει επιτέλους το αναθεματισμένο το στοίχημα, η τελευταία εκείνη γύρα... -  και ξαφνικά ο τρίτος αποκαρδίστηκε.
«Εμένα έχε με παρατημένο», είπε στον όμοιό του ρίχνοντας μια χαμηλή ματιά στον άλλον· «θα σας κοιτάζω μόνο για να δω».
Και όντως αποσύρθηκε, είχε την ατυχία με το μέρος του ως τώρα και είχε βαρεθεί, ήταν κι αυτή η μαυρίλα από πάνω… Και την ίδια στιγμή δυο γυναίκες πιο πέρα, που μιλούσαν για κάτι σημαντικό κι απ’ την αδημονία χαϊδεύονταν, άγγιζε η μια τα μαλλιά και τους ώμους της άλλης, αποφάσισαν και σταμάτησαν, άφησαν τα σημαντικότερα στη μέση, κι έτρεξαν να κρυφτούν πριν ξεσπάσει η μπόρα. Απόρησαν όμως μ’ εκείνα τα παιδιά, φευγαλέα όπως τα πήρε το μάτι τους, απόρησαν με το σθένος και την αστοχασιά τους, και η μια απ’ τις δυο δεν ησύχασε, έρριξε κάτι στο κεφάλι της και βγήκε πάλι στον δρόμο να πει στα παιδιά να φύγουν, να πάνε στα σπίτια τους, ή εν ανάγκη να τα περιμάσει στο δικό της.
«Άντ’ εσείς εκεί!... Γενναίοι! Φτάνει τόσο!» φώναξε χειρονομώντας προς το μέρος τους, καθώς με βία ξεχώριζε τα τρία μικρά κορμιά να παλεύουν στα ψέμματα (έτσι της φάνηκε, σαν να το γλεντούσαν), όχι πια με τις σβούρες και το στοίχημα, αλλά μ’ έναν αλύπητο δελληβοριά που γύρευε να τα βγάλει απ’ την μέση – να ξαποστείλει και την ίδια βέβαια, γι’ αυτό κούνησε άλλη μια φορά το χέρι της άσκοπα και πήγε και ζάρωσε σ’ έναν τοίχο –, καθώς όλα ήταν φοβερά και προμηνύονταν φοβερότερα κι ως την άλλη στιγμή δεν φαινόταν τίποτε από παιδιά και παιχνίδια στον δρόμο, η βροχή – που μονομιάς πλάκωσε κι έπεφτε σαν να μην είχε σταματήσει επί ώρες – δεν την άφηνε να διακρίνει τίποτα, μόνο κουρτίνες από νερά να την τυλίγουν έβλεπε, να την χτυπούν σαν βέργες, και κάτι έξαλλες αστραπές που χαράκωναν τον ουρανό και κατέβαιναν μερικές-μερικές ως τα πόδια της, εκεί μπροστά της· μπροστά της λες και τις φώναζε, λες και βρισκόταν σε απάτητη βουνοκορφή, αυτή και τα στοιχειά της φύσης.
«Λίγοι έζησαν ν’ αξιωθούν τέτοιο κακό», άρθρωσε χωρίς να το καταλάβει κι αναπάντεχα θυμήθηκε που το περασμένο βράδυ κοίταζε αγριοτριανταφυλλιές σ’ ένα μέρος, στον ύπνο της, κι ένα κορίτσι που ήθελε να βγει κι έπεφτε όσο να βγει έξω· σηκωνόταν, σκάλωνε πάλι, ξανάπεφτε… Καλό σημάδι οι αγριοτριανταφυλλιές. «Καλό σημάδι και φαντασίες», απάντησε στους πόθους της κι επανήλθε στην πραγματικότητα με το να φέρει στην θύμηση κάποιον που έλεγε σε μια παρέα κάποτε πως αν πέσει αστραπή μπροστά σου και δεν σε κάψει, κι είσαι ακόμη ζωντανός, να χρωστάς χάρι, έλεγε, μεγάλη χάρι, αλλά και να μην ξεχνάς… να μην ξεχνάς… - μάρτυς της ο Θεός δεν θυμόταν περισσότερα απ’ τα σοφά εκείνα λόγια, ούτε πού να χρωστάς την χάρι ούτε τι να μην ξεχνάς: η βροχή την μούσκευε ως το κόκκαλο κι εκείνες οι οργισμένες αστραπές, ακόμη κι οι μακρινότερες, την άγγιζαν μέχρι το μέσα της ψυχής της και την ανάγκαζαν να κρατάει ανοιχτά τα μάτια και φυσικά να μη σαλεύει – να πάει πού; «Δεν έχω γλυτωμό», ψιθύρισε ξανά, «μόνο από θαύμα», κι έκανε ασυναίσθητα να πάει πιο πίσω, μα η πλάτη της ακουμπούσε στον τοίχο· για βήμα μπροστά ούτε λόγος. Κι αφαιρέθηκε για  λίγο βάζοντας το χέρι της στο στόμα, λυπούμενη τα ρούχα που φορούσε… Κι είδε ένα σκυλί να κλαίει μπροστά της ταπεινωμένο, να κουνιέται στο πλάι της, πάλι μπροστά της, που δεν ήταν σαν τα άλλα σκυλιά. Το είδε και το ’χασε. «Σήμερα το μυαλό μου δεν δουλεύει καλά», σκέφτηκε. Πώς ήταν δυνατόν; Δεν ήταν ένα αυτό το σκυλί και δεν ήταν μόνο το μυαλό της· υπήρχε και δεύτερο – τα είδε που πέρασαν με μια κίνηση δυο κεφάλια (το ’να μπροστά, τ’ άλλο κατ’ αλλού), παρέλυσε η καρδιά της απ’ τον τρόμο, ύστερα χάθηκαν. Μα ούτε δύο μπορούσες να τα πεις αυτά τα σκυλιά ούτε ένα. Α, μήπως ήταν καλύτερα να βλέπει αστραπές; Οι αστραπές τουλάχιστον έλεγες πως είναι αστραπές, δουλειές της φύσης, ενώ το άλλο… «Ησύχασε, να χαρείς ησύχασε», είπε στον εαυτό της, έτοιμη όπως ήταν να παραδοθεί σε ζοφερότερες σκέψεις. «Είναι η μπόρα, εκείνο το σύννεφο απ’ το βουνό, στα ξαφνικά. Και σκυλιά φέρνει και τέρατα φέρνει και τι δεν φέρνει!... Και τα παιδιά; Τα παιδιά;» θυμήθηκε αμέσως. «Τι μου ήρθε να βγω για τα παιδιά; Ας περάσουν τώρα και δικέφαλοι αετοί από μπροστά μου – δικά μου ήταν;»
Της απάντησε μια καινούργια αστραπή, ασύλληπτη σε ένταση, κάπου πιο πέρα· και μια στριγγλιά σαν να έσκουζε μαζί ο μισός κόσμος. Μετά το κάθε τι βουβάθηκε μες στον ορυμαγδό από βροντές που ακολούθησαν – τραντάχτηκε ο τόπος απ’ άκρη σ’ άκρη – και συνόδευσαν για μερικές στιγμές τον διαρκή και μονότονο κρότο της νεροποντής. Και κατόπιν αυτού αστραπές και βροντές ολιγόστευσαν.
Η γυναίκα στον τοίχο ανέπνευσε, ένοιωσε μια πλάκα να φεύγει απ’ το στήθος της – τα νερά δεν είχαν πια νόημα, το χειρότερο είχε περάσει –, και την ίδια στιγμή εφρικίασε: το χειρότερο είχε γίνει, πώς μπορούσε ακόμη και στεκόταν ασάλευτη; Όποιον δεν καίνε οι αστραπές τον κοιμίζουν μήπως; Ή…;
Στ’ αλήθεια δεν μπορούσε να βεβαιωθεί αν ήταν ζωντανή ακόμη, αν είχε ποτέ γεννηθεί, αν ό,τι γινόταν γύρω της ή έγινε κάποτε…
σελ. 17-19


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου