Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή


 
     Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο. Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα σε μια κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες, σαν προϊστορικά αβγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος, ώστε πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να τα δείξεις με το δάχτυλο.
Κάθε χρόνο, το Μάρτη, μια οικογένεια κουρελιάρηδων τσιγγάνων έστηνε τη σκηνή της κοντά στο χωριό και, με μεγάλη φασαρία, με  σφυρίχτρες και νταούλια, επιδείκνυε τις καινούριες εφευρέσεις. Στην αρχή, είχαν φέρει το μαγνήτη. Ένας σωματώδης τσιγγάνος με άγρια γενειάδα και χέρια σαν σπουργίτια, που παρουσιάστηκε με τ’ όνομα  Μελκίαδες, έκανε μια εντυπωσιακή δημόσια επίδειξη του πράγματος που ο ίδιος ονόμαζε το όγδοο θαύμα των σοφών αλχημιστών της Μακεδονίας. Άρχισε να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι σέρνοντας δύο μεταλλικές πλάκες κι όλος ο κόσμος τα ’χασε βλέποντας κατσαρόλες, τηγάνια, τσιμπίδες και μαγκάλια να πέφτουν από τη θέση τους και τα ξύλα να τρίζουν, καθώς απελπισμένα τα καρφιά κι οι βίδες προσπαθούσαν να ξεκαρφωθούν, κι ακόμα και αντικείμενα χαμένα από πολύ καιρό εμφανίστηκαν από εκεί που πιο πολύ τα ’χαν γυρέψει, για να συρθούν με εκκωφαντική αταξία πίσω απ’ τα μαγικά σίδερα του Μελκίαδες. «Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή», διαλαλούσε ο τσιγγάνος με τραχιά προφορά, «φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους».
Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, που η αχαλίνωτη φαντασία του κάλπαζε πάντα πιο μακριά απ’ τη σοφία της φύσης, ακόμα και πέρα κι από τα θαύματα και τη μαγεία, σκέφτηκε πως θα μπορούσε ν’ αξιοποιήσει αυτή την άχρηστη εφεύρεση για να ξεριζώσει το χρυσάφι απ’ τα σπλάχνα της γης. Ο Μελκίαδες, που ήταν τίμιος άνθρωπος, τον προειδοποίησε: «Δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά». Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία όμως δεν πίστευε εκείνη την εποχή στην τιμιότητα των τσιγγάνων. Κι έτσι, αντάλλαξε το μουλάρι του κι ένα κοπάδι κατσίκια με τις δύο μαγνητικές πλάκες. Η Ούρσουλα Ιγουαράν, η γυναίκα του, που βασιζόταν σ’ εκείνα τα ζώα για να καλυτερέψει το πενιχρό εισόδημα του νοικοκυριού τους, δεν κατάφερε να τον αποτρέψει. «Πολύ γρήγορα θα μας περισσεύει χρυσάφι για να στρώνουμε και το δάπεδο της αυλής», απάντησε ο άντρας της. Δούλεψε σκληρά πολλούς μήνες για ν’ αποδείξει πως οι ιδέες του ήταν σωστές. Εξερεύνησε σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την περιοχή, ακόμα και το βυθό του ποταμού, σέρνοντας τις δυο σιδερένιες πλάκες και απαγγέλλοντας δυνατά το ξόρκι του Μελκίαδες. Το μόνο που κατάφερε να ξεθάψει ήταν μια πανοπλία του δέκατου πέμπτου αιώνα, που όλα της τα κομμάτια ήταν κολλημένα μ’ ένα στρώμα σκουριάς και το εσωτερικό της αντηχούσε σαν μια τεράστια κολοκύθα γεμάτη πέτρες. Όταν ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και οι τέσσερις άντρες της εκστρατείας του κατάφεραν να διαλύσουν την πανοπλία, βρήκαν μέσα της έναν απολιθωμένο σκελετό, που ’χε κρεμασμένο στο λαιμό του ένα χάλκινο φυλαχτό με μια γυναικεία μπούκλα. 


Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
"Εκατό χρόνια μοναξιά"