Είταν έτοιμος να παραδοθεί, δεν ήξερε σε τι, σε ποιον



Τώρα μασούλιζε την ψίχα του και βαριότανε. Είχε εγκαταστήσει το καβαλέτο του πίσω από την Αφροδίτη της Μήλου και σχεδίαζε άκεφα τις γραμμές της. Μα δεν έμεινε πολλή ώρα χωρίς παρέα. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και παρουσιάστηκε η δ. Ιουλία Ασημάκη με μια πελώρια ψάθα στο κεφάλι και μ’ ένα κόκκινο τουλπάνι στο λαιμό. Κρατούσε κι ένα ομπρελίνο με φούντες. Ο Λεωνής κοκκίνισε ως τα φρύδια.
― Μόνος! είπε η δεσποινίς γελαστά.
― Καλημέρα; σας, αποκρίθηκε ο Λεωνής και εξακολούθησε να δουλεύει με περισσότερο ζήλο παρά πριν.
Εκείνη προχώρησε αδιάφορη στο εργαστήριο και βάλθηκε να σιγοτραγουδά το περιβόητο βαλς της Εύθυμης χήρας. Ένα ελαφρό γυναικείο άρωμα χύθηκε ολόγυρά της κι ανακατώθηκε με τη μυρωδιά της ζωγραφικής. Είτανε μεγάλη κοπέλα, είχε ένα πρόσωπο ζωηρό και ευχάριστο, φουσκωτά μαλλιά κι ένα δέρμα απαλότατο, σχεδόν διάφανο, που θαρρείς δεν το είχε δει ποτέ ο ήλιος. Είταν ονομαστό το δέρμα της, ο καθηγητής όλη την ώρα το σχολίαζε και το θαύμαζε. Είχε πολύ θάρρος μαζί της ο καθηγητής, δεν έχανε καμιά ευκαιρία να της πιάνει τα χέρια και τα μπράτσα.
Ο Λεωνής δούλευε με το κεφάλι σκυμμένο, σχεδίαζε κι έσβηνε νευρικά και δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε. Η δ. Ασημάκη έβγαλε το ψάθινο καπέλο της, φόρεσε την ποδιά της, κι άρχισε να ετοιμάζει το καβαλέτο της χωρίς ν’ αφήνει το τραγουδιστό μουρμούρισμά της.
Δεν είχανε βρεθεί ποτέ μόνοι, οι δυο τους, ως εκείνη τη μέρα, και δεν είχαν ανταλλάξει πολλές φράσεις, είχαν όμως συμβεί ανάμεσά τους κάτι πράματα καθόλου ασήμαντα. Μια μέρα δουλεύανε σε απόσταση περίπου ένα μέτρο ο ένας από τον άλλον και αρκετά μακρύτερα από τους λοιπούς μαθητές. Η δ. Ασημάκη πολεμούσε με τις λαδομπογιές κι έμοιαζε εντελώς απορροφημένη από την εργασία της. Είχε το ένα πόδι απάνω στο άλλο και την παλέτα της ακουμπισμένη σ’ ένα σκαμνί. Έσκυβε όλη την ώρα προς την παλέτα για να πάρει χρώμα. Σε μια ορισμένη στιγμή, ο Λεωνής παρατήρησε ότι, μ’ ένα τέτοιο σκύψιμό της, τραβήχτηκε τόσο πολύ το φουστάνι της ώστε μπορούσε να δει όχι μόνο τις γάμπες της, αλλά και μια καλτσοδέτα κι ένα δάχτυλο σάρκα απάνω από την καλτσοδέτα. Κι όταν γύρισε το σώμα της στην κανονική του θέση, το φουστάνι της έμεινε τραβηγμένο απάνω και εξακολούθησαν να φαίνονται όλα αυτά τα μυστικά πράματα. Ο Λεωνής τα έχασε, κοκκίνισε, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Αισθανότανε σε πολύ δύσκολη θέση, μα δεν ήξερε τι του συνέβαινε και τι ακριβώς ήθελε. Από τη μια μεριά ήθελε να φύγει κι από την άλλη κάτι τον έσερνε με δύναμη προς το ανασηκωμένο ύφασμα. Τριγύρω, οι άλλοι μαθητές δούλευαν ολοένα. Άκουες το κάρβουνο που έτριζε απάνω στο σκληρό χαρτί και μερικές σιγανές κουβέντες. Ο Λεωνής ύψωσε πάλι το κεφάλι, σε δυο-τρία λεπτά. Το φουστάνι είχε κατεβεί, σκέπαζε τις γάμπες ως τα μισά. Ο Λεωνής ανάσανε, μα δεν μπόρεσε πια να ησυχάσει, ο νους του είταν εκεί. Ξαναστράφηκε σε λίγο, το φουστάνι είχε σηκωθεί ξανά, ψηλότερα από την προηγούμενη φορά. Έβλεπες τώρα μια πλατιά περιοχή της σάρκας που έσβηνε και χανότανε μες σε σκοτάδια και μυστήρια, μες σε κάτι βαθύ, υγρό και ζεστό, που σε τραβούσε και, θαρρείς, θα σ’ έλυωνε. Η δ. Ασημάκη δούλευε σοβαρότατα, χωρίς να κοιτάζει τριγύρω της. Ο Λεωνής όμως δεν μπόρεσε να τραβήξει μια σωστή γραμμή εκείνο το πρωινό. Το κάρβουνο έτρεμε στα δάχτυλά του, το κορμί του έκαιε κι ένοιωθε πως, αν σηκωνότανε, τα πόδια του δε θα τον κρατούσανε καλά. Η σκηνή αυτή επαναλήφτηκε άλλα δυο πρωινά. Την τελευταία όμως φορά το ζήτημα είχε λάβει διαστάσεις γιατί, σε μια ορισμένη στιγμή, ο Λεωνής, που είχε ξεχαστεί αρκετή ώρα κοιτάζοντας εκεί, αισθάνθηκε τη ματιά της Ιουλίας Ασημάκη απάνω του. Σήκωσε κι αυτός το βλέμμα και την κοίταξε και τότε αυτή του χαμογέλασε μ’ έναν πολύ παράξενο τρόπο που είτανε σαν χάδι, μα και σαν κοροϊδία. Ο Λεωνής κατάπιε όση ψίχα κρατούσε, χωρίς να τη μασήσει…
Το μουρμούρισμα της Εύθυμης χήρας σταμάτησε. Η δ. Ασημάκη άρχιζε να δουλεύει, το κάρβουνο της έτριζε σκληρά. Στα δάχτυλα του Λεωνή το κάρβουνο έτρεμε πάλι. Δεν βάσταξε, έστρεψε πάλι. Το φουστάνι είτανε κατεβασμένο όσο το δυνατό χαμηλότερα. Ο Λεωνής ανάσανε. Μα σε λίγο ακούστηκε η φωνή της.
― Πώς πάει λοιπόν η ζωγραφική; ρώτησε.
Ο Λεωνής παράτησε το κάρβουνο και την ψίχα, στράφηκε προς το μέρος της, συλλογίστηκε τι να πει και, στο τέλος, είπε με αρκετή προσπάθεια.
― Δεν είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου.
Η δ. Ασημάκη χαμογέλασε:
― Ώστε είσαι φιλόδοξος, βλέπω. Κι απ’ αυτή την ηλικία! Μπράβο, θα πας μπροστά.
Συνέχιζε τη δουλειά της, χωρίς να τον κοιτάζει.
― Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις; ξαναρώτησε.
― Ζωγράφος, φυσικά.
― Γιατί φυσικά;
― Από τότε που θυμούμαι τον κόσμο η μανία μου είναι να ζωγραφίζω.
― Θες να γίνεις μεγάλος ζωγράφος, δεν είναι έτσι;
― Ω ναι, μεγάλος, αλλιώς δεν αξίζει ο κόπος. Μεγάλος σαν εκείνον το Θεοτοκόπουλο από την Κρήτη.
― Και πού τον ξέρεις το Θεοτοκόπουλο;
― Διάβασα γι’ αυτόν σε κάτι περιοδικά.
― Με τρομάζεις. Φοβερά σχέδια έχεις στο νου σου.
― Ω, δεν ξέρω – μην τα παίρνετε όλα και πολύ σοβαρά – μα, να δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος με τον εαυτό μου…
― Για να δω τι κάνεις.
Η δ. Ασημάκη πλησίασε, πήρε ένα σκαμνί και κάθησε πλάι του, εξέτασε την εργασία του με προσοχή. Ύστερα, πήρε το κάρβουνο και του διόρθωσε μερικές γραμμές.
― Να έτσι, είπε, έτσι πρέπει να κάνεις για να φτάσεις μια μέρα το Θεοτοκόπουλο.
Πήρε το σφοντύλι κι άρχισε να κάνει μουντζούρες.
Ξαφνικά ο Λεωνής παράλυσε. Ένιωσε τα μέλη της που ακουμπούσαν απάνω του, μαλακά, βαριά, ζεστά. Μια καυτερή γλύκα σ’ όλο το σώμα του και μια απέραντη χαρά που τον πλημμύριζε και τον νάρκωνε. Είτανε κάτι εξαίσιο, ποτέ δεν είχε αισθανθεί μια τόσο μεγάλη χαρά, μια τέτοια γοητεία, μια τέτοια εξουθένωση. Είταν έτοιμος να παραδοθεί, δεν ήξερε σε τι, σε ποιον – παραδινότανε. Στράφηκε και την κοίταξε στα μάτια ντροπαλά, ικετευτικά. Εκείνη παράτησε το κάρβουνο και το σφοντύλι και του χαμογέλασε. Του έκαμε ένα νεύμα με το κεφάλι, σαν να τον ρωτούσε τι ήθελε και σαν να ρωτούσε κάτι που το ήξερε. Ο Λεωνής κατέβασε τα μάτια, αισθάνθηκε τα αυτιά του που έκαιαν. Ύστερα ένοιωσε το χέρι της που περπατούσε απάνω του απαλά και σταθερά, σαν να γύρευε κάτι.
Γιώργος Θεοτοκάς
«Λεωνής»
σελ. 62-65



Το δίκιο και τ’ άδικο δύσκολα μπαίνανε στη ζυγαριά τέτοιες ημέρες.



Ο Σήφης τράβηξε το βλέμμα από πάνω της, θα προτιμούσε να ’ναι μόνος του γιατί τον αναστάτωνε τούτη η νεαρή λαφίνα, είχε τον φόβο του φυλακισμένου που για χρόνια δεν είχε σμίξει με γυναίκα, μαζί και τον φόβο του άντρα που ήδη σαραντάριζε γέρνοντας δώθε κείθε σαν καλάμι από τους δυνατούς ανέμους της πολιτικής. Η Παρασκευή δοκίμασε να πιει, έβηξε πνιγμένη, ξαναδοκίμασε αφού είχε τάξει στην υγεία του αδερφού της. Έκλεισε σφιχτά τα υγραμένα μάτια. Τα ξανάνοιξε και, απότομα, άρχισε να ξετυλίγει το νήμα του πρόσφυγα. Ήταν τριών χρόνων, είπε, δεν θυμόταν τίποτε από την ωραία Σμύρνη, αλλά μπορεί και να μην ήθελε να θυμάται τίποτε άλλο εκτός από τους ανθρώπους που πρόλαβαν να σωθούνε πάνω στα καράβια. Στο κατάστρωμα η μάνα της μοιρολογιόταν τον άθαφτο άντρα της. Ο αδερφός της ήταν αγκιστρωμένος από το φουστάνι της. Φλόγες. Τρόμος. Μια βουή. Πείνα και δίψα. Ένας μπόγος ρούχα. Μέσα του είχε χώσει μια πάνινη κουτσούνα. «Να τη, αυτό μόνον έχω απ’ τη Μικρασία», του είπε τραβώντας την κουρελιασμένη κούκλα από μια χαρτόκουτα κάτω από το ντιβάνι του Σήφη.
Ξανασήκωσε το βλέμμα του ο Σήφης, είδε την πάνινη κουτσούνα στα χέρια της Παρασκευής, είδε πίσω απ’ τη νεαρή γυναίκα, στην άκαυτη ακόμη Σμύρνη, μέσα στο τραμ τον εαυτό του έναν κουρελιασμένο στρατιώτη, είδε πιο πίσω τις προηγούμενες ημέρες τη διάλυση του ελληνικού μετώπου και την υποχώρηση. Ένα μερίδιο της οργής του είχε κατασιγάσει, μπορεί και με τα χρόνια να άλλαξε λίγο, αλλά σφίχτηκε ξανά το στήθος του. Τα σωθικά όμως είχαν ζεσταθεί, στήριξε το βλέμμα πάνω στην Παρασκευή, την έβλεπε τριγυρισμένη από τους άθαφτους όσο και απ’ τους λειτουργημένους της νεκρούς – διότι εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε ότι η Παρασκευή είχε πένθος, μάλλον θα ήταν για τη μάνα της. «Ένα παιδί με τούτη τη γυναίκα», άκουσε την καρδιά του. Το κορμί του αναρρίγησε, όπως πριν από λίγες μέρες που ορκίστηκε εκδίκηση ενώπιον του Αρχάγγελου Μιχαήλ.
Ανυποψίαστη η Παρασκευή για την καρδιά του Σήφη, απέδωσε το ρίγος του κορμιού του στον πυρετό του και ανησύχησε, έτσι θα ανησυχούσε και για τον πυρετό του αδερφού της, μολονότι ο άντρας που έκρυβε με κίνδυνο δικό της ήταν πολύ πιο μεγάλος, πλην όμως – κοκκίνισε που το είχε σκεφτεί – το ίδιο ασίκης με τον αδερφό της. Ο φυγάδας σκέφτηκε ότι το κοκκίνισμά της θα οφειλότανε στη θέρμη της ρακής. Η κόρη προσπάθησε να ξαναπιάσει την ιστορία της για να βγει από την αμηχανία. Θυμόταν, είπε, καλά την ημέρα που πρωτοπάτησαν το πόδι στο λιμάνι του Ηρακλείου με το πρώτο πλοίο των προσφύγων, τον Σεπτέμβριο του είκοσι δύο. Κανείς δεν πρόσεξε αν έλιαζε ή αν έβρεχε, δεν πρόσεξε καν τον μεγάλο Κούλε στην άκρη του βραχίονα, όλοι τους στο πλοίο έκλαιγαν, και διότι καταστράφηκαν και διότι είχανε σωθεί. Μετά στριμώχτηκαν χειρότερα κι από σαρδέλες στο ανώγειο του στρατώνα, στο κέντρο της πόλης, κοντά στα Λιοντάρια, που το ισόγειό του έγινε προσφυγικό νοσοκομείο. Απέναντί τους έπαιζε ένα θέατρο, πολλοί κάτοικοι της πόλης πήγαιναν εκεί καλοντυμένοι, παιδάκι εκείνη χάζευε απ’ έξω τις φωτογραφίες και τα ωραία ρούχα των περαστικών. Οι κάτοικοι της πόλης τους βοήθησαν. Οι περισσότεροι. Θυμόταν ότι δέκα φούρνοι κάνανε ψωμί για τους δώδεκα χιλιάδες πρόσφυγες – τόσοι μαζεύτηκαν μέσα σε δύο χρόνια στο Ηράκλειο. Μα και τον φόβο των κατοίκων για τις μεταδοτικές ασθένειες, τα υποχρεωτικά εμβόλια. Τριγύριζε στους δρόμους με τον αδερφό της, έτσι κάνανε όλα τα προσφυγάκια αν δεν τα παίρνανε μαζί στο μεροκάματο οι γονείς τους, ή αν δεν δουλεύανε, τα πιο μεγάλα. Θυμόταν έντονα όταν πρωτοκατεβήκαν στο λιμάνι και αντίκρισαν τον Κούλε να αρμενίζει στη μέση του νερού έχοντας κεντημένα πέτρινα λιοντάρια πάνω του. Κατέβηκαν και μερικές φορές σαν έφευγαν οι Τουρκοκρητικοί, που τους στέλναν καραβιές καραβιές όλους στην Τουρκία, μιαν άγνωστη στους πιο πολλούς τους χώρα, ούτε λέξη τούρκικη δεν ήξεραν μερικοί απ’ αυτούς. Οι περισσότεροί τους ήταν Κρήτες χριστιανοί, οι πρόγονοί τους είχαν κάποτε αλλαξοπιστήσει, γέννημα θρέμμα της μεγαλονήσου, δεν τους έκανε καρδιά να φύγουν, όλο τέτοια λόγια άκουγαν τα προσφυγάκια που έτρεχαν να δουν την υποχρεωτική αναχώρηση των Τούρκων από τους ντόπιους, τους λίγους που κατέβαιναν επίσης στο λιμάνι να αποχαιρετήσουνε τους μουσουλμάνους φίλους τους. Αυτοί οι ντόπιοι κουβεντιάζαν αναμεταξύ τους, άκουγαν τα παιδιά ότι οι πιο ευκατάστατοι μουσουλμάνοι είχανε φύγει μετά τη σφαγή του ενενήντα οκτώ, τότε μπορούσε όποιος ήθελε να αναχωρήσει πουλώντας σε καλή τιμή κτήματα και αστική περιουσία, έτσι έφυγαν πολλοί, οι πιο τυχεροί.
Η Παρασκευή θυμόταν που καμιά φορά την έπιανε συμπόνια, θύμωνε κατόπιν κι έλεγε ότι καθόλου δεν έπρεπε να λυπάται τους γέρους και τα γυναικόπαιδα που μπαίνανε άρον άρον μέσα στο πλοίο «Κιρζαδέ» θρηνώντας, ούτε τον αρχηγό κάθε φαμίλιας που παρέδιδε στον χωροφύλακα του λιμανιού το κλειδί του σπιτιού του τυλιγμένο σε ένα χαρτί με τη διεύθυνσή του, αφού τα τούρκικα σπίτια θα τα παίρνανε με κλήρο αυτοί, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, που ζούσαν στριμωγμένοι στον στρατώνα. Δεν ήθελε να τους λυπάται, αλλά δεν έφευγε κι απ’ το μυαλό της κάτι που τους είπε η μάνα τους μια νύχτα, είχαν ξαπλώσει οι τρεις τους στρωματσάδα στον στρατώνα, ότι η προσφυγιά είναι κακή για όλους, Ρωμιούς και Τούρκους, κι ότι ο πόλεμος βλάπτει πάντα τους αθώους πιο πολύ, αλλά να μη σκέφτονται τα βάσανα του κόσμου γιατί δεν θα ’ρχότανε ποτέ ο ύπνος να τους πάρει βόλτα στα ωραία περβόλια. Την ημέρα όμως η Παρασκευή έστηνε το αυτάκι, μάθαινε κι όλο μάθαινε, κάποτε ένας ψαράς που έραβε τα δίχτυα του στο παλιό λιμάνι άνοιξε κουβέντα με έναν γέροντα που είχε το καρότσι του γεμάτο φρέσκα ρεβίθια δεμένα σε ματσάκια και τα πούλαγε στους δρόμους. Ο ψαράς ζήλεψε τη δροσιά τους, αγόρασε ένα μάτσο, αγόρασε ένα και για την Παρασκευή με τον αδερφό της. Τα παιδιά κάθισαν και μασουλάγανε κοντά στα απλωμένα δίχτυα, οι δυο μεγάλοι είπαν ότι οι Τουρκοκρητικοί θα παίρναν τα ρωμαίικα πλουσιόσπιτα της Σμύρνης, θα παίρνανε τα καρπερά χωράφια τους στα μικρασιατικά εδάφη, μα πάνω απ’ όλα φεύγαν δίχως να ’χουν το μαχαίρι στον λαιμό, χωρίς να χύνεται το αίμα τους, φεύγανε με χαρτιά, με τάξη, με την προστασία της Μικτής Επιτροπής για την ανταλλαγή των εθνοτήτων, παίρνοντας και ό,τι μπορούσανε να κουβαλήσουνε μαζί τους. Μπορεί να ήταν αθώοι, είπαν, αλλά αυτοί δεν τους λυπόντουσαν. Έπειτα έμειναν αμίλητοι κοιτώντας τη γαλήνη του πελάγους. Και να τους συμπονούσαν, δεν θα φανέρωναν ποτέ τα αισθήματά τους, στα πέριξ είχαν ξεμυτίσει κάτι πασίγνωστοι χριστιανοί νταήδες, υπήρχαν φήμες για βιαιοπραγίες όχι μόνον εναντίον μουσουλμάνων, μα και των λιγοστών πια φίλων τους στην Κρήτη, το δίκιο και τ’ άδικο δύσκολα μπαίνανε στη ζυγαριά τέτοιες ημέρες.
Στη μάνα της Παρασκευής δεν κληρώθηκε ούτε καλό ούτε κακό τουρκόσπιτο μέσα στο Ηράκλειο. Επειδή δεν είχε ούτε τη δύναμη αντρικών χεριών κοντά της, δεν τη στείλανε με το ζόρι όπως άλλους πρόσφυγες σε μακρινά χωριά του νομού, να σκάβει και να γεωργεί τα πρώην τούρκικα χωράφια, δηλαδή το τίποτε που είχαν αφήσει για τους πρόσφυγες μετά την καταπάτησή τους οι γειτόνοι. Αργότερα μπήκανε οι τρεις τους σε τούτο το χαμόσπιτο, ο αδερφός της είχε μάθει τυπογράφος, κοντά του πρόλαβε να μάθει κι αυτή λίγο. Τα μάτια της κάναν έναν κύκλο αργό, δίσταζε. «Το σπίτι έχει πια καλό στοιχειό τη μάνα μας», ψιθύρισε στο τέλος.
«Το έχω καταλάβει», αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο ο Σήφης.
Η Παρασκευή θάρρεψε και του χαμογέλασε, είχε να κάνει με καρδιά σαν τη δική της.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων»
 σελ. 230-235



Ο βίος του κυνηγημένου δεν του ήταν ξένος


Τράβηξε προς τα λιόφυτά του. Μακάρι να περπάταγε μαζί με τον Πατουχονίκο, για να ανιστορούν και να θυμούνται οι δυο τους τη ζωή του αντάρτη στο λημέρι του Χαμέτη, εδώ πάνω στις Μαδάρες, επί Κατοχής – έτσι μπορεί να ενθαρρύνανε τους ίσκιους να σιμώσουν για να τους μιλήσουν. Είχανε βγει κι οι δυο τους, αυτός και ο Πατουχονίκος, από τους πρώτους στο βουνό, στις διαταγές του αριστερού Γιάννη Ποδιά. Του τολμηρού υπασπιστή και γραμματέα, τον πρώτο καιρό, του βενιζελικού καπετάνιου Μαντουβομανόλη, που είχε έρθει από τον Ψηλορείτη για να λημεριάσει σε τούτα δω τα βουνά. Πήγαν με τον Ποδιά κι όταν αργότερα έκανε τη δική του ομάδα. Ζήσανε μήνες, χρόνια, πιο ψηλά από τα πεύκα του βουνού. Πάνω στην κάννη τους ακουμπούσανε τα σύννεφα, κάτω από τα στιβάνια τους χτυπούσε της πατρίδας η ωραία καρδιά. Στους ένοπλους εκείνης της ομάδας βρέθηκαν ως δια μαγείας όλοι οι απαραίτητοι, ένας φούρναρης καλαμπουρτζής, ένας φραγκοράφτης, ένας οπλουργός, ένας παπάς κι ένας τσαγκάρης – που έφτιαξε μάλιστα με λάστιχο από ρόδα αυτοκινήτου υποδήματα μέχρι και του ξυπόλυτου Πατουχονίκου για τον πάγο και τα χιόνια του χειμώνα. Άλλοι τους βρέθηκαν στο αντάρτικο όντας βοσκοί, άλλοι βουνίσιοι αγρότες, φοιτητές, αξιωματικοί του διαλυμένου ελληνικού στρατού, μερικοί αστυνομικοί, κάποιοι φυγάδες από την Παλαιά Ελλάδα, δυο καλόγεροι, ο Πιοτρ ο Κοζάκος που το είχε σκάσει από ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων της νήσου, ένας Αυστραλός κι ένας Νεοζηλανδός που ξέμειναν στη νήσο από τη Μάχη της Κρήτης. Οι βενιζελικοί αγγλόφιλοι πλειοψηφούσαν, ακολουθούσαν με μικρή διαφορά οι αριστεροί αντάρτες, μα λίγοι βρέθηκαν οι βασιλόφρονες στην πρώτη ενωμένη ομάδα. Υπήρχαν και οι επισκέπτες. Συχνά ανεβαίναν στο λημέρι Άγγλοι πράκτορες, με μόνιμο για ένα διάστημα τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, τον γνωστό κι από ένα τραγουδάκι ως Φιλεντέμ επειδή έμαθε φαρσί τα κρητικά, έτυχε να ’ναι καλλίφωνος και του άρεσε να το τραγουδά. Αλλά και σύνδεσμοι, αγγελιαφόροι, εφεδρικοί αντάρτες, πολιτικοί παράγοντες όπως ο συντοπίτης γιατρός Παπαμαστοράκης, ο λεγόμενος Γερουλάνος, βοηθητικοί ποιμένες, τροφοδότες, τσιλιαδόροι. Σπανιότερα ανηφόριζε κάποιος συγγενής, συνήθως άντρας, αραιότερα γυναίκες. Η ομάδα πάντως δεν ομονοούσε, όχι για τα καθημερινά, μα για το πώς θα έπρεπε να κυβερνηθεί η χώρα μετά την περιπόθητη μέρα της λευτεριάς. Δημοκρατία με βασιλιά ή χωρίς βασιλιά, αυτό το δίλημμα μοίρασε στα δυο τους αντάρτες, διαιωνίζοντας τον διχασμό με καινούργιο τρόπο. Ώρα την ώρα στοιβαζόντουσαν σαν τα σακιά με τον καρπό οι διαφορές, μέχρι που ψήλωσε ο σωρός, έγινε τοίχος, δεν μπορούσαν πια να τον διαβούν, δεν μπορούσαν να τον αγνοήσουν, ούτε κι έπρεπε.
Αποφασίστηκε να κάνουν οι αριστεροί ξεχωριστό καπετανάτο σε άλλο λημέρι, στις ίδιες Μαδάρες, μα να συνεχίσουν να τροφοδοτούνται από κοινού. Αύγουστος του σαράντα τρία ήταν, ο Πατουχονίκος είχε πετάξει προ πολλού από τα πόδια του τα λαστιχένια υποδήματα του αγγλόφιλου τσαγκάρη που οραματιζότανε το μέλλον της πατρίδας του με βασιλιά, χαιρόταν η γυμνή σκληρή πατούσα την ελευθερία της. Τότε περίπου έτυχε να συνθηκολογήσει η Ιταλία και κινήθηκαν όλες μαζί οι πινέζες στον απλωμένο χάρτη του Επάνω Κόσμου, κίνηση που είχε μοιραίες συνέπειες για την περιοχή. Διότι τρεις αντάρτες από τη μεριά των Μπαντουβάδων, θρασεμένοι από το όλο κλίμα, από τα μισόλογα των προκηρύξεων που έριχναν από την Αίγυπτο οι σύμμαχοι στην Κρήτη – ότι δήθεν θα ενώνονταν οι Ιταλοί με τους αντάρτες και κατόπιν οι σύμμαχοι θα επιχειρούσαν άμεση απόβαση στη νήσο Κρήτη για να ξαποστείλουνε τον Γερμανό, επρόκειτο όμως για αντιπερισπασμό, για ελιγμό, αφού η απόβαση έγινε λίγο αργότερα στη Σικελία –, έφταιξε πάνω απ’ όλα το στραβό τους το κεφάλι, τα ήπιαν και μετά πήγανε νύχτα και, αυτενεργώντας, έσφαξαν δυο Γερμανούς στρατιώτες που κοιμόντουσαν στο φυλάκιο του μικρού χωριού Σύμη. Το φυλάκιο είχε γίνει πρόσφατα, καθώς η Σύμη, κουρνιασμένη στο μάγουλο μιας καταπράσινης χαράδρας, ήταν ο τελευταίος οικισμός πριν από τα μονοπάτια που ανηφόριζαν μέσα από πεύκα και πουρνάρια προς το λημέρι. Κατέφθασε γερμανικός στρατός, ανέβαινε, είχε κάψει κιόλας δυο χωριά, ζήτησε ο καπετάνιος Μαντουβομανόλης τη συνδρομή του καπετάν Ποδιά, να ξανασμίξει το διχασμένο αντάρτικο μπροστά στον κίνδυνο. Έσμιξαν, χτύπησαν σε εκ του συστάδην μάχη τον εχθρό στην καταπράσινη χαράδρα της Σύμης. Τον κατατρόπωσαν, σκοτώσανε δεκάδες, πιάσανε δώδεκα αιχμαλώτους και γυρίσαν στο λημέρι χωρίς καμιάν απώλεια δική τους. Ο Πατουχονίκος ήρωας ήταν στο Αλβανικό, ήρωας φάνηκε και στην περίφημη αυτή μάχη. «Δεν κάνει η υπόδηση τον ήρωα, μα η καρδιά του», χαμογέλασε ο Σήφης γυρνώντας πίσω το κεφάλι μήπως έβλεπε τον Πατουχονίκο να έρχεται, ξυπόλυτος ακόμη. Κανένας όμως δεν ερχόταν.
Παρά την κραταιά νίκη τους γύρισαν στο λημέρι σαν ζεματισμένοι, νιώθοντας ότι τούτη η νίκη θα απέβαινε μοιραία. Και απέβη. Τις επόμενες μέρες ισχυρότατες γερμανικές δυνάμεις εκτελέσανε στην επαρχία κοντά πεντακόσιους άντρες, μαζί και γυναίκες, γέρους και μικρά παιδιά, ανατινάξανε ολόκληρα χωριά με δυναμίτη, αφού πρώτα λεηλατήσανε σπίτια και ζώα. Οι δε αντάρτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το λημέρι διαπραγματευόμενοι τους αιχμαλώτους. Διασκορπίστηκαν, ο καπετάν Μαντουβομανόλης φάνηκε προς τα Σφακιά προτού φυγαδευτεί στη Μέση Ανατολή, ο καπετάν Ποδιάς ενώθηκε με τους αριστερούς αντάρτες τους όρους Ψηλορείτη. Μαζί του πήγε κι ο Πατουχονίκος, ο Σήφης όμως δεν τους ακολούθησε.
Δεν μπήκε στο χωριό του εκείνο το χειμώνα, δεν ήταν φρόνιμο. Κρύφτηκε στα όρη. Ο βίος του κυνηγημένου δεν του ήταν ξένος. Τουλάχιστον εδώ γνώριζε τους βοσκούς κι άλλους ανταρτοτρόφους, γνώριζε ποιος ήταν πατριώτης, ποιος ουδέτερος, ποιος είχε αλισβερίσι με τον Γερμανό. Είναι αλήθεια ότι βρέθηκαν κάτι τέτοιοι και σε τούτη την περιοχή, όπως άλλωστε παντού στην νήσο, ελάχιστοι όμως είχαν απομείνει. Κρύφτηκε πάλι μοναχός σε σπηλιαρίδια, σε ξωκκλήσια, σε μιτάτα άδεια από το κοπάδι που είχε κατεβεί για να ξεχειμωνιάσει στα παραθαλάσσια, βρήκε τυρί και παστωμένο κρέας – λίγα, αφού λιμοκτονούσε η αφανισμένη επαρχία –, βρήκε προβιές να σκεπαστεί, ξίγκι αποθηκευμένο για να συντηρεί την καραμπίνα. Αριά και πού ερχόταν να τον πάρει κάποιος σύνδεσμος για να κάνει επαφή μέσα σε κατοικημένο σπίτι, τότε λουζόταν και πλενόταν με καυτό νερό, έτρωγε φαΐ μαγειρεμένο και μιλούσε δυνατά. Καλμάριζε σιγά σιγά ο χειμώνας, άρχισε κι ο Σήφης να κατηφορίζει και κρυβότανε ολημερίς στις φυσικές κρυψώνες, κούρνιαζε σαν το πουλάκι έως και μέσα στα πυκνά κλαδιά των πρίνων, της μυρτιάς, της πικροδάφνης για να βγει με τα άστρα στην ανοιχτοσύνη. Έσκασε το μπουμπούκι στα κλαριά, ξανασήμανε της κλεφτουριάς η ώρα, ξαναμαζεύτηκαν οι αντάρτες στου Χαμέτη. Η ομάδα, όλοι τους τώρα αριστεροί, είχε αρχηγό της τον Δημήτρη τον Παπά, έναν λεβέντη από τον Τύρναβο, που κάποτε δούλευε σε ναυπηγείο του Πειραιά, τον πήρανε οι Γερμανοί να τους επισκευάσει ένα χαλασμένο πλοίο στο λιμάνι του Ηρακλείου, πλην ο Παπάς έκανε σαμποτάζ στο πλοίο, βγήκε φυγόδικος στο λημέρι του Χαμέτη από την αρχή, στο πρώτο σεφέρι, πλάι στον Ποδιά. Αυτός είχε και το πρόσταγμα στη μάχη της Σύμης. Για να σκοτωθεί απ’ το βόλι των παλιών συνανταρτών του μετά από τρία χρόνια, κούνησε το κεφάλι του ο Σήφης.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων»
σελ. 299-304



Από κει έρχομαι



Στον πρώτο διωγμό μας πήγαν στην Ανατολή. Στον δεύτερο μας έστειλαν στη Δύση. Ας είναι καλά, σεργιανίσαμε με το παραπάνω.
Η διορία τελείωνε και πήγαμε στο σπίτι του κουνιάδου μου Γιάννη Λαΐτσα, στην Κάτω Χώρα, να είμαστε κοντά στη θάλασσα. Σηκωθήκαμε στις τέσσερες το πρωί, νηστικοί. Μέχρι τις Αλυκές του Λημνιού ήταν μια δρασκελιά δρόμος. Εκεί έψαχναν τον κόσμο μην έχει απάνω του λίρες. Μπήκαμε στο καράβι στις τρεις το απόγευμα. Εγώ με τα τέσσερα παιδιά, η κουνιάδα μου με τα δύο δικά της, ο κουνιάδος μου με άλλα εφτά. Μέχρι να φτάσουμε στη Μυτιλήνη σκοτείνιασε. Στο λιμάνι οι στρατιώτες από το Αϊβαλί στις βάρκες, γύρευαν τους δικούς τους. Ο καπετάνιος να φωνάζει, φύγετε, παιδιά, θα χάσω τον κόσμο. Δεν μας έβγαλαν στη Μυτιλήνη, μας πήγαν στο Σίγκρι. Είχαμε λίγο ψωμί μαζί μας, μόνο ψωμί. Πέντε άτομα χωρίς προστάτη.
Καθίσαμε λίγες μέρες στο Σίγκρι. Μετά μας έδιωξαν για καλύτερα, μας έστειλαν στον Πολυχνίτη. Μας έβαλαν σε μια αποθήκη, από τη μια έμπαινε ο αέρας, από την άλλη έβγαινε. Σε κάνα μήνα ήρθε ένας κύριος, ήθελε τους ψαράδες από το Αϊβαλί. Να τους βάλει τα ναύλα, να τους πάει στη Στυλίδα να ψαρεύουν για λογαριασμό του. Ήταν από τη Σμύρνη, το όνομά του Κώστας Υέρος. Νοίκιασε βαπόρι και έβαλε μέσα είκοσι πέντε οικογένειες. Κοντά στους ψαράδες τον παρακαλέσαμε και μεις, μας πήρε. Εμένα και την κουνιάδα μου και τα παιδιά. Είχε μεγάλες διαθέσεις. Φτάσαμε στη Στυλίδα παραμονές Χριστουγέννων.
Μας έβαλαν τους μισούς στην εκκλησία, τους άλλους μισούς στα σχολεία. Ο κύριος Κώστας Υέρος μας  βοήθησε. Έκανε έξοδα. Μας βρήκε σε όλες τις γυναίκες δουλειά. Αλλά αφήνουν οι ντόπιοι να ζήσει ο ξένος; Δεν στάθηκαν και οι Αϊβαλιώτες εντάξει. Δεν φάνηκαν παλικάρια και φιλότιμοι. Σηκώθη έφυγε, μάθαμε πήγε στη Χαλκίδα. Έχασε πολλά λεφτά για μας. Αν βρίσκεται στη ζωή, ας του δώσει ο Θεός χρόνους.
Εμείς πέσαμε στο μεροκάματο. Ελιές, πλέξιμο. Ό,τι έβρισκε η κάθε μία. Φύγαμε από την εκκλησία, ο παπάς δεν μας θύμιαζε, δεν γύριζε να κοιτάξει αν υπάρχουμε. Οι επίτροποι γκρίνιαζαν.
Πήγαμε σε ένα γυμναστήριο. Στα τσιμέντα, τριάντα οικογένειες, μας έπνιξε ο καπνός. Πέφταμε μπρούμυτα να πάρουμε αέρα. Εφτά χρόνια κράτησε αυτό. Ευτυχώς που είχαν εκεί αποχωρητήρια.
Θα πεις, δεν πιάνατε μια κάμαρα. Οι αϊβαλιώτισσες ελιές δεν κάρπισαν ούτε στα εφτά ούτε στα τριάντα δύο χρόνια που περπατάμε. Με ένα ξερό μεροκάματο τι να πρωτοκάνεις; Κι αυτό όχι ταχτικό. Δούλεψα σε σπίτια, σε ξενοδοχεία, σε αποθήκες. Εγώ που δεν ήξερα τα χτήματά μου. Μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά.
Οι ντόπιοι μας κοίταξαν. Μας έλεγαν τουρκόσπορους. Εμάς. Λόγια να πληγώνουν. Ή τότε που είδαν τις ομολογίες. Από δυόμισι χιλιάδες λίρες πήρα εβδομήντα πέντε χιλιάδες. Μερικοί φοβήθηκαν μην τους περάσουμε στα πλούτη. Περίμενε να δεις κι άλλα.
Ήταν Απόκριες, μου λέει μια κυρία, ήξερε την κατάσταση. Είχε έρθει μια θεία μου, έμενε μαζί μας, έξι νοματαίοι. Μου λέει, σήμερα να μην ψωνίσεις, θα σου στείλω εγώ κρέας. Το περίμενα κι ακόμα το περιμένω. Το έδωσε στην υπηρέτριά της να μου το φέρει κι αυτή πέρασε από τον αδερφό της κυρίας.
Πού το πας; Έτσι κι έτσι. Σ’ αυτή που έχει ομολογίες;
Και της το πήρε, το κρέμασε στην πόρτα της κουζίνας του. Την Καθαρή Δευτέρα το έριξε στα σκυλιά.
Τι άλλο; Ναι. Τρεις οικογένειες τις αγαπήσαμε. Μας κατάλαβαν, μας εκτίμησαν. Τη νοικοκυροσύνη μας. Η μία οικογένεια είναι του κυρίου Κλέαρχου Γευγελή. Η άλλη του βουλευτή κυρίου Νικολάου Καΐπη, ιατρού, και η τρίτη του κυρίου Αθανασίου Ορφανού. Να είναι καλά.
Σήμερα που γράφω, ημέρα Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου, κάθομαι στο κρεβάτι με μεγάλη ατονία. Είμαι εβδομήντα δύο ετών, δεν φοβάμαι κανέναν. Διαβάζω τις αϊβαλιώτικες εφημερίδες και λαχταράω. Με τις παλιές φωτογραφίες της περιφέρειας, με κάτι γνωστά ονόματα.
Τέτοιον καιρό μαζεύαμε τις ελιές. Κουβάλαγα τα κοφίνια μέσα στο καλύβι, η εργατιά μας έξω. Δεν νοιαζόμουν μη χάσω το μεροκάματο. Στεκόμουν στην πόρτα, κοίταζα δεξιά αριστερά και θαύμαζα. Παρακάτω ήταν ολόκληρη συνοικία. Παρακάτω άλλη. Σπίτια με μπαλκόνια ριχτά, παράθυρα με κάγκελα.
Μέχρι το Αγιασμάτι κάναμε ένα τέταρτο. Πηγαίναμε στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής με τους αραμπάδες. Όλη η χαρά ήταν δική μας. Τους τράβαγαν βόδια.
Ο θείος μου Στυλιανός Γαλατάρης πουλούσε τα λάδια και έφερνε τις λίρες μέσα σε ένα μεγάλο μαντίλι. Το άνοιγε να τις δούμε και έδινε από μία στις κόρες του και σε μένα. Τώρα από αυτούς εν ζωή είναι ένας εγγονός του μόνο, έχει το όνομά του, Στυλιανός. Στυλιανός Νικολέλης, ζει στη Γαλλία.
Ελιές χωράφια αμπέλια μαγαζιά σπίτια. Από κει έρχομαι. Σκέφτομαι τους δικούς μου, πάνω από εκατό νοματαίοι χαμένοι. Τώρα εδώ στον συνοικισμό είμαστε λογής λογής φρούτα. Σμυρνιές, Θρακιώτισσες, Πριγκιπιανές. Πού το ξέρεις, πού σε ξέρουν. Έχουμε και τους ντόπιους γείτονες. Αυτοί απορούν πώς ζούσαμε με τους Τούρκους και δεν είμαστε Τούρκοι και μεις. Άντε να τους πεις. Περισσότερο καταλάβαιναν τα Γιουρούκια που κατέβαζαν το δαδί στο Αϊβαλί παρά ετούτοι. Αρβανιτόβλαχοι.
Αρκετά έγραψα, το όνομα του άντρα του δεν έγραψα. Ευτύχιος Λαΐτσας, βαφέας. Τριάντα δύο χρόνια. Σήμερα έχω δεκαπέντε εγγόνια και ένα δισέγγονο. Και είκοσι πέντε χιλιάδες μετρητά.
Θανάσης Βαλτινός
«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη –Βαλκανικοί – ’22»
σελ. 10-13



Εντάξει, γιατρέ, ιάθην


Παίρναμε τραυματίες επί εφτά μήνες. Σμύρνη, Μουδανιά, Νικομήδεια. Το «Έλση» ήταν μικρό, μια διακοσαριά κρεβάτια όλα όλα, το ’πιανε η θάλασσα. Είχαμε σωσίβια από φελλό. Αλλά ο φόβος ήταν άλλος. Τα σήματα που λαβαίναμε: εθεάθη νάρκη εκεί, εθεάθη νάρκη εκεί. Και στεκόμασταν με τα μάνλιχερ, τις καταστρέφαμε. Μια φορά δεν ήταν νάρκη, ήταν ένα μεγάλο κιβώτιο. Μισή ώρα το πυροβολούσαμε. Μισή ώρα χωρίς να εκρήγνυται.
Οι αδελφές ήσαν εθελόντριες. Υπήρχαν τέσσεροι γιατροί, τέσσερες προϊσταμένες. Με μία από αυτές δεν τα πήγα καλά. Ήθελε να με βάλει να κάνω δουλειά νοσοκόμου. Πιάσαμε κάποτε στη Χίο. Κατέβαινα εγώ τη σκάλα, την είδα μέσα από ένα φινιστρίνι. Γυμνή, κοιταζόταν στον καθρέφτη. Σταυρώθηκαν οι ματιές μας. Είδε που την είδα. Και δεν μου ξαναφορτώθηκε έκτοτε.
Από την «Έλση» με απέσπασαν τον Νοέμβριο του ’20 στα έμπεδα Τραυματιοφορέων Σμύρνης. Είχαμε περίπου οχτακόσιους κληρωτούς των κλάσεων ’21, ’22. Εκεί τους διδάσκαμε διάφορα: καθήκοντα εν τω θαλάμω, διακομιδές, επιδέσεις τραυμάτων. Μετ’ επιδείξεως. Τους κάναμε επίσης σουηδική γυμναστική.
Στεγαζόμαστουν σε ξύλινα παραπήγματα. Είχαμε δύο κουβέρτες. Σεπτέμβριο νομίζω του ’21 ήρθε διαταγή στρατιάς να δώσουμε όλοι οι του εσωτερικού το ένα κλινοσκέπασμα. Πέρασαν αραμπάδες τα μάζεψαν. Ύστερα με έδιωξαν για δύο τρεις μήνες στο Ουσάκ. Πήγα εκεί. Ξαναγύρισα στη Σμύρνη ως ειδικός εκπαιδευτής. Πήγαινα τακτικά στο Β’ Νοσοκομείο για εξάσκηση υπό πραγματικές συνθήκες. Έπαιρνα μαζί μου ογδόντα-εκατό κάθε φορά.
Με το νοσοκομείο συνόρευαν τα λεγόμενα «Χιώτικα».Συνοικία με κοινές γυναίκες. Ονομάζονταν «Χιώτικα» εκ του τόπου καταγωγής αυτών των γυναικών. Προέρχονταν κατά πλειονότητα από τα νησιά. Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο. Υπήρχαν φυσικά και Σμυρνιές και Τουρκάλες.
Το μικροβιολογικό εργαστήριο της στρατιάς το διηύθυνε κάποιος από το Άργος. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Σπουδαγμένος στη Γερμανία, με αποκαλούσε «συνάδελφο». Εγώ τελειόφοιτος. Κύριε συνάδελφε. Ήταν αυτός ο γερμανικός του τρόπος. Κάθε βδομάδα είχαμε το λιγότερο είκοσι θετικές συφιλιδικές εξετάσεις. Στρατιώτες και πολίτες. Ήταν βεβαίως το προηγούμενο του Μακεδονικού μετώπου. Τα «γαλλικά παράσημα». Αλλά στη Σμύρνη υπήρχε μεγάλη ελευθεριότης των γυναικών. Εθεωρείτο προσβολή για μια κοπέλα να μην έχει φίλο. Δεν ήταν άξια. Υπήρχε η Τερψιθέα. Εκεί πήγαιναν για περίπατο οι αζευγάρωτες. Έφτανε μια ματιά – έτσι γινόταν η επιλογή. Υπήρχαν τα χοροδιδασκαλεία επίσης. Πήγαιναν οι στρατιώτες, όλα τα κορίτσια ήθελαν να χορέψουν μαζί τους. Υπήρχε η εθελουσία προσφορά υπηρεσιών στα νοσοκομεία των Σμυρναίων γυναικών.
Εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ελληνικού πληθυσμού. Χριστιανισμός. Επί συνόλου τριακοσίων περίπου χιλιάδων. Νομίζω. Δεύτερη κοινότητα η τουρκική. Απωθημένη προς το Κάστρο. Ακολουθούσαν Αρμένιοι, Εβραίοι. Οι Έλληνες κατείχαν την κεντρική πόλη, Γκιαούρ Ισμίρ. Το εμπόριο όλο στα ελληνικά χέρια. Εν μέρει και στα εβραίικα. Υπήρχαν τα λεγόμενα «Σκεπαστά». Τα είχαν αυτοί. Δρόμοι με τζάμια. Γεμάτοι χρυσαφικά. Υπήρχε αναβατήρας για την πάνω γειτονιά, στο Κάστρο. Δεν υπήρχαν δρόμοι. Καλντερίμια. Δούλευαν οι καρότσες με τα άλογα. Κράπα κράπα κραπ. Με ειδικό χώρισμα για τις χανούμισσες. Η Παραλία αποτελούσε οδική επιχείρηση. Δεν ανήκε στο τουρκικό δημόσιο. Ανήκε στον Γκυφραί. Γάλλος επιχειρηματίας αυτός. Το «Quai». Τέσσερα σχεδόν χιλιόμετρα μήκος. Ένα τραμάκι με άλογα έκανε τη συγκοινωνία. Λένε ότι αυτός ο Γκυφραί έκανε αγωγή κατά της στρατιάς επειδή τα βαρέα καμιόνια της του χάλασαν τον δρόμο. Δρόμο στρωμένο με πλάκες μεγάλες. Ανώμαλες. Οπότε η στρατιά έκανε ανταγωγή για τη φθορά των ελαστικών των καμιονιών από την κακή επίστρωση. Τούτο όμως μπορεί να είναι απλή ιστορία.
Έμεινα στη Σμύρνη περί τον ένα και μισό χρόνο. Εκτός των νοσοκομείων υπήρχε το Υγειονομικό Κέντρο. Αυτό κατά κάποιο τρόπο είχε ειδικευτεί στα αφροδίσια. Έστειλα εκεί έναν στρατιώτη, είχε αρπάξει βλεννόρροια. Αρκάς, ερχόμενος από Θράκη, και είχε κάνει μόνος του θεραπεία με γαλαζόπετρα. Πρακτικός τρόπος, γύρευε ποιος του τον είχε υποδείξει. Είχε κάψει τον βλεννογόνο της ουρήθρας. Πρέπει να πέθαινε από τους πόνους.
Τη σύφιλη τη θεραπεύαμε με το 606. Με υδράργυρο και 606. Με βισμούθιο επίσης. Ο υδράργυρος εχρησιμοποιείτο μέχρι το ’30-’35. Γινόταν ενδοφλεβίως και πείραζε συχνά τα νεφρά. Μπορούσε επίσης να δημιουργήσει ανωμαλίες κατά την ώρα της ενέσεως. Το πρόβλημα το έλυσε αργότερα η πενικιλίνη.
Στα νοσοκομεία είχαμε πολλές προσποιήσεις. Υπήρχε ειδικό τμήμα ελέγχου αυτών. Οι στρατιώτες μετήρχοντο διάφορα τεχνάσματα. Κάπνιζαν αίφνης χλωρικό κάλι και έκαναν βρογχικόν κατάρρου. Ο οποίος έδιδε σκιές και στην ακτινολογική εξέταση. Ή αφήνονταν στη νυκτερινή ενούρηση. Είχαν μάθει ότι αποτελούσε λόγο απαλλαγής. Αυτούς έπρεπε να τους παρακολουθούμε. Υπομονή γαϊδουρινή δηλαδή. Τους βάζαμε ένα φως. Ο υπόλοιπος θάλαμος στο σκοτάδι. Εάν πράγματι έπασχε ο παρατηρούμενος ουρούσε όπως κοιμόταν. Εάν προσεποιείτο έπρεπε να γυρίσει στο πλευρό. Το βράδυ δε πριν κοιμηθεί και για να μην έχει ακριβή συναίσθηση τον ναρκώναμε ελαφρώς. Του δίναμε χλωράλη π.χ. 4 mgr.
Σε έναν, που ήμαστουν βέβαιοι ότι ψεύδεται, επιβάλαμε «ειδική» θεραπεία: Θερμοκαυτηρίαση χαμηλά στη ράχη με αναμμένο θερμοκαυτήρα. Κάθε πρωί θερμοκαυτηρίαση. Κάποτε δεν άντεξε. Εντάξει, γιατρέ, ιάθην. Έτσι: ιάθην. Ήταν ένα μαγκάκι από τον Πειραιά.
Άλλο κόλπο βέβαια, το λεύκωμα. Αυτοί πρέπει να ήσαν δασκαλεμένοι από γιατρό. Και να συνεργούσαν κάποιοι μαζί τους μέσα από το νοσοκομείο. Προμηθεύονταν πλευρικό υγρό από τις παρακεντήσεις και το έριχναν στα ούρα τους. Χτικιάζαμε να τους ανακαλύψουμε. Μερικοί έκαναν τον επιληπτικό. Αλλά εδώ βέβαια η προσποίηση ήταν δύσκολη.
Θανάσης Βαλτινός
«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη –Βαλκανικοί – ’22»
σελ. 144-147



Κοίτα να την πορέψεις αλλού


Έμενε τότε στη Γαστούνη ένας συμπέθερός μας, Αρίστος Βασιλακόπουλος, σιδεράς, έφτιαχνε μαχαίρια. Δίπλα στο μαγαζί του ήταν ένα άλλο μικρότερο κι ο Βασίλης σκέφτηκε να το νοικιάσουμε εμείς, να ξαναβάλουμε την τέχνη μπροστά, να μην περνάει ο καιρός.
Σηκωθήκαμε μια μέρα με τον Αρίστο να πάμε στην Πάτρα. Θα ψώνιζε αυτός υλικά διάφορα δικά του και εγώ δέρματα. Τον ίδιο καιρό ένας γερο-Γαστουναίος, Αντριανός, έπιασε τον αδερφό μου και την αδερφή του Αρίστου και τους έκανε λόγο για τον Αρίστο, να του δώσει την κόρη του ονόματι Αργυρώ. Ο Αντριανός δεν είχε άλλον στον κόσμο πλην αυτό το κορίτσι. Η γυναίκα του είχε πεθάνει.
Αφού εμελέτησαν το πράγμα καλά, να την πάρει – αυτός είχε ένα μικρό μαγαζάκι και του το έδινε προίκα. Είχε και ένα δωμάτιο σπίτι σε άλλο μέρος και το έδινε και αυτό. Τότε το αποφάσισαν. Ήταν παραμονή του Αγίου Νικολάου.
Εμείς με τον Αρίστο φύγαμε στην Πάτρα, να ψωνίσει ο καθένας τα πράγματα που ήθελε. Κατεβαίνοντας από το τρένο κανονίσαμε να σμίξουμε μετά τις δουλειές μας, να φάμε παρέα. Πήγα πρώτα στους αδελφούς Σκανδάμη και ρώτησα για δέρματα εξωτερικού, γαλλικά. Ήθελα βακέτες του Φρουρίου, μέχρι οχτώ εννέα οκάδες. Αυτοί είχαν από δώδεκα οκάδες και πάνω. Έφυγα από κει, πήγα στο εργοστάσιο Ζαφειροπούλου. Αυτός εμπορευόταν μονάχα ελληνικά, σκάρτα πράγματα. Όλο σβέρκους και λάπες. Μόλις τις ακούμπαγες στο νερό ρούφαγαν αμέσως, σφουγγάρια. Γύρισα πολλά δερματοπωλεία αλλά δεν βρήκα ό,τι ήθελα και έμεινα άπρακτος.
Το μεσημέρι βρήκα τον συμπέθερό μου Αρίστο στο εστιατόριο. Αυτός είχε ψωνίσει, τα είχε μαζέψει τα πράγματά του εκεί. Φάγαμε, ήρθε το τρένο από την Αθήνα, μπήκαμε μέσα, γυρίσαμε στη Γαστούνη.
Την άλλη μέρα φάνηκε ο γερο-Αντριανός και μας είπε ότι θα είχε τραπέζι το βράδυ. Δεν ήθελα να πάω. Του κακοφάνηκε. Ήταν καλαποδάς, του είχα παραγγείλει να μου φτιάξει τριάντα ζευγάρια καλαπόδια αμερικάνικο σχέδιο, διάφορα νούμερα. Και ήταν υποχρεωμένος σε μένα.
Το αποφάσισα και πήγα με τον αδερφό μου και τα δύο αδέρφια του Αρίστου. Πήγαμε, μας καλοδέχτηκαν. Μας έφεραν τα γλυκά, το πιοτό. Ύστερα εσυζητήσαμε. Όταν έγινε το φαΐ καθίσαμε καθένας στη θέση του. Έκατσα εγώ, ύστερα ο αδερφός μου, ύστερα τα αδέρφια του Αρίστου, κοντά στον Αρίστο η νύφη. Έφεραν το φαγητό, αρχίσαμε και τρώγαμε. Μετά παρουσίασαν και άλλα διάφορα πιάτα. Τσιμπάγαμε, πίναμε. Στο τέλος κουβάλησαν και ψημένα κοτόπουλα.
Όσο πέρναγε η ώρα η νύφη όλο φυλαγόταν, δεν την έβλεπα στα καλά της. Ήταν και μια λάμπα μπροστά, δεν έδειχνε σώμα και πρόσωπο. Τότε λέω στους άλλους, να φύγουμε, είναι αργά. Μας κέρασαν μία ακόμα, είπαμε να ζήσουν, σηκωθήκαμε.
Το πρωί πάει στον Αρίστο ένας φίλος του, του λέει, η γυναίκα που παίρνεις δεν είναι τίμια. Τα είχε με κάποιον και ίσως την έχει γκαστρώσει. Τότε αυτός δεν βγήκε έξω καθόλου. Στης νύφης χόρευαν και περίμεναν τον γαμπρό. Ο γαμπρός πουθενά – στο κρεβάτι. Φτάνει ο πεθερός του, ρωτάει τι έγινε, του λέει η αδερφή του, έχει κάποια δουλειά και θα ’ρθει. Ο Αρίστος να μη θέλει να βγει από μέσα.
Την άλλη μέρα ετοιμάστηκε και πήγε στην Αμαλιάδα. Πήγε στο υποθηκοφυλακείο, να δει για το μαγαζί, αν ήταν εντάξει. Το βρήκε υποθηκευμένο. Γύρισε, λέει της αδερφής του, το μαγαζί είναι χρεωμένο, δεν γίνεται τίποτα. Είναι και κάτι ακόμα. Αυτή τα είχε με κάποιον και να το πεις του Αντριανού.
Βρίσκει η αδερφή του τον Αντριανό, του λέει, το μαγαζί σου είναι χρεωμένο χίλιες δραχμές. Και τα χρήματα ήσαν τότε πολύ ακριβά. Λέει αυτός, θα το ξεχρεώσω. Είναι και κάτι άλλο ακόμα, του λέει εκείνη. Η κόρη σου είναι γκαστρωμένη, δεν είναι καλά. Κοίτα να την πορέψεις αλλού.
Έτσι ο γερο-Αντριανός δεν τόλμησε να πει τίποτα. Και τράβηξε και έφυγε για το σπίτι του. Ήταν ο καημός της μοναχοκόρης του Αργυρώς.
Σε λίγο καιρό βρήκε έναν χωριάτη και του την φόρτωσε. Αυτή είχε ζώνη και σφιγγόταν και δεν φαινόταν για έγκυος. Εκείνος την πήρε για κορίτσι. Και σε έξι μήνες του γέννησε. Τώρα τι απόγινε, αν την κράτησε, αν την έδιωξε, δεν το μάθαμε. Είχε αρχίσει ο πόλεμος έξω, ο κόσμος χανότανε.
Θανάσης Βαλτινός
«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη –
Βαλκανικοί – ’22»
σελ. 220-222



Τα κορίτσια ήξεραν περίφημα το μάθημά τους



Ένα διάστημα δεν είχε πλησιάσει κορίτσι. Ύστερα, είχε βολευτεί προσωρινά με μια Μικρασιάτισσα υπηρέτρια της θείας Μαρκέλλας, έκανε μαζί της απάνω-κάτω, ό,τι και με την δ. Ασημάκη κι εύρισκε την ευχαρίστησή του. Αρκετοί από τους φίλους του είχανε λύσει το ζήτημα διαφορετικά, έδιναν μόνοι τους ευχαρίστηση στον εαυτό τους κι είχανε εξηγήσει στο Λεωνή πώς γίνεται αυτό. Μα του Λεωνή δεν του άρεζε αυτός ο τρόπος. Ήθελε αυτό να γίνεται από κανένα κορίτσι. Έτσι είχε συνηθίσει και πίστευε πως αυτός είταν ο σωστός, ο ωραίος τρόπος. Αν δε βρισκότανε κορίτσι πρόθυμο γι’ αυτή τη δουλειά, μπορούσε να περάσει καιρός χωρίς να κάνει τίποτα, εξόν μονάχα ό,τι συνέβαινε τη νύχτα στον ύπνο του, μα γι’ αυτό δεν είχε καμιά ευθύνη ο Λεωνής, είτανε κάτι που γινότανε μοναχό του. Τώρα, κουτσά-στραβά, είχε βολευτεί μ’ αυτή την υπηρέτρια, μα δεν είτανε τίποτα περίφημο κι ύστερα είτανε κάτι μάλλον σπάνιο γιατί η θεία Μαρκέλλα δεν έβγαινε συχνά και, όταν είτανε σπίτι της, δεν σταματούσε καθόλου να ανεβοκατεβαίνει όλα τα πατώματα, από την ταράτσα ίσαμε την κουζίνα, και να ανοιγοκλείνει όλες τις πόρτες για να βλέπει αν είτανε το καθετί στη θέση του. Πού εκείνες οι μεγάλες ευκολίες της σχολής Μοντεφρεντίνι!
Στο τέλος ο Λεωνής άρχισε να συνοδεύει το Δήμη στις ερωτικές του εκστρατείες. Έβγαιναν μαζί, προς το βράδυ, κι έπαιρναν βόλτα το Ταξίμι, το Αγιάζ-Πασά, το Πεδίο του Άρη. Μια μεγάλη περιοχή στο Πεδίο του Άρη, την είχανε καταλάβει αυθαίρετα οι Ρώσοι πρόσφυγες κι είχανε φτιάσει ένα πλήθος σανιδένια παλιομάγαζα, όπου γινότανε ακατάπαυστα του Κουτρούλη ο γάμος. Έβλεπες εκεί όλων των ειδών τα αστεία και τα περίεργα, πρόχειρες ρωσικές ορχήστρες και χορωδίες με μπαλαλάικες, κοζάκικους χορούς με τα μαχαίρια, σαλτιμπάγκους, ταχυδακτυλουργούς, θέατρα με μαριονέτες και θέατρα σκιών, υπαίθρια μπαρ όπου η φήμη έλεγε ότι οι σερβιτόρες είτανε δούκισσες και κυρίες των τιμών της τσαρικής αυλής, λαχεία, χαρτοπαίγνια, παιχνίδια σκοποβολής. Χαλνούσε ο κόσμος από τις μουσικές, τα τραγούδια, τα γέλια, τις φωνές, τους πυροβολισμούς. Ξέσπασαν καμιά φορά και ομηρικοί καυγάδες όπου έβλεπες έναν Έλληνα ναύτη κι ένα Σκώτο φουστανελλά αδελφωμένους να δέρνονται με μια παρέα Ιταλούς βερσαλιέρους και καμπόσους Ρώσους αξιωματικούς, με γένια και με παράσημα, να πέφτουνε στη μέση για να τους χωρίσουνε. Γινότανε συναγερμός, άστραφτε καμιά ξιφολόγχη, μπουλούκια έτρεχαν να δουν κι άλλα μπουλούκια έτρεχαν να φύγουν, άκουες βλαστήμιες και τσιριξιές σ’ όλες τις γλώσσες της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής, η σκόνη σηκωνότανε σαν πυκνή ομίχλη και σκέπαζε το καθετί, αναποδογύριζαν οι εγκαταστάσεις των παιχνιδιών, οι ξύλινες παράγκες τρανταζόντανε από το ποδοβολητό των μαχητών. Επί τέλους έφτανε κι η διεθνική περιπολία και αποκαταστούσε την τάξη με μεγάλες καλπαζιές.
Όταν έπεφτε το βράδυ κι άναβαν τα φώτα, αυτός ο γύφτικος μαχαλάς έπαιρνε ένα ύφος περίπου φαντασμαγορικό, δεν ήξερες πια πού βρισκόσουν. Αν είχες μάλιστα πλησιάσει κανένα μπαρ κι είχες βρέξει τα χείλια σου σε κανένα από τα ποτά που σερβίρανε οι δούκισσες, τα έχανες εντελώς. Όλα γυρνούσαν τριγύρω σου και βόϊζαν άναρθρα, είτανε σαν ένας μπάλος τρελών. Έξαφνα σταματούσες θαμπωμένος και κοίταζες μια γυναικεία μορφή που χαμογελούσε στο ημίφως μιας παράγκας ή στις ανταύγειες μιας φωτιάς ξερών ξύλων, μια γυναίκα ψηλή, κατάξανθη, εξωτική, λαμπρή, ωραία σαν θεά. Κοίταζες με το στόμα ανοιχτό, μαγνητισμένος, χαζός, μπορούσες να ξεχαστείς εκεί με τις ώρες αν δε σ’ έσερναν οι σύντροφοί σου. Δεν είτανε πόθος, δεν είτανε έρωτας, δεν είταν άλλο τίποτα παρά μονάχα θαυμασμός.
Εκεί κυρίως του άρεζε του Δήμη να βόσκει. Δεν πλησίαζε τις Ρωσίδες, δεν είχε το θάρρος, κυνηγούσε όμως τα κορίτσια της Πόλης που ερχόντανε να δούνε τις ρωσικές διασκεδάσεις με αναμμένα πρόσωπα και μάτια γυαλιστερά. Ο Λεωνής ακολουθούσε, δεν έπαιρνε καμιά πρωτοβουλία, έτρεμε συνεχώς μην τον δει κανείς.
Μια φορά, ενώ γυρνούσαν από τις ρωσικές παράγκες και περιδιαβάζανε στη λεωφόρο του Ταξιμιού, ο Λεωνής, στα καλά καθούμενα, έφαγε ένα πολύ γερό χαστούκι από μια δυνατή, καλοθρεμμένη κοπέλα. Ο Δήμης του ομολόγησε αργότερα ότι, καθώς περνούσε δίπλα της, της είχε πιάσει ορισμένο μέρος. Δεν μπόρεσε, είπε, να αντισταθεί στον πειρασμό, είτανε κάτι δυνατότερο από τη θέλησή του. Μα, κοντός και εύστροφος καθώς είτανε, πρόφτασε και κρύφτηκε πίσω από το Λεωνή κι άρπαξε αυτός την μπόρα.
Τα πεζοδρόμια είτανε γεμάτα περιπατητές, στάθηκε κόσμος και κοίταζε, ποτέ ο Λεωνής δεν είχε πάθει τέτοιο φοβερό ρεζιλίκι. Η κοπέλα καθώς του έδωσε τον μπάτσο, φώναξε:
― Ντροπή σου, βρωμόπαιδο.
Ο Λεωνής είτανε σκυμμένος και γύρευε το καπέλο του που είχε κυλιστεί καταγής. Κοίταζε μια κάτω και μια την κοπέλα και τραύλιζε:
― Συγγνώμη, δεσποινίς… Δεν καταλαβαίνω, δεσποινίς…
Ο Δήμης είχε βρεθεί σε δέκα μέτρα απόσταση κι έκανε τον αδιάφορο, με τα χέρια στις τσέπες. Ύστερα είπε πως λυπήθηκε εξαιρετικά, πως θα πρόσεχε να μην ξανασυμβεί ένα τέτοιο δυσάρεστο περιστατικό στο εξής. Ο Λεωνής φώναξε πολύ, μια ολόκληρη εβδομάδα φιλονικούσε και ορκιζότανε να μην ξαναβγεί με το Δήμη ποτέ. Ωστόσο ξαναβγήκε.
Εύρισκαν κάτι κορίτσια μάλλον παρακατιανά. Για να γίνει κάτι έπρεπε τα κορίτσια να είναι δύο και να τα θέλουν και τα δύο. Στην αρχή τα ακολουθούσαν κάμποση ώρα χωρίς να λένε τίποτα, ανταλλάσσανε και κανένα χαμόγελο στα πεταχτά. Όλα αυτά από κάποια απόσταση, έτσι είτανε η καθιερωμένη τάξη των πραγμάτων. Αν τα κορίτσια τα ήθελαν, έβγαιναν από τις φωτισμένες περιοχές και χωνόντανε σε κανένα σκοτεινό σοκάκι. Αυτό είτανε το σύνθημα ότι μπορούσε να αρχίσει το κόρτε. Τότες οι δυο φίλοι πλησίαζαν κι ο Δήμης έκανε τις προτάσεις. Τα κορίτσια αποκρινόντανε με χαχανίσματα, τα αγόρια πλησίαζαν κοντύτερα, στο τέλος γινόντανε όλοι παρέα και πιανόντανε μπράτσο. Είτανε συμφωνημένο από πριν ποιαν θα έπαιρνε ο ένας και ποιαν ο άλλος. Περπατούσαν έτσι ένα διάστημα, ύστερα πήγαιναν και καθόντανε σε κανένα πεζούλι ή στα σκαλοπάτια κανενός κατηφορικού δρόμου και τότε συνήθως γινόντανε όλα εκείνα τα παιχνίδια, που είχε μάθει ο Λεωνής από τη δ. Ασημάκη. Εύρισκε έτσι την ευχαρίστησή του με τον τρόπο που του άρεζε. Αν τα κορίτσια δεν ήξεραν, έδειχνε αυτός πώς γίνεται. Μα τις περισσότερες φορές τα κορίτσια ήξεραν περίφημα το μάθημά τους.
Γιώργος Θεοτοκάς
«Λεωνής»
σελ. 84-87



Μεγάλη διαφθορά και διάλυση της κοινωνίας


Γεωργούλης λεγότανε ο καφετζής που είχε ανακαλύψει και εκμεταλλευτεί πρώτος την αμμουδιά που βρίσκεται πλάι στη Γλώσσα της Πριγκίπου, μες στο δάσος των πεύκων. Η αμμουδιά είχε πάρει το όνομά του, είχε γίνει το Γιωργούλι και μ’ αυτό το όνομα είχε δοξαστεί, γιατί εκεί, στον πόλεμο, οι Γερμανοί αξιωματικοί είχαν οργανώσει τα πρώτα μικτά λουτρά που είχε δει η Πόλη. Το ζήτημα αυτό είχε συνταράξει κάποτε την κωνσταντινουπολίτικη κοινωνία. Ερχόντανε πλήθος άνθρωποι στην Πρίγκιπο ειδικά για να δούνε αυτό το πρωτάκουστο θέαμα, κουβαλιόντανε σωρηδόν στο Γιωργούλι με τα αμάξια, με τις βάρκες, με τις ατμάκατες. Είτανε κάτι πολύ παράξενο, μα και ανησυχητικό, να βλέπει κανείς πελώριους άντρες μουστακαλήδες και τριχωτούς να μπαίνουνε στη θάλασσα μαζί με γυναίκες ντυμένες πολύπλοκα και ποικιλόχρωμα μπανιόρουχα, να πιάνονται χέρι-χέρι και να τσαλαβουτούνε και να παίζουνε, σαν τα μικρά παιδιά, και να πιτσιλά ο ένας τον άλλον και να βάζουνε τις φωνές. Κι ύστερα να ξαπλώνονται στον ήλιο και να μην τους μέλλει που τα ρούχα κολνούσαν απάνω τους και φαινόντανε όλες οι γραμμές τους, και να αραδιάζουνε στη σειρά τα γυμνά τους ποδάρια, σαν να είτανε τα ποδάρια ένα πράμα για να το επιδεικνύει κανείς. Πολλοί από τους θεατές έπαιρναν ύφος θυμωμένο και καταδίκαζαν τα νέα ήθη, έλεγαν πως όλα αυτά είναι μεγάλη διαφθορά και διάλυση της κοινωνίας, κατά βάθος όμως δε θα τους δυσαρεστούσε και τόσο πολύ το σεριάνι, γιατί δεν το κουνούσαν από κει παρά μονάχα όταν συμμαζευόντανε οι κολυμβητές. Είταν άλλωστε λουτρά περιωπής, συναντούσε κανείς εκεί μεγάλα πρόσωπα και γυναίκες διάσημες για τα λούσα τους και την ομορφιά τους. Εκεί η μητέρα της Ελένης Φωκά είχε πάρει τον αέρα των στρατηγών.
Τώρα τα πράματα είχαν εκλαϊκευτεί. Οι Σύμμαχοι είχαν διαδώσει τα μικτά λουτρά σ’ όλες τις παραλίες των Πριγκιπονήσων και του Βοσπόρου, άρχιζε κι ο πολύς κόσμος να τα συνηθίζει. Τα πλήθη των Ρώσων προσφύγων είχαν καταργήσει και τι μπανιόρουχο. Έβλεπες τις αριστοκράτισσες σερβιτόρες να βουτάνε θεόγυμνες σ’ όλες τις απόμερες ακροθαλασσιές, χωρίς να σκοτίζονται αν στεκόντανε οι διαβάτες και τις παρακολουθούσαν. Οι στρατοί και οι στόλοι καλοπερνούσαν, το καλοκαίρι είτανε μια ατέλειωτη, πάνδημη εορτή. Το Γεωργούλι, ωστόσο, διατηρούσε από τα περασμένα μεγαλεία του κάποια ιδιαίτερη αίγλη.
σελ. 121-122



Κι εμείς περνούσαμε αράδα από μπροστά τους



Στην καταστροφή της Σμύρνης, βρέθηκα με τους γονιούς μου στο λιμάνι, στην Πούντα. Μέσ’ απ’ τα χέρια τους με πήρανε. Κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί με άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόμα κουβαλούσαν τους άντρες στους στρατώνες. Κοντά μεσάνυχτα, όπως ήμαστε ο ένας κολλητά στον άλλο, μπήκε η φρουρά κι άρχισαν να μας χτυπούν, όπου έβρισκαν, με ξύλα, και να κλοτσοπατούν όσους κάθονται χάμω, γόνα με γόνα. Τέλος πήραν διαλέγοντας όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστημώντας. Εμείς φοβηθήκαμε πως θα μας χαλάσουν όλους. Ένας γραμματικός, που ’χε το γραφείο του πλάι στην πόρτα, μας άκουγε που μιλούσαμε λυπητερά και μας έκανε νόημα να τον πλησιάσουμε:
― Σαν έρχονται, μας λέει, και σας φωνάζουν, εσείς τραβηχτείτε μέσα. Και τον λόγο μου φυλάχτε τον καλά, έξω μην τον δώσετε.
Από κείνο το βράδυ, κάθε νύχτα, έπαιρναν απ’ τους θαλάμους. Κι εμείς π’ ακούγαμε πυροβολισμούς, απ’ το Κατιφέ-Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».
Από μέρες, που πέρασαν με φόβο, ήρθε ένας αξιωματικός και μας παράλαβε, με σαράντα στρατιώτες. Μας έβγαλαν στην αυλή και μας χώρισαν απ’ τους πολίτες· τότε είδα και τον αδερφό μου. Μας έβαλαν τετράδες και μας διέταξαν να γονατίσουμε να μας μετρήσουν. Ο αξιωματικός που μας έβλεπε, καβάλα στο άλογο του, έλεγε:
― Θα κοιτάξω να μην μείνει ούτε σπόρος από σας. Κι έδωσε το παράγγελμα να κινήσουμε.
Θα είμαστε όλη η φάλαγγα κάνα δύο χιλιάδες.
Όπως βγήκαμε, μας τραβήξανε ίσια στην αγορά. Εκεί, το τουρκομάνι που μας περίμενε, σαν το λεφούσι έπεσε απάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους μας πετούσαν απ’ όλες τις μεριές. Ήταν και ναύτες Φράγγοι μαζί τους στα καφενεία κι έκαναν χάζι με μας.
Σα φτάσαμε στον Μπασμαχανέ, μπροστά βγήκε ένας Χαφούζης. Μας κοίταξε:
― Αλλάχ, Αλλάχ, είπε, τι γίνεται εδώ!
Και φώναξε του ασκέρ-αγά. Αυτός σταμάτησε.
― Ο λοχαγός εδώ! ξαναφωνάζει.
Τρακ τρακ το άλογο, ο λοχαγός πήγε, χαιρέτησε. Ο Χαφούζης τον ρωτά:
― Το «κιτάπι» μας αυτά λέει;
Ο λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι εμείς περνούσαμε αράδα από μπροστά τους.
Στρατής Δούκας
«Ιστορία ενός αιχμαλώτου»
σελ. 11-12



Και φύγαμε



Το πρωί μας σηκώσανε για το Αχμετλί. Άμα φτάσαμε, ο λοχαγός μάς περίμενε στο σταθμό κι απ’ αυτόν μάθαμε πως θα μέναμε εκεί.
Μας τράβηξε σ’ έναν ξερότοπο και μας άφησε στον ήλιο. Εμείς τον παρακαλούσαμε να μας βάλει απ’ το άλλο μέρος που είχε δέντρα.
― Όχι, μας είπε, στον ήλιο. Κι έφυγε.
Τ’ απομεσήμερο έπιασε βροχή· χαρήκαμε. Ήπιαμε με τη φούχτα μας νερό, πλυθήκαμε και δροσιστήκαμε. Άμα πήρε το βράδυ, ήρθε ο λοχαγός και μας έβαλε κάτω από ’να υπόστεγο. Στο πόδι ξημερωθήκαμε. Όλη τη νύχτα έβρεχε.
Το πρωί ήρθε πάλι· κοντά του είχε κι ένα γραμματικό. Μας χώρισε σε λόχους, κι έβγαλε τους τεχνίτες, φουρνάρηδες, ζυμωτήδες, καμιά δεκαριά, μαραγκούς, σιδεράδες είκοσι, χτίστες, σουβατζήδες άλλους τόσους· κι όπως τους χώριζε έλεγε:
― Εσείς που τα γκρεμίσατε, να τα χτίσετε.
Και τους παράδωσε στους στρατιώτες.
Ο γραμματικός φώναξε:
― Μυλωνάς δεν είναι κανένας από σας; Καρπό έχουμε ν’ αλέσουμε. Δεν ξέρει κανένας σας μυλωνάς;
Βγήκε ο αδερφός μου και δυο άλλοι.
Οι ζυμωτήδες πήγαν στο φούρνο, κι έβγαλαν κουραμάνα, από κριθάρι ακοσκίνιστο. Κι από κείνη τη μέρα μας μοίραζαν από ’να τέταρτο στον καθένα μας. Ένα βράδυ δυο ζυμωτήδες έκλεψαν λίγο χαμούρι γιατί ’χαν στο νου τους να το σκάσουν. Κι ο σκοπός τους έπιασε την ώρα που το έκλεβαν. Το πρωί τους πήγαν στο λοχαγό, που έμενε εκεί κοντά μας σε μια καλύβα.
― Τούτοι εδώ χτες βράδυ έκλεψαν χαμούρι για να φύγουν, του λένε.
Ο λοχαγός έβγαλε το πιστόλι του.
― Να, έτσι θα πάτε σα σκυλιά όσοι κάνετε αυτά, είπε και τους σκότωσε μπροστά μας. Ύστερα μας έβαλε αγγαρεία να καθαρίσουμε το σταθμό. Απ’ την ακαθαρσία, μας πόνεσαν τα μάτια. Κι ένας λοχίας που μας παράστεκε, Τουράν τον λέγανε, μας φώναζε άγρια και μας χτυπούσε, για να τον καμαρώνουνε μεσ’ απ’ το τρένο οι γυναίκες. Κι όποιοι από μας είχαν βαρύ πονόματο τους έλεγε πως θα τους πάει στο νοσοκομείο να τους γιατρέψει, κι αυτός τους τράβαγε μες στη χαράδρα και τους ξεπάστρευε.
Ένα βράδυ ο λοχαγός έδωσε διαταγή στη φρουρά να πουν στα χωριά, όσοι θέλουν παραγιούς να ’ρχονται να παίρνουν.
― Έχουμε, να τους πείτε, απ’ όλους· τσοπάνηδες, χτίστες, σιδεράδες, ό,τι θέλουν.
Το πρωί έφτασαν οι μουχτάρηδες κι άρχισαν να διαλέγουν πενήντα, ογδόντα, όσους ήθελαν από μας, σα να ’μαστε ζωντόβολα.
Τότε συμφωνήσαμε, δώδεκα χωριανοί, να μάθουμε κανένα καλό χωριό, κι όταν ξανάρθουν και ζητήσουν, να πάμε όλοι μαζί.
Από λίγες μέρες ένας δεκανέας που μας συμπαθούσε, γιατί του είχαμε χαρίσει, από την αρχή όταν πιαστήκαμε, ένα ζουνάρι που του άρεσε, μας λέγει:
― Ετοιμαστείτε. Εδώ κοντά είναι ένα καλό χωριό, το Μπουνάρ-Μπασί, στο Μποζ-Νταγ. Θα περάσετε καλά.
Τον ρωτήσαμε αν θα ’ρθει κι αυτός μαζί.
― Όχι, μας λέγει, εμένα δε μ’ αφήνει ο λοχαγός. Θα σας παραδώσω στο μουχτάρη.
Μας παράδωσε και φύγαμε.
Στο δρόμο απάνω, βρήκαμε μια γκορτσιά και πέσαμε στ’ άγουρα γκόρτσα.
―Μπρε σεις, ελάτε, φώναζε ο μουχτάρης, μας πήρε το βράδυ.
Κι εμείς μπήκαμε στο δρόμο τρώγοντας.
Στο χωριό φθάσαμε νύχτα. Μας μοίρασαν σε τρεις μεριές, από τέσσερις.
Είκοσι μέρες δουλέψαμε σ’ αυτό το μέρος. Κι απ’ την πρώτη μέρα που πήγαμε, βάλαμε με το νου μας να λιποταχτήσουμε, κι αρχίσαμε στα κρυφά να κρατούμε ψωμί, κι ό,τι άλλο βαστούσε απ’ το φαγί μας, για το δρόμο.
Τέλος ορίσαμε τη μέρα. Παρασκευή μεσάνυχτα να ξεκινήσουμε. Κι όταν ήρθε η ώρα, ξύπνησα το σύντροφό μου, κι ένας με τον άλλο ξυπνήσαμε όλοι. Μα οι άλλοι μετάνιωσαν. Εμείς τους είπαμε: τ’ αποφασίσαμε πια, θα φύγουμε. Και φύγαμε
Στρατής Δούκας
«Ιστορία ενός αιχμαλώτου»
 σελ. 17-21



Σε τρεις μέρες θα ’χει αναστηθεί



Και συνέβη τις ημέρες εκείνες του Φεβρουαρίου, προτού ξημερώσει Μάρτιος και κινήσουν οι ετοιμασίες για την πανήγυρη, να αρρωστήσει το αγόρι του Βαραλή. Το παιδί τελείωνε το Δημοτικό και το ’χαν αποφασίσει να το στείλουν στη χώρα, σε συγγενείς, να σπουδάσει στο Σχολαρχείο και μετά να μπει μαθητευόμενος σε χρυσικό.
Οι γιάτρισσες από τα γύρω χωριά εξέτασαν το παιδί, η ξεματιάστρα το ξεμάτιασε τρεις φορές, πλην όλες προειδοποίησαν τους Βαραλαίους: το παιδί είναι σοβαρά, να το πάτε στη χώρα, σε επίσημο γιατρό.
Η μητέρα του παιδιού ετοίμασε τη σούστα, έζεψε το άλογο, να πάει ο Νικόδημος ο άντρας της το παιδί στον γιατρό. Όμως ο Βαραλής πήρε απόφαση: γυναίκα, ξέζεψε τη σούστα, της λέει, τώρα έχουμε λόγο να πάμε στο πανηγύρι του Μαρτίου.
Οι δύο γονείς, ως σκληρότατα θεοσεβείς, δεν έδειξαν πόνο για το παιδί, επειδή η ασθένεια είναι και αυτή εξ ύψους, και Θεού απόφαση, και όπου ο Θεός απαγόρευε το πένθος εκείνοι δεν επιτρεπόταν να πονέσουν. Εάν το παιδί μας αξίζει την προστασία Του όσο την αξίζουμε και την αξιωθήκαμε κι εμείς  μέχρι τώρα, ο Θεός θα του προετοιμάσει μονάχος Του τη σωτηρία του. Γι’ αυτό δεν επιτρεπόταν να ανησυχούν, μήπως και ασεβήσουν. Έτσι η γυναίκα υπάκουσε. Και το χωριό όλο κατάλαβε από πού προσδοκούσε  τη σωτηρία ο πατέρας. Και τον εστήριξαν και του έριξαν δίκιο. Ο γυιος σου είναι η τύχη μας, του είπαν, να τιμήσουν το χωριό μας οι δύο θαυματουργοί. Είμαστε τόπος ευσεβείας, ένα θαύμα το αξίζουμε, και την επίσκεψη του Προδρόμου την αξίζουμε, να μας έρθει με τον άλλον, αυτόν με το αλώβητο όνομα. Όλη η βουνοστεφάνη γύρω ευλογήθηκε, εμάς μας αποφεύγουν και τα σερνικά σκυλιά. Μη μας αδικήσουν άλλο, γιατί θα βλαστημήσουμε, χορτάριασαν πια οι δρόμοι μας.
Τότε ο Βαραλής ξαναπήγε στον Ελισσαίο, νύχτα. Τους βρήκε να ετοιμάζονται.
― Με τη συγκατάβασή σας, νομίζω φτάνει η ώρα του χωριού μας. Το παιδί μου ασθενεί. Σε θέλω.
― Τι ασθένεια έχει;
― Εάν δεν καλέσω γιατρό, το παιδί θα πάθει κάτι ανέκκλητο. Δε θα καλέσω. Εσύ μπορείς να βοηθήσεις δίχως να προσφύγω σε ανθρώπινη επιστήμη. Θέλεις; Δέχεσαι να καταργήσεις το κακό; Εγώ γιατρό δεν καλώ. Η αρρώστεια θα προχωρήσει. Δε θέλω να μου το γιάνει γιατρός, θέλω το παιδί μου να τιμηθεί και να έχει στέφανο στην υπόλοιπη ζωή του. Γιατί να χαρίσουμε τη δόξα της θεραπείας του σε γιατρό, σε άνθρωπο; Αν ευδοκήσεις, κι εσύ εδραιώνεσαι και ο γυιος μου θα έχει όσο ζει τη σφραγίδα της δωρεάς. Δέξου το. Το δέχεσαι;
Ο Ελισσαίος κοίταξε το Ζάγρο και μετά είπε ναι, το δέχομαι, το δεχόμαστε. Κανόνισε, άνθρωπε, το παιδί σου να κρατηθεί στη ζωή μέχρι τέλη Φεβρουαρίου. Μετά, μου το φέρνεις στο πανηγύρι του Μαρτίου, του δίνω την πρώτη θέση εκεί.
― Εμείς πιστεύουμε σε σένα, είπε ο Νικόδημος.
― Φέρε το μαζί με τη γυναίκα σου, τα παραπέρα τα παίρνω εγώ στον λαιμό μου, έννοια σας. Μόνο πες μου, έχει αγριέψει η ασθένειά του;
― Είναι ασθένεια προς θάνατον, ναι.
Είπε αυτό το ψέμα ο Βαραλής, να σιγουρέψει τη συγκατάβαση του Ελισσαίου, και γύρισε στην Κοκκαλού περιχαρής, η γυναίκα του τον περίμενε. Και όταν της είπε τα χαρμόσυνα, εκείνη προσκύνησε, το χωριό μας και το σπίτι μας θα ευλογηθούν με θαύμα είπε. Το παιδί τους άρρωστο στο κρεβάτι. Τη μαμή που ήρθε να το εξετάσει την έδιωξαν. Και τα γιατροσόφια που είχαν διορίσει οι πρακτικές γιάτρισσες τα χύσανε στον νεροχύτη. Ούτε έδιναν πολλή τροφή στο άρρωστο, μη δυναμώσει. Το τάιζαν μονάχα όσο έπρεπε για να κρατηθεί στη ζωή μέχρι τις αρχές Μαρτίου.
― Εγώ θα σας χαρίσω το θαύμα, είπε ο μικρός άρρωστος σε όσους του πήγαιναν επίσκεψη να του ευχηθούν περαστικά. Εγώ θα σας χαρίσω το θαύμα. Του τα είχαν πει όλα οι γονείς του, να το χαροποιήσουν το παιδί. Κι αυτό υπερηφανευόταν και έλιωνε στο κρεβάτι.
― Κρατήσου εσύ, γυιε μου, μέχρι Μάρτη, ν’ αποκτήσεις μετά σφραγίδα και δύναμη που δεν τις αξιωθήκαν ούτε προφήτες ούτε όσιοι, έλεγε στο παιδί, που όλο και βαθούλωνε το κορμάκι του στο στρώμα, ο πατέρας του.
Η μητέρα υποταχτική και αμίλητη. Τραβάει το δρόμο του, έλεγε στις γειτόνισσες που τη ρωτήσανε πώς πάει το παιδί. Έβλεπε τη μεγάλη τύχη, τη υψηλή μοίρα που παραφύλαγε τον γυιο της, τον μέγα στέφανο που επικρεμόταν πάνω από το σπίτι της.
― Μόνο να κρατήσει το παιδί μας, έλεγε η Βαραλίνα στον άντρα της, ν’ αντέξει να βγάλει το Φεβρουάριο. Είχε και αυτή παραδεχτεί να μη ζητήσουν γιατρό και γιατρικά.
― Εάν είναι καθαρής ψυχής και δεν προορίζεται για αμαρτωλός, έλεγε ο άντρας της, ο Θεός θα τον τιμήσει το γυιο μας. Εάν δεν τον τιμήσει, γνωρίζει περισσότερα από σένα. Και δεν σου επιτρέπεται ούτε να λυπηθείς ούτε να πενθήσουμε αν το χάσουμε το παιδί.
― Βαστήξου, παιδί μου, μεταξωτό μου εσύ, έλεγε η Βαραλίνα στο παιδί, βαστήξου ως το Μάρτη. Και του έδινε τόση τροφή όση για να βαστηχτεί στη ζωή, αλλά να μη δυναμώνει.
Και το παιδί υπάκουσε και παραμονές Μαρτίου πέθανε πρόθυμα. Και οι συχωριανοί του πήγαιναν στο σπίτι των Βαραλαίων να συλληπηθούν, όμως όλοι  τους με κρυφή χαρά καλοτύχιζαν. Και η Βαραλίνα είχε ψήσει και κερνούσε γλυκό, μπακλαβά.
Πρώτη Μαρτίου χάραμα, ο πατέρας έζεψε τη σούστα, η μητέρα έντυσε το παιδί με τα καλά του και κίνησαν. Φέρετρο δεν παράγγειλαν. Πήραν μαζί μόνο μια αλλαξιά γιορτινή, να ντυθεί το παιδί μετά την έγερσή του. Το φέρετρο τι το χρειαζόμαστε, είπαν στον ιερέα, σε τρεις μέρες θα ’χει αναστηθεί. Οι χωριανοί τους ξεπροβόδισαν, κάποιος μάλιστα έκανε να τραγουδήσει, αλλά του έφραξαν το στόμα, και οι δύο γονείς με τη σούστα έφυγαν βιαστικοί να προλάβουν να περάσουν τις τρεις γέφυρες και το ρέμα των Αγίων Πάντων, ήταν χείμαρρος και την άνοιξη φούσκωνε κι έκλεινε τον δρόμο.
Παύλος Μάτεσις
«Ο Παλαιός των Ημερών»
σελ. 132-136



Έμαθε εύκολα πώς κλαίνε



―Δεν ήθελα να σε χάσω από τώρα, φώναξε ένας νέος παντρεμένος στη γυναίκα του.
Συνέβη αυτό τις μέρες εκείνες στο χωρίο Κοκκαλού, ο νέος ονομαζόταν Πασχάλης Μυώτας, είχε σπίτι δίπλα στου Βαραλή, αυτόν με τον αναστηθέντα γυιο. Ο Πασχάλης Μυώτας , ψηλός και γερός, πήρε μια όμορφη νέα και συνέβη αυτή, φρεσκοπαντρεμένη και καλοπαντρεμένη, να πεθάνει άσχημη. Ο άντρας της την παντρεύτηκε για την ομορφιά της, κανενός εικονίσματος η αγία δεν έχει την ομορφιά τη δική σου, σε όλα τα χωριά και τα κεφαλοχώρια, της έλεγε αντί για χαιρετισμό όταν την έβλεπε. Ούτε η Βρεφοκρατούσα έχει την ομορφιά σου, της είπε τη στιγμή που τους στεφάνωναν, και ο παπάς το άκουσε.
Επειδή, φαίνεται, πρόσβαλε όλες τις αγίες στην ομορφιά τους, γι’ αυτό σε λίγους μήνες η γυναίκα του έλαβε ασθένεια στο πρόσωπο ανίατη και άγνωστη, άνευ ονόματος ασθένεια είπαν οι γιατροί και αρνήθηκαν να εξετάσουν πλέον την άρρωστη.
Και η γυναίκα του μέρα την ημέρα ασχήμιζε.
Πέρα μακριά, ο Ταξιάρχης, με τον επιτάφιο και την Ντομένικα ξοπίσω του, ξύπνησε ένα πρωί και είδε πως μία από τις ανίατες ασθένειες που κρατούσε φυλακισμένες στη συλλογή του, έλειπε. Δεύτερη απόδραση, είπε. Μήνες πιο πριν, ένα πρωί το βαλσαμωμένο παγώνι τέντωσε τα φτερά του πάνω στον επιτάφιο και πέταξε μακριά. Έργο του κυρ Ελισσαίου αυτό, είπε η Ντομένικα.
Και η γυναίκα του Πασχάλη Μυώτα μέρα την ημέρα ασχήμιζε, σαν αμαρτία γίνεσαι, της είπε ο άντρας της. Και την εκοίταζε. Μετά ούρλιαζε και την έδερνε. Της κουβαλούσε μάγους, μήπως της ξαναφέρουν την ομορφιά της, όμως όλοι τον απέλπισαν, η γυναίκα σου θα χάσει και κάλλος και ζωή, είπαν, πληρώθηκαν και έφυγαν δίχως να ευχηθούνε περαστικά, ποιος ο λόγος να το ευχηθούνε.
Ο Πασχάλης Μυώτας κοιμόταν τώρα σε χωριστό κρεβάτι, μην κοιμάσαι δίπλα μου τον διάταξε η γυναίκα του, μήπως κολλήσεις ασχήμια και τότε δε θα σε θέλω. Μονάχα το σκυλί της κοιμόταν τώρα στο κρεβάτι δίπλα της. Αυτό το είχε μονάχη της περιμαζέψει μέσα στο σπίτι τους, από μικρό κουτάβι απορριγμένο, τι το θέλεις το μόλεμα μέσα στο σπίτι σας της λέγανε όλοι οι συγγενείς, το σκυλί είναι για την αυλή, δεν το μπάζουμε στο σπίτι. Εκείνη όμως το είχε πριγκιπόπουλο, το φρόντιζε σε όλα και το κοίμιζε στο κρεβάτι της δίπλα. Ο Πασχάλης το δέχτηκε κι αυτός όταν παντρεύτηκαν, την είχε χαϊδεμένη, και στα εικονίσματα των αγίων έχει ζώα, της έλεγε.
Τώρα, μονάχα το σκυλί δεν πειραζόταν απ’ την ασχήμια και κοιμόταν δίπλα της, εκείνη το είχε παρηγοριά, νόμιζε πως το ζώο καλοπερνάει. Όμως εκείνο δεν είχε σε υπόληψη τους ανθρώπους, τη δική του ράτσα νοσταλγούσε, τη νύχτα στον ύπνο του τιναζόταν και σιγανογάβγιζε, επειδή ονειρευόταν το σκύλο της θεια-Μαλαβίτας και ήξερε πως εκείνος ονειρευόταν ωραίο δάσος με σκυλόπουλα, και οι άνθρωποι δεν είχαν ποτέ πλαστεί, στο όνειρό του. Η άρρωστη όμως δεν κατάλαβε ποτέ της ότι το ζώο νοσταλγεί και δυστυχεί.
Και ασχήμιζε βαρύτερα.
―Όχι, στους δύο Προδρόμους δεν τηνε πάω, είπε στη μάνα της γυναίκας του ο Πασχάλης Μυώτας. Αφού η αγάπη μου δεν μπορεί να την κάνει καλά, τότε κανένας δεν μπορεί, τον μόνο που παραδέχομαι εγώ για θαυματουργό είναι ο έρωτάς μου. Δεν την πάω πουθενά.
Όμως η γυναίκα χειροτέρευε και η ομορφιά της ξεκόλλαγε από πάνω της όλο και περισσότερο. Κι έτσι αναγκάστηκε να προσφύγει στον Ελισσαίο και στον Ζάγρο, ήξερε πως θα τους έβρισκε στους Κομνηνούς, χωριό ψηλότερα στο βουνό. Έλουσε μονάχος του τη γυναίκα του, την έβαψε βαρειά να ελαττώσει την ασχήμια, την εφόρτωσε στο κάρο του και κίνησε. Όμως έξω από τους Κομνηνούς σε μια βρύση και δύο καρυδιές είδε από μακριά τους δύο Προδρόμους. Είχανε σταματήσει να λουστούν και να κολατσίσουν. Σταμάτησε το κάρο με την άρρωστη μακριά, πίσω από δέντρο, κοίταξε τους δύο άγιους άντρες που έπλεναν ο ένας το κορμί του άλλου. Με τέτοια ομορφιά που κατέχουν αυτοί είπε ο Πασχάλης, πώς να τους προσκομίσω εγώ τόσο άσχημη γυναίκα; Τους ντρέπομαι, ζηλεύω και την ομορφιά τους. Έτσι έστρεψε το κάρο και γύρισε στην Κοκκαλού, λυπήθηκε να κολλήσει τους δύο όμορφους με την ασχήμια του σπιτιού του.
Ο Ζάγρος και ο Ελισσαίος τους είχαν δει, μισοκρυμμένους πίσω από το δέντρο, όμως δεν τους προσκάλεσαν. Είχαν συνηθίσει πια. Ο κόσμος που τους έβλεπε να λούζονται σεβόταν τη γύμνια τους και δεν τους πλησίαζε. Κάθησαν και έτρωγαν ψωμί και τυρί, δεν είναι της δικαιοδοσίας μας η γυναίκα, είπε στο Ζάγρο ο Ελισσαίος, άσ’ την, την έχουν προγράψει οι αγίες.
Την άλλη μέρα ο Πασχάλης σαμάρωσε το καλό τους το άλογο, το έστρωσε με μπατανία υφαντή τρίχρωμη, σηκώσου είπε στη γυναίκα του, θα σε πάω στην Ομβρία, στην κυρα-Μαλαβίτα, να σου κάνει καλά την ομορφιά σου. Και στον δρόμο προς Ομβρία η άρρωστη λιγωνόταν, είχε καταπέσει πλέον. Και κάθε τόσο λιποθυμούσε κι έπεφτε από το άλογο και μάτωνε στο πέσιμο. Ο Πασχάλης της δεν τη βοηθούσε να σηκωθεί. Μόνο την κοίταζε έτσι πεσμένη με τα αίματα στα μαλλιά και στα σκουλαρίκια και άσχημη. Και την κλωτσούσε με κλωτσιές και ούρλιαζε από τον πολύν έρωτα, πώς μου έγινες έτσι, πώς μου κατάντησες έτσι, της έλεγε. Και άρχιζε πάλι να τη δέρνει, πεσμένη στα πόδια του αλόγου, να τη δέρνει και να την ποδοπατάει και όλο πάσχιζε να κλάψει, αλλά δεν ήξερε πώς βγαίνουν τα δάκρυα, ήταν πρωτάρης. Εκείνη αποδεχόταν το ξύλο δίχως ν’ αντιστέκεται, πώς ν’ αντισταθεί έτσι άσχημη που είχε γίνει. Πιασμένη από το πόδι του αλόγου για να σηκωθεί. Μονάχα του έλεγε συγγνώμη, Πασχάλη μου άντρα μου, συγγνώμη. Ύστερα έβρισκε δύναμη και καβαλούσε πάλι το άλογο. Σε λίγο όμως ξανάπεφτε. Και ο Πασχάλης Μυώτας ούρλιαζε μόνο, γιατί δεν ήξερε πώς βγαίνουν τα δάκρυα.
― Μην έχεις έγνοια και μη στενοχωριέσαι, θα μάθεις πώς κλαίνε, θα το γνωρίσεις το κλάμα, του είπε η κυρα-Μαλαβίτα. Δεν έχει γιατρειά η ομορφιά της. Το κορίτσι ήταν γεννημένο για άσχημο, η ομορφιά της ήταν περαστική, τώρα επιστρέφει στην ασχήμια της, όμως δε θα την αντέξει, γιατί καλόμαθε στην ομορφιά. Αυτά είπε στον Πασχάλη η κυρα-Μαλαβίτα. Μη στενοχωριέσαι όμως, κυρ Πασχάλη, και μην ανυπομονείς, γιατί θα πεθάνει σύντομα, δε θα προλάβεις να την ιδείς σε όλη της την ασχήμια. Κάποια αγία έχετε οργίσει εσείς.
Και σ’ έναν μήνα η γυναίκα πέθανε. Σβήνοντας, του είπε σε παρακαλώ βγες έξω, μην ιδείς το τέλος μου.
Το σκυλί έφυγε απ’ το σπίτι και εγκαταστάθηκε στο δάσος που ονειρευόταν ο σκύλος της κυρα-Μαλαβίτας, να ανταμωθεί με άλλα σκυλόπουλα. Και ο χήρος Πασχάλης Μυώτας έμαθε εύκολα πώς κλαίνε. Και του άρεσε. Και είπε, θα παραγγείλω να της φτιάξουν το εικόνισμά της, τέτοιο που να ζηλέψει κάθε αγία, δεν τις φοβάμαι, τι άλλο θα μου κάμουν;
Και παραμέρισε την περηφάνεια του και γύρεψε από τον Ελισσαίο να του φτιάξει το εικόνισμα της γυναίκας του, όπως ήταν προτού της επιτεθούν οι αγίες.
― Να μου τη ζωγραφίσεις με το  βρέφος που δεν προλάβαμε να κάνουμε, είπε ο χήρος. Αγόρι κανονίζαμε.
Παύλος Μάτεσις
«Ο Παλαιός των Ημερών»
σελ. 163-167