Σα θαύμα μου φαίνονται όλ’ αυτά





Την άλλη τη μέρα, πάλι μοναχός μου ήμουν στο σπίτι, κι είπα από μέσα μου. Καλά που είμαι και μοναχός μου, είπα. Γιατί κι ο Στέργιος να ’ταν, κι ο Βαγγέλης, εγώ πάλι μοναχός μου είμαι, κι όλα μες στο κεφάλι μου βρίσκονται. Ακόμα και τα Γιάννενα, κι αυτά, μες στο κεφάλι μου τα ’χω. Αλλά κι αυτοί που είναι απόξω απ’ το κεφάλι μου καλοί είναι, λέω, γιατί κι αυτοί μες στο δικό τους το κεφάλι, πάλι μοναχοί τους θα ’ναι. Όταν είμαστε όμως όλοι μαζί, αλλιώτικοι είμαστε. Γιατί εγώ είμαι εγώ, κι ο Βαγγέλης είναι ο Βαγγέλης. Ο Στέργιος πάλι είναι άλλος, κι άλλος είναι ο πατέρας του Βαγγέλη.
Όλοι μαζί όμως, η Ελλάδα είμαστε. Γιατί, η Ελλάδα είναι πιο μεγάλη απ’ τα Γιάννενα. Αλλά τα Γιάννενα, Ελλάδα πάλι είναι κι αυτά.
Εγώ όμως, ξέρω μοναχά τα Γιάννενα. Κι αυτά πάλι, λίγο τα ξέρω. Κι αυτό το λέω, γιατί οι άλλοι που δεν είμαι εγώ, πιο πολλά ξέρουν, γιατί αυτοί έχουν τα φαγιά και τα σπίτια. Έχουν και τις κούρσες, πηγαίνουν και στις δουλειές. Κι εγώ λέω, ότι αυτοί, πιο πολλά θα ξέρουν, γιατί ξέρουν ν’ ακούν και το ράδιο, κι όλα τα καταλαβαίνουν. Κι αυτό εγώ το λέω, γιατί ποτέ δεν τους άκουσα να ρωτάν κανέναν πώς γίνεται και τον ακούν αυτόν που είναι μες στο ράδιο και μιλάει. Αλλά και τα ποτήρια που πίνουν το νερό, και τα μπουκάλια που τ’ ανοίγουν και χύνουν τη μπύρα, όλα τα ξέρουν πώς γίνονται, γιατί ποτέ δε ρωτάν. Τα πιάνουν μοναχά, χύνουν την μπύρα στα ποτήρια και λεν «γεια μας».
Εμένα όμως, σα θαύμα μου φαίνονται όλ’ αυτά, και λέω, ότι οι άλλοι, απ’ τα παλιά τα χρόνια θα τα ξέρουν αυτά που κάνουν, γι’ αυτό τα κάνουν έτσι χωρίς να ρωτάν κανέναν. Γιατί αυτά τα πράματα, εγώ δεν τα ξέρω, γι’ αυτό ολοένα ρωτάω κι όλο φόβο είμαι. Ούτε και μπορώ εγώ να πάω να μιλήσω μες στο τηλέφωνο, γιατί δεν βλέπω κανέναν, κι άμα εγώ δεν βλέπω κανέναν, πώς μπορώ να κάνω ότι μιλάω;
Ο Στέργιος όμως, πάει στο τηλέφωνο, το σηκώνει και μιλάει, «εμπρός!» λέει. Εκεί όμως που το λέει το «εμπρός!» κανένας δεν είναι. Μονάχα τον τοίχο κοιτάει. Αλλά και πάλι, είναι κι ένα καλώδιο που κρέμεται απ’ το στόμα του, κι ο Βαγγέλης μου ’πε εμένα, ότι όταν λέει ο Στέργιος το «εμπρός», είναι όξω στο δρόμο κάτι στύλοι με σύρματα που το παίρνουν αυτό το «εμπρός» και το πηγαίνουν σ’ ένα άλλο τηλέφωνο. Γι’ αυτό, αυτός που κρατάει τ’ άλλο το τηλέφωνο στα χέρια του, καταλαβαίνει ότι είναι ο Στέργιος που είπε το «εμπρός». Εγώ όμως, δεν το καταλαβαίνω πως μπορούν και το κάνουν αυτό το πράγμα τα σύρματα από μοναχά τους, γι’ αυτό, δεν πάω να μιλήσω μες στο τηλέφωνο. Αφήνω τους αλλουνούς που το καταλαβαίνουν και που δεν τους πειράζει καθόλου να μιλάν χωρίς να βλέπουν κανέναν.
Γι’ αυτό, εγώ, λέω τώρα, ότι και το ράδιο γι' αυτουνούς που το καταλαβαίνουν θα ’ναι. Γιατί αν δεν το ’ξεραν και δεν το καταλάβαιναν, τότε πώς θα ’λεγε εκείνος «Η Εθνοσωτήριος Επανάστασις». Χωρίς να τον καταλαβαίνουν θα το ’λεγε; Αφού κι ο Στέργιος κι ο πατέρας του Βαγγέλη το κατάλαβαν.
Κι οι άλλοι όμως το καταλαβαίνουν. Όλη η Ελλάδα καταλαβαίνει γιατί, εμένα, όταν ήμουν στο σπίτι στου κυρίου Κοντολέων, η Φεβρωνία μου ’πε ότι η Ελλάδα, άνθρωποι είναι. Πολλοί άνθρωποι. Εφτά εκατομμύρια είναι, μου ’πε. Κι εγώ της είπα, «Τι είναι εκατομμύρια;» της είπα. Κι η Φεβρωνία μου ’πε «Αριθμοί είναι». Τότε εγώ είπα «Δεν ξέρω τι είναι αριθμοί», κι η Φεβρωνία μου ’πε «Δεν πειράζει, θα σου πω άλλη φορά».
Μετά όμως μου ’πε, ότι, Ελλάδα είναι και τα βουνά και τα ποτάμια. Αλλά κι οι θάλασσες κι οι λίμνες, Ελλάδα, πάλι είναι, μου ’πε.


Ιµείς ιδώ στο Ντοµπρίνοβον…



Κόσµος ήτανε και τώρα στο χωριό του, πολύς, Αύγουστο µήνα που γύρισε. Και χάρηκε βέβαια που τους βρήκε τόσους εκεί. Άλλοι τον ’ξέραν, τους ήξερε, µ’ άλλους βρεθήκανε να ’χουν συγγένειες, παλιές γνωριµίες. Το βράδυ ανεβαίνουνε και µαζεύονται στο µπακαλικάκι του δρόµου, κατεβαίνουν στην εκκλησιά µε το µεγάλο της πλάτωµα, πότε πάλι στην πλατεία του σχολειού - µια ταράτσα πάνω από τη ρεµατιά.
Θα ’θελε να τους έλεγε κάτι κι αυτός για τα δικά του της Γερµανίας, την ξενιτιά, τη νοσταλγία, τα βάσανα. Εδώ τώρα µπορούσε να το λέει πια και να µην φοβάται, πως «Ιµείς ιδώ στο Ντοµπρίνοβον…». ∆ικοί του άνθρωποι είναι γύρω του, Ντοµπρινοβίτες, Ντοµπρίνοβο είναι όλα.
Και δεν το λέει. Από τις πρώτες µέρες ακόµα αρχίζει να νιώθει πως κάπως είναι και κάπως δεν είναι µαζί µε τους άλλους. Κάτι του λείπει για να ’ναι µαζί τους, για να ’ναι απ’ αυτούς. O συγγραφέας µας να ’ταν εδώ, θα µπορούσε να ’λεγε πως αυτός απόµεινε όλα τα χρόνια της Γερµανίας Ντοµπρινοβίτης, οι άλλοι δεν είναι τίποτα πια, από πουθενά δεν είναι. Όπου βρεθούνε, µόλις βρεθούνε, θ’ αρχίσουν σε λίγο να λένε πάλι για τις δουλειές τους, για τα λεφτά τους, τα µαγαζιά τους, τα πράµατα, µηχανήµατα, χτήµατα που αγόρασαν, που θ’ αγοράσουν. Αν ήταν εδώ κανένας Μπρουσάκης, Σαββίδης, Γιαννόπουλος, από κείνους τους φιλόσοφους του ελληνικού καφενείου, θα ’χε πάλι τη σοφή την εξήγησή του - κοινωνία της κατανάλωσης και το ξερίζωµα, την αλλοτρίωση των ανθρώπων και τ’ άλλα που λέγανε.
O Σκουρογιάννης δεν µπορούσε βέβαια να σκέφτεται τέτοια πράµατα, τόσο πολλά. Άρχισε µόνο και το ’νιωθε πως ήτανε µόνος µέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, έτσι σαν λίγο ξένος ανάµεσά τους. Του φαίνονται λίγο παράξενοι - άλλος κόσµος είναι. Άλλοι, λοιπόν, ήταν εκείνοι οι φιλόσοφοι µε τις πολλές θεωρίες τους, τις παρλα-πίπες και τους καυγάδες. Αυτός ήταν που τους απόπαιρνε τότε - τους θυµιέται τώρα καµιά φορά το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι. Και κείνα τα βράδια της ξενιτιάς, το κουτό, βαρετό ξεροστάλιασµα στο σταθµό - δεν ξέρει βέβαια κι αυτό να το πει - αν άλλο δεν είχανε µέσα –ήτανε κάπως σαν να τους δέναν, να τους ενώναν – ίδιος καηµός, ίδια πίκρα- κάπως κοντά σου τον νιώθεις τον άλλον. Πολύ σκορπισµένοι του φαίνονται τούτοι - µέσα στην Ελλάδα, µέσα στο δικό τους τον τόπο. Και δεν το λέει «Ιµείς ιδώ εις το Ντοµπρίνοβον» - φοβάται ο Σκουρογιάννης µη του ριχτούνε, τον αποπάρουν κι εδώ.
Έβαλε µαστόρους κι έφκιαξε το ’να δωµάτιο, έφκιαξε δίπλα το µαγειριό του, ταχτοποίησε µε µεράκι τα γερµανικά κουζινικά που ’χε φέρει, έφκιαξε µπροστά την αυλή την πλακόστρωτη, την περγολιά της. Έφκιαξε και λίγο το φράχτη - πήγε κι έφκιαξε και τους τάφους των γονιών του στο νεκροταφείο – τα τέλειωσε όλα σωστά, νοικοκυρεµένα. Oι άλλοι θα φεύγαν ως το φθινόπωρο, αυτός δεν έφευγε, ερχόταν. Κατέβηκε για λίγες µέρες στα Γιάννινα, κανόνισε την επιταγή για τη σύνταξή του, να του τη στέλνουνε στο χωριό, έβαλε τα λεφτά του στην τράπεζα, τέλειωσε µ’ αυτά, γύρισε πίσω.
Καιρός ήτανε πια να περπατήσει και λίγο τον τόπο του. Πήρε το δισάκι του ένα πρωί - να κατέβαινε ως κάτω στη ρεµατιά, να ’µπαινε λίγο στο δάσος. Κατέβηκε. Μικρά «πριόνια» δουλεύουν και τώρα στην άκρη του δάσους. Έκατσε λίγο - την είδε την τυράγνια των ανθρώπων, των µουλαριών, να κουβαλούν ως τα φορτηγά τούς µεγάλους κοµµένους κορµούς. Πιο γνώριµος του φάνηκε ο κόσµος αυτός, πιο δικός του. Τράβηξε ύστερα λίγο πιο πέρα, έκοψε αριστερά, µπήκε στο µεγάλο δάσος. Πήρε το παλιό µονοπάτι των τσοµπαναραίων, των ξυλοκόπων, των παλιών ληστάρχων που τραβάει για την κορφή. Ανάσανε βαθιά το βουνίσιον αγέρα, στάθηκε µια στιγµή και τ’ άκουσε ζωντανό το βούισµα εκείνο των δέντρων - που µακρινό τον ακολουθούσε τότε στη Γερµανία. Έφτασε στο ξέφωτο που ’ξερε, κοντά στην κορφή ένα µικρό λιβάδι - σκηνίτες εκείνα τα χρόνια τα φέρναν εδώ και βοσκούσανε τα µικρά κοπάδια τους.
Γύρισε αργά στο χωριό µε το ηλιοβασίλεµα - γραµµή για το σπίτι - κανέναν δεν ήθελε. Ήτανε µια µέρα καλή, κάτω στη ρεµατιά, στη χαλικαριά, στα πριόνια, ψηλά στο βουνό. Τ’ όνειρο του γυρισµού του δεν τον είχε γελάσει.
Δημήτρης Χατζής

«Το διπλό βιβλίο»




Όλα τα αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό, εδώ


Πώς θα κάνουμε αισθητή την απουσία μας





Κάποιο βράδι, στο καφενείο του Λουμίδη, βρέθηκε πλάτη με πλάτη κοντά σ’ έναν παλιό συμφοιτητή του, πίνοντας και οι δυο όρθια το ποτό τους. Κι αν ακόμα ο χρόνος συντελούσε να ξεχάσει ή να μπερδέψει την φυσιογνωμία του άλλου, οι εφημερίδες τον τελευταίο καιρό του την φρέσκαραν, με μιαν επαναλειπτικότητα που έκανε τον Τηλεκίδη ανεξήγητα και τελείως αδικαιολόγητα, να αισθάνεται κάποιαν αμηχανία, σα να ’βλεπε ξαφνικά τα πισινά του φίλου του, ας πούμε. Ναι, η φωτογραφία ήταν κάπως μελοδραματική, ιδιαίτερα επιλεγμένη για την περίσταση: ο φίλος του είχε κερδίσει το βραβείο της Φιλομούσου Εταιρείας… Ήταν συγγραφέας, είχε τις επιτυχίες του, ιδίως κάτι σενάρια που τον πέρασαν μέσ’ στα γρανάζια της δημοσιότητας κι ο Τηλεκίδης εκείνη τη στιγμή μπορούσε να διακρίνει στην έκφραση του παλιού συμφοιτητή του, την βεβαιότητα που εκτρέφει κανείς όταν είναι αρκετά γνωστός και περιμένει πάντα κάποιαν απρόοπτη συνάντηση. Από στιγμή σε στιγμή κάποιος μπορούσε να τον συναντήσει, διάβολε, κι ο συγγραφέας είχε συνείδηση αυτού του πράγματος· γι’ αυτό κι η φυσιογνωμία του είχε εκείνη την εμβρύθεια που το βλέμμα του άλλου θα την αναγνώριζε αμέσως: Να, ένας άνθρωπος της εποχής, θα έλεγε, να κάποιος που σηκώνει στους ώμους του το βάρος ενός ολόκληρου κόσμου! Ο Τηλεκίδης έκανε κάποιο θόρυβο που υποσήμανε την παρουσία του κι ο συγγραφέας έστρεψε βαρύθυμα το κεφάλι του προς την ύπαρξη αυτή που τον κοίταζε κάπως επίμονα. Σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αναγνωρίστηκαν κι ο συγγραφέας είπε: «Α, ναι… α, ναι… τότε που παίζαμε την επανάσταση…» ― «Σκληρό κι αχάριστο παιγνίδι», έκανε ο Τηλεκίδης μ’ ένα χασμουρητό. Ο άλλος χαμογέλασε, διαγράφοντας στα χείλη του μια καλά υπολογισμένη πικρία: «Τι κάνεις τώρα;» είπε τέλος. «Τίποτε». Ο συγγραφέας γέλασε. Του άρεζαν, βέβαια, κάτι τέτοια. «Είχα διαβάσει κάποτε, τω καιρώ εκείνω δηλαδή, κάτι ποιήματά σου. Τι έκανες, συνέχισες;» ― «Όχι, δεν μου ’μεινε καιρός». Ο άλλος τώρα φαινόταν σα να προσγειωνόταν με κατανόηση. «Καταλαβαίνω, η βιοπάλη… Είσαι διορισμένος πουθενά;» ― «Υπέβαλα την παραίτησή μου πριν από χίλια χρόνια». Ο συγγραφέας ξίνισε τα μούτρα του. Του άρεζαν, ασφαλώς, οι απρόοπτες απαντήσεις, αλλά κυρίως όταν τις έγραφε ο ίδιος ή τις διάβαζε σε κανένα μυθιστόρημα… Κι ο τρόπος αυτού του… αχ, πώς τον λένε, άρχισε να του δίνει στα νεύρα. Κοίταξε το ρολόγι του. Σε λίγο θα ’πρεπε οπωσδήποτε να πάει σε μια σημαντική συνάντηση, έλεγε η έκφρασή του. «Διάβασα το τελευταίο βιβλίο σου» του είπε τότε ο Τηλεκίδης με πονηρία. «Το διάβασες, αλήθεια;» ― «Μέχρι τον πάτο». ― «Πικρό το ποτήρι, ε;» ― «Ναι, ναι… Μου άφησε μια γεύση βαζελίνης» απάντησε, με την αναίδεια μιας μύγας: έτσι δεν τον κοίταζε ό άλλος; «Τι θες να πεις;» ― «Αυτό. Κι εξ άλλου πήρε το βραβείο της Φιλομούσου Εταιρείας, δεν το πήρε;» Ο συγγραφέας κούνησε το κεφάλι του ντροπαλά, σχεδόν απολογητικά. «Μου το έδωσαν. Τι να ’κανα; Να το πετούσα στους δρόμους;» ― «Όχι για το Θεό, άξιζε και με το παραπάνω… Φίλε μου ως πότε κανείς να ζει στα σκοτεινά; Κάποτε πρέπει να προβάλλεις το κεφάλι σου στον ήλιο. Είδα τις φωτογραφίες σου τελευταία και να μου επιτρέψεις να σε συγχαρώ. Είμαι κακεντρεχής και μοχθηρός μαζί σου γιατί είσαι παλιός μου φίλος, παλιός τέλος πάντων συνάδελφος… ας μην κρυβόμαστε: ζήτημα στοιχειώδους ψυχολογίας. Μα πέραν αυτού, είσαι σήμερα ο αριστερός εκείνος συγγραφέας που ο παπάς της ενορίας θα συνιστούσε στο ποίμνιό του».




Ο συγγραφέας τον κοίταζε με βλέμμα αγριεμένο: «Γράφουμε ό,τι μπορούμε», είπε μαλακώνοντας τη φωνή του με τη σιγουριά του αποπάνω. ― «Ασφαλώς, και γράφοντας θάβουμε τη φωνή μας ακόμα πιο βαθειά. Το ζήτημα είναι πώς θα ακουστούν αυτά που πνίγονται μεσ’ στις ρωγμές, πώς θα κάνουμε αισθητή την απουσία μας!»










Άρχισα να γράφω στίχους

Έγραφα ακόμη και ποιήματα, μιαν ορισμένη περίοδο. Τι ήθελα τότε ν’ αποδείξω; Στο βάθος πάντοτε μ’ απασχολούσε κάποιο ερώτημα, κάποιος γρίφος. Υπάρχουν, βέβαια, αυτά τα βασικά ερωτήματα βαθειά απωθημένα μέσα μας, γιατί μας καίγουν μόλις ανέβουν στην επιφάνεια. Είναι απλά στη διατύπωσή τους, σχεδόν τετριμμένα: Τι είναι άνθρωπος λ.χ. τι βάτραχος, και τι θεός. Με τον τελευταίο ασχοληθήκαμε τόσο πολύ που τα κάναμε μούσκεμα, πέρα για πέρα. Αλίμονο, ας όψονται οι θεολόγοι που κατάντησαν τον ουρανό ένα απίστευτο αραβούργημα. Αν η λογική κατάληξη είναι, πως δεν υπάρχει θεός, ή ότι οπωσδήποτε δεν υπάρχει τίποτε από τα παλιά εκείνα ίχνη του που να μας πείθει, ας μη μας εκπλήττει καθόλου. Αν υπάρχει θα πρέπει βέβαια νάναι κάτι το τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι μας σερβίρουν. Το ότι δεν άφησε ο θεός πίσω του κανένα ίχνος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη της τελειότητάς του, σαν τον εγκληματία να πούμε που διαπράττει το τέλειο έγκλημα, και η απόλυτη απουσία του σαν η καθαρή πηγή μιας πίστης. Αυτό είναι δικό τους πρόβλημα. Όμως συγχέαμε πάντα το θεό τόσο πολύ με την ταπεινή μας εικόνα – φαντασθείτε, ότι τον θελήσαμε και σταυρωμένο ακόμα σαν νάταν ένας από μας, σάρκα και οστά! – ώστε τώρα, όχι μονάχα να μη μας μένει βάση για πίστη, αλλά μετά την απουσία του θεού να μην έχουμε καμιάν ασφαλή ένδειξη για το τι είναι και ο άνθρωπος περίπου. Ξέρετε δίχως άλλο τους διάφορους κι απονενοημένους αφορισμούς: άνθρωπος είναι το ζώο που στέκεται στα δυο του πόδια· ή άνθρωπος είναι το ζώο που γνωρίζει το θάνατό του· ή άνθρωπος είναι το ζώο που εφεύρε το εργαλείο κ.λ.π. Το μόνο σίγουρο στο οποίο συμφωνάμε όλοι, φαίνεται, πως «άνθρωπος είναι το ζώο που…» Τι είδους ζώον, εντούτοις, είναι κάτι όπου οι απόψεις διαφέρουν. Θα μου πείτε, τίποτε δεν θα μπορούσε έτσι εύκολα να κλειστεί σε μερικούς ορισμούς και οι εξισώσεις μας στήνουν από παντού παγίδες. Η επίμονη συνείδηση μου, λοιπόν, την εποχή εκείνη ήταν ότι «ο άνθρωπος είναι το ζώο που… γράφει στίχους!» Από εντελώς προσωπική πείρα, δηλαδή, και αμφιβάλλοντας για την ανθρωπιά μου, ένοιωσα ξαφνικά ότι γράφοντας στίχους ήταν ο μόνος τρόπος να αισθανθώ σαν άνθρωπος και επεξέτεινα τον ορισμό: αν δεν αισθάνθηκε κανένας στη ζωή του την ανάγκη να γράψει έστω και ένα στίχο (ή κάτι τέτοιο) τότε πιθανότατα δεν έφτασε ποτέ σ’ αυτό το επίπεδο που η λέξη άνθρωπος παίρνει κάποιο ιδιαίτερο νόημα. Ω, με συγχωρείτε! Ζητώ ταπεινότατα συγνώμη απ’ όλους εκείνους τους καλούς ανθρώπους που δεν έφτασαν ακόμα σ’ αυτό το επικίνδυνο σημείο. Δεν ισχυρίζομαι εξ άλλου, ότι οι ορισμοί μου είναι δόκιμοι (το πιο σίγουρο φαίνεται, πως άνθρωπος είναι αυτός που στέκεται στα δυο του μόνο πισινά πόδια) αλλά, επειδή δεν είχε κανένα νόημα τότε για μένα το ότι στεκόμουν στα δυο μου πόδια – θα μπορούσα κάλλιστα να περπατήσω με τα τέσσερα – ή οποιοσδήποτε άλλος ορισμός, άρχισα να γράφω στίχους.


Στη νεκρή ζώνη



Οι άνθρωποι που συναντάς στη νεκρή ζώνη, φαίνονται σα να βρέθηκαν εκεί συμπτωματικά και ανακόλουθα. Ο καθένας εξ άλλου θα μπορούσε να βρεθεί σ’ ένα τέτοιο μέρος και πολύ γρήγορα καταλαβαίνεις ότι στο τέλος μένεις εδώ, γιατί η νεκρή ζώνη σου είναι απλούστατα μια ανάγκη. Νιώθεις αδύνατο σχεδόν να ζεις ακόμα, κι όμως συνεχίζεις· αδύνατο να βρεις ανθρώπους κι όμως τους συναντάς. Αραιοί και πού, βέβαια… Τους συναντάς και είσαι σίγουρος πως είναι απόλυτα μόνοι. Μένουν μόνοι κι όταν ακόμη συνδέονται ή όταν συνδεθούν κάποτε μεταξύ τους. Ναι, αυτό το τελευταίο το αισθάνεσαι τότε, δεν τον διευκρινίζεις όμως ολότελα. Το μαθαίνεις αργότερα, πολύ αργότερα, όταν σκύβεις μονάχος μεσ’ στις αναμνήσεις, σα ν’ ανοίγεις κάποιον εγκαταλειμμένο τάφο.
Στη νεκρή ζώνη σου έρχεται η επιθυμία, καθυστερημένη, μα τόσο επίμονη, ν’ ανήκεις στην κατηγορία των άλλων ή τουλάχιστο να τάχεις βολικά μ’ αυτούς, να τους θεωρείς προστάτες σου. Θα σκοτώσουν αυτόν αντί για σένα κι έτσι έχεις το συναίσθημα πως ότι κάνουν, το κάνουν προς χάρη σου, επιτέλους… Κι εσύ, να που ξέφυγες, και βρίσκεσαι τώρα στα σκοτεινά, μέσα στη νεκρή ζώνη! Είσαι εδώ εξ αιτίας τους κι όμως κακίζεις τον εαυτό σου, γιατί μόνον αν τάχες λιγουλάκι καλύτερα μαζί τους, αν ήσουν κι εσύ ένας από αυτούς, ένας από τους άλλους, τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά. Στη νεκρή ζώνη αισθάνεσαι πως δεν μπορείς καν να σταθείς μέσα σ’ αυτή. Θέλεις να φύγεις, ν’ αναμιχθείς με τον πολτό, μα υπάρχουν φοβερά κι αόριστα όρια που σε κρατούν εκεί πέρα. Προσπαθείς να βρεις καινούργια δρομολόγια κι όμως στο τέλος, ενώ φαντάζεσαι ότι βρήκες το μονοπάτι που ζητούσες, πιάνεσαι αναπόφευκτα στο δόκανο. Στη νεκρή ζώνη καταλαβαίνεις ότι δεν φταίει στο βάθος κανένας που βρίσκεσαι εκεί, αλλά μονάχα εσύ ο ίδιος. Κι αναρωτιέσαι: Μήπως ακόμα την έχεις εφεύρει; Τι ακριβώς είναι η νεκρή ζώνη; Μπορεί να μεταβληθεί από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή. Κάτι που δεν ήταν καθόλου μέχρι τότε η νεκρή ζώνη, μπορεί να μεταπέσει στην κατάσταση αυτή και κάτι που ήταν ένα γνήσιο κομμάτι της, μπορεί να γίνει ένας τόπος όπως όλοι οι άλλοι. Τα βράδια κοιτάζεις την πόλη που πυρπολείται – αληθινά ή μέσα στην αρρωστημένη φαντασία σου; - τα βράδια, δεν είναι καθόλου σαφή τα όρια της νεκρής ζώνης κι όπως τα πάντα καλύπτονται απ’ το σκοτάδι, μπορείς να δεις πιο πέρα, τις φωτιές, ν’ ακούσεις τα μακρινά τους τύμπανα...
Έχει και τα καλά της επίσης η νεκρή ζώνη. Καμιά φορά μάλιστα ο κάτοικός της νιώθει κι ένα αίσθημα υπεροχής. Το κάθε σημείο που πατά μοιάζει και σαν ένα είδος σκοπιάς. Σα να περπατά στο κενό, ένας αστροναύτης, νιώθει συχνά τον εαυτό του χωρίς κανένα βάρος. Αναφέρομαι στη λέξη κάτοικος, αλλά στην πραγματικότητα αυτός ο κάτοικος έχει το συναίσθημα ότι δεν κατοικεί πουθενά. Τα σχήματα γύρω του φαίνονται σα να μην υπάρχουν και πέρα-πέρα ο κόσμος… Οι κόσμοι; Εξαρτάται. Μπορεί να τους δεις και τρεις και τέσσερεις ή άπειρους κόσμους με μια μοναδική αστρονομική αντίληψη. Περιοριζόμενος όμως σ’ ορισμένες άμεσες εμπειρίες, τους βλέπεις συνήθως σα δυο – τούτο που κάνει εξ άλλου πιο κατανοητή την νεκρή ζώνη – σα δυο κόσμους αντίπαλους, αντιφατικούς. Και ασφαλώς θα κραυγάσουν πολλοί: Έτσι είναι εξ αντικειμένου φίλε μου, γιατί δεν θέλεις να το καταλάβεις; Οι δυο κόσμοι ωστόσο απ’ τη νεκρή ζώνη φαίνονται φοβερά ταυτόσημοι… Και ιδού η μεγάλη αυταπάτη, ξαναφωνάζουν πάλι οι πολλοί: Οι δυο κόσμοι είναι τελείως διαφορετικοί! Η αλήθεια είναι πως ο κάτοικος δεν μπορεί να δει τις αποχρώσεις και οι αποχρώσεις βέβαια έχουν σημασία.
Και είναι αυτονόητο πως στη νεκρή ζώνη τα παίρνεις όλα όπως είναι. Τίποτε από τα γύρω δεν σ’ εκπλήττει, εκτός απ’ τον εαυτό σου. Για τον εαυτό σου νιώθεις μια βαθιά, μια απειροελάχιστη έκπληξη. Στην αρχή νομίζεις πως τα χέρια λ.χ., ή τα πόδια σου, δεν είναι δικά σου, πως δεν σου ανήκει τίποτε πραγματικά απ’ το σώμα σου, από ό,τι σε συνιστά, μα σιγά-σιγά πείθεσαι πως ο εαυτός σου κυρίως δεν είναι δικός σου. Τα μέλη σου, τ’ αυτιά σου ή τη μύτη σου που τουρτουρίζουν μέσ’ στο κρύο τα λυπάσαι το καθένα χωριστά και λες: «όλα τούτα μ’ απαρτίζουν, βέβαια, σύμφωνα με τα δεδομένα, ποιος όμως είναι πράγματι ο εαυτός μου;» Δεν νιώθεις μόνο τον εαυτός σου ξένο απ’ τους άλλους, αλλά τον εαυτό σου ξένο απ’ την δική σου περίπτωση. Και αρχίζεις τότε να τον υποπτεύεσαι ή να τον νιώθεις κλεισμένο σε κωμικά σχήματα, σαν ένα φάντασμα ή μιαν απεριόριστα μικρή και αθεράπευτη ουλή, ενώ ξέρεις πολύ καλά πως αυτό δεν είναι δυνατόν και τείνεις ν’ απορρίψεις όλες τις υποθέσεις.


Οι μύγες είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση



Την ορισμένη ώρα, όταν άρχισε το απόβραδο, ο κόσμος μαζεύτηκε, όπως πάντα, σκονισμένος και κατάκοπος για φαγητό. Τα αρμόδια όργανα επέμεναν να είναι τέλειες οι σειρές, να το βουλώσουν όλοι, να ξαναγίνουν τα μετρήματα. Άρχισαν να πληθαίνουν και οι άσπρες μπλούζες, στάθηκαν ανάμεσα στις ομάδες, τριγύριζαν στα πλάγια. Μαζεύτηκαν και διάφοροι βοηθοί, ελεγκτές κι ένα σωρό άλλοι, σκουντούφληδες και βλοσυροί. Κανένας δεν έδινε το σύνθημα για τη διανομή. Πάλι μετρήματα και μετακινήσεις καινούργια αναταραχή.
Ήρθε και κάποιος με σπουδαίες αρμοδιότητες. Μια βουβή παγωνιά απλώθηκε. Τοποθέτησαν κι ένα μεγάφωνο.
«Ν' αρχίσει η διανομή», πρόσταξε μ' ένα νεύμα ο ελεγκτής.
Ξεκίνησε ο πρώτος. Έπρεπε να περάσει μπροστά από αυτόν.
«Τις μύγες σου» ζήτησε ο βοηθός.
«Ποιές μύγες ;»
«Αυτές που έπρεπε να πιάσεις.»
«Δεν έχω.»
«Το ξέχασες, δεν μπόρεσες ή δεν θέλησες; Λέγε.»
«Δεν πρόλαβα...»
«Περίμενε στην άκρη», πρόσταξε ο βοηθός.
Ήρθε άλλος.
«Τις μύγες σου. Γιατί μόνο τρεις; Τόσα εκατομμύρια, δε βρήκες άλλες; Κι εσύ εκεί. Όχι μαζί με τον άλλο, χωριστά.»
Ένας έδειξε έντεκα, ήταν ο καλύτερος.
«Γιατί μόνο έντεκα;»
«Στο νταμάρι φεύγουν όλες με τα φουρνέλα...»
Τον έστειλε σε άλλη σειρά.
Ένας από τα καλόπαιδα, τους ζητωκραυγαστές, από τους φανερούς κράχτες, είχε μαζέψει δεκαοχτώ.
«Εύγε! Εξετέλεσες το καθήκον σου!»
Περάσανε σιγά-σιγά όλοι. Μόνο ένα ζαρωμένο ανθρωπάκι είχε τις περισσότερες. Μετρούσε, μετρούσε κι έφτασε στις τριάντα δύο μύγες. Τις παρέδωσε όλες ο ανόητος, πήρε το φαγητό του και απομακρύνθηκε περήφανος. Σε μια στιγμή μάλιστα γέλασε και φάνηκαν μια σειρά ολόλευκα και γερά δόντια. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν σωστό να γελάει - ίσως να έβαλε και τα κλάματα - κι απομακρύνθηκε γρήγορα.
Καθώς φάνηκε, η προσπάθεια είχε γενικά αποτύχει. Στο άδειο κιβώτιο που έριχναν τις ψόφιες μύγες, δεν σκεπάστηκε καλά-καλά ούτε ο πάτος. Αυτοί που δεν είχαν πιάσει ούτε μία ήταν πολλοί. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται πάνω απ' όλους. Ο πληθυσμός είχε δείξει μια εγκληματική αδιαφορία στους νόμους. Ακόμα κι η θάλασσα έγινε πιο μελανιά κι ακίνητη.
Ο ελεγκτής ανακοίνωσε την απόφασή του: Αυτούς που δεν είχαν ούτε μια, τους έστειλε μακρύτερα, κοντά στα βράχια. Σε άλλες σειρές κατέταξε τους υπόλοιπους, ανάλογα με τις μύγες που έφεραν.
Μόνος, χωρίς ταίρι και σειρά έμεινε το ανθρωπάκι με τις τριάντα δύο. Έτρωγε έρημος, μα δεν κατέβαιναν οι μπουκιές.
«Γράψτε τα ονόματά σας κατά κατηγορία», είπε ένας βοηθός στα όργανα.
Θ' ανοίξουν τώρα καινούριους λογαριασμούς που θα σ' ακολουθούν πάντα, για να μετριέται με μύγες η κακή σου συμπεριφορά.
Την ώρα που γράφανε, κάποιος πλησίασε σιγά και πονηρά έναν επόπτη από πίσω. Είδε μια μύγα στον ώμο του. Άπλωσε την παλάμη του και όρμησε. Καθώς όμως περνούσε γρήγορα το χέρι του από το αυτί του, άγγιξε ξυστά το μάγουλό του. Ο επόπτης τρόμαξε.
«Τί κάνεις εσύ;»
«Μια μύγα στον ώμο σας. Να την.»
Άνοιξε την παλάμη του κι έδειξε το ξεκοιλιασμένο ζώο.
«Τώρα έχω έντεκα, μπορώ να πάω σ' εκείνη, την καλύτερη σειρά;»
«Είναι πια πολύ αργά, άρχισε η καταγραφή. Εξάλλου, η μύγα αυτή βρισκόταν στον ώμο μου. Ανήκει σε μένα. Ήταν ασέβεια ν' απλώσεις πάνω μου.»
«Τώρα όμως έχω έντεκα...»
«Ανώφελο. Ο ελεγκτής δε χρειάζεται μύγες... Αν ήθελε, θα έριχνε φάρμακο και δε θα έμενε καμμιά. Ήθελε να μετρήσει την προθυμία σας...»
«Σας χτύπησε κιόλας», πρόσθεσε ένας άλλος.
«Ναι εδώ στο μάγουλο...»
«Φοβερό. Βγήκε απ’ τη γραμμή του, έκανε μια ασεβή χειρονομία που κατέληξε σε επίθεση. Θέλησε, τώρα που τελείωσε η κρίση, να μεταπηδήσει πονηρά σε καλύτερη κατηγορία απ’ αυτήν που τον κατέταξε ο ελεγκτής και με μια μύγα που δεν του ανήκει...»
«Και τώρα τι να κάνω;» ρώτησε ο χαμένος. «Μήπως πρέπει να πεθάνω;»
«Όχι ακόμα. Θ’ αποφασίσω αργότερα για την τύχη σου. Να σταθείς χώρια», είπε ο επόπτης κι απομακρύνθηκε ικανοποιημένος, γιατί αυτός και μόνον αυτός, θα καθόριζε την τύχη κάποιου άλλου.
Όταν τελείωσε η καταγραφή, ήρθε η ώρα για την τελική κρίση. Κομμένες αναπνοές, ακινησία, οι φρουροί στις θέσεις τους, τα κύματα στους βράχους. Μια φωνή απόκοσμη, που ερχόταν από πολύ μακριά, είπε:
«Θα λάβουν φαγητό μόνο όσοι εξεπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. Όσοι δεν έπιασαν καμιά μύγα, είναι δόλιοι και θα έχουν τη μεταχείριση που αρμόζει στους απείθαρχους, τους πείσμονες και τους υπονομευτάς. Χαθείτε, να μη σας βλέπω.»
Ένας με άσπρη μπλούζα φρόντισε να χαθούν το γρηγορότερο, τους τράβηξαν για τη χαράδρα.
Η ίδια φωνή συνέχισε:
«Οι άλλοι δείξατε αδιαφορία, κακοήθεια, τεμπελιά. Περιφρονήσατε τις διαταγές. Η ασυνειδησία σας θα μείνει, ώστε να ξέρετε τι σας περιμένει σε κάθε υποτροπή ανυπακοής. Από αύριο το έλλειμμα θα υπολογίζεται διπλάσιο, την επόμενη τριπλάσιο. Για σήμερα, λίαν επιεικώς θα υποστείτε μόνο στέρηση νερού και τροφής.»
Έτσι όλοι κατάλαβαν ότι οι μύγες είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Και τα μεγάφωνα σκούζανε συνέχεια για μολύνσεις που επεκτείνονται, για ανεπίτρεπτα συμπτώματα απειθαρχίας και για αμείλικτες τιμωρίες που, όσο βαριές κι αν είναι, δεν μπορούν να εξαλείψουν το φοβερό αμάρτημα.
Κι αμέσως μουσική και τραγούδια.


Οι μύγες





Εκείνο το καλοκαίρι, ο αέρας κόπασε για λίγο κι έπεσαν στον τόπο σύννεφο οι μύγες. Τσιμπούσαν τα μάτια, σούβλιζαν το πετσί, βούιζαν στη βαριά ζέστη κι άλλοτε σηκωνόταν ένας μαύρος γυαλιστερός κουρνιαχτός προς τη μεριά των αφοδευτηρίων. Παχιές, καλοθρεμμένες καλοκαιριάτικες μύγες. Χρύσιζαν στον ήλιο πάνω στους τοίχους και στα κατάλευκα ασβεστωμένα πεζούλια. Αλλά κι αυτές τις συνηθίζεις, λες και είναι ένα στοιχείο του τόπου, όπως ο άνεμος, τα βράχια, η ζέστη. Κανείς δεν τους έδωσε τότε σημασία. Όταν σ’ ενοχλούσαν τις έδιωχνες με μια κίνηση από τα μούτρα σου και τελείωνες.
Ένα μεσημέρι, όμως, τα μεγάφωνα σάλπισαν προσοχή, οι άσπρες μπλούζες σφύριζαν κι αλώνιζαν τον τόπο κι ερευνούσαν τους τάφους να μη μείνει κανείς μέσα. Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ’ ανακοινωθεί. Καθετί όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά κι έτσι πάλι, κανείς δεν έδωσε σημασία. Καινούρια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν’ αναγγελθεί η απόφαση:
«Μπροστά στο φοβερό κίνδυνο που διατρέχουμε - για την υγεία, την καλή διαβίωση και τον πολιτισμό - πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ν’ απαλλάξουμε τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο, έκαστος υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο, για ν’ απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν βαρύτατες κυρώσεις.»
Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Όποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. «Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών». Κι όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει «πρέπει».
Ένας ειδικός ομιλητής εξήγησε σ’ επίσημη συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωικών και των ηθικών μολύνσεων, για την λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συμβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους.
Μετά τις πρώτες φράσεις, κανείς πια δεν καταλάβαινε τί έλεγε. Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση, καθώς μιλούσε για την «ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που βαραίνουν τις συνειδήσεις», και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας προσφοράς, «ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί άξιοι...»
Μίλησε, πραγματικά, με μεγάλη έξαρση και ανάταση, λίγο ακόμα και θ’ αποκτούσε κι αυτός φτερά να πετάξει.
Το άλλο πρωί, πριν ξεκινήσει ο πληθυσμός για τις εργασίες τους, το μεγάφωνο είπε με γλυκιά φωνή ένα παραμύθι, σαν αυτά που λένε στα παιδιά πριν κοιμηθούν. Εδώ συνηθίζονται τα πρωινά παραμύθια, για να κρατάνε όλες τις ώρες. Αφηγήθηκε με λίγα λόγια την ιστορία κείνου του καλού βασιλιά που όταν έφτανε ναυαγός σ’ ένα έρημο νησί, βρήκε να το κατοικούν μόνο μερικά δαιμονισμένα τέρατα. Ύστερα, όμως, από πολλούς και σκληρούς αγώνες, ο καλός βασιλιάς νίκησε και υπόταξε τα κακά πνεύματα. Τα εξόντωσε, τα ημέρεψε.
Και το παραμύθι τελείωσε μ' αυτά τα λόγια:
«Καταλαβαίνετε, βέβαια, τί σημαίνει τούτος ο παλιός μύθος. Αυτοί που ενσαρκώνουν το πνεύμα του κακού, είσαστε σεις! Το πνεύμα του καλού θα ασκήσει την αγαθότητα και την αμείλικτη δύναμή του για να υποτάξει τον δαίμονα... Θα μπορούσε, βέβαια, να τον σκοτώσει, θα ήταν το πιο εύκολο. Υπάρχουν πολλά και αποτελεσματικά μέσα θανάτου, τα ξέρουμε όλα. Για τις μύγες, τα δραστικά φάρμακα, και για τις άλλες περιπτώσεις τα όπλα. Εμείς δε χρειαζόμαστε κι άλλους νεκρούς. Τί να τους κάνουμε; Δεν θα είχε καμιά αξία η αποστολή μας... Εμείς θέλουμε να εξ...ξοντώσουμε και να συντρ...ρίψουμε ουσιαστικά όχι τους ευτελείς φορείς, αλλά τον ίδιο το δαίμονα…»


Κάποια μέρα που φυσούσε δυνατά (α’ μέρος)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.

Κάποια μέρα που φυσούσε δυνατά, κάποιος ρώτησε: «Μπορώ να πιω νερό;» Κι ήταν πολύ φυσικό γιατί έσκαβε από το πρωί, η άμμος έτριζε τα δόντια του και τα χείλια του είχαν ξεραθεί. Για να κάνεις όμως οτιδήποτε, πρέπει να σου το επιτρέψουν. Είναι νόμος.
Αυτός που ρωτήθηκε απάντησε: «Τρελάθηκες; Είναι δω ο διοικητής!»
«Μα διψώ πολύ…»
«Μόνο ο διοικητής μπορεί να σου δώσει την άδεια.»
Ο διψασμένος παράτησε την αξίνα του κι έψαξε τον ορίζοντα με θολωμένα μάτια να βρει κατά πού έπρεπε να τραβήξει. Κάποιος του έδειξε προς τη γέφυρα.
«Εκεί είναι!»
Ο διοικητής παρακολουθεί το μεγάλο έργο. Κατεβαίνει συχνά να διαπιστώσει την πορεία της εργασίας. Η γέφυρα πρέπει να τελειώσει το ταχύτερο! Στέκεται μόνος κι αμίλητος στο διπλανό ύψωμα, βλέπει, παρατηρεί, συμπεραίνει. Ο ρυθμός της εργασίας εντείνεται. Οι βοηθοί, λίγο πιο κάτω, σκορπίζουν με τη ματιά τους την προσταγή.
Ο διψασμένος ξεκίνησε κι όσοι κατάλαβαν πού πήγαινε θαύμασαν το κουράγιο και την απερισκεψία. Το τρίκλισμά του έδειχνε πού φτάνει κάποιος στην παραζάλη του, όταν πια δεν ξέρει τι κάνει. Καθώς πλησίαζε, τον σταμάτησαν μερικοί της ακολουθίας.
«Θέλω να ζητήσω την άδεια…» τους εξήγησε χωρίς να έχει επίγνωση της τόλμης του.
Ο διοικητής ήταν ένας κοντόχοντρος με κατακόκκινο μούτρο σαν φουσκωμένο σπυρί. Αν τον τσιμπούσε κουνούπι στο σβέρκο, το αίμα θα πεταγόταν σιντριβάνι. Όταν είδε κάποιον να πλησιάζει, νόμισε ότι είχαν να του αναγγείλουν κάτι κρίσιμο και κατέβηκε λίγο από το ύψωμά του. Ξαφνιάστηκε με το αίτημα, έδειξε ότι τον απασχόλησε σοβαρά, το σκέφτηκε – αλλιώς τι διοικητής θα ήταν – ζύγισε από κάθε πλευρά το σημαντικό αυτό ζήτημα και ύστερα ανακοίνωσε αργά και με την πρέπουσα επισημότητα: «Μπορείς, αλλά να γυρίσεις γρήγορα.»
Ο διψασμένος απάντησε: «Θα γυρίσω αμέσως.»
Τότε ο διοικητής προχώρησε προς μια ομάδα εργασίας, στάθηκε μπρος σ’ έναν άλλον ασήμαντο σκαφτιά, που φορούσε ένα μαύρο λερωμένο σκούφο, και τον διέταξε: «Να τον συνοδέψεις!»
Αυτός όμως που πήρε τη διαταγή παραπονέθηκε στον βοηθό ότι δεν είναι συνοδός ούτε παρακολουθητής, έπρεπε να πάει άλλος. Κι όσοι τον άκουσαν απόρησαν για την ανοησία του. Ο βοηθός πρόσταξε σιγά: «Τσακίσου!»
Κι αυτός με τον μαύρο σκούφο έτρεξε, πρόλαβε τον διψασμένο και του είπε αμέσως: «Μ’ έστειλαν να σε συνοδέψω, ίσως για να μην το σκάσεις…»
Ο άλλος σήκωσε τους ώμους και απάντησε: «Παρακολούθα με.»
Πήγανε μαζί ως την κατοικία του διψασμένου. Ο μαύρος σκούφος στάθηκε απ’ έξω και περίμενε. Να μπει μέσα να μετρήσει τις γουλιές του; Ο διψασμένος ήπιε όσο έπρεπε, γιατί θα ήταν μεγάλη σπατάλη και έλλειψη πρόνοιας αν έπινε όσο ήθελε, ώσπου να ξεδιψάσει. Αυτό άλλωστε, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό. Βγαίνοντας έδειξε το μικρό σταμνί στο συνοδό του και τον ρώτησε:
«Θέλεις μια γουλιά;»
«Όχι, σ’ ευχαριστώ…»
Ο διψασμένος ζωντάνεψε, αν και κάποια σκιά πλανήθηκε στο πρόσωπό του. Γύρισαν πάλι μαζί.
Κάποιος όμως από αυτούς που η δουλειά τους είναι να προσέχουν και ν’ αναφέρουν κάθε τι που βλέπουν – ένας αληθινός παρακολουθητής – σφύριξε στον πιο κάτω: «Αυτός με τον σκούφο διευκόλυνε εκείνον με το παλτό να το σκάσει!» Το σφύριγμα μεταδόθηκε σ’ άλλον πιο πέρα κι αυτός το έστειλε στον επόμενο, ώσπου έφτασε στον βοηθό. «Αυτός με τον σκούφο παρότρυνε εκείνον με το παλτό ν’ απομακρυνθούν. Του μετέδωσε κάποιο σύνθημα. Είναι κι οι δυο τους υποκριτές και δόλιοι.»
«Φοβερό!» είπαν μ’ ένα στόμα οι εμβρόντητοι βοηθοί, μαζί κι ο διοικητής που έδωσε την άδεια στον διψασμένο και την διαταγή σ’ αυτόν με τον σκούφο να τον συνοδέψει.
Καθώς πλησίαζαν αμίλητοι, ο πρώην διψασμένος έδειξε στον συνοδό του μερικά πρόσωπα και τον ρώτησε:
«Τι κάνουν αυτοί πίσω από τις μάντρες; Βλέπω πολλούς κρυμμένους στις κολώνες κι άλλους στις πέτρες…»
«Καινούργιος κι άμαθος φαίνεσαι. Είναι οι γνήσιοι παρακολουθητές. Μην το σκάσει κανείς, ποιος δεν δείχνει ζήλο… Έτσι γίνεται πάντα, να τους προσέχεις…»
«Κατάλαβα.»
«Γιατί ζήτησες την άδεια από τον διοικητή για κάτι τόσο ασήμαντο;»
«Αφού διψούσα! Ασήμαντο το θεωρείς; Δεν αντέχω στη δίψα…»
Πριν φτάσουν εκεί που είχαν αφήσει τα εργαλεία τους, ένας άγνωστος έτρεξε και τους ειδοποίησε: «Σας θέλει και τους δυο ο διοικητής!»
Τους οδήγησαν σ’ ένα ξερακιανό με κίτρινη όψη. Πρόσωπο καινούργιο κι ανεξιχνίαστο, ένας μακρομούρης με λιανό λαιμό που ταλαντευόταν από το φύσημα του ανέμου. Θέλησαν να τον προσπεράσουν να ζητώντας εκείνον με τον χοντρό σβέρκο. Ο ξερακιανός, όμως τους σταμάτησε και τους ρώτησε απότομα:
«Γιατί εγκαταλείψατε την εργασία σας;»
Κ’ ύστερα στράφηκε στον μαύρο σκούφο.
«Γιατί τον διευκόλυνες να το σκάσει;»
«Τον συνόδεψα να πιεί νερό. Έτσι με διέταξε ο διοικητής.»
«Εγώ δεν διέταξα κανέναν!» φώναξε εξοργισμένο το αδύνατο πρόσωπο.
«Και εκείνος που με διέταξε διοικητής ήταν», απάντησε δυνατά αυτός με τον μαύρο σκούφο, γιατί φοβόταν ότι ο αέρας θα έπαιρνε τα λόγια του.
«Είσαι αναιδής, ένας αυθάδης!»
«Έκανα λάθος. Εσείς, μόνο εσείς και κανένας άλλος είστε ο διοικητής.»
«Ομολόγησε λοιπόν, για τι τον βοήθησες να το σκάσει; Τι είπατε μεταξύ σας;»
«Δεν το έσκασε. Γύρισε, νάτος! Ήπιε μόνο νερό», απάντησε αυτός με τον σκούφο. «Με διέταξε κάποιος ανώτερος, έτσι έπρεπε να κάνω…»
«Ανώτερος από μένα;»
«Όχι, κανένας δεν είναι ανώτερος από σας! Ήταν ανώτερος μόνο από μένα. Εγώ είμαι ο τελευταίος…»