Η «ντακότα»



Αλλά και το σπίτι που μ’ είχαν εμένα και καθόμουν, ούτε κι αυτό ήταν δικό μου. Του Στέργιου ήταν. Γι’ αυτό εγώ λέω τώρα, ότι εγώ, τίποτα δικό μου δεν έχω, γιατί κι αυτά που έχω, μοναχά μες στο κεφάλι μου είναι. Οι άλλοι όμως που δεν είμαι εγώ, έχουν αυτά που έχουν μες στο κεφάλι, έχουν όμως κι άλλα απόξω. Πολλά πράγματα έχουν κι απόξω απ’ το κεφάλι, γι’ αυτό έχουν και τους φαντάρους. Γιατί οι φαντάροι, γι’ αυτά είναι. Για να φυλάν τα πράματα που ’χουν οι ανθρώποι απόξω απ’ το κεφάλι, είναι. Και τα φυλάν, για να μην μπουν οι οχτροί απ’ τα σύνορα και τους τα πάρουν. Γι’ αυτό είναι οι φαντάροι. Γι’ αυτό έχουν τα όπλα και κάθονται όξω στο Πέραμα και φυλάν τη σκοπιά. Κι αυτά όλα, εγώ τα ξέρω, γιατί και μένα ήρθαν και μου ’παν τότε να γίνω φαντάρος. Δε μου ’παν όμως μοναχά. Ήρθαν, με πήραν μαζί με κάτι αλλουνούς, και με πήγαν στο Πέραμα. Κι έτσι, ήμουν και εγώ φαντάρος.
Ήταν κι άλλοι φαντάροι εκεί. Ήταν όμως κι αξιωματικοί πολλοί. Κι οι αξιωματικοί, ήταν εκεί, για να φυλάν τους φαντάρους που φύλαγαν τη σκοπιά για να μην μπουν οι οχτροί απ’ τα σύνορα.
Εγώ όμως, δεν είμουν και πολύ φαντάρος. Δε μου ’δωκαν εμένα να κρατώ όπλο. Καθόλου δε μου ’δωκαν. Μου ’παν να ’μαι «ντακότα», γι’ αυτό κι εγώ ήμουν «ντακότα».
Οι άλλοι όμως που δεν ήταν «ντακότες», είχαν τα όπλα και πήγαιναν εκεί παραπέρα σ’ ένα χωράφι και φύλαγαν τη σκοπιά. Κι η σκοπιά ήταν να στέκονται ορθοί.
Εκεί που πήγαιναν και φύλαγαν τη σκοπιά, τίποτα δεν είχε. Μοναχά χορτάρια και ντενεκέδια είχε δίπλα σε κάτι νερά, που έρχονταν απ’ το μεγάλο τ’ αυλάκι και πήγαιναν πέρα στη Λαψίστα.
Οι φαντάροι όμως, ολοένα εκεί κάθονταν και φύλαγαν τη σκοπιά για να μη μπουν οι οχτροί απ’ τα σύνορα.
Οι οχτροί όμως δεν έρχονταν, γι’ αυτό είχαμε και τους αξιωματικούς. Κάθε βράδυ εκεί που κάθονταν οι φαντάροι και φύλαγαν, πήγαιναν κρυφά οι αξιωματικοί για να μπουν μέσα. Τότε οι φαντάροι, σα φοβισμένοι έκαναν. Σήκωναν το όπλο και φώναζαν, «Τις ει;» έλεγαν.
Οι αξιωματικοί όμως, δεν τους έλεγαν ότι είναι αξιωματικοί δικοί μας. «Έφοδος» μοναχά τους έλεγαν και προχώραγαν για να μπουν μέσα. Τότε οι φαντάροι έλεγαν και κάτι άλλα δυνατά, που ’χαν μέσα τους από μία λέξη μοναχά. Έλεγαν κι οι αξιωματικοί πάλι από μια λέξη, κι έτσι οι φαντάροι καταλάβαιναν ότι δεν ήταν οι οχτροί που μπαίνουν απ’ τα σύνορα.
Μετά ,οι αξιωματικοί έφευγαν και πήγαιναν παρακάτω, κι οι φαντάροι άναβαν τα τσιγάρα. Έτσι, οι οχτροί δεν έρχονταν να μπουν απ’ τα σύνορα, γιατί είχαμε τους αξιωματικούς που ήταν δικοί μας, ήταν όμως κι οχτροί.
Σαν παιγνίδια μου φαίνονταν εμένα όλα αυτά, αλλά και πάλι, δεν θα ’ταν και πολύ παιγνίδια, γιατί, ένας φαντάρος που δεν περίμενε να μπουν οι οχτροί και πήγε στη σκοπιά για να κοιμηθεί, τον ξύπνησαν και τον έχωσαν μες στη φυλακή.
Κι εγώ, καθόλου δεν τα καταλάβαινα αυτά, γι’ αυτό λέω, θα μ’ είχαν εμένα «ντακότα», γιατί δεν τα καταλάβαινα, θα μ’ είχαν.
Ύστερα, ούτε και «ντακόντα», δε μ’ είχαν. Με φώναξαν μια μέρα και μου ’παν ότι άμα θέλω εγώ μπορώ να φύγω, γιατί ήταν ένας μέσα σ’ ένα γραφείο και μου ’δωκε ένα χαρτί. Κι αυτό το χαρτί έλεγε, ότι, άμα θέλω εγώ, μπορώ να φύγω από φαντάρος και να ’μαι πάλι χωρίς να ’μαι φαντάρος.




Τα έτοιμα



Στο μαγαζί, μετά, όλο κάτι ανθρώποι με βαλίτσες αρχίσαν κι έρχονταν. Πήγαιναν στον πάγκο, τις ακούμπαγαν, κι ύστερα τις άνοιγαν κι έβγαζαν από μέσα πανταλόνια και σακάκια. Λόγια πολλά και γρήγορα έλεγαν, κι ο Στέργιος στέκονταν δίπλα τους και κοίταγε. Κοίταγε όμως κι ο κύριος Κοντολέων, κι αυτοί οι ανθρώποι με τις βαλίτσες του ’λεγαν, «σας συνιστούμε…» έλεγαν. «Το μέλλον είναι τα έτοιμα… κύριε Κοντολέοντα! Να βάλουμε δοκιμαστικά δυο ντουζίνες;»
Ο κύριος Κοντολέων σκεφτικός κάθονταν, κι ύστερα, «όχι» είπε.
Μπήκε τότε στη μέση ο Στέργιος.
«Κύριε Φωκίων, ο Γαρδέλης δίπλα, έχει παραγγείλει… νομίζω» του ’πε.
«Όχι!» είπε τότε δυνατά ο κύριος Κοντολέων «Δε βάζω εγώ έτοιμα! Μόδα είναι και θα περάσει! Δε βάζω εγώ στο μαγαζί μου τέτοια πράματα! Δεν το μαγαρίζω εγώ το μαγαζί μου! Όπως το βρήκα, θα το κρατήσω!» είπε, και σαν άγριος μου φάνηκε πως ήταν.




Ύστερα, ήρθαν οι βροχές. Ήρθαν όμως και κάτι εργάτες και γκρέμιζαν τους τοίχους εκεί από δίπλα. Μετά πήραν πάλι και τους ξανάχτιζαν. Ανέβαιναν σε κάτι σανιδένιες σκαλωσιές και κουβάλαγαν λάσπες και τούβλα. Κι ύστερα, εκεί που ήταν οι εργάτες κι έχτιζαν, εγώ είδα ένα μεγάλο μαγαζί που ’χε από πάνω του κι ακόμα ένα! Όλο με τζάμια ήταν αυτό το μαγαζί, και με ρολά, που τα ’καναν έτσι, κι ανέβαιναν κατά πάνω από μοναχά τους.
Αυτό το μαγαζί που ’χε από πάνω του κι ακόμα ένα, του Γαρδέλη ήταν. «Έτοιμα ενδύματα» ήταν, διώροφο, είπε ο Στέργιος, κι όλο το κοίταγε.




Μετά, πήραν και παρακάτω και γκρέμιζαν. Πάλι σε σκαλωσιές ανέβαιναν κι έχτιζαν, γι’ αυτό, άλλο πάλι μαγαζί ήταν εκεί! Είχε κι αυτό ακόμα από πάνω του γιατί ήταν και διώροφο.
Ο κύριος Κοντολέων, όλο όξω στην πόρτα κάθονταν και κούναγε το κεφάλι.
«Άναψε το μπουχαρί… και κάηκε το ταβάνι…» έλεγε.
Ύστερα κοίταγε κατά κάτω στο δρόμο. Και στο δρόμο, βροχή πολλή έπεφτε, και μαύρα νερά κατέβαιναν και πήγαιναν.




Μετά, ήρθε κι η άνοιξη. Κι αυτό το ξέρω, γιατί ήταν εκείνο τ’ αρνί που ’χε φύγει απ’ τ’ άλλα κι έτρεχε μες στο δρόμο.
Στο δρόμο, ανθρώποι πολλοί ήταν μαζεμένοι. Χωριάτες απ’ τα χωριά. Ήταν όμως κι αρνιά στο δρόμο. Πολλά αρνιά, που είχαν απάνω στο κεφάλι τους μια κόκκινη βούλα. Στ’ αρνιά όμως μέσα ήταν κι ένας με κοστούμι. Κι αυτός με το κοστούμι έδειξε έν’ αρνί κι είπε, «Αυτό!» είπε.
Τ’ αρνί όμως αυτό, έφυγε απ’ τ’ άλλα, κι έτρεχε ανάμεσα απ’ τον κόσμο. Έτρεξε τότε από πίσω του κι αυτός που το ’χε και τ’ άρπαξε. Απ’ το κεφάλι τ’ άρπαξε και το πάτησε κάτω. Έβγαλε ένα μεγάλο μαχαίρι, και χρατς! του ’κοψε το λαιμό. Το αίμα τότε πετάχτηκε απ’ το λαιμό του σα βρύση. Πετάχτηκε και πετάγονταν, κι ήταν πηχτό και κόκκινο.
Τ’ αρνί έκανε μια-δυο φορές, έτσι, τα ματοτσίνορα που ήταν άσπρα σα σκονισμένα. Το μάτι του, από μέσα, ανέβηκε λίγο κατά πάνω και σα να ’σβηνε έκανε. Άσπρο ήταν, κι όσο πήγαινε θάμπωνε. Ύστερα τα ποδάρια του τινάχτηκαν μια-δυο φορές σαν από μοναχά τους, κι ο κύριος Κοντολέων είπε,
«Τι πράμα είναι αυτό, βρε παιδί μου! Παραμονές Πάσχα και να ’χουμε μόνο αυτές τις εισπράξεις! Ποιος θα το φαντάζονταν!... Πού στο καλό πάει όλος αυτός ο κόσμος και ψωνίζει; Τόσα πράματα έχουμε… Δεν τα βλέπουν; Γκαβοί είναι; Ντιπ όρνια;»
Ο Στέργιος κάτι πήγε να πει, αλλά και πάλι δεν είπε. Σα χαρούμενος μου φάνηκε και σα σκεφτικός. Δε μίλησε όμως. Τίποτα δεν είπε.





Το βράδυ που κλείσαμε το μαγαζί, απ’ τον Πέκλα περάσαμε κι ο Στέργιος του ’πε,
«Θα την πιάσω, Μάκη, την καλή!... Πού θα μου πάει;… Θα του τη φέρω εγώ του Κοντολέοντα, από κει που δεν το περιμένει!... Οι Γραβαναίοι με τριγυρίζουν για την αδερφή τους τη γεροντοκόρη. Άμα μου δώσουν, Μάκη, το μαγαζί τους προίκα να πετάξω μέσα έτοιμα, θα το πιω το ποτήρι κι ας γίνει ό,τι θέλει! Θα το κατεβάσω, Μάκη, και μετά… θα δεις ποιος είν’ ο Στέργιος!»


Οι αντάρτες στο Πέραμα (α' μέρος)

*Το Πέραμα απέχει 4 χλμ. από τα Γιάννενα.





«Μπορείς να μου πεις τώρα πού γυρνάει μοναχή της τέτοια ώρα; Αλλά βέβαια, τίνος ήθελες να μοιάσει! Του πατέρα της έμοιασε, τέτοια υποκρίτρια που είναι!»
        «Ασπασία…» είπε λίγο ο κύριος Κοντολέων.



«Ακούς εκεί στον Απόστολο Πέτρο! Το παλιοθήλυκο! Εμένα κορόιδευε; Ακούς εκεί! Παναγιά μου και Χριστέ μου! Θα τρελαθώ Φώκο. Σ’ αυτές τις πονηρές τις μέρες που περνάμε, πού γυρνάει μοναχή της τέτοια ώρα! Πες μου πού γυρνάει; Θα τρελαθώ Φώκο, θα τρελαθώ!...»
Ο κύριος Κοντολέων κάτι πήγε να πει, αλλά δεν είπε, γιατί ακούστηκαν κάτι κρότοι γρήγοροι και δυνατοί. Τα τζάμια απ’ το σπίτι, σα να ’τριζαν έκαναν, κι όξω απ’ το δρόμο, ακούγονταν φωνές κι αυτοκίνητα που έτρεχαν. Πολλά αυτοκίνητα θα ’ταν, γιατί μαζί με τ’ αυτοκίνητα ακούγονταν και πολλές φωνές.
«Ε… ε… έρχεται!» έλεγαν αυτές οι φωνές. Κατά κάτω πήγαιναν κι ύστερα χάνονταν.
«Παναγιά μου… Παναγιά μου!... Τ’ είναι τούτα πάλι!» φώναξε η κυρία Κοντολέων από δίπλα.
Μετά όμως ακούστηκε η πόρτα που βάραγε. Δυνατά και γρήγορα βάραγε, με το σιδερένιο το χέρι. Τότε ακούστηκαν κάτι τρεξίματα στις σκάλες, κι ύστερα άνοιξε. Στο δικό μου όμως το δωμάτιο άνοιξε η πόρτα, και μπήκε μέσα η Νούσιω. Ήρθε και μ’ άρπαξε απ’ το χέρι, κι ύστερα, με τράβαγε στις σκάλες και τρέχαμε.
Κάτω στο διάδρομο που κατεβήκαμε, η μεγάλη η πόρτα ανοιχτή ήταν κι έμπαινε ο αέρας μέσα. Ο κύριος και η κυρία Κοντολέων, στην πόρτα στέκονταν. Ήταν όμως εκεί κι ο Στέργιος απ’ το μαγαζί μαζί με τη Φεβρωνία.
Όξω στο δρόμο, νύχτα ήταν, και κρότοι πολλοί ακούγονταν σα να ’ταν ντουφεκίδια. Το χιόνι πέρναγε τούφες-τούφες, κι απέναντι στα σπίτια, τα πατζούρια χτύπαγαν μοναχά τους απ’ τον αέρα.
Η Φεβρωνία φόβο είχε, και τα μαλλιά της κατά πίσω πήγαιναν. Σα για να φύγουν έκαναν. Στα μάτια της κλάματα πολλά είχε, αλλά τίποτα δεν έλεγε. Ο Στέργιος απ’ το μαγαζί ήταν που έλεγε.
«Τη βρήκα στο δρόμο και την έφερα μέχρι εδώ, γιατί φοβόταν» είπε. «Οι αντάρτες!» είπε πάλι, «οι αντάρτες έφτασαν στο Πέραμα!... Μπήκαν με αιφνιδιασμό στο Πέραμα!» είπε και σα χαρούμενος μου φάνηκε πως ήταν.
«Παναγιά μου! Θα μας σφάξουν, Φώκο. Σαν τα κατσίκια θα μας σφάξουν!» φώναξε τότε η κυρία Κοντολέων.
Ο κύριος Κοντολέων, ωχρός πολύ έγινε και σα χαμένος κοίταγε.
«Ηρέμησε, Ασπασία!... Σε παρακαλώ πολύ, ηρέμησε!» της είπε, κι ύστερα γύρισε κατά το Στέργιο.
«Έλα μέσα, Στέργιο, παιδί μου. Έλα μέσα» του ’πε.
«Δε θα ’ρθω κύριε Φωκίων» είπε ο Στέργιος, «με συγχωρείτε… αλλά πρέπει να φύγω! Πρέπει να πάω στο σπίτι. Ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει!» είπε, και βγήκε γρήγορα απ’ την πόρτα κι έτρεχε μες στα σκοτάδια, και πήγαινε.
Ο κύριος Κοντολέων έμεινε και κοίταγε σα χαμένος την πόρτα. Μετά γύρισε και κοίταξε την κυρία Κοντολέων.
«Το κάθαρμα!» είπε, «τον είδες; Ήταν και χαρούμενος! Το κάθαρμα!... Έχει τον αδερφό του στους Κατσαπλιάδες, και νομίζει… Αλλά δε φταίει αυτός!... Εγώ φταίω, που τα ’ξερα όλα, αλλά τον κράταγα! Έπρεπε να τον διώξω!... Την πόρτα! Κλείσε γρήγορα την πόρτα, Νούσιω! γρήγορα! Όλοι κάτω στο υπόγειο, γρήγορα!»
Η κυρία Κοντολέων πήρε κι έτρεχε απάνω στις σκάλες και φώναζε:
«Αμ δε μπορούσες να του δώσεις κι εσύ καημένε εκείνη την αύξηση που σου ζήταγε; Λες και θα σωνόμαστε απ’ αυτά τα λίγα που θα του ’δινες παραπάνω! Τι να σου πω τώρα;… τι να σου πω! Θεέ μου, τι είναι τούτα που μας βρίσκουν, τι είναι ετούτα!»
Ύστερα, πόρτες που άνοιγαν κι έκλειναν ακούγονταν, κι απάνω στις σκάλες, τρεξίματα πολλά και φωνές.
Κι απ’ όξω όμως, στο δρόμο, ακούγονταν φωνές και τρεξίματα. Έπεφταν και κάτι ντουφεκίδια χοντρά σα να ’ταν βόμπες.


Οι αντάρτες στο Πέραμα (β' μέρος)



Μετά, κάτω στο κατώι είμαστε. Εγώ ήμουν μαζί με τη Νούσιω. Ήταν όμως κι η Φεβρωνία. Μια λάμπα κράταγε στα χέρια της κι έλεγε «Ο Άλκης…» έλεγε, και κλάματα πολλά είχε στα μάτια της.
Εκεί από κάτω που είμαστε και καθόμαστε, λίγο φως είχε, κι αυτό, απ’ τη λάμπα που κράταγε η Φεβρωνία έρχονταν. Ύστερα όμως ήρθε η κυρία Κοντολέων και κράταγε στα χέρια ένα κασόνι. Από πίσω της κατέβαινε κι ο κύριος Κοντολέων. Με οινόπνευμα κατέβαινε και με μπαμπάκι. Κράταγε όμως και το Βασιλιά με τις δάφνες. Σήκωσε γρήγορα μια καρσέλα κι από κάτω τον έχωσε, μαζί με τις δάφνες. Μετά είπε:
«Ο Μεγαλοδύναμος να βάλει το χέρι του» είπε, «της μητέρας τα κοσμήματα… τα κατέβασες;»
«Ό,τι πρόλαβα, Φώκο… μη με ζαλίζεις!... Ό,τι πρόλαβα» είπε η κυρία Κοντολέων, κι όλο μες στα σκοτάδια πήγαινε, κι όλο γκριτς! γκριτς! έκανε.
Τότε η Νούσιω κάτι πήγε να τραγουδήσει, «Μωρ’ Δεροπολίτισσα…» είπε λίγο, αλλά η κυρία Κοντολέων μέσ’ απ’ τα σκοτάδια, «Σκάσε!» φώναξε. «Βγάλε το σκασμό!»
Γι’ αυτό η Νούσιω, παρακάτω δεν είπε. Πήρε μοναχά και γέλαγε. Σιγανά γέλαγε και κακαριστά, κι όλο σα να πνίγονταν έκανε. Με σκούνταγε κιόλας. Με σκούνταγε με τον αγκώνα της, και μου ’δειχνε απάνω στον τοίχο κάτι ανθρώπους που κάθονταν. Μαύροι ήταν αυτοί οι ανθρώποι και μεγάλοι φαίνονταν. Το κορμί τους μακρουλό ήταν και τρεμουλιαστό. Ο λαιμός τους ολοένα μεγάλωνε κι ανέβαινε μαζί με το κεφάλι κατά πάνω. Μέχρι απάνω στο ταβάνι πήγαιναν αυτοί οι ανθρώποι κι όλο κουνιόνταν. Μετά, ο ένας μέσα στον άλλον έμπαινε, κι ύστερα πάλι ξανάβγαινε.
Σα φοβισμένοι φαίνονταν και με τον κύριο και την κυρία Κοντολέων έμοιαζαν.
Η Νούσιω τότε κάτι έκανε με το χέρι της, κι απάνω στον τοίχο, ένας λαγός μαύρος φάνηκε. Στην μύτη αυτηνής που έμοιαζε με την κυρία Κοντολέων ανέβαινε. Ανέβαινε και περπάταγε, αλλά και πάλι κατέβαινε, και στη μύτη αυτουνού που έμοιαζε με τον κύριο Κοντολέων πήγαινε.
Κι αυτοί οι δυο οι ανθρώποι, που ήταν ο κύριος και η κυρία Κοντολέων, μαύροι ήταν, και τίποτα δεν έλεγαν. Ούτε και το λαγό έδιωχναν. Μοναχά μαύροι και φοβισμένοι κάθονταν, γι’ αυτό κι η Νούσιω όλο γέλαγε. Κακαριστά γέλαγε και με σκούνταγε.
Ύστερα, απόξω απ’ το δρόμο, τρεξίματα πολλά ακούστηκαν και φωνές. Κρότοι πολλοί πέρναγαν και σφύραγαν, και κάτι σκυλιά πήραν κι αλύχταγαν.
Τότε ο κύριος Κοντολέων φώναξε μέσ’ απ’ τα σκοτάδια.
«Φεβρωνία τη λάμπα! Σβήσε γρήγορα τη λάμπα!»
Η Φεβρωνία έκανε «φου!» κι αυτοί οι δυο που ήταν πρωτύτερα απάνω στον τοίχο με το λαγό στη μύτη, μετά, καθόλου δεν ήταν. Σκοτάδι πίσσα έγινε, και μύριζε. Οινόπνευμα μύριζε˙ αλλά και τυριά μύριζε και μούχλες.
Κανένας δε μίλαγε, ούτε κι η Φεβρωνία είχε τα κλάματα. Ανάσες μοναχά έπαιρνε. Σταμάταγε λίγο, κι ύστερα ξανάπαιρνε.
Εμένα η Νούσιω κοντά της με τράβηξε, έκανε το χέρι της έτσι, κι όλο μες στα πανταλόνια μου το ’βαζε. Πέρα δώθε το πήγαινε και με γαργάλαγε. Αλλά και πάλι, εγώ δεν γαργαλιόμουν και πολύ, γιατί γέλια καθόλου δε μου ’ρχονταν. Ανατριχίλα μου ’ρχονταν, και μ’ άρεσε. Πολύ μ’ άρεσε εμένα, και σαν τεντωμένος μου ’ρχονταν να ’μαι. Πόναγα και λίγο, αλλά και πάλι, πόνος καλός ήταν!
Ύστερα η Νούσιω μ’ έπιακε απ’ το κεφάλι και μέσα εκεί που ήταν τα βυζιά της μ’ έβαλε. Έβγαλε όξω το ’να το βυζί της, και μες στο στόμα μου το ’σπρωχνε. Κι αυτό το ξέρω, γιατί μεγάλο ήταν και δε χώραγε. Αλλά και πάλι, λίγο χώραγε, γιατί ήταν ζεστό και γλιστερό, και σα να γρατσούναγε έκανε. Ούτε και γλυκό ήταν. Σαν ξυνό μου φάνηκε, αλλά και πάλι, καλό ήταν, κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, και σα για να πέσω μου ’ρχονταν. Δεν έπεσα όμως. Μοναχά τα ποδάρια μου μούδιαζαν και σαν κομμένα ήταν. Μετά, εκεί από κάτω που ’χα τ’ αχαμνά μου, σαν κάτι ζεστό ανέβαινε κι έρχονταν. Κι αυτό που έρχονταν, σα να ’μουν εγώ ο ίδιος, ήταν! Έρχονταν κι έβγαινε. Από τα μέσα μου έβγαινε δυνατά. Σαν το αίμα της κότας που τη σφάζουν, πετάγονταν!... Κι ύστερα, σαν πιο μεγάλος ήμουν και σα μονάχος μου.


Με τήν έμμονον ιδέαν ενός απολεσθέντος παραδείσου



Ο ουρανός εξηκολούθει να είναι καθαρός και οι αναρίθμητοι αστέρες εσπίθιζαν εις τήν αδιατάρακτον γαλήνην τής νυκτός. Ο «Μέγας Ανατολικός» γλιστρούσε εις τά σκοτεινά νερά ως υπερκόσμιον φάντασμα και προχωρούσε εις τό αυροφίλητον έρεβος, ουχί ως μονάς, αλλά ως ολόκληρη αρμάδα, νύκτωρ εξορμήσασα, με όλα τά φώτα της αναμμένα, ως στόλος πανηγυρικός και ατρόμητος, πλέων, εν πυκνώ σχηματισμώ, προς κατάκτησιν ενός νέου κόσμου. Ο Ανδρέας Σπερχής μόλις τώρα κατήρχετο από τήν γέφυραν. Επωφελούμενος τής ερημιάς, ήθελε να βηματίση μόνος του εις εν εκ τών καταστρωμάτων τής πρώτης θέσεως. Η ευκαιρία ήτο πράγματι λαμπρά. Ουδείς ευρίσκετο εκεί τήν ώραν εκείνην, και ο δροσερός αήρ ήτο κατάλληλον αντίδοτον προς μετριασμόν τής φωτιάς που κατέκαιε τήν ψυχήν του.
Ω, πόσον διαφορετικόν θα ημπορούσε να είναι τό ταξίδιον τούτο, εσκέπτετο ο Σπερχής με σπαραγμόν, ενώ εβημάτιζε επάνω-κάτω. Πόσον διαφορετικόν, επανελάμβανε ενδομύχως, και έβλεπε τόν εαυτόν του στηριζόμενον εις τήν κουπαστήν, εις τό πλευρόν τής Βεατρίκης και ψιθυρίζοντα λόγια αγάπης φλογερά, ενώ εκείνη τόν ήκουε με σιωπηλήν περιπάθειαν, μεθυσκομένη από τήν θέρμην τού έρωτός του, με τήν ωραίαν της καστανήν κόμην κυματίζουσαν εντεύθεν και εκείθεν τού προσώπου της, που ωμοίαζε με πρόσωπον ωραίας Φλωρεντινής τού Πιέρρο Φραντσέσκα ντέλλα Μοργκέζε, ή τού Αλεσσάντρο Μποτιτσέλλι, με τά επιμήκη καστανά και υποκύανα εις τό άσπρο των μάτια της συλλαμβάνοντα τήν φλόγα τού έρωτός του και όλας τάς μαρμαρυγάς τών άστρων. Αντ' αυτού —εξηκολούθει να σκέπτεται ο Σπερχής— τούτο τό μοναχικόν και μελαγχολικόν ταξίδιον, με τήν πικρίαν ριζωμένην εις τήν καρδίαν του, χωρίς καμμίαν σαφή προοπτικήν μπροστά του, και με τήν έμμονον ιδέαν ενός απολεσθέντος παραδείσου εμφωλεύουσα αδυσωπήτως εις τόν νούν του. Ω, ας ήτο εφιάλτης μόνον, τό τελευταίον τούτο δίμηνον τού μαρτυρίου του. Ας αφυπνίζετο αιφνιδίως, και ας μην ήτο πλέον ο προγεγραμμένος, αλλά ο εκλεκτός, ο προτιμηθείς από τήν Βεατρίκην άνδρας, και, κατά συνέπειαν, ο ευτυχέστερος άνθρωπος εις τόν κόσμον.
Ο Ανδρέας Σπερχής, κατάκοπος από τήν πολύωρον ορθοστασίαν εις τήν γέφυραν και από τούς βηματισμούς εις τό κατάστρωμα, δια τών οποίων προσεπάθησε να καταπραΰνη ολίγον τόν σάλον τής ψυχής του και να εκδιώξη τάς οδυνηράς φαντασιώσεις του, εκάθησε επί ενός πάγκου, ευρισκομένου μακράν από τό άμεσον φως τών φανών, και με ύφος περίλυπον ήκουε τόν ρυθμικόν γδούπον τής έλικος και τόν αφρόεντα παφλασμόν, που προεκάλουν με τάς σταθεράς περιστροφάς των εις τήν θάλασσαν τά πτερύγια τών τεραστίων τροχών τού υπερωκεανείου.
Τί περίεργον! Αι ώραι παρήρχοντο τόσον βραδέως, και όμως η ημέρα είχε ανατείλει! Εν άρωμα από γαρδένιες και γαζίες εγέμιζε τόν αέρα. ∆ύο ελαφρά και επιμήκη σύννεφα έπλεαν εις τόν ουρανόν, σαν νησίδες εις πέλαγος γαλάζιο, ροδίζοντα συνεχώς από τάς πρώτας ακτίνας τού ηλίου που τά ήγγιζαν. Τό άγγιγμα τούτο ήτο σαν μία θωπεία εραστού εις τά βυζιά, ή τό αιδοίον, μίας κόρης δια πρώτην φοράν θωπευομένης, ή εις τούς μαστούς και τό αιδοίον μίας γυναικός ερωτευμένης, που, κατόπιν μακράς αναμονής, συνευρίσκεται με τόν εραστήν της. Εν δροσερόν ψιμύθιον αφρού ανήρχετο από τά ελαφρότατα κύματα που διέτρεχαν ως ρίγος ηδυπαθείας τήν επιφάνειαν τών πρωινών υδάτων, και διεσκορπίζοντο επί τού πελωρίου σκάφους, καθώς και επί τών χειρών και τού προσώπου τού Ανδρέου Σπερχή. Θα έλεγε κανείς, ότι η ώρα προμηνούσε κάτι τό ασύνηθες, κάτι τό θαυμαστόν — ίσως τήν αναπήδησιν εκ τής θαλάσσης μιας σποράδος εξαισίας, ή τήν εμφάνισιν εις τόν ουρανόν ενός σέλαος ανεσπέρου.
« Ανατολή! Ανατολή ! » εψιθύρισε αγαλλιών ο Έλλην ποιητής, και πάσα θλίψις άπεπτη από τήν ψυχήν του. Εν αίσθημα όλβου και μια γαλανή γαλήνη εγέμισαν τώρα τήν μέχρι προ ολίγου ακόμη σφαδάζουσαν καρδίαν του. Κάτι επέκειτο. Κάτι οριστικόν, ευδαιμονικόν και τελεσίδικον — κάτι, όπως η γέννησις μίας κόρης ουρανίας, κάτι, όπως η γέννησις τής Αφροδίτης! Και ιδού που τό εκπληκτικόν, τό θαυμαστόν συνετελέσθη! Μία νεάνις ωραιότατη, με καστανά μαλλιά και βελούδινα μάτια, εστάθη προ τού ποιητού και τού έτεινε τήν χείρα. « Βεατρίκη! » ανεφώνησε αφυπνιζόμενος ο Σπερχής και τό ωραίον όνειρον εχάθη.




Όλα τα αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο, εδώ


Φτηνά πράματα, φτηνά μέσα!..

Κι όμως αυτοί πάντα θάβρουν κάποιον τρόπο για να σ’ ερεθίσουν! Έχουν ολάκερη αποθήκη τεχνασμάτων, για να σε κρατάν σε μόνιμη εξάρτηση, κι όταν ακόμα οι ώρες είναι για ανάπαψη!.. (Χτες δεν τα καθαρίσαμε τα όπλα; Ε, και σήμερα ξανά!.. Κι αν τελειώσαν γρήγορα, νάσου πάλι κείνο τ’ «- Όλοι εδώ»… Σου διαβάζουνε μια λίστα ονόματα καπεταναίων που πιάστηκαν ή ξέφυγαν! Να πάρει ο διάβολος, τι ενδιαφέρουν;.. Τάκης, Χρήστος, Βασίλης – ο ένας επίτροπος, ο άλλος υπεύθυνος, ο τρίτος αρχηγός συγκροτήματος. Ε, και; Αν δεν ήταν αυτοί δηλαδή, παρά ο Νίκος, ο Κώστας, ο Αστέρης, θ’ άλλαζε τίποτα;..)
Ύστερα την ώρα που χαρτόπαιζαν, και χρειάστηκε αγγαρεία για τις πατάτες, σένα πάλι στείλανε!.. Μα γιατί αμφέβαλλες; Πιο σεβαστό απ’ την πόκα τους το γράμμα σου, θαρρούσες;)
Αποθήκη ολάκερη από τεχνάσματα! Δεν πιάνει το ένα βγάζουν άλλο. Κ’ έχουν κ’ ένα τρόπο να ξεφεύγουν άμα τους στριμώχνεις! Κάτι στερεότυπες φράσεις, ψυχολογικά σοφές: «- Έλα, έλα˙ ας τα λούσα τώρα!»˙ ή μια επιφανειακή σοφιστεία, όσο για να φαντάξει τάχα με κάποιο περιεχόμενο, ή υψωμένη φωνή (που γι’ αυτό, ίσα ίσα, είναι υψωμένη: για να ακούγεται καυγατζίδικη ως τ’ αντίσκηνο του λοχαγού και να φοβάσαι συ την επέμβασή του!..) Πώς, διάβολο, τόση εμπειρία κατεξουσίασης μες σ’ αυτούς τους άξεστους, τους στούρνους; Μια τεχνική κατακυριάρχησης, λες κ’ είναι μαντρόσκυλα από ράτσα!.. Και τι πλούσια γκαρνταρόμπα! Τι ανεξάντλητη ποικιλία!.. Να το επιταχτικό της φωνής! Να η κατάπνιξη με τη γοργή απαρίθμηση παραλογισμών! Να το ήπιο – το εκβιαστικότατα ήπιο!.. (Κι όλα τούτα καταφέρνουν, εν τέλει, όσα το κύρος το αληθινό, η δικαιοσύνη η αδέκαστη, η λογική, δε θα κατάφερναν ποτέ τόσο καλά!..)
Φτηνά πράματα, φτηνά μέσα!.. Το φτηνό, ωστόσο, και το πρόστυχο είν’ ακριβώς τ’ αποτελεσματικότερα για τη συντριβή του ατομικού!..


Στα προβατίσια μάτια

Άμα είσαι απλός στρατιώτης, δίχως τίποτα αλλιώτικο πάνω σου, τότε σε λεν «φαντάρο», με μια δόση οίκτου, και σου μιλάν στον ενικό. Μ’ αν έχεις κάτι το ασυνήθιστο (φοράς, να πούμε, γιαλιά με χρυσό σκελετό, κρατάς κάνα βιβλίο ή κάνα μπλοκ, στην τσέπη του χιτώνιου σου γιαλίζει κάνα στυλό, πιασμένα έχεις τα χέρια σου από σάκα, κι ας είναι και παλιά), ε, τότε πια ψηλώνεις, ποζάρεις για «εξουσία» στα προβατίσια μάτια, γίνεσαι «κύριος» τότε, και σου αποτείνονται όλοι με σεβασμό! Πληθυντικός δίνει και παίρνει, σε λεν και «ανθυπολοχαγό» καμιά φορά!.. Γι’ αυτό κ’ εσύ τι χάνεις να τόχεις κείνο το υπεροπτικό και το ύφος το «εν υπηρεσία»;.. Κλαρίνο το λουστράκι για τις μπότες! (Α, είναι κι αυτό: φοράς, ας πούμε, μπότες χιτλερικές, παράξενες, αλλόκοτες, ολόμαυρο πετσί, βαρύ τακούνι! Το άστρο , που, υποτίθεται, δεν το φοράς γιατ’ είσαι απ’ τους βουνίσιους και τους πρόσω, στις μπότες σου αυτές πάνω το διαβάζουν!) Κ’ η ΕΣΑ ακόμη δε ρωτά ποτέ το πώς και το γιατί, την άδεια και τα ρέστα! Πας εσύ – πείθεις! Δεν θέτει υπό αμφισβήτηση κανείς τ’ ολοφάνερο κύρος σου!.. (Χρειάζεται θράσος, υπεροψία κι αλυγισιά! Μόνο αυτό σέβονται, μόνο αυτό επιβάλλεται! Τότε όλα γίνοντ’ εύκολα. Κι αν ο εσατζής τολμήσει, κερώνει στο άκουσμα: «Εκτέλεση ειδικής αποστολής!» Κι ας πρόκειται μονάχα γι’ ασυδοσία και ρεμπελιό μέσα στην πόλη! Ζητάει συγνώμη κι απομακρύνεται, κάπως σαν τσουρουφλισμένος!..)


Εδώ με γνωρίζουν πολλοί





       Έπειτα άρχισε η ανεργία του ’908 και όποιος είχε έτρωγε. Εμείς, ήταν το σαλούνι, βαστιότανε με το στανιό και τα γυρίζαμε. Δεν είχα μήνα στο Ποκατέλο, μια μέρα έρχουνται γυρεύοντας δυο κλητήρες. Αυτοί ήσαν μυστικοί, της καταδιώξεως, και δεν γνωρίζονταν γιατί είχαν το κουμπί από μέσα. Πήγαν στον Γιάννη και τον ρώτησαν, πού είναι ο αδερφός σου Αντρέας Κορδοπάτης. Τους είπε, πέρασε από δω, αλλά δεν ξέρω πια. Βρήκαν μέσα τον Πάνο και τον κράτησαν για ύποπτο, μην ήμουν εγώ. Ύστερα ρώτησαν πού είναι το σπίτι για να ψάξουν.
Κίνησαν με τον Γιάννη, μαζί κι ο Πάνος κρατούμενος.
Στο δρόμο έριχνε χιόνι, απάντησαν τον Κώστα Πίφα.
Του λέει ο Γιάννης κρυφά:
Ο Αντρέας είναι σπίτι;
Ναι.
Γρήγορα να πας από άλλον δρόμο, αυτοί είναι μυστικοί, να φύγει γιατί θα τον πιάσουν.
Τράβηξαν λίγο κι ο Γιάννης άρχισε να αλλάζει τερσέκια να τους χασομερήσει.
Έρχεται ο άνθρωπος λαχανιασμένος, μου λέει, φεύγα αμέσως, σ’ έπιασαν.
Τρέμει η καρδιά μου από τον φόβο, πετάγουμε για ένα λεφτό, παίρνω μια μπλούζα στον ώμο, τη σκούφια μου, κάτι παντόφλες και βγαίνουμε απ’ το πίσω μέρος.
Όσο να βγούμε, βροντάει μπροστά η πόρτα. Αλλά ήμαστουν σε δρόμο απόμερο, το βάλαμε στα πόδια.
Τραβήξαμε κάνα χιλιόμετρο όξω από την πόλη.
Εκεί ήταν ένας Σπαρτιάτης, είχε αγοράσει τόπο και είχε χτίσει σπίτι, παντρεμένος, όνομα Κωστόπουλος. Κι έφτιανε γλυκά. Έμεινα πέντε μέρες σ’ αυτουνού. Αλλά ο φόβος με δούλευε γιατί πέρναγαν κάρα, πήγαιναν στα σφαγεία μακριά κι έπαιρναν κρέατα.
Χαράματα ποτέ δεν έκλεισα μάτι.
Στις πέντε μέρες στέλνει ο αδερφός μου έναν γνωστό με εκατό δολάρια. Με παίρνει και με πάει σ’ ένα ξενοδοχείο στη μέση της πολιτείας, νέο, φρεσκοφτιαγμένο. Μου έδωσε τα εκατό δολάρια να μένω μέσα, να κατεβαίνω για φαΐ και να ξανανεβαίνω.
Άνθρωπο δεν γνώριζα, δεν ήξερα τη γλώσσα, μου ερχόταν μαχαιριά.
Έπαιρνα κάτι βιβλία αμερικάνικα τάχα ότι κοίταζα, δεν ήξερα να διαβάζω, μόνο που σκότωνα την ώρα.
Έμεινα στο ξενοδοχείο δέκα μέρες και στέλνει άλλον ο αδερφός μου, μου λέει, πάμε στον Γιάννη. Πήγαμε βράδυ από τα απόκεντρα, στο μέρος που κοιμόταν.
Μου λέει, ετοιμάσου να φύγεις το πρωί για το Σανλαίκι Σίτι. Από κει θα σε στείλω στο Ροκ Σπριγκ να εργαστείς στις μίνες.
Μου έδωσε και άλλα χρήματα για έξοδα, εισιτήριο δεν πλήρωνα. Θα πήγαινα φρι για λογαριασμό της κομπανίας Όρεγκον Σιόρλάιν. Την είχε αυτή ένας Βασίλειος Καραβέλης.
Το πρωί μπήκα στο τρένο μαζί με έναν Κωμαίο Νικόλαο Αντωνόπουλο. Μέσα ήταν κι ο ίδιος ο Καραβέλης, πρώτη θέση.
Φτάσαμε στο Σανλαίκι και βγήκαμε έξω σε σαλούνια ελληνικά. Μόλις παρουσιαζόμαστουν με γνώριζαν οι άνθρωποι ότι ήμουνα αδερφός των Κορδοπαταίων, του Γιάννη και του Δήμου. Εγώ δεν ήθελα να φανερωθώ τους το έκρυβα. Έλεγα ότι είμαι από το Βαλτεσινίκο Γορτυνίας.
Μου απάνταγαν:
Εσύ είσαι ο αδερφός αυτών, μούτρα μαλλιά και διάφορα, ίδια.
Ας ήσαν Ρουμελιώτες, Κρητικοί, νησιώτες, όσοι είχαν δουλέψει με τα αδέρφια μου με γνώριζαν.
Ήμαστουν στο τρίτο σαλούνι και μπαίνουν μέσα κάτι κλητήρες της πόλεως, δυο μέτρα ο καθένας, δεμένοι, εκατόν είκοσι κιλά, τα μπράτσα τους γεμάτα. Φόβος με έπιασε μήπως με ανακαλύψουν.
Στρίβω έξω με τον Αντωνόπουλο, του λέω, να βρω τον Καραβέλη να του γυρέψω ένα φρι πες, να γυρίσω πάλι στο Ποκατέλο.
Πήγα τον βρήκα, του είπα, εδώ με γνωρίζουν πολλοί. Δώσε μια σημείωση να πάρω εισιτήριο να γυρίσω πίσω.
Πήρα τη σημείωση και ο Αντωνόπουλος με ανέβασε με την αλεβέτα στα γραφεία και βγάλαμε το εισιτήριο και ταχτοποιήθηκα. Έπειτα πήγαμε στον σταθμό, μπήκα στο τρένο και έφυγα.


Το ταξίδι για την Αμερική (α' μέρος)

Ταξιδεύαμε προς το Παλέρμο Ιταλίας. Κόψαμε ένα μερόνυχτο και πέσαμε σε βαθιά νερά.
Σαν μαυρογαλανή η θάλασσα και οι περισσότεροι επιβάτες ζαλιστήκανε.
Ήμαστουν κοντά τρεις χιλιάδες από διάφορες φυλές: Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι, Ρώσοι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αυστριακοί. Σε δυο μέρες φτάσαμε κοντά στο Παλέρμο. Ήταν ένα λιμάνι μισοφτιαγμένο, γύρω στα είκοσι λεπτά μακριά απ’ την πόλη. Εκεί σ’ ένα άκρο έριξε άγκυρα το πλοίο.
Κίνησαν βάρκες απ’ τον γιαλό, έφταναν ως το μέσο του λιμανιού, το λιμάνι ατέλειωτο και ο καιρός λωβός, φυσούρα, δεν τις άφηνε να πλησιάσουν. Τρεις ώρες τρώγονταν, μόνο μία μπόρεσε να βγει. Ήρθε στο πλοίο, πήρε τα χαρτιά του και έφυγε.
Αγνάντια του λιμανιού ήσαν τα ναυπηγεία.
Μείναμε εκεί έξι ώρες, όχι παραπάνω, και το πλοίο άρχισε να σηκώνει άγκυρα. Αλλά η άγκυρά του είχε κολλήσει σε βράχο και πάλεψε ώρα να λευτερωθεί.
Στο τέλος τα καταφέραμε και φύγαμε.
Ξημερωθήκαμε στο Γιβραλτάρ. Δεξιά καθώς τραβάγαμε για Αμερική είναι ένα βουνό, κούφιο όλο από μέσα, γεμάτο στόλο αγγλικό, μαυριάδες και φιδόπλοια πολεμικά για ώρα ανάγκης. Μείναμε άλλες έξι ώρες εκεί, χωρίς να βγει κανένας όξω. Κ’ ύστερα ανοιχτήκαμε στον μεγάλο Ωκεανό.
Τρεις μέρες προχωρήσαμε. Τη Τρίτη, νύχτα μεσάνυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουμε τίποτα εμείς.
Μονάχα οι πλοίαρχοι και οι μηχανικοί το ήξεραν, κι αντί για μπρος, γύριζε πίσω.
Το διόρθωσαν κι άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωμα, έκανε μονάχα οχτώ μίλια.
Δυο ώρες με τα πόδια, μια με το πλοίο Αυστροαμερικάνα.
Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόμασταν χάμω και πιάναμε το νερό της θάλασσας όταν ήταν γαλανή. Όταν ήταν καιρός μαύρα φίδια μας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσμου ήταν βυθισμένη στον φόβο.
Για φαγητό έσφαζαν και μας έδιναν κάτι παλιάλογα.
Τα βλέπαμε, τα είχαν στα αμπάρια, και τα σιχαινόμασταν. Τρεις τέσσεροι από μας τα έτρωγαν, έκλειναν τα μάτια, η καρδιά του το δεχότανε. Οι άλλοι κιντυνεύαμε από ασιτία.
Καμιά βδομάδα τη βγάλαμε μ’ αυτά που είχαμε ψωνίσει στην Πάτρα. Αλλά σωθήκανε.
Μαζευτήκαμε τότε και πήγαμε στον καπετάνιο και τον παρακαλέσαμε να μαγειρεύουμε φασόλια μπακαλάο φακές.
Καταφέραμε να βάλουμε μάγερα δικό μας, ταξιδιώτη.
Μας έδιναν κάτι ρέγκες με σκουλήκια, χαλασμένες, τις πετάγαμε. Μόλις τα πετάγαμε εμείς, βούταγαν Αλβανοί και άλλες φυλές, τις άρπαζαν.
Ζούσαμε μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα από πάνω ουρανός.
Έπειτα άρχιζε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθιες στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες με ουρά. Και όλοι μαρτύραγαν από φαγούρα ατελείωτη.
Εμείς είχαμε αλειφτεί με τον υδράργυρο, δεν είδαμε τέτοιο πράγμα στα κορμιά μας. Σε λίγες μέρες, με την αργοπορία του πλοίου το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσμος που ήμαστουν μέσα διψάσαμε.
Μαζευόμαστουν μυρμηγκιά με τις βίκες μπροστά στα τεπόζιτα και εκεί γονόταν χαλασμός.
Πάω μια φορά μ’ ένα μανώλο, ήρθε η σειρά μου, μου μπαίνει ένας Αυστριακός μπροστά. Δεν κρατήθηκα, σηκώνω το μανώλο, του το κοπανάω στο κεφάλι, του το κάνω λιώμα.
Το ’σκασα και ανακατεύτηκα με τους άλλους, δεν μπόρεσαν να με γνωρίσουν. Τον Αυστριακό τον πήραν σηκωτό, τον πήγαν στους γιατρούς, τον έδεσαν.


Το ταξίδι για την Αμερική (β' μέρος)

Έτσι ταξιδεύαμε αργά, το καράβι οκνό και η δίψα μας μεγάλωνε περσότερο.
Ένα βράδυ έπιασε φουρτούνα δυνατή. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε μια του ύψους μια του βάθους.
Άνοιγε η θάλασσα, το πλοίο χωνόταν μέσα, πετάγονταν τα νερά, έκαναν δυο βουνά κι αυτό στη μέση.
Ερχόταν το ’να βουνό το βάραγε, τώρα θα σπάσει λέγαμε, άνοιγε ρέμα, ερχόταν το άλλο, καινούργιο κοπάνημα.
Όσο κράτησε η ταραχή υποφέραμε. Ύστερα απότομα σταμάτησε. Ήταν μια ωραία αυγή, ήταν τόσο γαλανή η θάλασσα, τόσο ήσυχη.
Βγήκαμε απάνω όλοι και αραδιαστήκαμε στα ρέλια. Τότε είδαμε μακριά ένα κοπάδι δελφίνια, τρεις οργιές μάκρος το καθένα να παίζουν στο νερό. Την άλλη μέρα φτάσαμε στα νησιά της Φλώριδας.
Διακρίναμε φανάρια δεξιά κι αριστερά να κανονίζουν ρότα τα καράβια. Τα προσπεράσαμε, απαντήσαμε άλλα, είπαμε πλησιάζουμε. Αλλά είχαμε καιρό. Και η δίψα του κόσμου φούντωσε.
Το πλοίο δεν είχε νερό, πάγο όχι, διυλιστήριο να παίρνει από τη θάλασσα όχι. Έπιανε θάλασσα για πλύσιμο, το βάναμε στο στόμα μας,να ξεγελιόμαστε, το στόμα μας γινότανε φαρμάκι.
Είχαμε ακόμα δρόμο να φτάσουμε στη Νέα Ορλεάνη κι ένα δειλινό του Νοεμβρίου, κατά τις είκοσι πέντε, της Αγίας Αικατερίνης, ακούμε ένα μεγάλο κρότο και το πλοίο ταράχθη ολόκληρο.
Έπεσαν τα πράγματα του κόσμου από κει που ήσαν βαλμένα, άρχισαν να σφυρίζουν τα φουγάρα, μας έπιασε πανικός.
Φωνές και οι μηχανικοί στο πόδι.
Βράδιασε και το πλοίο σήκωσε φώτα κινδύνου. Αναδευόμαστουν σαν τα σκουλήκια και μην μπορώντας να κάνουμε τίποτα, μας πήρε το παράπονο.
Τρεις χιλιάδες άνθρωποι να πάμε όλοι στον πάτο.
Πολέμαγα να το δεχτώ, το ’ριχνα έξω.
Κι αν κλάψουμε θα ωφεληθούμε; Κάντε τον σταυρό σας.
Όσοι ήσαν ορθόδοξοι έκαναν τον σταυρό τους. Σέρβοι, Ρουμάνοι, Βουλγαρορώσοι, Έλληνες.
Πρόλαβαν οι μηχανικοί, έφτιαξαν τη ζημιά, γλιτώσαμε.
Μέσα σε τέτοια τρομάρα είδαμε τις αχτές. Πλησιάσαμε στο ξεμπουκάρισμα του Μεσισιπή κατά τις δύο τη νύχτα. Και το πλοίο έπιασε νερό ποταμίσιο και έβαλε στα τεπόζιτα.
Μέσα στο σκοτάδι άρχισαν να φωνάζουν οι ναύτες: Νερό, νερό.
Πεταχτήκαμε από τη δίψα που είχαμε και πίναμε όλοι νερό κρύο.
Το πρωί που φώτισε άρχισαν τα κοψίματα και οι εμετοί.
Ήταν το νερό θολό κι ο ένας έβγαζε τα συκώτια του απάνω στον άλλο.
Ύστερα ήρθε ένα ρυμουλκό μας πήρε. Πήρε τα χαρτιά, τους φακέλους έριξε σκοινιά κι άρχισε ν’ ανεβαίνει.
Το ποτάμι φαρδύ, εμείς από πίσω. Κάναμε άλλες δύο μέρες μέχρι τη Νέα Ορλεάνη.


Το «τρίγωνο»



Δεν ήταν της εκκλησίας, δεν ήταν τίποτε απ’ τα γνωστά ή αναμενόμενα αυτό που απεικόνιζε. Ούτε τραβούσε αμέσως την προσοχή – μουντά γκριζοπράσινα χρώματα, ένα κλίμα βαρύ κι απόκοσμο-, μα έτσι και την κοίταζες καλύτερα, άλλαζες γνώμη, τα μάτια καθηλώνονταν. Ήταν μια εξαιρετικά καλοφτιαγμένη ζωγραφιά, που το θέμα της σε πήγαινε σε αλλοτινούς καιρούς, σε θρύλους, περασμένη σε απλή μαύρη κορνίζα με τζάμι μπροστά – μια εικόνα σε φύλλο χαρτιού, κομμένο ίσως από κάποιο παλιό βιβλίο, που βρισκόταν στο σπίτι του Ντάφκου από πολλά χρόνια και κανείς δεν μπορούσε να πει ποιος την έφερε εκεί, από πού η προέλευσή της. Εδώ και καιρό είχε παραπέσει στο δωμάτιο εκείνο με το πέτρινο δάπεδο που χρησίμευε ως αποθήκη, όπου και οι σκάφες για να πλένεται η οικογένεια˙ κρεμασμένη ψηλά σ’ έναν τοίχο – για να την δεις έπρεπε να ανέβεις σε καρέκλα. Ο Ντάφκος απόψε – άγνωστοι για την ώρα οι λόγοι του – την είχε κατεβάσει.
Έδειχνε την απαγωγή μιας κοπέλλας απ’ τον αγαπημένο της, κι όλα ήταν παράξενα πάνω σ’ αυτό το ζευγάρι, μα το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν το ζώο που διαλέχτηκε για να τους φυγαδεύσει: ένας πανέμορφος σταχτής λύκος. Όχι ένα περήφανο άλογο ούτ’ ένα χαριτόβρυτο ελάφι ή ένας τάρανδος αίφνης – που ήταν απ’ τα πιο πρόσφορα σε τέτοιες εικαστικές απαγωγές, απ’ τα προβλέψιμα έστω-, ούτε καν ένα χρυσόμαλλο κριάρι, ένας ταύρος, μια πελώρια μυθική χρυσόμυιγα ή ένας μονόκερως. Μα λύκος. Ένας λύκος που έτρεχε σαν τον άνεμο, ανάμεσα από σκοτεινούς κορμούς και κλαδιά δέντρων που έμοιαζαν ν’ ανήκουν σε κάποιο πετρωμένο δάσος. Ένα περιβάλλον ερημικό, μαγεμένο, απόκοσμο, μια βλάστηση απολιθωμένη, συμβολική θα έλεγες, και μόνο απ’ τα αριστερά ξεπεταγόταν απρόοπτα ένα κλαδί γεμάτο ροδόλευκα μικρά άνθη, ένα στοιχείο άνοιξης. Φεγγάρι κανένα. Κάλπαζε ο λύκος με το ζευγάρι των ερωτευμένων στη ράχη του, με τα λυκήσια μάτια του στραμμένα λοξά, «προς τα πίσω» αν ήταν μπορετό να πούμε – αναμφισβήτητη η έγνοια του για κείνους-, τ’ αυτιά ορθωμένα σαν πέπλα νυχτερίδας, η γλώσσα να κρέμεται μισή απ’ έξω, ανάμεσα απ’ τα σουβλερά λευκά δόντια. Οι δε ερωτευμένοι, οι δε αυτοί, που έδειχναν – απ’ τα ντυσίματά τους, από μιαν αβρότητα στα πρόσωπα- να έχουν αμφότεροι πριγκιπικό αίμα, να έλκουν το γένος τους από μια παλιά αχανή Ρωσία, έφεραν αναπόφευκτα και μια ανάλογη μυστηριακή αύρα. Εκείνη, καθισμένη λίγο πιο πίσω απ’ τον σβέρκο του λύκου, με τα δυο της πόδια απ’ τη μια μεριά (χρυσοκέντητα παπούτσια ως τον αστράγαλο), με τα χέρια της εγκαταλελειμμένα ανάμεσα στους μηρούς της και περασμένα γύρω απ’ τη μέση της τα χέρια εκείνου – καθισμένου στα καπούλια του ζώου-, έγερνε το κεφάλι της στο στέρνο του, κάτω απ’ το σαγόνι του, με μια έκφραση απόλυτης υποταγής και αφοσίωσης, ακόμη και στωικότητας, σαν να μην την ένοιαζε αν ήταν ο τύραννός της, ο διαλεχτός της καρδιάς της ή ίσως κάποιος άγνωστος που την ορέχτηκε και την πήρε. Μάλλον το δεύτερο, ίσως και το πρώτο, κι έτσι κάπως εξηγείται εκείνη η αινιγματική ηρεμία του προσώπου της, απ’ το οποίο βλέπαμε μόνο την αριστερή όψη, με την ίσια λυπημένη μύτη, το χαμηλωμένο ματόφυλλο, το φεγγαρένιο μάγουλο. Το πλούσιο φόρεμά της στο χρώμα του πράσινου αμύγδαλου, αυτό το τσαγαλί χρώμα που έδενε ασφαλώς με τα μάτια της και που, μαζί με τα χρυσαφιά του κεντήματα και μαζί με το ανθισμένο κλωνάρι, ήταν ό,τι πιο φωτεινό – μετά δειλίας χαρμόσυνο- μέσα σ’ αυτό το σκούρο υποβλητικό τοπίο. Ακόμη και τα μακριά σπαστά μαλλιά της (που τα ήθελες ξανθά ή πυρρόξανθα) είχαν το χρώμα της στάχτης, όπως το τρίχωμα του λύκου, κι έμοιαζαν κι αυτά –παρά το σφοδρό ανέμισμα- πετρωμένα. Ο άντρας ήταν αλλιώτικος, την ίδια στιγμή που θα μπορούσε να τον θεωρήσει κανείς, αν παρατηρούσε τα χαρακτηριστικά, και δίδυμο αδελφό της. Μα ο αέρας του προσώπου του διέφερε, είχε μια ανησυχία, μια επαγρύπνηση για τα γύρω, για το τι ενδέχετο ίσως να τους συμβεί και ν’ ανακόψει την φυγή τους. Ντυμένος στα ωραία του κι αυτός, με το ξίφος του μέσα σε χρυσοποίκιλτη θήκη, περασμένο απ’ τους ώμους, ν’ αγγίζει η λαβή του τα γόνατά της και η αιχμή του το ανθισμένο κλωνάρι˙ με κοκκινωπά παπούτσια στα πόδια του κι ένα στο ίδιο χρώμα στρογγυλό δερμάτινο καλπάκι, σύνηθες παρά Σλαύοις και Τατάροις, με γούνινο γείσο. Τα μάτια του στραμμένα λοξά –ή «προς τα πίσω»- όπως του λύκου. Δεν αποκλείεται να ήταν και αδέλφια που χρειάστηκε να φυγαδευτούν άρον-άρον, κυνηγημένα απ’ τον εχθρό του πατέρα τους, ή απ’ τον ίδιο τον πατέρα τους, πάντως το αγκάλιασμα πάνω στη ράχη του ζώου ήταν αρκούντως ερωτικό για να τολμήσουμε άφοβα μια τέτοια εκδοχή. Τέλος, σ’ αυτό το «τρίγωνο» του ανδρός, της γυναικός και του λύκου έσμιγαν ταπεινά, κατά την γνώμη μας, όλοι οι θρύλοι του κόσμου για τον έρωτα -της αρπαγής του έρωτα- από τα τέσσερα σημεία, και φυσικά μέσ’ απ’ τη σκοτεινή δίνη του χρόνου˙ δίνη που πέτρωσε για χάρη μιας εικόνας.


Τόσο όνειρο, ε;

Πήρα τον ανήφορο στο βουνό, ήταν ησυχία. Ο ήλιος έσταζε αθόρυβα μέσα απ’ τις φυλλωσιές. Ένα φτερωτό πετάχτηκε μπροστά μου. Ξαφνιάστηκα και η ριπή μου ’φυγε χωρίς να το καταλάβω.
Τη νύχτα τσάκισα από τον φόβο μου. Δεν ήξερα πούθε να πάω. Θυμήθηκα τον Νικήτα που είπε πως θα τραβήξει για τη θάλασσα. Γύρισα πάλι πίσω. Απάντησα τη δημοσιά. Σκέφτηκα να πάρω λουφάζοντας τον δρόμο κι όπου με βγάλει.
Αλλά ήμουνα ολομόναχος.
Το φεγγάρι ήθελε ώρα για να βασιλέψει. Μέρα τη μέρα μεγάλωνε. Πέρα από τον δρόμο φώτιζε μιαν άπλα, αναρωτήθηκα μην είναι η άπλα του ξεροκαμπιού.
Προχώρησα κατά κει, με τράβηξε το φεγγάρι. Από μακριά άκουσα τροκάνια από πρόβατα που νυχτοβοσκάγανε. Μόλις που τα ’πιανα με το αεράκι. Ήταν παρηγοριά. Χωρίς να το θέλω πήγαινα κατά το μέρος τους. Δεν τα ξανάκουσα, νύσταζα. Ήμουνα τσακισμένος αλλά περπάταγα. Φαίνεται περπάταγα κοιμισμένος. Στην άκρη που έκλεινε το αλώνι έβλεπα το σπίτι μας. Οι Καραχαλαίοι θα ’χαν φουρνίσει. Ανάσαινα τη μυρωδιά φρέσκου ψωμιού κι αναγάλλιαζα.
Κάποιος πήδηξε πάνω μου και μ’ έριξε χάμω. Πόνεσαν τα πλευρά κι ο αγκώνας μου πάνω στις πέτρες. Ύστερα μ’ άρπαξαν και με στύλωσαν κατά πρόσωπο στο φεγγάρι. Γνώρισα τη φωνή του Μπρατίτσα.
— Πού γυρίζεις, ρε κατσίκι;
Είδα και τον Νικήτα.
— Έσπασες τίποτα; με ρώτησε.
— Όχι, είπα.
Είχε γδαρθεί όλος μου ο αγκώνας. Αλλά ένοιωθα χαρά.
— Τι έγινε ο Κουτσός;
— Μας χτύπησαν, είπα.
Πήγα κοντά τους. Είχαν πιάσει λίγο παραπάνω, μέσα σε κάτι αρμακάδες.
— Μια ώρα δρόμο σε βλέπαμε, είπε ο Μπρατίτσας.
Δεν μίλησα. Ήμουνα σα χταπόδι, σα να μην είχα κόκαλα μέσα μου. Ξάπλωσα στο δεξί πλευρό, το κεφάλι μου έπεφτε. Παραδόθηκα ακούγοντας τη μουρμούρα τους.
Ξύπνησα την άλλη μέρα κατά το μεσημέρι. Πόναγε όλο μου το κορμί αλλά αισθανόμουνα ξεκούραστος, τα νεύρα μου είχαν αλαφρώσει από το φόρτωμα. Ο Νικήτας με τον Μπρατίτσα έλειπαν. Σηκώθηκα στα γόνατα και κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν πάλι στη μέση του ίδιου ορίζοντα που έβλεπα τις τελευταίες μέρες. Οι γραμμές έλιωναν μες στη ζέστη. Είπα θα με απαράτησαν. Έκατσα να το σκεφτώ και λίγο λίγο η οργή μ’ έπνιγε. Κρατήθηκα για να μην κλάψω.
Μια στράτα μυρμήγκια πέρναγε στα πόδια μου. Ένοιωσα τη μοναξιά μου μεγαλύτερη. Σηκώθηκα να φύγω. Και που να πήγαινα. Μπροστά μου η γη καιγότανε. Το χώμα ήταν ξερό, ξερό σαν το πετσί στους αγκώνες μου. Δεν με τράβαγε.
Ξάκρισα στα γκρεμά που ήσαν πίσω μου να δω αν κατεβαίνουνται. Εκεί με πήρε τσίκνα από κρέας. Είπα πως αυτό είναι η αρχή της τρέλας.
Έσκυψα κι άκουσα από κάτω κουβέντες. Έπεσα χάμω, αλλά για κάμποση ώρα δεν ξανάκουσα τίποτα. Τότε πήρα την απόφαση να κατεβώ. Έκανα κύκλο σιγά σιγά, με το στεν έτοιμο, κι όταν έφτασα κάτω είδα τον Νικήτα και τον Μπρατίτσα στη ρίζα του βράχου, μπροστά σε φωτιά.
Ζύγωσα χολιασμένος.
— Ξύπνησες; μου είπε ο Νικήτας με τον φυσικότερο τρόπο.
— Ναι.
Είχαν βρει ένα σκαντζόχοιρο και τον έψηναν. Είχαν κατεβεί εκεί κάτω για να μη φανεί η φωτιά. Ανεβήκαμε πάλι πάνω και τον φάγαμε. Τον φάγαμε αμίλητοι.
Μασάγαμε κι ο Νικήτας κοίταζε μπροστά μες στο λιοπύρι. Έβλεπα το πρόσωπό του, είχε αχαμνύνει τρομαχτικά. Όλο μάτι και γένια.
Γύρισε στον Μπρατίτσα.
— Δεν φαίνεται.
Έλεγε για τη θάλασσα. Ένα τείχος από λάβρα έφραζε το μάτι.
— Είναι η κάψα, είπε ο Μπρατίτσας.
— Την αυγή πάλι.
— Πρέπει να φύγουμε.
— Τόσο όνειρο, ε;
— Τι τα σκαλίζεις;
— Δε σε τρώει από μέσα σου;
— Μην ψάχνεις να βρεις άκρη.
— Τόσο αίμα. Κι ύστερα να μην έχεις πού να φτάσεις.
— Χάσαμε δυο μέρες. Μόλις νυχτώσει να φύγουμε. Θα πιάσουμε το ρέμα, πρέπει να μας βγάλει στη Σκάλα. Έχω μια αδερφή παντρεμένη εκεί, θα μας βοηθήσουνε. Κι όταν περάσει λίγος καιρός η μέρα θα ’χει πάλι είκοσι τέσσερις ώρες.
— Ξέρεις τι με κρατάει; Εσύ και η ελπίδα να φτάσω στη θάλασσα.
— Σου ’κατσε.
— Να πέσω μέσα και να τριφτώ μέχρι ν’ αλλάξω πετσί…
— Δεν μπορούμε να περάσουμε.
Ο Νικήτας σώπασε και κοίταζε μπροστά. Ο Μπρατίτσας άπλωσε και του ’πιασε το χέρι, Μια κίνηση δισταχτική, σα να ντρεπόταν να δειχτεί, μια συγκαλυμμένη στοργή.
— Ξέρεις, είπε σε λίγο ο Νικήτας, άμα γείρει ο ήλιος θα φανεί.
— Δεν θα φανεί, δεν φάνηκε ούτε χτες. Είναι η μούγκα κι άδικα περιμένουμε.
Τον καταλάβαινα τον Νικήτα. Ήτανε άντρας, τόσες φορές το ’χε δείξει. Και τώρα έστεκε δω και περίμενε πότε θα ξαναφανεί η θάλασσα.

Είπα πως είναι το τέλος

Τα χαράματα ξύπνησα. Τα πόδια μου έκαιγαν. Ξύπνησα και τους άλλους. Έβγαλα έναν μπερέ που είχα στο σακίδιο κι έδεσα το δεξί. Με το φώτημα κινήσαμε. Στην αρχή δεν μπόρηγα να περπατήσω. Ύστερα έστρωσα. Ως το μεσημέρι ψάχναμε για νερό. Στο τέλος βρήκαμε κοντά σε κάτι αμπέλια. Ήταν ένας βράχος υγρός γεμάτος μούσκλια, κι από μια σκισμή έσταζε κάθε τόσο.
Ο Μπρατίτσας έβαλε το παγούρι του να γεμίσει κι όσο να πιάσει λίγο, παίρναμε μούσκλια και βρέχαμε τα χείλια μας.
Σε λίγο ήπιαμε από μια γουλιά και ξαναβάλαμε το παγούρι. Φύσαγε λίβας. Ερχότανε καυτός απ’ τη μεριά του και η γη μπροστά μας ασφυκτιούσε. Σαν να ’λιωναν οι αδένες της. Πέσαμε δίπλα δίπλα στη ρίζα του βράχου και περιμέναμε να γεμίσει το παγούρι. Ξέραμε πως θα πεθάνουμε μέσα σε τούτο το καλοκαίρι. Μπροστά μας τ’ αμπέλια και οι συκιές που τα παράστεκαν στις άκρες, ωρίμαζαν μια γλύκα αβάσταγη. Ο Μπρατίτσας σηκώθη πήρε το παγούρι. Το ’δωσε πρώτα στον Νικήτα, ύστερα σε μένα.
Δυο ζευγαρωμένες ακρίδες ήρθαν κι έπεσαν μπροστά μας. Τα σκληρά μεταλλικά κορμιά τους γυάλιζαν ακίνητα παραδομένα στην έξαρσή τους. Ο Μπρατίτσας άδειασε λίγο νερό στα πόδια τους. Μετατοπίστηκαν και ξαναπέταξαν καβάλα.
Ο Νικήτας έλυσε το χέρι του. Το αίμα είχε ξεραθεί και είχε κοριάσει πάνω στην αλατζαδένια πετσέτα. Του το ’πλυνε ο Μπρατίτσας και του το ’δεσε. Έπειτα ξανάβαλε το παγούρι στον βράχο.
Ένοιωθα ένα μυρμήδισμα στα σκέλια μου. Ένιωθα το χώμα στην κοιλιά μου ζεστό. Και οι πατούσες μου πόναγαν γλυκά. ‘Ήταν ένα κύμα ζωής, μια αντίδραση από τις ίνες μου. Πριν τρία χρόνια τέτοιες μέρες κατεβαίναμε στο ποτάμι. Οι γυναίκες σήκωναν τα φουστάνια, έμπαιναν ως το γόνατο και κοπάναγαν.
Μείναμε κει ώσπου γύρισε ο ήλιος. Τότε ακούσαμε από μακριά έναν πυροβολισμό. Ο Μπρατίτσας σηκώθηκε και πέρασε το παγούρι στο ζουνάρι του.
Σε πέντ’ έξι λεφτά ακούσαμε από αντίθετα έναν άλλο, πολύ πιο κοντά. Σουρθήκαμε μες στ’ αμπέλια. Το χώμα ήταν φρυγμένο, τριβότανε. Βγήκαμε στην άλλη άκρη και σταθήκαμε. Δεξιά μας το έδαφος έκανε μια κλίση απότομη και κατηφόριζε σε χαράδρα. Από το μέρος που ακούσαμε τον πρώτο πυροβολισμό είδαμε μια εικοσαριά πολίτες με ντουφέκια. Σταμάτησαν στον βράχο με το νερό και κάποιος πρόσεξε τ’ αχνάρια μας στην άκρη του αμπελιού.
Πήραμε θέση και τους χτυπήσαμε. Ξαφνιάστηκαν κι έπεσαν χάμω. Βρήκαμε ευκαιρία και κάναμε κάτω προς τη χαράδρα. Το έδαφος αγρίευε πάλι, όλο τσαλί και τσουγκάρι. Ελπίσαμε πως θα βρούμε εκεί κανένα μέρος να λουφάξουμε. Αλλά μας χτύπησαν κι από αντίκρυ, από την άλλη μεριά.
Ήταν στρατιώτες αυτοί. Είδαμε τους μισούς που χώρισαν να μας βγουν μπροστά. Οι άλλοι μισοί μας πήραν από πίσω. Τρέχαμε να προλάβουμε. Μπροστά πήγαινε ο Μπρατίτσας, κοντά του ο Νικήτας. Εγώ ήμουνα τελευταίος, ξυπόλυτος, και ίδρωνα να μην ξεμείνω.
Κάποια στιγμή ο Νικήτας γλίστρησε και τον είδα να πέφτει. Ο Μπρατίτσας έκανε να γυρίσει, δεν τον έπαιρνε ο καιρός. Άρχισαν να του ρίχνουν από πάνω. Φώναξε δυο φορές Νικήτα, Νικήτα και λογαριάζοντας ότι είχε χτυπηθεί συνέχισε το φευγιό του. Έφτασα εκεί λαχανιασμένος και σταμάτησα. Μπροστά μου γινόταν χαλασμός. Και οι άλλοι από πίσω ζύγωναν. Είπα πως είναι το τέλος. Ώσπου είδα τον Νικήτα μέσα σε μια πατουλιά σπάλαθρα να με αδράχνει από την αρίδα και να με τραβάει δίπλα του.
Οι στρατιώτες πέρασαν από πάνω μας πυροβολώντας. Βλέπαμε τα πόδια τους να μας δρασκελάνε. Φρούμαζαν αγριεμένοι σαν τα ζαγάρια πίσω απ’ το καπρί. Μάκρυναν και οι πέτρες κατρακύλαγαν ακόμα πίσω τους.
Θα πρέπει να ’χαν βγει στο διάσελο που ακούσαμε το ντουφεκίδι να πυκνώνει κι αμέσως έπειτα έναν ομαδικό αλαλαγμό. Τεντώσαμε τ’ αφτιά μας και μες στην ησυχία που ακολούθησε ο Νικήτας έπεσε πάνω στα γόνατα του και τ’ αγκάλιασε σφιχτά.

Ήταν η τελευταία του μπόρα



Και βρέθηκαν πίσω… στα πλάγια… και τέλος μπροστά στον γνώριμό τους Σέρκα. Στο αδιανόητο. Καθόταν σε μια πέτρα, σ’ ένα βραχάκι, με τους αγκώνες του να ισορροπούν καλά πάνω στα γόνατα, ελαφρά γερμένος προς τη γη, με τις παλάμες την μια μέσα στην άλλη, ενώ το πρόσωπο ήταν ελαφρά ανυψωμένο, και δη τα φρύδια: τα μάτια από κάτω κοιτούσαν πέρα –πολύ πιο πέρα απ’ τους δυο που στάθηκαν αντίκρυ του-, μ’ ένα βλέμμα… ένα κράμα από συναισθήματα καταπλήξεως, θαυμασμού και τρόμου που δεν είχε φαίνεται τον καιρό να καταστείλει.
Του απηύθυναν τον λόγο –κρατώντας την ανάσα τους-, μα φυσικά δεν έλαβαν απάντηση. Και δεν τόλμησαν να τον πλησιάσουν πιο πολύ, να τον αγγίξουν στον ώμο, να τον σκουντήξουν –«Φίλε ας τις πλάκες»… Δεν το τόλμησαν. Εκτός απ’ τα δυο σκυλιά που πήγαν κοντύτερα κι άρχισαν να τον γαυγίζουν μαλακά, φοβισμένα, μισοάγρια, ανόητα σε τελευταία ανάλυση, σαν κουτάβια που τώρα μαθαίνουν να γαυγίζουν, πλην όμως –ό,τι κι αν λέμε- τα σκυλιά τον παρακαλούσαν να κουνηθεί, να ξυπνήσει, να σηκώσει το χέρι του καταπάνω τους.
Και τίποτα το αληθινά δυσβάσταχτο στην όψη του, τίποτα το αλλοιωμένο, το παγερό –τίποτα, πέρα απ’ την απόλυτη ακινησία (κι εκείνο το γυάλινο πια βλέμμα), που να σε βεβαιώνει απ’ τις πρώτες στιγμές πως δεν είχε ίχνος ζωής στα σωθικά του. Ωσάν να στοιχημάτισε πως θα μπορούσε να μείνει πολλές ώρες σ’ αυτήν την στάση, ένα ολόκληρο μερόνυχτο, και το κατάφερνε˙ το κατάφερνε˙ αν σκεφτόταν να το κάνει αυτό σε πολυσύχναστο πέρασμα μιας πόλης θα έριχναν κέρματα οι περαστικοί στα πόδια του, θα τον ασήμωναν γι’ αυτήν την ικανότητα… μέχρι που θ’ άρχιζαν κάποια στιγμή να ωρύονται, να σκορπούν σαν περιστέρια σε ντουφεκιά. Τώρα σ’ αυτήν την ερημιά…
«Καλύτερα να τον έβλεπα κομμάτια… μπρούμυτα έστω, ανάσκελα… Κάτι θα καταλάβαινα, θα έβρισκα μιαν άκρη» μουρμούρισε ο ένας.
«Ο όρθιος θάνατος που λένε˙ αυτό είναι» μουρμούρισε ο άλλος.
Όρθιο θάνατο έλεγαν εκείνον που σε παίρνει στα ξαφνικά, ακαριαία, δίχως μάχη, δίχως παζάρια (όρθιος μάλλον ο θανών, ο πίπτων πρηνής έστω), κι από μια άποψη τυχεροί οι θνητοί που πήγαν από τέτοιον θάνατο, που δεν σούρθηκαν σε αρρώστειες κι άδικους εξευτελισμούς, δεν πρόλαβαν να καταλάβουν τι τους γίνεται, να θυμηθούν, να θυμώσουν εις μάτην ή να υποταχθούν. (Κι αρκεί βεβαίως να τους βρήκε το ξαφνικό σε μια λογική του βίου τους ώρα.)
Όμως τώρα δεν αντίκρυζαν μόνο έναν «όρθιο θάνατο», έναν νεκρό καθισμένον σε πέτρα, σε βραχάκι, ωσάν να ήταν ολοζώντανος, με το βλέμμα γεμάτο δέος κι εκείνες τις ζάρες στο μέτωπο, τ’ ανυψωμένα φρύδια… Τώρα –όταν οι δυο βοσκοί τον πλησίασαν περισσότερο κι έσκυψαν μπροστά του- είδαν το περιεργότερο απ’ ό,τι έμελλε να δουν ποτέ τα μάτια τους, κάτι για το οποίο είχαν ακούσει ότι συμβαίνει κάποτε, μα όμως αδυνατούσαν να το πιστέψουν πραγματικά: στο αριστερό μάγουλο του νεκρού ήταν σαφέστατα αποτυπωμένη η εικόνα του φλοιού ενός δέντρου. Όπως σε μια φωτογραφία, σ’ ένα ωραίο τατουάζ, σε μια λεπτή χαρακτική – μια τέλεια απεικόνιση. Κι όταν αυτόβουλα τα μάτια τους στράφηκαν προς το παρακείμενο δέντρο, προς τον κορμό του, είδαν την ίδια εικόνα ολοκληρωμένη, στο φυσικό της˙ είδαν τον φλοιό που θέλησε να χαρίσει στην παρειά του Σέρκα –με τον παραδοξότερο ασφαλώς τρόπο- ένα μικρό, σαφώς διακριτικό τμήμα του.
Κι αυτό τους βοήθησε –μες στην αλλοφροσύνη, μες στην παγωμάρα τους- να βρουν μια άκρη, μια εξήγηση.
«Είπα καλύτερα να τον έβλεπα κομμάτια, μα όχι… α, όχι» ψιθύρισε ο Φώτης. «Αφού ήταν να του συμβεί αυτό, καλύτερα που τον άφησε άθικτο, απλήγωτο, στην θέση που είχε πριν… πριν… πριν…» (Δεν μπορούσε να βρει τι ήθελε να πει, δεν ήταν σίγουρος αν έψαχνε να βρει κάτι, η γλώσσα του είχε κολλήσει στο «πριν».)
«Πριν» τον βοήθησε ο Κίμων.
Η φρίκη τους έδινε θαρρείς καινούργια δύναμη, ζήτησαν κι απ’ τα σκυλιά να σωπάσουν. Και θυμήθηκαν ότι χθες τέτοια ώρα πάνω-κάτω, είχε πιάσει μια ξαφνική μπόρα, μια μικρή θύελλα. Ο ένας είχε πονόδοντο, έμεινε στο στρώμα του, ο άλλος βγήκε μόνος να κοιτάξει τα ζώα. Όταν γύρισε, είπε στον πονεμένο: «Μια καλή βροχούλα, αρχοντική, μα πέφτουν κάτι κεραυνοί!... Χαλάει ο κόσμος», και χώθηκε κι αυτός στο δικό του στρώμα κι ας μην είχε πονόδοντο. Λούφαξαν, μισοκοιμήθηκαν, κι όταν άνοιξαν πάλι τα μάτια, όλα έξω είχαν περάσει, ο ήλιος ξαναέλαμπε. Είχε λουφάξει κι ο πονόδοντος.
«Ήταν η τελευταία του μπόρα, το τελευταίο του να πούμε μεγαλείο».
«Μμμ… ένας από κείνους τους κεραυνούς ήταν… πώς για; τι άλλο; Βρήκε τον εκλεκτό του».
Αυτά είπαν. Και τον άγγιξαν στα ρούχα, στα μανίκια – πρώτα τον άγγιξαν και μετά τους έπιασε πανικός: μπορούσε να σωριαστεί ολόκληρος, να μείνει μόνο η τέφρα του. Καθ’ ότι υπήρχαν και τέτοιες ακραίες εκδοχές, είχαν ακούσει και τέτοια. Αλλά δεν ήταν η περίπτωση. Κι έτσι τον ξαναάγγιξαν… ένα χέρι τόλμησε να πάει και στα σπαστά μαλλιά του που είχαν το χρώμα του χώματος. Και τα βρήκαν όλα στεγνά, σχεδόν ξεραμένα, αλλά βέβαια, μετά την βροχή, τον περιέλαβε ο ήλιος, το αεράκι… Ένα σωρό αεράκια είχαν φυσήξει μετά από κείνην την σύντομη θύελλα –χθεσινή κιόλας-, ένα σωρό λιακάδες είχαν πέσει.
Κι έπιασαν να του λεν ένα τραγούδι –«Ήλιος που τρώει τα ρούχα σου κι αέρας τα μαλλιά σου…»-, και δεν ήθελαν να ξέρουν τι θα κάνουν μετά, πώς θα το υπομείνουν,πώς θα κατέβουν να το πουν και στους ανθρώπους.


Θα μας σταθούν στο λαιμό

Για τους βουνίσιους, τους αγρότες, τους ξωμάχους η φύση είναι φίλος κι ο στρατός ανωτεροποίηση επιπέδου ζωής˙ τα ξένα μέρη, μέρη καινούργια και καλύτερα. Γνωρίζουν πράγματα – ενώ εσύ ξεχνάς, κατωτερώνεσαι, στερείσαι, κ΄η φύση σου είναι εχθρική!..
(Πάντα, να γράφεις το βράδι, πούναι σιωπή, κι όλοι κοιμούνται˙ το βράδι, που μπορείς και να κλάψεις!)
Είναι πράγματα που θα μένουν για πάντα σιωπημένα. Κι όμως θα μας έκανε τόσο καλό να τα ξεφορτωνόμαστε… Μα θα μένουν πάντα σιωπημένα. Και θάναι αυτές οι μονιμότερες στιγμές!.. Πηχτό, βαρύ, πικρό, θα στέκει μέσα σου το μαύρο αυτό κουβάρι της καρδιάς, και τίποτα δε θάχει τη δύναμη να σ’ απαλλάξει απ’ το βραχνά του!
Ξέρω πως η φωνή δε θ’ ακουστεί. Μα δε λυπάμαι˙ δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς. Δε φτάνει μόνο η φωνή˙ χρειάζεται κι ο αγέρας που θα τη φέρει ολούθε. Κι ο αγέρας αυτός δεν υπάρχει – γι’ αυτό και δεν ανασαίνει πια κανείς! Γι’ αυτό και θα πεθάνουμε από ασφυξία! Τι σημασία, λοιπόν, μπορεί νάχει που θα πεθάνουμε βουβοί και κουφοί μες στην πιο απέραντη ερημία; Τα λόγια που έπρεπε να ξεστομίσουμε θα μας σταθούν στο λαιμό. Και θα μας πνίξουν! Μα εμείς, μόλο που το ξέρουμε πως δε θα προφτάσουν να φτερουγίσουν έξω απ’ το στόμα μας, θα τα πούμε!
… Μακριά ιστορία… Και το χειρότερο που δε θα τελειώσει. Θα κοπεί μόνο, σαν ξάφνου πεθάνουμε. Και θα μείνει έτσι, στη μέση, σαν κόμπος στο λαιμό, σα στραβοκαταπιωμένη αηδιαστική μπουκιά!..