121. Ο κοινός χαραχτήρας

>
Καθένας μας αρνείται ν’ αναγνωρίση στον εαυτόν του και να ομολογήση τον χαραχτήρα του, όταν ο χαραχτήρας του δεν του κάνη τιμή.
Έτσι, το ελάττωμά μας, όταν ημπορούμε, το κρύβουμε και το ψεύουμε· όταν δεν ημπορούμε ναν το ψεύσωμε, το ελαφρύνουμε, το ευτελίζουμε, κ’ εκείνο το μηδαμινό που αφίνουμε, το διακαιολογούμε, και σχεδόν το φτιάνουμε αρετήν, και πείθουμε τον εαυτό μας πως είν’ έτσι, ώστε και ναν το πιστεύωμε. Οποία η φιλοστοργία μας δια το αγαπητόν Εγώ μας!
Όταν όμως βλέπουμε ελάττωμα, έστω και το ίδιο το δικό μας, εις άλλον, τότε γενουμάσθε αυστηροί εναντίον εις εκείνον. ― Είμασθε φίλαρχοι· και κατακρένουμε ανελεειμόνητα το φιλαρχικόν τού συντοπήτη μας φίλαρχου. Λοξοβατούμε στα κοινωνικά μας· και αποδοκημάζουμε μ’ επίδειξη τα στραβά της κοινωνίας μας! Είμασθε χαμερπείς· και προσποιούμασθε να συχαινόμασθε τη χαμέρπεια των άλλων!
Έτσι κάνουμ’ όλοι! Και όλοι το κρύβουμε πως κάνουμ’ έτσι· μόλον οπού ’ξέρουμε πως όλοι το ’ξέρουμε πως κάνουμ’ έτσι!...
Γιατί λοιπόν, ενώ γενικώς όλοι αγαπούμε να κακοεργούμε, να μην ελευθερωνούμασθε από το έμποδον εκείνο της ανασκοπής, από την ενόχλησην της κρυφιότητος, και να κακοεργούμε φανερά και αναίσχυντα;
Επειδή η παραίτηση και αυτής ακόμη της χρηστής φαινομενικότητος, ήθελε μάς δείξει καταβιβασμένους έως εις τα χτήνη. Το αλληλοκρύψημό μας τούτο είναι ένας σεβασμός οπού καίτοι ανενάρετοι, προσφέρουμε εις την Αρετήν· ένας χρωματισμός οπού τιμάει την αθρωπιά μας· και που, κάποτε και συχνά, είναι το μόνο που μας μένει για να σκεπάζουμε τον καταβιβασμό μας, και να φαινώμασθε άνθρωποι.
Ανδρέας Λασκαράτος
«Ιδού ο άνθρωπος»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Υπηρέτρα


Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους… η δεκαοκταέτις κόρη, το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.
Ο πατήρ της, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας, αρχαίος εμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, όστις κατήντησε να γίνη πορθμεύς εις το γήρας του, είχεν επιβή της λέμβου του, περί μεσημβρίαν, όπως πλεύση εις την νήσον Τσουγκριάν, τρία μίλια απέχουσαν, και διαπορθμεύση εκείθεν εις την πολίχνην εορτασίμους τινάς προμηθείας. Υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο προς εσπέραν, αλλ’ ενύκτωσε και ακόμη δεν εφάνη.
Η νέα ήτο ορφανή εκ μητρός. Η μόνη προς μητρός θεία της, ήτις της εκράτει άλλοτε συντροφίαν, διότι αι οικίαι των εχωρίζοντο δι’ ενός τοίχου, εμάλωσε και αυτή μαζύ της δια δύο στρέμματα αγρού, και δεν ωμιλούντο πλέον. Η νεανίς εκάθισε πλησίον του πυρός, το οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν, περιμένουσα τον πατέρα της, και εκράτει το ους τεταμένον εις πάντα θόρυβον, εις τα φαιδρά άσματα των παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη.
Αι ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ’ έμεινεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της εστίας.
Παρήλθε το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν’ αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους Χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν.
Η καρδία της νέας εκόπηκε μέσα της.
― Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι’ ο πατέρας μου!...
Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει, και όλοι ητοιμάζοντο δια την εκκλησίαν.
Η δύστηνος Ουρανιώ δεν άντεσχεν, αλλ’ έλαβε την τόλμην να εξέλθη εις τον σκεπαστόν και περίφρακτον υπό σανίδων εξώστην της οικίας, όπου, κρυπτομένη εις το σκότος, προέβαλε δια της θυρίδος την κεφαλήν.
Μία γειτόνισσα, λάλος και φωνασκός, είχεν εγερθεί πρώτη και αφύπνιζε δια των κραυγών της τους γείτονας όλους, όσων ο ύπνος ανθίστατο εις των κωδώνων τον κρότον, προσπαθούσα να εξυπνήση τον άνδρα και τα παιδία της. Ο σύζυγός της, Νταραδήμος, είχεν ανάγκην μοχλού δια να σταθή εις τους πόδας του.
Η θύρα της οικίας των ήτο αντικρύ τής του μπαρμπα-Διόμα. Το Ουρανιώ έβλεπε καθαρώς απέναντί της την γυναίκα εκείνην, κρατούσαν φανόν, φωτίζουσα οικτιρμόνως τα σκότη της οδού, δια τους διαβάτας, και τους γείτονας. Διότι το σκότος ήτο βαθύ και ελαφρός άνεμος έπνεεν, όσος ήρκει δια να μεταφέρη εκ των χιονοσκεπών βουνών το ψύχος και τον παγετόν εις τας φλέβας των ανθρώπων.
Κατ’ εκείνην την στιγμήν διήλθεν άνθρωπός τις, ον ιδούσα και αναγνωρίσασα η Ουρανιώ, δεν ηδυνήθη να μη μειδιάση.
― Πώς! κι’ ο Αργυράκης πάει στην Εκκλησιά;… εψιθύρισεν.
Ο Αργυράκης της Γαροφαλιάς, όστις είχε το προνόμιον να προσωνυμήται από του ονόματος της συζύγου του, είχεν είπει άλλοτε, και το λόγιον έμεινε παροιμιώδες: «όποτε πάω στην εκκλησιά, βάια μοιράζουνε». Αλλά την φοράν ταύτην τον εξύπνησε βιαίως η Γαροφαλιά και τώ επέταξε να υπάγη εις την εκκλησίαν, διότι είδε κακόν όνειρον, είπε. Εφοβείτο μήπως οι γύφτισσες (υπήρχον αντικρύ του οικίσκου των πέντε ή εξ καλύβαι γύφτων νεοφωτίστων), έκαμαν μαγείας εναντίον της. Και αν αυτή επάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, οι μέρες που έρχονται, τώρα τον Άη-Βασίλη κ.τ.λ., εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της ενεθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού ήτις εφούρνιζε με τα παλάμας και επάνιζε με τους μαστούς.
Ο ευπειθής Αργυράκης, όστις μόλις έφθανε των ώμων του αναστήματός της, ηγέρθη, εφόρεσεν εις την κεφαλήν του τον γιοργούλη του, εζώσθη το κόκκινον ζωνάρι του, τρεις σπιθαμάς πλατύ, υπέδησεν εις τους πόδας τα πέδιλά του, και εξήλθεν εις την οδόν.
Ταυτοχρόνως είχεν εξέλθει και ο Νταραδήμος, όστις έπιασεν ομιλίαν με τον Αργυράκη της Γαροφαλιάς.
     ― Τώρα μ’ αρέσεις, γείτονα, τω λέγει... μήν είσαι αλιβάνιστος, διότι είναι κατά τα σκοίνια (καταισχύνη). Το φεγγάρι δεν είναι τώρα παν’ τσ’ Έλληνες (πανσέληνος) να φοβάσαι τον ίσκιο σου την νύχτα...
     Τοιαύτα ελληνικά ωμίλει ο Νταραδήμος.
     ― Τι να κάμουμε, να σ’ ορίσω, γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης.
     Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν.
     ― Δεν ξέρουμε, να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπαρμπα-Διόμα.
     ― Σωπάτε, είπε, φέρων τον δάκτυλον εις το στόμα ο Αργυράκης, είπαν πώς βούλιαξε...
     ― Τι; είπεν η σύζυγος του Νταραδήμου.
     Ο Αργυράκης ητοιμάζετο να διηγηθή πώς και πού τα ήκουσεν, αλλά την αυτήν στιγμήν γοερά και σπαρακτική κραυγή ηκούσθη από της σιγηλής οικίας, προς ήν έβλεπον οι τρείς ομιληταί.
     Από του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ, είχεν ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην.
     Η άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα τρία στρέμματα του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.
     Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας είχε φορέσει, μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον, το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή την τσάκαν του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών τας κώπας ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον Τσουγκριάν.
     Μόνη έμεινεν η Ουρανιώ εις την οικίαν, και μόνος ο μπαρμπα-Διόμας επέβαινε της λέμβου του, ναύτης ο αυτός και κυβερνήτης και πρωρεύς.
     Ναυτίλος από της δωδεκαετούς ηλικίας του, ο μπαρμπα-Διόμας, απέκτησεν αμοιβαδόν σκούνες, γολέττες και βρίκια, ύστερον υπεβιβάσθη εις βρατσέραν, και τέλος έμεινε κύριος της μικράς ταύτης λέμβου, δι’ ης εξετέλει βραχείας αλιευτικάς ή πορθμευτικάς εκδρομάς. Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι, ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλασσίας επιχειρήσεις των. Εις το γήρας του δεν τώ έμενεν άλλο τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι’ ης ηδύνατο ακόμη ν’ αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος.
     Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και τα κύματα:
     ― Πήγα δά και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ιππομαχικό, και μώ ’δωκαν, λέει, δύο σφάκελλα, να τα πάω στο ’Σοκομείο, να παρουσιασθώ στην Πιτροπή· πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι’ αυτοί δεν ήξευραν… ύστερα γύρισα στο υπουργείο και μου είπαν, «σύρε στο σπίτι σου, κ’ εμείς θα σου στείλωμε τη σύνταξή σου». Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι δώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω, λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναϊδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα, γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με  παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο  στο Ιππομαχικό, κι απ’ το Ιππομαχικό στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε «πάαινε: και θα βγή η απόφαση». Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ... Είδες εσύ σύνταξη; (απηυθύνετο προς υποτιθέμενον ακροατήν), άλλο τόσο κι’ εγώ. Επήρα κι’ εγώ την ’πηρέτρα και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου.
     Πηρέτρα ή Υπηρέτρα ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ αυτός τή έδιδε.
     Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά της τραχείας και μονοτόνου φωνής του:
Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νειάτα!...
και δεν έλεγεν άλλον στίχον.
.
Καταπλεύσας εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπαρμπα-Διόμας εφόρτωσεν επί της «Υπηρέτρας» πέντε ή έξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή τρείς ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα, και ητοιμάζετο να λύση τα απόγεια της λέμβου και ν’ αποπλεύση. Αλλά την στιγμήν εκείνην προσήλθεν ο κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα... «υιόν υποζυγίου», ώριμον προς επίσαξιν… όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων κουμπάρων του εις την πολίχνην.
Ο μπαρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της «Υπηρέτρας», αλλ’ αφ’ ετέρου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι’ αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.
Ο κουμπάρος-Σταθαρός ευχαριστηθείς, τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπαρμπα-Διόμας, επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα.
Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και, διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης. Καίτοι βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπαρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν.
Αλλ’ ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του, και δεν εφαίνετο ν’ ανησυχή πολύ περί του διάπλου αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα... και το μαδέρι της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη.
Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος. Η λέμβος ήρχισε να βυθίζηται.
Ταχύς ως η αστραπή, ο μπαρμπα-Διόμας, απέβαλε το βαρύτερον φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον ενόσω εκάθητο εις το πηδάλιον, έγειρε προς το μέρος της σκότας του πανίου αριστερά, εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να μπαττάρη την λέμβον.
Μέγας έγινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα. Όρνιθες, ινδιάνοι, κόφινοι και ο αίτιος της συμφοράς ο πώλος, όλα κατήλθον εις τον πυθμένα.
Ο μπαρμπα-Διόμας, όστις εκολύμβον ως έγχελυς, είχε και στήριγμα την ανατραπείσαν «Υπηρέτραν», την οποίαν ημπόδισε του να βυθισθή.
Περί τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπαρμπα-Διόμας επίστομα επί των πλευρών του σκάφους, κρατούμενος διά των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο.
Τέλος, περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν ακόμη αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν έν ιστίον.
Ο μπαρμπα-Διόμας ήρχισε να φωνάζη με όσην δύναμιν τώ έμεινεν ακόμη.
Ο άνεμος ήτο βοηθητικός διά το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών προς δυσμάς.
Ήτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον.
Αι φωναί του μπαρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν προς τον λίβα.
Αλλά το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.
Καθ’ όσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο ν’ ακουσθώσι και αι φωναί. Διότι το ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά, και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και αυτός εις τούτο διά των χειρών και των ποδών.
Τέλος το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπαρμπα-Διόμας ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά τόσον μόνον ήκουσεν. Ευθύς κατόπιν ελιποθύμησεν.
Οι δύο κωπηλάται ανέσυραν τον μπαρμπα-Διόμαν παγωμένον και ημιθανή, και τον ανεβίβασαν εις το τρεχαντήριον.
Αφού του ήλλαξαν τα ενδύματα, δι’ εμπνοών και προστρίψεων προσεπάθησαν να τον ανακαλέσουν εις την ζωήν.
Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψωσι πρώραν προς τον λιμένα, όπως τον αποδώσωσι νεκρόν ή ζώντα, εις τους οικείους του.
Τέλος ο πτωχός ναυαγός ήνοιξε τους οφθαλμούς.
Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τώ προσφέρωσι πούντς και άλλα θερμά ποτά.
Αλλ’ άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπαρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια.
Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους.
― Όχι πούντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής· κρασί δώστε μου!
Οι ναύται τώ προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπαρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.
.
..............................................................................................................
.
Υπέφωσκεν ήδη η ημέρα των Χριστουγέννων, και η θεία εις μάτην προσεπάθει να παρηγορήση την σφαδάζουσαν υπό άλγους Ουρανιώ.
Αλλ’ η σύζυγος του Νταραδήμου ελθούσα τότε, ανήγγειλεν, ότι ο μπαρμπα-Διόμας εναυάγησε μεν, αλλ’ εσώθη, και ότι έφθασεν υγιής.
Ο Αργυράκης και άλλοι τινές αγρόται είχον ίδει, φαίνεται, μακρόθεν την ανατροπήν της λέμβου, και εντεύθεν διεδόθη ότι ο γέρων επνίγη. Αλλ’ επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον.
Ο μπαρμπα-Διόμας, ελθών μετ’ ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. Ω, πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά, ούτε μυζήθρες, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και χελωνοδέρμους χείρας του, δι’ ων ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι’ εαυτόν και δι’ αυτήν.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Υπηρέτρα»

Η απειλή της αλήθειας του


Για να τον καλέσουν στη Μητρόπολη στα καλά καθούμενα, θ’ άκουγε πάλι καμιά πανταχούσα από το δεσπότη.
― Κράτα τις ιδέες σου για τον εαυτό σου, τον μάλωνε καλοσυνάτα η παπαδιά του. Δε με νοιάζει για τίποτ’ άλλο, μα για σκέψου, να σε κλείσουνε σε κανένα μοναστήρι και να σε χάσω από κοντά μου.
Είχανε παντρευτεί από έρωτα, κι ακόμα τώρα, το αίσθημα που τους ένωνε είτανε κάτι περισσότερο από συζυγική στοργή. Την είχε ερωτευθεί φοιτητής, και τη στεφανώθηκε αφού ανακηρύχτηκε διδάκτωρ θεολογίας, ύστερ’ από λαμπρές σπουδές. Είχε αρνηθεί μια θέση καθηγητή που του προτείνανε. Προτίμησε να χειροτονηθεί παπάς και ν’ ακολουθήσει την ταπεινή σταδιοδρομία του εφημέριου, για να βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους.
― Μη φοβάσαι, μανούλα μου, της αποκρίθηκε, χαϊδεύοντας το μάγουλό της. Μόνο απορίες έχω και πασχίζω να τις ξεκαθαρίσω.
Δεν τον ενδιαφέρανε οι εξωτερικές συνέπειες. Μα ένιωθε την αλήθεια του – αυτός την έλεγε «αμφιβολία» – σα μια εσωτερική απειλή. Το μεγάλο μου αμάρτημα, σκεφτότανε, είναι πως δεν ακολουθώ το «πίστευε και μη ερεύνα». Κι όσο περνούν τα χρόνια, πληθαίνουν οι επικριτές μου. Αδιαφορούσε γι’ αυτό, χαμογελούσε για τον κόπο που έπαιρνε η «αγιωτικιά» γυναίκα – όπως τη λέγανε οι ενορίτισσές του, αυτή που είχε το θαυματουργό εικόνισμα της Πικραμένης Παναγιάς, σ’ ένα σοκάκι στου Χατζηφράγκου – να βάζει λόγια στη Μητρόπολη. Μα τον τρόμαζε η εσωτερική απειλή της αλήθειας του… Η πίστη του στο Θεό είταν κάτι περισσότερο από βαθιά: είταν η ουσία της υπόστασής του. Τον έπιανε μια έκσταση όταν τον έβαζε στο νου του – μια έκσταση «λογική», την έλεγε ο ίδιος, χαμογελώντας για το ασυμβίβαστο. Από τότε που σπούδαζε θεολογία, του φαινότανε πως αυτή η «επιστήμη» είχε κάτι σαν αξίωση πως χάρη σ’ αυτήν υπάρχει ο Θεός. Θα ’ταν κοινοτοπία να λένε πως οι θεολόγοι, αρχίζοντας από το Μωυσή και τους προφήτες, είχαν δημιουργήσει ένα Θεό «κατ’ εικόνα και ομοίωσίν τους». Για τον παπα-Νικόλα, ο Θεός είταν κάτι ασύλληπτο για την ανθρώπινη φαντασία, κι ακόμα περισσότερο για την ανθρώπινη σκέψη. Βέβαια, οι Γραφές λένε πως ο Θεός αποκαλύφτηκε στο Μωυσή και τους προφήτες, αλλά γιατί, αν είταν έτσι, δεν τους αποκάλυψε, κοντά στα άλλα, πως η Γη, ας πούμε, είναι μια σφαίρα που γυρίζει γύρω στον Ήλιο, κι όχι ο Ήλιος γύρω στη Γη; Είχε δώσει εντολή στον Ιησού του Ναυή να προστάξει τον Ήλιο να σταματήσει την πορεία του για να συνεχιστεί η μάχη κ’ η ανθρωποσφαγή, ενώ θα ’πρεπε να ’χε προστάξει τη Γη να σταματήσει το στριφογύρισμα γύρω στον άξονά της. Είτανε σα να μη γνώριζε ο Θεός το μηχανισμό της δημιουργίας του… Κι ακόμη, αυτός ο ίδιος ο εκδικητικός και πολεμόχαρος Θεός, πώς άλλαξε γνώμη ξαφνικά, κι έστειλε το Γιο του να κηρύξει το επί Γης ειρήνη;… Και από σκέψη σε σκέψη, ο παπα-Νικόλας, που ο Θεός είταν ουσία και υπόστασή του, έφτανε ίσως γι’ αυτό το λόγο, στο φαύλο κύκλο – στην απειλή της αλήθειας του – πως θα μπορούσε να ζήσει δίχως την ιδέα του Θεού. Είταν φορές που αυτή η αντιγνωμία του, η παράβαση, τον έφερνε στο σημείο να λαχταράει κάποιος να τον έδερνε, σα να ’τανε αυτός ο κάποιος ο ίδιος ο εαυτός του, μα ένα ξύλο αλύπητο, κι από το ξύλο να του χτύπαγε κάτι σαν τρέλλα, μια τρέλα που να ’τανε πια ο μόνος ορθολογισμός, και να φώναζε για όλα τα παραδεγμένα: ναι, ναι, έτσι είναι, ήμαρτον, ήμαρτον, ανθρώποι!
Σαν έφτανε σε κάτι τέτοιες υπερβολές, χαμογελούσε ειρωνικά ο ίδιος με τον εαυτό του, τις παραμέριζε, και καταγινότανε με τα καθήκοντά του για να βοηθάει τους ανθρώπους.
Δεν είχε ωστόσο, αυταπάτες. Πρόφαση, πρόφαση, έλεγε μέσα του κάποιες φορές με πίκρα. Πάει πια, συνθηκολόγησα. Οι παθητικές μικροαντιδράσεις μου;. Βρίσκω τον εαυτό μου λιγάκι κωμικό.
Κοσμάς Πολίτης
«Στου Χατζηφράγκου»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Ο Ζαγκουλέας


Το φονικό είχε γίνει πριν έξι μέρες, στη γερμανική μπυραρία, λίγο πιο πέρα, στο Μαντάμας σοκάκι. Το σοκάκι δεν είχε ταμπέλα, όπως δεν είχε και κανένα σοκάκι της πολιτείας: τους βγάζαν ένα όνομα, σαν παρατσούκλι, ας πούμε, από κάποιο περιστατικό. Αυτό εδώ, το λέγανε «της Μαντάμας», γιατί το εργοστάσιο της μπύρας, μια οικογενειακή επιχείρηση, το διεύθυνε η χήρα του Γερμανού, εκείνου που το ’χε ανοίξει πριν τριάντα τόσα χρόνια. Και από τότε που είχε πεθάνει ο μουσιού Βίλεμ, στεκότανε στο ποδάρι του η μαντάμ Χίλντα. Οι εργάτες είτανε όλοι τους Ρωμιοί. Μονάχα ο αρχιεργάτης είτανε Γερμανός, ο Φραντς, ένας σαραντάρης, κοκκινομούρης, ίδιος βαρέλι από την πολλή μπύρα που ’πινε. Κάποτε είχε βάλει στοίχημα να πιει δέκα μποκ γραμμή, όσο θα χτύπαγε δώδεκα η ώρα στο ρολόι του τοίχου. Αραδιάσανε ξέχειλα δέκα μποκ πάνω στο τραπέζι. Πρώτος χτύπος. Σας τον χαρίζω, είπε ο Φραντς, δίχως ν’ αγγίξει κανένα μποκ. Δεύτερος χτύπος στο ρολόι. Κι αυτόν σας τον χαρίζω, είπε ο Φραντς. Με τον τρίτο χτύπο, άρχισε να τα κατεβάζει μονορούφι το ένα πάνω στ’ άλλο, και πριν καλοχτυπήσουν δώδεκα, τα ’χε αδειάσει όλα ο αθεόφοβος. Άσπρο πάτο. Ύστερα είπε: ― Ε, τώρα θα πιω κι ένα μποκ με την ησυχία μου, να το γλεντήσω.
Αγαθός άνθρωπος, έκανε παρέα κάτι παιδαρέλια με κεντημένο γελέκο και μεσάτα σακάκια, από άλλους μαχαλάδες.
Λοιπόν, αυτόν το Φραντς είχε σκοτώσει ο Ζαγκουλέας με μια μαχαιριά στην καρδιά. Είκοσι δυο χρονώ παλικάρι, όμορφο παιδί, με ροδοκόκκινα μάγουλα, δούλευε κι αυτός στη μπυραρία, και όπως δεν είχε οικογένεια – οι δικοί του μένανε στην Ελλάδα, κάπου κοντά στο Γύθειο – κοιμότανε στη φάμπρικα, στην αποθήκη, πλάι στην κάμαρη του Φραντς. Σα φτάσανε οι άλλοι εργάτες κατά τις εφτά το πρωί, ακούσανε μεγάλο πατιρντί μέσα στην αποθήκη, έπειτα μια στριγγλιά σα να σφάζουνε γουρούνι, κι ώσπου να τρέξουνε να δούνε τι γίνεται, ο Πέτρος πετάχτηκε από την πόρτα της αποθήκης με μια κάμα στο χέρι. Δίχως να σταματήσει, έγλειψε το αίμα πάνω στην κάμα, την πέταξε πίσω του, και τρέχοντας βγήκε από την αυλόπορτα της φάμπρικας κι εξαφανίστηκε. Γιατί, όπως ξέρομε όλοι, αν δεν γλείψεις το αίμα που ’χυσες, αυτό σε κυνηγάει και σε τραβάει πίσω στο μέρος που ’κανες το φονικό. Και, γρήγορα ή αργά, σε πιάνουνε και σε δικάζουνε.
Για την τούρκικη πολίτσια, δεν είτανε σπουδαίο πράμα πως ένας γκιαούρης ξέκανε έναν άλλο: τι Γερμανός, τι Ρωμιός! Θα καμώνονταν πως ψάχνουνε να βρούνε το φονιά, και σε λίγες μέρες θα ξεχνιότανε η υπόθεση.
Μα σε τούτη την περίσταση, ο Γερμανός κόνσολας πάτησε ποδάρι και απαίτησε να πιαστεί ο φονιάς. Γιατί εκείνο τον καιρό, η Γερμανία έκανε κουμάντο πάνω στο τούρκικο ασκέρι, κ’ είχε μεγάλη δύναμη στην Πόρτα, στην Κωνσταντινούπολη. Πήρανε τους άλλους εργάτες δεμένους στο καρακόλι. Κανένας τους δε μαρτύρησε. Τίποτα δεν ξέρανε, βρήκανε το Φράντση σκοτωμένο και το μαχαίρι χάμω. Ποιος τον σκότωσε; Μπιλμέμ (=Δεν ξέρω). Βρήκαμε το Φράντση μες στα αίματα, και το μαχαίρι πεταμένο στην αυλή. Πού βρίσκεται ο Ζαγκουλέας; Μπιλμέμ. Είχανε τίποτα διαφορές αναμεταξύ τους; Μπιλμέμ. Αρχινήσανε να ψάχνουνε όλα τα σπίτια του μαχαλά. Τίποτα. Κλείσανε τους εργάτες στα μπουντρούμια του καρακολιού, με ψωμί και νερό. Ήρθε κι ο ίδιος ο καϊμακάμης από το Κονάκι και τους έκανε ανάκριση. Μπιλμέμ. Δεν είδανε καθόλου το Ζαγκουλέα εκείνο το πρωί, μονάχα βρήκανε το Φράντση σκοτωμένο, και το μαχαίρι πεταμένο στην αυλή.
Τρομοκρατήθηκε ο μαχαλάς. Όποιος είχε πιστόλι ή γκραδάκι, έσκαψε στο πρεβολάκι του και το καταχώνιασε. Τα φυλάγανε για τη Μεγάλη Ιδέα, τότε που θα μπαίνανε στο λιμάνι το Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά, με τα θεόρατα κανόνια τους, θ’ ανασταινότανε ο Κωνσταντίνος απ’ τον τάφο του κάτω από την Άγια Σοφιά. Αυτά διηγόντουσαν οι γέροι στα εγγόνια τους, και τους δείχνανε, κρεμασμένους στον τοίχο, τους πολιτρέδες (=πορτρέτα) του Μιαούλη, του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη.
Ωστόσο, ύστερ’ από τρεις μέρες, αναγκαστήκανε ν’ αφίσουν ελεύτερους τους εργάτες της μπυραρίας, γιατί η μαντάμ Χίλντα παραπονέθηκε στο κονσολάτο της πως σταμάτησε η φάμπρικα. Αυτό είταν αλήθεια, κι όχι το άλλο που λέγανε στο μαχαλά, τάχατες πως τους απολύσανε γιατί ο Έλληνας πρόξενος έτριξε τα δόντια του βαλή.
Ποτές δε μαθεύτηκε η αιτία του φονικού. Ακόμα τώρα, κάτι γεροντάκια, αμούστακα παιδιά εκείνο τον καιρό, ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, που τα καράβια τούς ξεβράσανε, πριν σαράντα χρόνια, κυνηγημένο κοπάδι, σε τούτα δω τα μέρη – ακόμα τώρα, σα λιάζονται στα παγκάκια κάποιας πλατειούλας, αναθυμούνται κι εκείνα το περιστατικό. Άλλα γεγονότα, ασύγκριτα πιο φοβερά, είτανε τόσο γλυκές ή τόσο πικρές θύμησες, που αποφεύγανε να κουβεντιάζουνε γι’ αυτά, σα να ’χανε κάνει μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ τους. Οι πίκρες ας πάνε στον αγύριστο. Και όσο για τις περασμένες γλύκες της ζωής, σ’ εκείνον εκεί τον ευλογημένο τόπο, είταν αυτό που λένε και θυμώντας τις να κλαις. Με το καπέλο τους αντήλιο πάνω στα μάτια, προτιμούνε να συζητούν για πράγματα που δεν ξύνανε πληγές.
Κοσμάς Πολίτης
«Στου Χατζηφράγκου»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

122. Ο μικροπρεπής

Ο μικροπρεπής είναι τοιούτος, και αν φτωχός και αν πλούσιος. Εις τον πλούσιον μάλιστα η μικροπρέπεια κάνει μεγαλήτερη φάνταξη.
Σταυρώνει κάθε ’μέρα τους πουλητάς εις την αγορά, στο παζάριασμα, έστω και δια ένα λεφτό.
Αγοράζει Μετόχι δια χιλιάδες τάλαρα; Επιμένει να βαστάξη ένα φράνκο από το συμφωνιμένο· ή και ναν το συμφωνήση ένα φράνκο ’λιγώτερο.
Του καίεται το σπίτι; Πηαίνει και μαζώνει μεσ’ από τη στάχτη τα μικρά παληοσίδερα.
Στέλνει το παιδί του στο σχολείο; Το πρώτο μηνιάτικο το πληρώνει τες πέντε του ακολούθου μηνός· το δεύτερο τες δέκα· το τρίτο τες δεκαπέντε… κ’ εξακολουθεί έτσι, ώστε κάθε τόσους μήνες ωφελείται ένανε!
Πρόκειται να σου πληρώση ένα του χρέος; ’Βρίσκει κάποια πρόφαση δια να πασχίση να σου βαστάξη ’λιγα όβολα. Αν πισμώσης και δεν του τ’ αφήνης, σε παρακαλεί ναν του τα χαρίσης.
Υποσχέθηκε να δώση ένα τάληρο σε μία συνδρομή δια φτωχούς; Στέλνει στα μαγαζιά  ένα δύστηλο ζητώντας ένα πεντόφρανκο, το οποίον δίνει στη συνδρομή, και ωφελείται οχτώ όβολα.
Ζητεί δε πάντοτε χάρες από τους φτωχούς γείτωνάς του.
Αδιακριτεί και καταχράται τον ελευθέριον χαραχτήρα των άλλων, πολλαπλασιάζοντας τας χαμερπείς του παρακλήσεις εις αυτούς, ως εις εύκολο μεταλλείον.
Χαιρετά δουλοπρεπώς τους πλουσίους και άλλους δυνατούς της ημέρας, από τους οποίους ελπίζει κάτι, ή φοβείται κάτι.
Σε χοντρό λογαριασμό ανάμεσό σας, απαιτεί να λογαριασθή και το παγοτό που έλαβες με κοινά χρήματα.
Εν γένη ― Αν ποτέ αναγκάζεται σε κάτι τι ομοιάζον γενναιότητα, το συντροφεύει πάντα με κάποια μικροπρέπεια, με την οποία σμικρύνει την αξία της καλής πράξεως, και ενθυμίζει τον μικροπρεπή χαραχτήρα του.
Ο μικροπρεπής τούτος άνθρωπος φεύγει από σημά σου με κάποιαν ελεεινήν ωφέλειαν, κερδεμένην με την οχληρήν επιμονήν του· και σε αφίνει ναυτιασμένον δια την συχαντερήν μικροπρέπειάν του.
Ο χαραχτήρας τούτος, ανάμεσα στους άλλους χαραχτήρας, είναι ό,τι είναι το εμετικόν ανάμεσα στ’ άλλα φάρμακα στο φαρμακείον.
Ανδρέας Λασκαράτος
«Ιδού ο άνθρωπος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Η τύχη απ' την Αμέρικα (Μέρος 5ο)


.
 .
Ο γάμος έγινε επίσημος. Μετά το γεύμα, όλοι οι καλεσμένοι, ο δήμαρχος, ο λιμενάρχης, ο ειρηνοδίκης, ο υποτελώνης και οι λοιποί, όσους είχεν καταριθμήσει η Ασημίνα, όλοι μετά των συζύγων των έλαβον μέρος εις τον χορόν – τινές ως απλοί θεαταί – όστις είχε στηθή εις την μικράν πλατείαν, εκείθεν της οικίας.
Πολλοί εχόρευσαν, όλοι σχεδόν ευφράνθησαν και κανείς δεν εμελαγχόλησεν. Ο δυστυχής ο φθισικός, όστις είχε σηκωθή μετά βίας από την κλίνην, και τον είχον καθίσει επί καναπέ πλησίον του παραθύρου, εθεώρει τον χορόν, και ησθάνετο ηθικήν ευχαρίστησιν.
― Αν δεν ηρχόμουν εγώ απ’ την Αμέρικα, έλεγε μέσα του, και δεν έφερνα αυτούς τους παράδες, όλ’ αυτά θα έλειπαν… Γάμος μπορούσε να γίνη, αλλά θα ήτον πτωχικώτερος… και τέτοιος χορός δεν θα εγίνετο.
Κι’ εκείνην την στιγμήν ησθάνθη την ανάγκην να θωπεύση με τας χείρας του το χρηματοφυλάκιον, το οποίον είχεν υπό το προσκεφάλαιόν του. Από τριών ή τεσσάρων ημερών δεν είχε σηκώσει το προσκεφάλαιον να το ίδη.
Ήτον εις τον τελευταίον βαθμόν της νόσου, και μόλις ηδύνατο να ίσταται εις τους πόδας του. Ανεσηκώθη κι’ έκαμε τρία βήματα, δια να πλησιάση εις την κλίνην.
Εσήκωσε το προσκέφαλον, και βλέπει ότι η θέσις ήτο κενή. Το πορτοφόλιον έλειπε.
Ανεσήκωσε την προσκεφαλάδα, ή μαξιλάραν, την υποκάτωθεν. Έψαξε τα σινδόνια. Τίποτε. Το χρηματοφυλάκιον είχε γίνει άφαντον.
Κρύος ιδρώτας τον περιέχυσε, και βηξ αγωνίας τον έπνιξε.
― Μάννα μου! Μάννα!
Η μικρή Ανθούσα, πτωχή κορασίς, συγγενής της οικογενείας, την οποίαν είχαν προσλάβει εκείνας τας ημέρας δια να υπηρετεί τον ασθενή, ίστατο εις την θύραν του οικίσκου, κι’ εκύτταζεν εν εκστάσει τον μέγαν χορόν, όστις ήτον ως τεράστιος ορμαθός ανθρώπων πολύχρωμος και αεικίνητος. Μ’ όλον τον θόρυβον, όστις ήρχετο έξωθεν, ήκουσε την κραυγήν και το βήμα του Θανάση, κι’ έτρεξεν επάνω.
― Τι έχεις, Θανάση;
― Αθουσώ!... Αθουσώ!... Τρέξε γλήγορα, φώναξε τη μάννα μου…
― Είναι πιασμένη στο χορό…
― Να ξεπιασθή… και να τρέξη!
Μετ’ ολίγον ήλθε τω όντι η Ασημίνα.
― Ω! Καλά έκαμε τ’ Αθουσώ, κι’ ήρθε, και μ’ έκαμε να ξεπιαστώ απ’ το χορό. Μπαΐλντισα, παιδάκι μου! Με τις νιες αυτουνού του καιρού, με δημαρχίνες, νεροδικήνες, λιμεναρχήνες, ντεληγραφιστίνες, ξέρω εγώ να χορεύω!... Όχι άλλο!... Ας είναι στεριωμένα, καλορρίζικα, παιδάκι μου… Τι με φώναξες, Αθούσα; Με θέλεις τίποτε, Θανάση;
― Μάννα, ποιος μου πήρε το πορτοφόλι μου;
― Ποιο; Τι είπες;
― Το πορτοφόλι, που είχα τους παράδες μέσα…
― Ε;
― Λείπει… Μου το κλέψαν, μάννα…
― Τι λες παιδί μου;
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη, καλούντος έξωθεν της θύρας.
― Μάννα… Μάννα!
― Ποιος φωνάζει; Εσ’ είσαι, Στάθη;
Και η Ασημίνα προέκυψεν εις το παράθυρον.
― Πες του Θανάση, εγώ τώ ’χω το πορτοφόλι, και να ησυχάση.
Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη.
Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη.
― Γιατί δεν ήρθε μέσα;
― Έχει δουλειές, παιδί μου… Αυτός έχει όλη τη φροντίδα του χορού, των παιγνιδιών, και τα κεράσματα… Πηρετεί όλους τους καλεσμένους…
Ακολούθως η μητέρα κατήλθεν εις την πλατείαν, και διελθούσα πλησίον του Στάθη, του έρριψε βλέμμα ερωτηματικόν.
― Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώ ’χει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες… Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ’ αρπάξ’ η θυγατέρα σου, την ώρα που τον έπιασε ο βήχας… κι’ αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση τις χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός… Τώρα πια η πόρτα έκλεισε… Πανωπροίκια δεν έχει.
Όλην την ημέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, διήρκεσεν η ευθυμία, και ο χορός διακοπτόμενος επανελαμβάνετο πάλιν. Είτα οι καλεσμένοι, ολίγοι-ολίγοι, εσκορπίσθησαν. Τελευταίοι έμειναν ο κουμπάρος και οι στενώτεροι οικείοι με τα βιολιά με τα λαγούτα. Πέραν του μεσονυκτίου έφαγαν νέον δείπνον. Τα γλυκοχαράματα, αφού έφεραν γύρον με τα βιολιά, ο κουμπάρος και οι οικείοι, εγύρισαν οπίσω υπό την οικίαν και έμελψαν τα πιστρόφια.
Όλην την εσπέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, και την πρωίαν της επιούσης ακόμη, ο Στάθης δεν ανήλθεν εις την μικράν οικίαν, όπου ευρίσκετο ο ασθενής αδελφός του. Ούτος, ενώ την νύκτα της παραμονής του γάμου είχε κοιμηθή καλά κι’ επί πολλάς ώρας εφαίνετο ησυχώτερος, την νύκτα την μετά τον γάμον, και κατόπιν της ανακαλύψεως της απουσίας του χρηματοφυλακίου, την διήλθεν άυπνος και με φοβεράς εκρήξεις βηχός.
Την ώραν του μεταμεσονυκτίου δείπνου, ενώ ο κουμπάρος μετά των στενωτέρων εκ των καλεσμένων ευφραίνοντο, ο γαμβρός ενθυμήθη να ερωτήση την νεόνυμφον.
― Πού τις έχεις τις χίλιες; Απάνω σου;
Η Αφέντρα έκαμεν αδιόρατον νεύμα.
― Και δεν μου λες, είπεν ο Γρηγόρης, γιατί δεν σου έβαλε η μάννα σου, την κολλαΐνα με τις λίρες, που μου ’λεγες, πως θα σου βάλη;
Πού να τις βρούμε τις λίρες, είπε τότε η Αφέντρα, λυθείσης της γλώσσης της – επειδή η μοδίστρα τής είχεν ειπεί ότι οι νύμφες που φορούν ευρωπαϊκά δεν είναι ανάγκη να σιωπούν, ούτε να καμαρώνουν, καθώς εσυνήθιζαν οι πρωτινές, που φορούσαν καβούκες κεντητές και χρυσοΰφαντα ποδογύρια – και μάλιστα ωμοίαζαν πολύ με αχελώνες, καθώς έλεγε η μοδίστρα. Πού να τις βρούμε τις λίρες· ο Στάθης μόνο συχνάτσες έφερε απ’ το Βόλο…
»Κι’ έπειτα, η κολλαΐνα, που έλεγε η μητέρα, θα ταίριαζε αν φορούσα νυφιάτικα ντόπια… Μ’ αυτά που φόρεσα τώρα, δεν πάει.
Την πρωίαν, καθώς ο Στάθης επέστρεψεν εις το σπίτι του, και όλοι οι καλεσμένοι επήγαν τέλος να κοιμηθούν, ο γέρων πατήρ ελθών εφώναξε τον Στάθην και του είπε.
― Σύρε να ιδής τον αδερφό σου… Σε θέλει.
Ο Στάθης ήτον πλαγιασμένος, πήρε έναν ύπνον, και αργοπόρησε.
Μετ’ ολίγον η Ασημίνα έτρεξε κι’ εφώναξε την νύμφην της.
― Γερακίνα, πού είν’ ο Στάθης; Μην κοιμάται;… Δεν είναι καλά ο Θανάσης· πες του να φθάση γλήγορα!
Ολίγω ύστερον ήλθεν η Μαργαρώ, η άλλη ύπανδρος αδελφή!...
― Στάθη! Έλα γλήγορα!... Πεθαίνη ο Θανάσης!...
Ο Στάθης είχε σηκωθή, κι’ ενίπτετο, κι’ εκτενίζετο, κι’ αργοπορούσε.
Ευθύς κατόπιν, έφθασε μία θεία.
― Στάθη! Έλα γρήγορα!... Σε γυρεύει ο Θανάσης… την ψυχή στα δόντια!...
Τελευταίος, και πάλιν ήλθεν ο γερο-Στεφανής.
― Τρέξε γλήγορα!... Τον αδερφό σου τον μεταλαβαίνουνε.
Τέλος εξεκίνησεν ο Στάθης. Συνήντησε τον ιερέα, ασκεπή, με το Άγιον Ποτήριον, κατερχόμενον από τον οικίσκον του ασθενούς.
Ο Στάθης έβγαλε το καπέλλο του, επροσκύνησε βαθέως, και τέλος ανήλθεν εις την μικράν οικίαν.
Ο Θανάσης ήτον εις τας λοισθίας στιγμάς.
Ο Στάθης επλησίασεν εκθύμως, του έδωσε το πορτοφόλι εις τας χείρας. Εκείνος το έλαβε κι’ εμειδίασε.
― Σχώρεσέ με, αδελφέ μου, για καλό τώ ’καμα, να μη σε γδύσουν… Σου χρειάζονται τα λεπτά για να κυτταχθής, να γένης καλά… να ζήσης ακόμα, πολύ, πολύ!...
Ο φθισικός είπεν «ευχαριστώ», έσφιξε το πορτοφόλι εις την παλάμην του, κι’ εξέπνευσε.
Μόλις απέδωκεν την τελευταίαν πνοήν ο Θανάσης, και ο Στάθης ανέλαβε πάλιν το πορτοφόλι, και το έβαλεν εις τον κόλπον του.
Η Ασημίνα έρριξε μίαν κραυγήν, είτα, μετά την συστολήν του νεκρού, απηγόρευσε τα μοιρολόγια. Είχαν χαράν εις την φαμιλιάν της, και το σπίτι της νεονύμφου ήτον εκατό βήματα παρέκει, αντικρύ εκεί. Δεν ήρμοζε ν’ αμαυρωθή με θρήνους η πρώτη ημέρα του γάμου της θυγατρός της.
Ο μαστρο-Στεφανής, όστις δεν είχε μάθει, ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χαρτονομίσματα, και δεν ήξευρεν αν το επέστρεψεν εις τον Θανάσην, ούτε ότι το έλαβεν οπίσω πάλιν, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μίαν γύραν εις την αγοράν, επέρασεν από το καπηλείον, κι’ εφώναξε τον Αντώνην του Βλάχου.
― Πάτερ Αβράμ! Ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον!
Τα μελίμηνα του ανδρογύνου επικράνθησαν από τον θάνατον του αδελφού, του προικοδότου και χορηγητού. Ο Γρηγόρης εξηκολούθει επί πολύν καιρόν ακόμη να ζητή τας χιλίας δραχμάς, και να παραπονήται κατά της συζύγου του, ότι αύτη του είχε είπει ψεύδος. Πλην η Αφέντρα ισχυρίζετο, ότι δεν του είπε ποτέ, με το στόμα, ότι είχε λάβει τα χρήματα εκείνα.
Ο Στάθης υπεσχέθη να γηροκομήση τους γονείς του, αλλ’ ουδέποτε επείσθη να δώση το «πανωπροίκι» εις τον γαμβρόν. Είχεν εύρει τώρα και άλλο επιχείρημα, ότι και ο άλλος γαμβρός, ο σύζυγος της πρεσβυτέρας αδελφής, Μαργαρώς, ήγειρεν απαίτησιν, ζητών και αυτός «πανωπροίκια», επειδή η προιξ την οποίαν είχε λάβει ούτος ήτο πολύ ευτελεστέρα.
― Και με τα πανωπροίκια, πού πάμε, και τι θα γίνουμε; είπεν ο Στάθης.
Ο γερο-Στεφανής, προσέθηκε μελαγχολικώς.
― Άλλοι σπέρνανε, κι’ άλλοι θερίζουνε.
ΤΕΛΟΣ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Η τύχη απ’ την Αμέρικα»
(Περιοδικό «Παναθήναια», τ. Β!, 30 Ιουνίου 1901)


Η τύχη απ’ την Αμέρικα (Μέρος 4ο)


.
Ο ασθενής Θανάσης, τον οποίον είχον φέρει οπίσω εις την πόλιν, δεν κατώκησε πλέον εις την πατρώαν οικίαν, την οποίαν είχον γράψει ως προίκα εις το συμβόλαιον, κι’ εν αυτή θα εγένοντο αι εορταί και τα δείπνα του γάμου. Προς ανατολάς ταύτης ήτο μικρά πλατεία, και πέραν της πλατείας ήσαν άλλαι οικίαι. Μεταξύ τούτων, ενοικίασαν τον οικίσκον πτωχής γυναικός, δια να κατοικήση ο άρρωστος, είτα και οι γονείς του.
Ο φθισικός, και αν δεν ηδύνατο να σηκωθή δια να παρευρεθή εις τον γάμον, θα έβλεπε δια του παραθύρου τον μέγαν χορόν, όστις θα εχορεύετο επί της πλατείας, εις το ύπαιθρον, μετά το γαμήλιον γεύμα. Ήτον ήδη περί τας αρχάς του θέρους. Ο νεαρός γαμβρός ηγάπα, φαίνεται, την επίδειξιν, και ήθελε να καλέση πλείστους, και δικούς και ξένους, εις τους γάμους του.
Εν τοσούτω η απαίτησις των χιλίων δραχμών δεν είχε διευθετηθή ακόμη. Ο Θανάσης είπε να δώση ο Στάθης τας χιλίας δραχμάς εκ των χρημάτων όσα είχεν εις τας χείρας του, ως έχων την διαχείρησιν των εξόδων. Ο Στάθης εμόρφασεν, έγρυξε, και είπε: «Καλά!». Αλλά δεν έδωκε τα χρήματα.
Την άλλην ημέραν, ήτις ήτο η παραμονή του γάμου, ο γαμβρός υπέμνησε και πάλιν την απαίτησιν. Τότε ο Στάθης είπεν ότι δεν έχει πλέον χρήματα, επειδή όσα είχεν εις χείρας του επήγαν όλα στα έξοδα, και ας δώση τα χρήματα ο Θανάσης, αν θέλη.
Αυτά είπεν εις τον γαμβρόν. Εις δε τον Θανάσην είπεν.
― Αυτά να του τα δώσουμε για πανωπροίκι, να στεφανωθή, κι’ ύστερα, τι λες και συ;
― Ναι, είπεν ο Θανάσης, όστις επείθετο ευκόλως εις ό,τι του έλεγον όλοι, και μάλιστα ο Στάθης.
― Βέβαια, επέφερεν ο Στάθης, με αυτόν τον τρόπο θα αποδείξη κι’ αυτός πως μας εμπιστεύεται, όπως τον εμπιστευτήκαμε κι’ ημείς…
Άμα εξήλθεν ο πρωτότοκος αδελφός, εισήλθεν η Αφέντρα. Αύτη επλησίασεν εις την κλίνην του Θανάση, και ήρχισε να τον θωπεύη και να του γλυκομιλή.
― Να, τώρα, που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γριά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνη, κι’ ήθελε να γένη ο γάμος τώρα… Εγώ είπα, να γένης πρώτα καλά εσύ, κι’ ύστερα να μας βάλουν στέφανα… Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της, και βιάζεται να δώση την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλήση… ως τόσο είσαι, και συ, καλλίτερα, Θανάση, δεν είσαι;
― Σαν καλλίτερα είμαι, είπεν ο Θανάσης, όστις ευκόλως επείθετο, ότι είναι καλλίτερα, άμα του το έλεγε τις· ησθάνετο δ’ ενίοτε και ψευδοβελτιώσεις της νόσου.
― Μακάρι ο Θεός να δώση να είσαι καλά! Θα σηκωθής Θανασάκη μου; Θα κάμης κουράγιο να ’ρθης στο γάμο, να με καμαρώσης, που θα φορώ το στεφάνι;
― Να ιδώ… σαν μπορέσω… Όπως πη ο γιατρός.
― Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος  πατέρας για μας, θα σου φιλήσουμε το χέρι κι’ εγώ κι’ ο Γρηγόρης… ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά;… Χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα… Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; Αποκάτ’ από το προσκέφαλό σου τα ’χεις;
Και λέγουσα έρριπτεν βλέματα πλήρη απληστίας υπό το προσκέφαλον, ως να ήθελε να ίδη μέσω του λινομετάξου περιβλήματος, και κάτωθεν του πατημένου μαλλίνου όγκου, τι εκρύπτετο υποκάτω. Έκαμε δε κίνημα, ως δια να χώση την χείραν της κάτωθεν του προσκεφαλαίου.
Ο Θανάσης είχε τω όντι υπό το προσκέφαλόν του, εντός χαρτοφυλακίου, το μέγιστον μέρος των χαρτίνων νομισμάτων, τα οποία είχε φέρει ο Στάθης εκ Βόλου – περί τας ένδεκα χιλιάδας δραχμών.
― Δεν τα δίνεις, επανέλαβεν η κόρη, για να μην εύρη καμμιά πρόφαση ο γαμβρός; Τώρα πλια, Θανασάκη, δεν είμαστε για ν’ απομείνουμε… Τι θα πη ο κόσμος; Αν μου κάμη τίποτε, Θεός να φυλάη και πη πως δε στεφανώνεται!... Κάλλιο έχω να…
Και δάκρυα έπνιξαν την φωνήν της. Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Στάθης, όστις φαίνεται ότι ήτον απ’ έξω, και ίσως είχε τείνει το ους, ή τυχαίως ήκουσε.
Ο Στάθης ήρχισεν άλλην ομιλίαν, ωμίλει δια τα καθέκαστα του γάμου, δια τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε δεν θα τους εχώρει το σπίτι… Είναι τω όντι φαντασμένος, αυτός ο γαμβρός.
― Μην το λες, και κακιών’ η αδερφή μας, είπεν μειδιών ο Θανάσης.
― Εμένα μ’ έχει αδερφό, είπεν ο Στάθης· τον Γρηγόρη, δεν τον έχει ακόμα τίποτε.
Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα όμματα κι’ εσιώπα. Εισήλθε και η Ασημίνα, ήτις ίστατο προ μικρού εις τον προθάλαμον, και είχεν ακούσει τον Στάθην.
― Τώρα πλια έχουμε χαρές… Θα κάμωμε γάμο, που να δώση νάμι… Δημάρχους, λιμενάρχους, ντελεγραφιστάδες, νεροδίκη, τελώνη, αστρονόμο, όλους τους εκάλεσε ο γαμβρός μας… Θα στήσουμε αύριο ένα χορό, που θα δώση κρότο, τι λες καλέ!.. Θα κάμη χαρά, λέει, που να βαστάξη τρεις βδομάδες. Παράγγειλε στον μπάρμπα μας τον Κοψιδάκη, να του σφάξη τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δυο κατσίκια, θυσία… Και χωριστά ο κουμπάρος που θα σφάξη δυο τραγιά, και θα κουβαλήση πίττες και μπακλαβάδες. Και βιολιά και λαούτα, ακούς, και λογιών – τω – λογιών λαλούμενα, τ’ ακούς, και όλ’ οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέττα, ακούς… Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τ’ ακούς… Και πού είσ’ ακόμα ν’ αρχίσουν να μας έρχωνται οι νυφάδες για το Θανάση, κι’ οι πενθεράδες που θα μας κουβαλούν ζαχαροχαμαλιά, και κουραμπιέδες, και λογιών – τω – λογιών καλούδια… ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θα ’χουμε… Και ποια μάννα είναι σαν εμένα;… Πώς έχω το νου, δε λέτε;…
Την στιγμήν εκείνην, επήλθε παροξυσμός βηχός, μετά διαταραχής του στομάχου, εις τον φθισικόν. Εν τη παραζάλη και τω θορύβω, κι’ ενώ αι δύο γυναίκες προσεπάθουν ν’ ανακουφίσουν τον πάσχοντα, ο Στάθης έβαλε την χείρα υπό το προσκέφαλον, ήρπασε το χρηματοφυλάκιον, χωρίς κανείς να τον παρατηρήση, και το έθεσεν ήρεμα εις τον κόλπον του.
Είτα ο Θανάσης ησύχασεν. Η μήτηρ έκλεισε καλώς την θύραν του θαλάμου, και είπεν, εις όλους, καθώς είχον εξέλθει εις τον προθάλαμον.
― Αφήστε τον να κοιμηθή… Είναι κρίμα απ’ το Θεό… Τις χίλιες δραχμές θα τις δώση αύριο… ας είναι καλά, το παιδάκι μου… Μακάρι να είχατε να λαβαίνετε… Έχασε τα νειάτα του, αρρώστησε το παιδί μου… Τόσα χρόνια ήτανε βαθειά στη γης, εκεί που βγάζουν τ’ ασήμι, ακούς! Βαθειά κάτω, σαν τυφλοπόντικας να σκάφτη μεσ’ τα λαγούμια, τ’ ακούς! Αφήστε τον ν’ ανασάνη, να πάρη αέρα, που έλυωσε στον απάν’ κόσμο, κι ανάλυσε, σαν το κερί, το παιδάκι μου!... Ας ησυχάση καλά τη νύχτα…
Την επαύριον, όλ’ αι ετοιμασίαι δια τον γάμον ήσαν συμπληρωμέναι…
Την νύχτα η Αφέντρα, καθ’ ην στιγμήν ο μνηστήρ τούς εκαλονύκτιζεν, είχε ψιθυρίσει προς αυτόν κατ’ ιδίαν.
― Θα μου τις δώση αύριον τις χίλιες δραχμές… Υποσχέθηκε κι’ η μητέρα.
Την ώραν που επήγαν τα βιολιά, κι’ έφεραν τον κουμπάρο έμπροσθεν της πατρικής οικίας του γαμβρού, ο Γρηγόρης, μη έχων τίνα άλλον να ερωτήση, ηρώτησε κρυφά τον Στάθην, όστις, στολισμένος, συνώδευε με πολλούς εκ των καλεσμένων τον κουμπάρον, ελθόντα να παραλάβη τον γαμβρόν.
― Οι χίλιες δραχμές τι γίνονται;
― Θαρρώ πως τις έδωκεν ο Θανάσης της Αφέντρας, απήντησε βιαστικά ο Στάθης.
Η πομπή των καλεσμένων, μετά βιολίων και λαγούτων, άγουσα τον κουμπάρον και τον γαμβρόν, κατήλθε μέχρι της οικίας της νύμφης. Ανέβησαν εις την οικίαν ο γαμβρός, ο σύντεκνος, και οι οικείοι· οι πλείστοι επερίμεναν εις τα πρόθυρα της οικίας. Μετ’ ολίγα λεπτά κατήλθον όλοι, άγοντες και την νύμφην, στολισμένην με φορέματα της προτελευταίας μόδας, και με καπέλλον μετά τεχνητών ανθέων πορτοκαλέας, συνοδευομένην από την μητέρα της την Ασημίνα, ήτις έφερε το σαλομέταξο φουστάνι της, και γουνάκι και κουζούκαν εκ βελούδου, αμαυρού χρώματος, και από τας θείας της, όλας αναλόγως στολισμένας. Ο γερο-Στεφανής εφόρει πανωβράκι τσόχινον, το οποίον είχεν από τριακονταετίας, και δεν το είχεν φορέσει περισσότερον από πέντε φοράς εις όλην την ζωήν του. Έφερε φέσι κατακόκκινον, με φούντα κυανήν, το οποίον του είχεν φέρει από το Τούνεζι κατά την εποχή των Κριμαϊκών ο κουμπάρος, όστις τον είχε στεφανώσει, εμποροπλοίαρχος, προ χρόνων αποθαμένος τώρα, είχε δε κρεμασμένον από την τσέπην της τζάκας του την εσωτερικήν, κατερχόμενον έως το γόνα του, μακρότατον μεταξωτόν μανδήλιον, κόκκινον, διανθές.
Πριν καταβώσιν από την οικίαν, ο γαμβρός, καθώς είχε πλησιάσει την νύμφην, την ηρώτησε με πολύ χαμηλήν φωνήν, δια να μην ακούσουν ο σύντεκνος και άλλοι οικείοι ιστάμενοι πλησίον.
― Σου τις έδωκε ο Θανάσης;
Η Αφέντρα, μη τολμώσα ν’ αρθρώση φωνήν, καθώς ένευε την κεφαλήν κάτω, κατένευσεν ακόμη χαμηλότερα, ερυθριώσα.
― Τις έχεις; ηρώτησεν πάλιν ο Γρηγόρης.
Δεύτερον νεύμα έτι ασθενέστερον έκαμεν η νέα.
Ήτον Κυριακή πρωί, ώρα δεκάτη, απολείτουργα. Η πομπή διευθύνθη εις τον ναόν όπου ετελέσθη ο γάμος.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Η τύχη απ’ την Αμέρικα»


Δεν υπάρχουνε γνώμες, μόνο συμφέροντα υπάρχουν


Το θαυματουργό εικόνισμα είτανε ξακουστό σε ολάκερη την πολιτεία. Ως και χαρέμια ερχόντουσαν και προσκυνούσανε τη Χάρη της, κρεμάγανε ταξίματα μαλαματένια κι ασημένια, όπως κ’ οι χριστιανές. Η Παναγιά κράταγε το βρέφος τον Ιησού στην αγκαλιά της, μα εκείνη έκανε τα θαύματα, γιατί ο Ιησούς, λέγανε, είτανε μωρό ακόμα, κι εκείνη παρακαλούσανε χριστιανοί κι αγαρηνοί. Έβλεπες κάθε λογής ταξίματα, που παρασταίνανε ούλα τα μέσα και τα όξω του ανθρώπου: χέρια, ποδάρια, κεφάλια, κοιλιές με τον αφαλό στη μέση, τζιέρια, μάτια, μύτες, αφτιά, καρδιές. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, δάκρυζε η Παναγιά. Ένα χοντρό δάκρυ, πηχτό σα ρετσίνι, γυάλιζε ίδιο διαμάντι κάτω από το δεξί της μάτι, δίχως να κυλάει Και το Μεγάλο Σάββατο, στέγνωνε το δάκρυ κι εξαφανιζότανε.
Σύμφωνα με την παράδοση, το εικόνισμα το ’χε ζουγραφίσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς – αυτός ζουγράφισε ούλα σχεδόν τα θαματουργά εικονίσματα που υπάρχουνε στον κόσμο – πάνω σε μαστίχι ζυμωμένο με λιβάνι και κερί. Γιατί υπάρχουνε κι άλλα θαματουργά εικονίσματα, αχειροποίητα, που δεν τα ’χει φτιάξει χέρι ανθρώπου, και κατεβήκαν έτσι, όπως είναι, από τον ουρανό, λένε.
Το εικόνισμα είταν ιδιοχτησία της αγιωτικιάς κυρα-Βασιλικής, χηρεμένης τώρα, κι έμενε στην οικογένειά της από τέσσερις γενιές, που πάει να πει πάνω από εκατό χρόνια. Το σπίτι της είταν απλόχωρο, ανώγια και κατώγια. Το άγιο εικόνισμα της Θεοτόκου το ’χε μέσα σε μια μεγάλη σάλα, σαν παρεκκλήσι, με μανουάλια και καντήλια. Κράταγε στα χέρια της χαρτιά υπογραμμένα από παλιούς δημογερόντους της κοινότητας, πως ο προπάππος της, νοικοκύρης άνθρωπος, είχε δει στον ύπνο του την Παναγιά, που τον πρόσταξε να πάει στο τάδε μέρος, ορίζοντάς του με ακρίβεια τον τόπο, κι εκεί θα δει σημάδι θεϊκό. Σαν ξύπνησε, το πήρε πως είτανε συνηθισμένο όνειρο, και δεν του ’δωσε σημασία. Μα ξανάδε το ίδιο όνειρο συνέχεια δυο νύχτες, και μάλιστα την τελευταία φορά η Παναγιά τον πρόσταξε αυστηρά να κάνει ό,τι του είπε. Πήρε μαζί του δυο μερών ταΐνι, γιατί το μέρος είτανε μακρινό, και ξεκίνησε νύχτα, για το φόβο των αγαρηνών. Σαν έφτασε, το γλυκοχάραμα, στον τόπο που του είχε ορίσει η Παναγιά, είδε να βγαίνει ένα φως μεσ’ από μια σπηλιά, πλάι σ’ ένα δέντρο που το γνώρισε για τζιτζιφιά. Φοβήθηκε πως είτανε Τούρκοι μέσα στη σπηλιά, και πως το όνειρο είτανε παγίδα που οξαποδώ, για να τον χαλάσει και να πάει ακοινώνητος, και να τον τραβάνε στην κόλαση οι δαιμόνοι. Ωστόσο, μια δύναμη τον έσπρωξε να σιμώσει στη σπηλιά, και τότε είδε πως το φως έβγαινε από το άγιο εικόνισμα, στημένο στο βάθος της σπηλιάς. Δόξασε το Θεό, προσκύνησε, νήστεψε όλη μέρα ως και το νερό, και νύχτα πάλι, για το φόβο των Τούρκων, ξεκίνησε με το εικόνισμα, κι έφτασε στο σπίτι του τα ξημερώματα. Το ταΐνι που είχε πάρει μαζί του, το σκόρπισε ψίχουλα γύρω στη σπηλιά. Κατεβήκανε φτεροκοπώντας τα πλασματάκια τ’ ουρανού και τα τσιμπολογούσανε. Ύστερα κάτσανε στα κλωνιά της τζιτζιφιάς και γλυκοκελαδούσαν, δοξάζοντας τη Δέσποινα των Ουρανών.
Αυτά, σε συντομία, γράφανε τα παλιά χαρτιά. Η κώνα Βασιανή κράταγε ακόμα ένα χαρτί, υπογραμμένο από το δεσπότη εκείνου του καιρού, που βεβαίωνε πως το εικόνισμα είναι θαματουργό, και όριζε να μένει κληρονομιά στην οικογένειά της. Και από τότε ήπεσε μεγάλη ευλογία στην οικογένεια. Το σπίτι με τ’ ανώγια και τα κατώγια το ’χε χτίσει ο συχωρεμένος ο πατέρας της κώνα Βασιανής, σ’ ένα οικόπεδο αγορασμένο από τον πατέρα του. Η ίδια είχε αγοράσει άλλα δυο σπίτια. Όχι παλάτια, βέβαια, μα νοικοκυρεμένα.
Κόσμος και κοσμάκης ταζότανε στη Χάρη της Πικραμένης Παναγιάς. Της ανάβανε λαμπάδες ώσαμε το μπόι τους, κάνανε παρακλήσεις, ευχέλαια και αγιασμούς.
Ο πρωτόπαπας, ωστόσο, δε συμμορφωνότανε. Όλες αυτές τις ιεροτελεστίες τις άφηνε στον παπα-Χαροκόπο. Είτανε περίεργη η στάση του παπα-Νικόλα. Έλεγε, σκεπασμένα, μα έβγαινε καθαρό το νόημα, πως η πίστη κάνει τα θάματα – παραδεχότανε τα θάματα, έτσι έλεγε τουλάχιστον – και πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να ’ναι θαματουργό το τάδε εικόνισμα και όχι το δείνα ή το άλλο, αδιάφορο ποιος το ’χε ζουγραφίσει. Με άλλα λόγια, έβαζε τον Ευαγγελιστή Λουκά κοντά στον πρώτο τυχόντα μπογιατζή. Με τέτοιες δοξασίες, θα μπορούσε κανείς να τον κατηγορήσει για αιρετικό. Ούτε μασόνος να ’τανε, μουρμουρίζανε πολλές ενορίτισσες. Κ’ η παπαδιά τού επαναλάβαινε:
― Δεν είσαι φτιαγμένος για παπάς.
Απόφευγε να συζητήσει μαζί της πάνω σ’ αυτό, έκανε πως δεν άκουγε, λες και παραδεχότανε σιωπηρά τα λόγια της.
Εκείνες τις μέρες ήρθανε στο μαχαλά και προσώπατα της κοινότητας. Τι ήρθανε να κάνουνε; Για τούτο το ζήτημα ήρθανε; Για το τέμπλο ήρθανε; Για τίποτ’ άλλο ήρθανε; Δημογεροντία είτανε; Κεντρική Επιτροπή; Ποιοι είτανε; Κόντρα είτανε μεταξύ τους; Ένα είτανε; Κουβεντιάσανε με τον παπα-Νικόλα και με το Χατζή Σάββα το μουχτάρη, άλλοι με κατεβασμένα μούτρα και άλλοι χαμογελαστά. Φέρανε μαζί τους κι έναν, σα να λέμε από το λαό, για να δείξουν κατανόηση – ο Λαός, ο Λαός – έναν παραλή μπακάλη του Φασουλά, με σπίτια και ταρλάδες, εκείνον που έφερνε το μαυροχάβιαρο με το βαρέλι και το πουλούσε με το δράμι. Τον ντύσανε με τα κυριακάτικά του, κοστούμι από μαύρη τσόχα χνουδωτή, ένα δάχτυλο πάχος, Ιούνιο μήνα, κολαριστό πουκάμισο με ψηλό κολάρο ίσαμε τ’ αφτιά και με στρογγυλά μανικέτια, ο άνθρωπος δε μίλαγε, χαμογέλαγε και ιδρωκοπούσε, δεν ήξερε τι να κάνει τις κοντόχοντρες χεράκλες του. Δεν είτανε χέρια δουλεμένα. Είτανε σαν πρησμένα, υγρά, πάντα υγρά, μια υγρασία που έβγαινε από μέσα του, σα να ’σταζε ολάκερος βουτούρατα και λάδια. Στεκότανε αμίλητος ο Μιχαλάκης, χαμογέλαγε και ιδρωκοπούσε, μεσόκοπος, κοντόχοντρος κι ο ίδιος σαν τα χέρια του, με γουρουνότριχες ξανθιές κάτω από τη μύτη, ντροπαλός που τον καταδεχτήκανε τα προσώπατα, ντροπαλός που παράσταινε το Λαό μπρος στη φτωχολογιά. Ο καημένος, δεν έπαιρνε τον εαυτό του στα σοβαρά όπως οι άλλοι, που η σοβαροφάνεια τούς είχε γίνει δεύτερη φύση.
Τα προσώπατα συζητούσανε. Σίγουρα θα ’τανε κόντρα μεταξύ τους – Δημογεροντία; Κεντρική Επιτροπή; τι είτανε; ποιος τους διόρισε; Φαίνονταν να ’χουνε αρχηγούς δυο εφημεριδογράφους, που ο καθένας έβγαζε δικιά του εφημερίδα. Και η ουσία της εφημερίδας είτανε πως αλληλοβρίζονταν. Ο κοσμάκης δεν καταλάβαινε, μα σίγουρα κάποια διχογνωμία είχανε μεταξύ τους, κάποια μοιρασιά. Μερικοί το λέγανε «πολιτική». Ρωτήσανε τον παπα-Νικόλα, που, τελοσπάντων, ήξερε καλά γράμματα: «Ποιανού γνώμη είναι η σωστή;» ― κι εκείνος αποκρίθηκε κάτι που ίσως να ’τανε δικό του, ίσως κάπου να το διάβασε: «Δεν υπάρχουνε γνώμες, μόνο συμφέροντα υπάρχουν». Ακόμα και τούτο, δεν είτανε σωστή κουβέντα.  
Κοσμάς Πολίτης
«Στου Χατζηφράγκου»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Από την Πούντα ώσαμε τη Μπόρσα


Του άρεσε του Αρίστου αυτός ο περίπατος, ολάκερο σχεδόν το Κιαί, από την Πούντα ώσαμε τη Μπόρσα, και ύστερα μεσ’ από τα τσαρσιά  κι από τα μπεζεστένια. Πρώτο σεΐρι του, είτανε όποτε αντάμωνε τις ντεβέδες να ξεφορτώνουνε γονατιστές, μπροστά στην αποθήκη της γλυκόριζας, πέρ’ από το σταθμό. Φτάνανε φορτωμένες από το εσωτερικό, μπορεί και πέντε μέρες δρόμο, από χάνι σε χάνι. Και τώρα, ξεφόρτωτες, αναμασούσανε αδιάκοπα, βγάζοντας αφρούς από τη στοματάρα τους, γονατισμένες ανάμεσα στις παχιές πράσινες κουράδες τους, μεγάλες σαν καρβέλι.
― Ατς! τους φώναζε ο ντεβετζής για να σηκωθούνε.
― Άουγκρ, μουγκρίζανε, δίχως να κουνάνε απ’ τη μακαριότητά τους.
Μια κλωτσιά στα πισινά.
― Ατς!
― Άουγκρ, κάνανε αγριεμένες.
Τέλος σηκώνονταν με μια κίνηση κυματιστή, που δεν της έλειπε η χάρη, πελώριες πάνω στα τέσσερα ποδάρια τους, με την ψηλή καμπούρα τους και τον καμπυλωτό κι ατέλειωτο λαιμό. Βρωμολογούσανε όμως, κ’ η μπόχα τους έπνιγε τη φαντασία του Αρίστου. Ξεμάκραινε από κει, αφού μάζευε από χάμω δυο τρία κομμάτια γλυκόριζα. Πιπίλιζε τη γλύκα τους όσο συνέχιζε το δρόμο του για το τσαρσί.
Ύστερ’ από την απότομη στροφή που έκανε το Κιαί, άλλαζε ο κόσμος. Ο Αρίστος καμάρωνε τα πλουσιόσπιτα, λες κ’ είτανε δικά του, διάλεγε πότε το ένα πότε το άλλο για μοντέλο του σπιτιού που θα ’χτιζε μια μέρα, σα θα μεγάλωνε. Μα σιγά σιγά, τα σχήματα γίνονταν φλου μέσα σε μια θαλασσινή γλαράδα, τρεμοπαίζανε μαζί με θαλασσόχορτα και φύκια, ο Αρίστος ένιωθε πως κάτι τέτοιο θα ’τανε το σπίτι του, απαρνιότανε τις πέτρες και τα μάρμαρα, θα ’θελε να γονατίσει στην άκρη του μουράγιου και να πάρει στην απαλάμη του, στις δυο απαλάμες του ενωμένες, για θεμέλιο λίθο, λίγο θαλασσινό νερό μαζί μ’ ένα ψαράκι. Μα φοβότανε να σκύψει πάνω απ’ το μουράγιο, γιατί δεν ήξερε κολύμπι. Και να ’σκυβε, το χέρι του δε θα ’φτανε τη θάλασσα, ένα δικό του μπόι πιο χαμηλά.
Θέατρα, λέσχες, ξενοδοχεία, μεγάλοι καφενέδες, στον ίσκιο οι λουστρατζήδες, ο Δήμος, πλάι του ο Μογγόλος με το σπανό μουστάκι, μάστορης κι αυτός στο γυάλισμα, καθρέφτης οι μποτίνες. (Βρε Δήμο, αμάν! κάνε κουράγιο κανένα χρόνο ακόμα. Τίποτα, λες και το ’βαλε γινάτι ο Δήμος, πέθανε τον τρίτο χρόνο της Κατοχής, σ’ ένα υπόγειο στα Πετράλωνα, πλάι στο κασελάκι του, το ίδιο εκείνο κασελάκι με τα μπρούτζινα στολίδια, που το ’χε φέρει μαζί του ο Δήμος, εδώ στην ξενιτιά). Πιο πέρα, εκείνος ο στρογγυλομούρης ο ξανθός, ο αμίλητος, καθισμένος στο σκαμνί του, μπροστά του αραδιασμένα πέντ’ έξι μπουκαλάκια, και πλάι του στημένο ένα χαρτόνι με κεφαλαία γράμματα: ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟΝ, ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΙ. Κ’ η θάλασσα πάντα δεξιά, γλάροι, αφροί, αρμύρα, λατίνια, φλόκοι, σμάλτα, κεχριμπάρια, ύστερα το λιμάνι, παπόρια που αφροστέκουνε αδειανά, κι άλλα πλακουτσωτά πάνω στη θάλασσα, γεμάτα ώσαμε τα μπούνια, δεμένα με την πρύμη στο μουράγιο, παντιέρες, κάθε λογής παντιέρες, μηχανόλαδα, μπογιές, κατράμι, σιδερίλα – η πιο κρύα μυρωδιά – σφυρίγματα των παποριών, σφυρίγματα του παραστάτη, η τσαμπούρνα του τραμβαγέρη, φωνοκόπι, βλαστήμιες, πέταλα και καρούλια βροντολογάνε πάνω στο ντουσεμέ, αλυσίδες, κουδουνίσματα, ανάκατα και μπερδεμένα, το μυαλουδάκι ενός παιδιού δεν προφταίνει να ειδοποιήσει χωριστά, μια μια, την κάθε αίσθηση, κερεστές απ’ το Τριέστι, δοκάρια, τάβλες, μαδέρια, πυργώνουνε σε ξανθιές στοίβες, αραμπάδες πλευρισμένοι σε μαούνες ξεφορτώνουνε σακιά κριθάρι, μαούνες γεμάτες κάρβουνο κολλητά σ’ ένα κάργκο, δυο τάβλες τις ενώνουνε με το μουράγιο, μιαν αράδα μαύρα μερμήγκια, μαύροι άνθρωποι, μ’ ένα τσουβάλι για κουκούλα στο κεφάλι, ανεβαίνουνε αδειανοί από τη μια, κατεβαίνουν φορτωμένοι από την άλλη, πετάνε μαύρο σάλιο τρία μέτρα πέρα, συντριβάνι, ένα βίντσι ανεβάζει μπάλες καπνά, βαρούλκα, βίρα, μάινα, κι από την άλλη μπάντα, σοτοβέντε, άλλο βίντσι κρατάει μετέωρο ένα καζάνι ατμομηχανής, λασκάρησε το παλαμάρι – μάινα! μάινα, τη Μπαναΐα σου! – κι ο ήλιος πάνω στ’ άλμπουρα, πάνω σε χρυσαφιά σουσάμια, γιουβρέκια, σιμίτια, σάμαλι – και τέλη Αυγούστου θα φορτώσουνε τα πρώτα σύκα για το εξωτερικό, μπόμπες θα σκάζουν στον αέρα, σημαιοστολισμός του καραβιού, κεράσματα της εργατιάς από το φορτωτή κι από την ατζεντσία  – ο Θεός να ’χει καλά τις πλούσιοι, κοντά σ’ αυτοί κάτι τσιμπολογάει κ’ η φτωχολογιά.
Ύστερα, από το δρόμο πάλι στη Μπόρσα κι από το Αραπιάν Τσαρσί, κι από το Τσοχατζί Μπεζεστένι με τα ραφτάδικα, ή από το Σκοτεινό Μπεζεστένι με τα ψιλικατζίδικα και τα σαράφικα, πλάι στο Βεζίρ Χάνι, ο Αρίστος έβγαινε στο Ισάρ Τζαμί, περνούσε απ’ τα Κερεστετζίδικα κι έφτανε στο Τσάγκρι Τσαρσί. Ο πολτός του σαπουνιού, άσπρος ή πράσινος, ανάλογα με την ποιότητα, χυμένος χάμω στο σανίδωμα, μέσα σε μεγάλα τελάρα, περίμενε να ξεραθεί αρκετά, να πήξει, για να κοπεί σε κομμάτια μ’ ένα μαχαίρι δεμένο σε μακριά βέργα. Αυτό, είτανε δουλειά του πατέρα του με το άτρεμο χέρι. Όλα με το χέρι, εκείνο τον καιρό.
Κοσμάς Πολίτης
«Στου Χατζηφράγκου»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

123. Ο κακόγλωσσος

Ο κακόγλωσσος κακολογεί από συστήματος· και κακολογεί αδιαφόρως οποιονδήποτε του χρειασθή να μελετήση· οποιονδήποτε του μελετήσουνε.
Συνήθως ο κακόγλωσσος γνωρίζει του καθενός κάτι τι επιλήψημο, το οποίο συνδυάζει με τ’ όνομά του, και του δίνει επώνυμο ανάλογο της μομφής οπού του κάνει. «Εκείνος ο πρωτοκλέφτης!...» γι’ άλλονε, «quel birbante, που δεν είναι ’ντροπή που να μην την έκαμε!» γι’ άλλονε, «Α, εκειός είν’ εργολάβος και κάνει θελήματα. Φθάνει ναν τον πληρώσεις…» γι’ άλλονε «Μη μου τόνε μελετάς. Εγώ ξέρω τι ζηγιάζει… λείψω-εγώ, ήθελ’ είναι στη φυλακή». Κ’ έτσι σε καθένανε που μελετηθή, ο κακόγλωσσος του φορεί το ’πετραχήλι του.
Αν πρόκειται δια υποκείμενο το οποίον αυτός να μη γνωρίζη, και δεν έχει τίποτε συγκεκριμένο ναν του προσάψη, του αποδίδει μομφήν κοινώς αποδιδομένην εις την πατρίδα του. ― «Κορφιάτης; Στοχάσου!... σέντσα – φέδες!...». ― «Μισολογγίτης; Κάτι ψαράς θε νάναι, πεινασμένος, πούλθ’ εδώ να χορτάση»… Η κηόλα τον εφοδιάζει με αποσιωπητικά δυσπιστίας δια το υποκείμενό του, «Ποιος τον ξέρει!... τέτοιους ανθρώπους!...».
Συμβαίνει κάποτε που ο κακόγλωσσος να ήναι και παρεκβατικός· και τότε η ομιλία του δεν ήναι παρά μία κρεμαστάλυσο από φημητικούς λιβέλους. Επειδή σε κάθε πρόσωπο που του χρειασθή να μελετήση στη διεξαγωγή της ομιλίας του, θα σταματήση ναν του κάμη και την εξιδιασμένην του ψυχρολουσίαν.
Ο κακόγλωσσος δεν αργεί να γνωρισθή ως τοιούτος εις τον Τόπον του· και τότε κατασταίνεται αβλαβής, επειδή κανείς δεν ψηφά τες κακολογίες του, εις τες οποίες όλοι γελούνε.
Είναι μάλιστα ο γνωστός κακόγλωσσος δι’ αυτό τούτο του το πασίγνωστον, ο αβλαβέστερος άνθρωπος της κοινωνίας. Επειδή, ενώ κάθε άλλου ανθρώπου ο τυχόν κακός λόγος ημπορεί να έχη κάποιαν ισχύν εις τα πνεύματα, ο κακός λόγος του κακόγλωσσου δεν έχει καμμίαν.
Ο κακόγλωσσος δεν είναι πάντα κακόψυχος. Η κακολογία του δεν προέρχεται από κακήν ψυχήν· αλλά συχνά κάποτε και από μόνο κακό του κεφάλι, από κακήν έξην.
Ανδρέας Λασκαράτος
«Ιδού ο άνθρωπος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ