Τα μέλια


Ένα βράδυ του καλοκαιριού, αφού η μαμά με φίλησε στο αριστερό μάγουλο και μου είπε καληνύχτα, έσβησε το φως και βρέθηκα στη σκοτεινή κάμαρα. Καθώς τραγουδούσα για τον εαυτό μου, έβαλα το χέρι μέσα στο βρακάκι μου για να έχω λίγη συντροφιά. Μούδιασα όμως και χνούδιασα. Μια γλύκα με τύλιξε γύρω γύρω και δεν σταματούσα.
Όλο και πιο γρήγορα και πήγαινα να σκάσω. Κάτι βαρίδια σαν ζαχαρωτά ανέβαιναν από τις πατούσες μου στην κοιλιά μου και γέμιζα ζάχαρη. Πηχτά μέλια τρέχανε από παντού και πνιγόμουν στη γλύκα.
Ξάφνου, κι ενώ οι γλύκες είχαν πνίξει το λαρύγγι μου, άρχισε να τρέμει το σπίτι και να πέφτει βροχή από τον ουρανό. άνοιγε το χώμα και κατάπινε τα γύρω σπίτια, ένα ένα.
«Θεούλη μου», είπα, «συχώρεσέ με. Δεν θα το ξανακάνω. Μη μου κόψεις τη ζωή!»
Αλλά η γη γύρω γύρω εξαφανιζόταν όλο και παραπάνω. Ο Θεούλης είχε θυμώσει για τα καλά.
Έβαλα τότε κι εγώ το χέρι μου πάλι μέσα στο βρακάκι μου και οι γλύκες ξαναγύρισαν. Τραγουδούσα στον εαυτό μου.
Καθώς το σπίτι εξαφανιζόταν μέσα στο τρύπιο χώμα, τα μέλια με περιλούσαν, και πέθανα στη γλύκα.
Μαργαρίτα Καραπάνου
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Ο θείος Χαρίλαος


Ο θείος Χαρίλαος έπαιζε σκάκι με πολύ ωραίο τρόπο. Έπαιζε και με τον παππού και πηγαίναμε με τη γιαγιά να τους δούμε.
Κουνούσαν κάτι ξύλα από δω κι από κει και έπειτα καθόντουσαν ακίνητοι και κοιτούσαν τις μύτες των παπουτσιών τους για πολλή ώρα. Και έπειτα πάλι κουνούσαν τα ξύλα. Εγώ έπινα πορτοκαλάδα και κοιτούσα το αυτί του θείου Χαρίλαου που ήτανε ακριβώς μπροστά μου.
Μια μέρα ο θείος Χαρίλαος εξαφανίστηκε. Τον ψάξανε για πολύ καιρό, ώσπου τον βρήκαν στον Μπάτη, μέσα στην άμμο, κάτω από τη θάλασσα. Στο λαιμό του είχε μια πέτρα και την είχε δέσει μ’ ένα σπάγκο για να μην του φύγει.
Σκέφτηκα τότε το αυτί του θείου Χαρίλαου, που ήτανε τριχωτό και που μέσα είχε κάτι κιτρινίλες.
«Αυτοκτόνησε», μου είπε η γιαγιά κλαίγοντας.
«Αυτοκτόνησε», φώναζαν όλοι μαζί οι κύριοι και οι κυρίες που είχαν έρθει σπίτι με τα μαύρα και που τρώγανε κάτι ζαχαρωμένα φασόλια.
«Κανένα καινούργιο παιχνίδι θα ’ναι», σκέφτηκα καταχαρούμενη.
Μαργαρίτα Καραπάνου
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Μου αφήνεις πενήντα δραχμές για τσιγάρα;


Εκείνα τα χρόνια δούλευα στο αγώγι. Τρίπολη-Αθήνα εξακόσιες δραχμές. Είχα μια κράισλερ, πετούσε. Δεκατρείς Μαΐου, με το παλαιό. Έκανε μια ζέστη, χρόνια είχα να τη  θυμηθώ. Μετράω με το παλαιό εγώ. Ήρθε ένας, είχε το παιδί του διφθερίτη. Το είχε κουβαλήσει πρώτα στον Παπαδημητρίου. Σπουδασμένος στη Γαλλία ο Παπαδημητρίου. Του λέει, πάρε το αεροπλάνο να το πας στην Αθήνα το παιδί. Δεν είχαν τα μέσα εδώ.
Έρχεται αυτός με τη γυναίκα του, μπαίνουν στην κούρσα χωρίς συμφωνία.
― Από πού είσαι; τον ρωτάω.
― Από το Βαλτεσινίκο, μου λέει.
Το πατάω εγώ το αυτοκίνητο, τα φώτα αναμμένα, έντεκα το πρωί, άντε δώδεκα. Κάνω δυόμισι ώρες μέχρι το Παίδων. Τότε, με κείνους τους δρόμους. Σταματάω μπροστά στην πύλη, βγαίνει τώρα ο άντρας με το αγοράκι αγκαλιά. Θα ήταν ως τριών ετών. Το πηγαίνει μέσα. Εγώ περίμενα.
Έρχεται καμιά φορά, του λέω: Τι έγινε;
Μου λέει θα το γλιτώσω, το έμπασαν στο θάλαμο. Μου λέει τι σου χρωστάω;
Τι να του γυρέψω, όσα ήθελα μπορούσα, δε με είχε συμφωνήσει. Αλλά με μισό παπούτσι ήτανε.
Του λέω είσαι ευχαριστημένος να μου δώσεις πεντακόσιες δραχμές;
Βγάζει ένα πεντακοσάρικο, εκείνο είχε όλο κι όλο.
Τον είδα που δίσταζε.
― Τι είναι;
Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα;
Ντρεπότανε.
Και για ναύλα, να πάω εδώ στο Αιγάλεω, σ’ ένα συγγενή μου;
Του λέω δώσ’ μου τέσσερα κατοστάρικα.
Τι να του πω που ήταν με μισό παπούτσι.
Θανάσης Βαλτινός
«Εθισμός στη νικοτίνη»
Όλα τα αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο, εδώ

Οι συμβουλές της γιαγιάς



«Παιδί μου» λέει η γιαγιά, «θα σου δώσω συμβουλές. Σε λίγα χρόνια θα γίνεις δεσποινίς οικογενείας, κοτζάμ όνομα, όχι αστεία. Από δεσποινίς θα γίνεις και κυρία. Κι έτσι που θα ’σαι κυρία, θα γνωριστείς με κυρίους που θα σε θέλουν για κυρία. Μια κυρία της σειράς σου δεν πρέπει να ’χει και πολύ μυαλό – πειράζει τους κυρίους. Όταν ένας κύριος σου μιλάει, τα μάτια χαμηλά, ν’ ακούς, να μη μιλάς. Κοίτα το παρκέ ή το πέτο του κυρίου, ώσπου να ’ρθει η σειρά σου.
»Όταν ο κύριος σε πάρει για κυρία, βάλει την πιτζάμα του κι εσύ τη νυχτικιά σου, μείνει όρθιος και γυμνός κι έπειτα από πάνω σου, μη δείξεις ποτέ ότι σου αρέσει, να φανταστείς πως κεντάς μέσα στο σαλόνι σταυροβελονιά με κύκνους και παγόνια. Αν σ’ αρέσει τόσο που δεν μπορείς να βαστηχτείς, κάνε πως πονάει η κοιλιά σου. Αν μούγκριζες, ο κύριος θα σε χώριζε, και με το όνομα που έχεις και τη θέση σου θα ήταν φοβερό.
»Πάντα να φαίνεσαι σαν να είσαι στο σαλόνι: Να πίνεις τσάι ή να μιλάς για τα φτωχά παιδιά, και θα ’σαι μια κυρία καθώς πρέπει».
Τρέχω κάτω στη Φανή.
«Παιδί μου», λέει η Φανή, «μάθε το χάδι. Τη νύχτα μάθε τα μυστικά κάτω απ’ το σεντόνι, άνοιξε τα πόδια σου κι άφησε τ’ αστράκια και τις καταιγίδες να μπουν στα σωθικά σου. Μάθε τη θάλασσα, τους ποταμούς, τα μέλια και τις αγωνίες. Μάθε το σώμα σου, να το πιάνεις, να το σφίγγεις, να το κεντάς, να το ποτίζεις και να το φιλάς. Μάθε να το πιάνεις, να μουγκρίζεις, να κλαις και να γελάς, μάθε τα μυστικά κάτω απ’ το σεντόνι».
Τις νύχτες μένω ξύπνια ως το πρωί. Ποτέ δεν μ’ άρεσε η σταυροβελονιά. Κι ώσπου να γίνω κυρία καθώς πρέπει, έχω καιρό.
Μαργαρίτα Καραπάνου
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Πριν μάθω να διαβάζω κάνω μια επίσκεψη στο Λούβρο


Αρχίζω να κοιτώ τις λέξεις.
«Miss Benbridge, τι είναι αυτά τα σημαδάκια έξω απ’ τα μαγαζιά, στις πλατείες, και πάνω στα βιβλία, στοιβαγμένα στους τοίχους;»
«Words, words», μου λέει βαριεστημένη.
Πηγαίνοντας στο Βασιλικό Κήπο, σταματάει ν’ αγοράσει σοκολάτες. Μπροστά μου μια λέξη μακρουλή σαν φίδι: ένα δοχείο σαν το δοχείο της γιαγιάς, ένα καπελάκι, στη μέση ένα στόμα, πιο εκεί ένα ψαλιδάκι για τα νύχια, δυο βουναλάκια σαν το στήθος της Φανής, στην άκρη μια σκάλα. Μετράω τα σημαδάκια, τα κοιτάω καλά, μ’ αρέσει αυτή η λέξη.
Μόνο δεν ξέρω τι θα πει. Με πιάνει φόβος. Ιδρώνω. Το απόγευμα είμαι καλεσμένη στου Ζακούλη. Πώς θα πάω αφού δεν ξέρω να διαβάσω το δρόμο; Πώς θα μπορέσω να ζήσω μες στις λέξεις; Πότε θα τις μάθω;
Σκαλί, σκαμνί, τραπέζι, κήπος, Ζακούλης, φουστάνι, Φανή, γιαγιά–παππούς, κακά–φαΐ, μαζεύω στο μυαλό μου όσες λέξεις ξέρω, τις βάζω στην μπάντα για να τις γράψω πρώτες, όταν μάθω να διαβάζω.
Γι’ αυτό δεν καταλαβαίνω τον πίνακα του κυρίου Στρογγυλού. Ώρες τον κοιτούσα, αλλά πού να τη βγάλω τέτοια λέξη: Σημαδάκια τρελά, πλατιά, πλατιά, υγρά – όλο μπογιές –, το ένα μπαίνει στ’ άλλο, κι ο κύριος Στρογγυλός, όλο πονηριά, τα πιτσίλισε με πράσινη μπογιά και τα ’κανε αφηρημένα για να μας μπερδέψει.
Πέρσι είχα πάει στο Παρίσι για να δω τη μαμά. Με πήγε στο Μουσείο. Ένα σπίτι να χάνεσαι, έπιπλα τίποτα, και παντού στους τοίχους κρεμασμένες ζωγραφιές. Για να περπατήσεις, δύσκολο. Κάθε τόσο πέτρινοι κύριοι και κυρίες, τσίτσιδοι, σου κόβανε το δρόμο.
Τρελάθηκα εκεί μέσα. Όλες αυτές οι πέτρες και οι ζωγραφιές με κοιτούσαν, πότε από μπρος, πότε από πίσω. Φοβήθηκα κι έβαλα τα γέλια, τρέχει ένας κύριος με στολή και μου λέει να σκάσω.
Κόσμος πολύς σεργιανούσε μιλώντας σιγά – σαν να ’τανε νεκροταφείο. Δεν μ’ ένοιαζε που δεν ήξερα τα σημαδάκια για να διαβάσω τους γυμνούς και τις ζωγραφιές, αλλά όσο να ’ναι ζήλευα που έβλεπα τόσο κόσμο να σταματάει μπροστά στις πέτρες και να κλαίει από χαρά. Μια κυρία, έπιασε τον ποπό μιας όμορφης γυμνής και πήγε να σκάσει.
«Θα σε πάω να δεις τον πιο ωραίο πίνακα του κόσμου». Μ’ αρπάζει η μαμά και να ’μαστε στη ζωγραφιά. Μέσα σ’ ένα βελούδινο κουτί βλέπω μια ασχημομούρα να μου χαμογελάει, τα χέρια σταυρωτά πάνω στο φουστάνι, μαλλιά σαν σφουγγαρόπανο, κίτρινη σαν τη Φανή όταν είχε ηπατίτιδα.
Ο κύριος μας εξηγεί: «Απ’ όπου κι αν τη δεις, ανάποδα, στριφτά, ψαλιδιστά, τα μάτια της γυρνάνε να σε δουν».
Βγάζω τη γλώσσα μου στη ζωγραφιά.
«Είσαι ανυπόφορη». Η μαμά με πιάνει από τα μαλλιά, τρώω κι έναν μπάτσο.
«Άμα μεγαλώσεις, θα σ’ αρέσει το Λούβρο», μου είπε ένα χρόνο αργότερα ο κύριος Στρογγυλός. «Άμα μορφωθείς, παιδί μου, θα εισχωρήσεις στα άδυτα της τέχνης. Ah, lArt! Da Vinci, Greco, les Cubistes. N’ est-ce pas, chère Sapho
Η γιαγιά χαμογελάει παρθενικά.
«Κύριε Στρογγυλέ, αυτοί που δεν θα μάθουν ποτέ τα σημαδάκια;»
Με κοιτάει.
«Αυτοί που δεν θα μάθουν ποτέ τα σημαδάκια πώς θα καταλάβουν τις ζωγραφιές και τους γυμνούς; Κύριε Στρογγυλέ, πόσα χρόνια θέλεις για να διαβάσεις την κυρία Μόνα Λίζα;»
«Φανή! Το τσάι!» προστάζει η γιαγιά.
Μαργαρίτα Καραπάνου
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Το γατάκι


Θέλω ένα ζώο. Οι κούκλες δεν μιλάνε. Δεν είναι ζεστές ούτε αναπνέουν. Ούτε με αγαπάνε. Ούτε με γλείφουν. Θέλω ένα ζώο. Να μ’ αγαπάει, να τ’ αγαπάω κι εγώ. Θέλω ένα γατάκι. Θα το βάζω δίπλα μου και θα το κοιτάω. Θα είναι δικό μου, θα του δώσω ένα όνομα, θα ξέρει κι αυτό το δικό μου.
Τη νύχτα στο κρεβάτι μου το σκέφτομαι. Ένα γατάκι, στρογγυλό σαν αβγό, να κοιμάται στα πόδια μου, να με ζεσταίνει, να το ζεσταίνω κι εγώ.
Το είπα στη γιαγιά, Παρασκευή.
«Όχι, θα λερώνει το σπίτι, θα κάνει πιπί και κακά στο σαλόνι, θα γδάρει και τις πολυθρόνες».
«Γιαγιά, θέλω ένα γατάκι».
«Όχι».
«Γιαγιά, ένα γατάκι, το θέλω, γιαγιά, θέλω ένα γατάκι».
«Όχι».
Θα μου το πληρώσει.
Το πρωί όταν ξύπνησα, Σάββατο, πήρα γάλα εβαπορέ και κατάβρεξα το σπίτι. Έκανα και κακά μου στο τζάκι, πιπί μου πάνω στον καναπέ «empire». Δεν με μάλωσε κανείς, απ’ τη σιχαμάρα.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, ένα γατάκι κίτρινο σαν μέλι με περίμενε στην τραπεζαρία. Άρχισα να τρέμω από αγάπη. Το πήρα στα γόνατά μου και κάθισα έτσι ως το βράδυ.
«Μόνο για μια εβδομάδα σ’ το έφερα», μου είπε η γιαγιά. «Είναι δανεικό».
Ποτέ δεν θα το δώσω πίσω. Καλύτερα να το σκοτώσω.
Πρώτη φορά που είμαι «ευτυχισμένη», όπως λένε οι μεγάλοι στο σαλόνι. Του αγόρασα ένα καλαθάκι κι έγινα η μαμά του. Το ’βγαλα και Δανειστούλη, κι αυτό με λέει μαμά. Το πάω περίπατο μες στο καρότσι για τις κούκλες, κι όταν έχει ήλιο ανεβάζω την κουκούλα για σκιά. Δεν έχει λερώσει το σπίτι μία φορά. Κάνει το πιπί του μέσα σ’ ένα κουτί που το ’βαψα χρυσό με ασημένιες ρίγες.
Αισθάνομαι μαμά, καμιά φορά γάλα τρέχει απ’ το στήθος μου, και λιώνω από γλύκα. Δεν βλέπω πια κανέναν. Οι μέρες με το Δανειστούλη περνάν σαν ζάχαρη, είναι Πέμπτη, οι μέρες με το Δανειστούλη περνάν σαν σαντιγί, είναι Παρασκευή. Το στόμα μου μένει χαμογελαστό, αδύνατον να το κλείσω. Τα βράδια κοιμάται μέσα στα σεντόνια μου, απάνω στην κοιλιά μου.
«Σ’ αγαπώ», του λέω, πριν πω τις προσευχές μου. Γουργουρίζει κι η κοιλιά μου ιδρώνει απ’ την αγάπη.
«Την Κυριακή θα το δώσω», μου λέει η γιαγιά. «Κυριακή το πήρες, Κυριακή θα σ’ το πάρω».
Η βδομάδα τελειώνει.
«Δανειστούλη μου». Το νανουρίζω σαν μωρό.
Άρχισα την άλλη μέρα, Σάββατο. Πρώτη φορά το ’δειρα πολύ. Δεν έκλαιγε, με κοίταζε και γουργούριζε. Νόμιζε πως το χαϊδεύω. Πήρα τα μανταλάκια για τα ρούχα και του τα ’βαλα για σκουλαρίκια. Με κοιτούσε. Καταλάβαινε πόσο τ’ αγαπώ. Ανάμεσα σε δυο κλοτσιές, έκλαιγα και το φιλούσα.
Το ’πιασα απ’ την ουρά κι άρχισα να το στριφογυρίζω σαν τ’ αλογάκια του λούνα παρκ. Δεν φώναζε. Με κοιτούσε και γουργούριζε. Το βράδυ το πέταξα αργά και ρυθμικά πάνω στον τοίχο. Έσπασε η ραχοκοκαλιά του, κι αυτό, σούρνοντας, ανέβηκε στα γόνατά μου και γουργούριζε.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, το κρέμασα με το κεφάλι κάτω, και του ’μπηξα βελόνες μες στα μάτια.
«Δανειστούλη μου», του έλεγα, «Δανειστούλη μου».
Τ’ απόγευμα, γέμισα το μπάνιο και το βάστηξα πολλή ώρα κάτω απ’ το νερό. Τα πόδια του χτυπούσαν την μπανιέρα για ν’ ανέβει ν’ ανασάνει, απ’ τα μάτια του τρέχανε κίτρινα ζουμιά.
Σαν δεν κουνούσε πια, το ’βαλα στο καλαθάκι του και το σκέπασα με τη ροζ κουβερτούλα, το πήγα στη γιαγιά.
Το άφησα στην τραπεζαρία. Κυριακή το βράδυ.
Μαργαρίτα Καραπάνου
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Το συννεφάκι


«Φανή πώς γίνονται τα παιδιά;»
«Ανοίγεις τα πόδια σου και βγαίνουν αχνιστά μέσα από την κοιλιά σου. Μετά όλη σου τη ζωή τα αγαπάς».
«Μα, Φανή, για να βγουν απ’ την κοιλιά σου, δεν πρέπει πρώτα να τα φας;»
Η Φανή σκάει στα γέλια.
«Χωρίς όμως και να τα μασήσεις!»
Εγώ δεν ξέρω από ποια κοιλιά έχω βγει. Ίσως να με γέννησε η γιαγιά, η γιαγιά έχει γεννήσει όλο τον κόσμο μες στο σπίτι. Νομίζω πως έχει γεννήσει και το Στρατηγό κι όταν τη φωνάζω «μπαμπά» της φυτρώνουν και μουστάκια κάτω απ’ τη μύτη. Ίσως όμως και να ήρθα στη γη κατευθείαν. Ίσως ο Θεούλης να με πέταξε μια νύχτα κατά λάθος, ίσως να είμαι κι ο Χριστός και να μην το ξέρω, γιατί κι αυτός το ανακάλυψε μόνον όταν τον βάλανε πάνω στο σταυρό και του ’πε ο Θεός:
«Δώσε μια κλωτσιά και ξανανέβα αμέσως, διότι είσαι ο γιος μου. Τόσα χρόνια δεν το ’χες καταλάβει, γιατί μόνο θαύματα ήξερες να κάνεις, και δεν είχες μπιτ μυαλό».
Πάντως απ’ όπου και να ήρθα, μ’ αρέσει πολύ εδώ κάτω κι όταν πεθάνω, θα ’θελα να πάω στον Παράδεισο, αλλά πού και πού να πετάω κάτω στη γη, να κάνω και κανένα θαύμα, να κλέβω τη νύχτα γιαούρτια μέσα απ’ τα μαγαζιά, και να τα τρώω το πρωί, καβάλα σ’ ένα συννεφάκι.
Μαργαρίτα Καραπάνου
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Συγκινημένη από κάτι που της διέφευγε



Οδηγούσε, ενώ δεν ξέρει να οδηγεί· οδηγούσε ένα αυτοκίνητο σ’ απόκρημνες ασφαλτοστρωμένες περιοχές, κι από τη μιαν άκρια βρισκόταν στην άλλη τόσο εύκολα, φτερωτή κι ευδιάθετη, ώστε απορούσε. Έφτασε σ’ ένα ψαροχώρι· άδεια εστιατόρια και ταβέρνες, πατημένα ξυλάκια και χωνάκια παγωτού, δεν ήταν σίγουρη ότι έβλεπε πραγματικά τα άδεια εστιατόρια και τις ταβέρνες, προχωρούσε όμως με την αίσθηση του ήσυχου, του έρημου, του μοναχικού να αιωρείται στη ματιά της. Και του καθαρού, του φρεσκοβρεγμένου. Ήξερε ότι αυτό το ψαροχώρι τους θερινούς μήνες είναι σκονισμένο και ξερό. Αλλά τώρα μύριζε δροσιά φθινοπωρινή με νωπά χρώματα. Μπήκε σ’ ένα παλιό σπίτι με παράθυρα δίφυλλα και φεγγίτες. Χωρίς να χτυπήσει το ρόπτρο, ανέβηκε μόνο μιαν κάθετη ξύλινη σκάλα και μπήκε σ’ ένα φωτισμένο δωμάτιο. Την υποδέχτηκε, σαν να την περίμενε, μια νέα γυναίκα μ’ ανοιχτόχρωμο μαντίλι στο κεφάλι, ψηλή, λυγερόκορμη. Τρεις ή τέσσερις άλλες κοπέλες έπλεκαν σιωπηλές. Σήκωσαν τα κεφάλια τους προς το μέρος της χαμογελώντας αινιγματικά σαν να ’θελαν να την προειδοποιήσουν για κάτι, χωρίς ενδιαφέρον όμως, όπως αν ήταν ξηλωμένο απλώς το στρίφωμα της φούστας της· το χαμόγελό τους μάλιστα παρατεινόταν κάπως περιπαιχτικό και η Όλγα προτίμησε να τις αγνοήσει. Η γυναίκα που συμπεριφερόταν ως ιδιοκτήτρια τής άπλωσε ένα κομμάτι ύφασμα διπλόφαρδο, γαλάζιο με σκούρες ρίγες, πλεγμένο με βελόνες. Της άρεσε πολύ και ζήτησε να μάθει την τιμή. Η τιμή τής φάνηκε λογική και είπε ότι θα ήθελε πολλά μέτρα. Η ιδιοκτήτρια την κοίταξε ξαφνιασμένη ευχάριστα, σάμπως να μην πίστευε στην αναπάντεχη ευκαιρία να πουλήσει τόσο ύφασμα. Η Όλγα αισθανόταν άβολα αλλά και κάπως κολακευμένη που τη θεωρούσαν υποψήφια αγοράστρια των εργοχείρων τους. Είχε την εντύπωση πως κρατάει και δαγκώνει ένα πράσινο μήλο, κατάπινε το σάλιο της μ’ ευφορία, αλλά δεν υπήρχε μήλο στα χέρια της. Είπε στη γυναίκα ότι θα ήθελε να μετρήσουν το ύψος του παράθυρου αντίκρυ τους για να υπολογίσει ακριβώς πόσα μέτρα πλεχτό χρειαζόταν. Η γυναίκα έσκυψε υπάκουα, έπειτα ανέβηκε σ’ ένα σκαλάκι, είχε βγάλει απ’ την τσέπη της μια μεζούρα και μετρούσε. Κατόπιν την πλησίασε και της είπε ότι για ένα παρόμοιο παράθυρο χρειάζονται τρία μέτρα. Και τότε η Όλγα σκέφτηκε ότι δε θα είναι ωραίο να κρεμάσει για κουρτίνα ένα πλεχτό που θύμιζε αντρικό πουλόβερ. Απότομα ένιωσε πολύ άσχημα γιατί δε θυμόταν εάν είχε δυο παράθυρα το δωμάτιό της ή μάλλον δε θυμόταν εάν είχε δυο παράθυρα και μια μπαλκονόπορτα ή αντίστροφα. Ντρεπόταν όμως να το ομολογήσει στην πλέκτρια και διασκέδαζε τους δισταγμούς της για την αγορά σκεπτόμενη ότι έτσι κι αλλιώς το μαλλί δε θα πάει χαμένο, θα μπορούσε μελλοντικά να ξεπλέξει τις κουρτίνες που θ’ αγόραζε και να πλέξει ζακέτες, μπλούζες και διάφορα άλλα ζεστά για τους επόμενους χειμώνες. Ξαφνικά διαπίστωσε ότι είχε μείνει μόνη με την ιδιοκτήτρια στο μεγάλο δωμάτιο, που είχε διαμορφωθεί σε υφαντήριο, κάπου θα υπήρχε κι ένας αργαλειός, ίσως πίσω από κάποιο παραπέτασμα, παρ’ ότι δεν υπήρχε παραπέτασμα στο δωμάτιο. Από το παράθυρο φαίνονταν ακίνητα τα κλαδιά ενός δέντρου, μάλλον μηλιάς, όπως υπέθεσε, και τότε η κυρία που της εξηγούσε τους τρόπους κατεργασίας του μαλλιού και της περιέγραφε πολύ παραστατικά, με χειρονομίες, το μόχθο της, απότομα σιώπησε, την τράβηξε λίγο παράμερα χαμογελώντας φιλικά, αδικαιολόγητα μάλιστα τόσο φιλικά, γιατί η Όλγα δεν της είχε δώσει αυτό το δικαίωμα, και της πρόσφερε λίγο ψωμί μελανοκόκκινο και κάπως ρευστό. Δοκίμασε κι αμέσως το ’φτυσε με συγκρατημένη αηδία. Θα είχε περάσει αρκετή ώρα κι είχε την αίσθηση πως είχε ξεκινήσει από κάπου πολύ μακριά, έμενε αναποφάσιστη για τις αγορές της μ’ ένα ευχάριστο συναίσθημα χρονοτριβής, υπήρχαν θολά πρόσωπα μέσα της, ένα ερωτικό ή σαν εξομολογητικό γράμμα απασχολούσε τη σκέψη της, μολονότι δεν την αφορούσε άμεσα, δεν απευθυνόταν σ’ αυτήν, απλώς αισθανόταν μπερδεμένη σε μιαν ιστορία, ιδιαίτερα συγκινημένη από κάτι που της διέφευγε. Διέκρινε στο βάθος ενός αμφιθεάτρου μια σχεδία που την αναγνώριζε από άλλο ξεχασμένο όνειρο, ψιθύριζε τ’ αποστηθισμένα λόγια ενός ρόλου που έμελλε να υποδυθεί και τότε, χωρίς να έχει προηγηθεί κανείς αποχαιρετισμός, καμία έξοδος  από το εργαστήριο της λυγερόκορμης γυναίκας, βρέθηκε σε μιαν ακρογωνιαία επιφάνεια μ’ επίπεδους στιλπνούς βράχους που άγγιζαν μόλις τη θάλασσα, ακίνητη κι άγρια, κρύα, παγερή, φουσκωμένη σαν να ’χε πνίξει μέσα της πελώρια κύματα, ακουμπούσε τις παρυφές μιας στέρεης ομίχλης, στεκόταν ακίνητη η Όλγα με δέος και θαυμασμό, χωρίς τρόμο αλλά σάμπως να βρισκόταν εμπρός σ’ ένα βιβλικό επεισόδιο, εκεί όπου στεριά, θάλασσα και ουρανός έσμιγαν σε μια συμπαγή μάζα, παραμονές μιας μεγάλης περιπλάνησης. Ώσπου η ομίχλη εξανεμίστηκε μαζί με την περιπλάνηση, η θάλασσα χαμήλωσε και ψήλωσε ο ουρανός, άνοιξε ταραγμένη τα μάτια της κι αμέσως θυμήθηκε, γύρισε μπρούμυτα και τον έβλεπε με τη ζώνη ασφαλείας, άκουγε το βούισμα του αεροπλάνου και τον απόηχο του συγκρατημένου του λυγμού: Όλγα, σ’ αγαπώ όμως, μην το ξεχνάς – αυτός πετούσε για το Παρίσι κι αυτή τον άκουγε στο αεροδρόμιο, ακουμπισμένη ακόμη επάνω του, τη φιλούσε και της σκούπιζε τα δάκρυα, έπειτα την αποχαιρέτησε πανέτοιμος, με τη θεληματική αταραξία των προσδοκώμενων αναμνήσεων που διαγράφουν κι αποστρέφονται τους ζωντανούς, σ’ αγαπώ, της ξανάπε ψελλίζοντας, μόλις σαλεύοντας τα χείλη, ώστε η Όλγα πιθανόν και να μην τον άκουγε καθόλου, εάν δεν είχε καρφωμένη ικετευτική τη ματιά της στο πρόσωπό του. Την έσφιξε δυνατά, απότομα χαλάρωσαν τα μπράτσα του σαν να την άφηνε να πέσει, έκαμε ανεπαίσθητα να την κρατήσει, αλλ’ οπισθοχώρησε αμέσως κι ακολούθησε σκυφτός την ουρά στον έλεγχο διαβατηρίων.
Μάρω Δούκα
«Η Πλωτή Πόλη»

Αισθανόταν την περιλάλητη συμμετρία τους να κλυδωνίζεται


Τώρα που προσπαθεί να ξαναθυμηθεί τι ακριβώς έγινε στου Απότσου χτες το μεσημέρι κι όσα επακολούθησαν, δεν μπορεί. Ούτε το πρόσωπό του πάλι μπορεί να θυμηθεί, παρά μόνο στιγμή στιγμή τον πόνο που της προξένησε, ώσπου ξαναβρίσκει αστραπιαία τον εαυτό της να τον αποχαιρετά στο αεροδρόμιο, περπατώντας ύστερα ίσαμε το ταξί, ανάμεσα σε κόρνες και σε σκόνη, έπειτα από δέκα μέρες θα επέστρεφε επιτέλους στο σπίτι της, σαν να επέστρεφε από ταξίδι μακρινό μ’ όλες τις εντυπώσεις της νωπές κι ανάκατες, έτρεχε το ταξί κι η Όλγα αισθανόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα ’σμιγαν οι άκριες της περιφέρειας που θα την κύκλωνε.
Το ξέρει όμως πως όταν του πρότεινε να χωρίσουν ήταν εντελώς αξεκαθάριστο στο κεφάλι της, σαν παραμιλητό ή σαν να αφορούσε κάποιους άλλους. Ίσως κι απ’ την κακιά της πρόθεση να τον πληγώσει· ολόκληρο το χτεσινό πρωινό την είχε ταλαιπωρήσει στα μαγαζιά, μόνο και μόνο για να μπορέσουν να βρουν ένα δώρο για τη Σιμόν, κάτι που να είναι χαριτωμένο κι απρόσωπο, κι αν είναι δυνατόν, κάτι που να θυμίζει Ρώμη. Στην αρχή διασκέδαζε η Όλγα κι ενδιαφερόταν ειλικρινά από δω κι από κει στις βιτρίνες, έπειτα όμως άρχισε να κουράζεται, η ώρα περνούσε κι ο Μάρκος δεν έβρισκε τίποτα κατάλληλο, όταν καμιά φορά ξεχώρισε μιαν επίχρυση καρφιτσούλα, αυτό θα της αρέσει, θα την κάμει να γελάσει, έλεγε ευχαριστημένος. Και ξαφνικά η Όλγα αηδίασε. Όσο κι αν τον καταλάβαινε, δεν της ήταν εύκολο να παραβλέψει τη γελοιότητα και την ευτέλεια της εξιλέωσης που επιζητούσε. Κάθισαν ύστερα στου Απότσου να τσιμπήσουν κάτι. Τότε ακριβώς, καθώς πλησίαζε το γκαρσόνι με το δίσκο, σαν ν’ άστραψε μέσα της, και μόλις τον ακούμπησε στο τραπεζάκι, ούτε καν είχε προλάβει να τους γυρίσει την πλάτη, του πρότεινε ψελλίζοντας να χωρίσουν, δίνοντας του μάλλον τη δυνατότητα ν’ αποφασίσει ο ίδιος οριστικά, κι αυτό που έλπιζε αμέσως μετά, όταν πια είχε ακούσει τη φωνή της κι είχε μετανιώσει τρομαγμένη, ήταν απλούστατα να προσπαθήσει να τη μεταπείσει, αλλ’ ο Μάρκος βιάστηκε και την περιτύλιξε με την πιο δύσκολη συγκίνηση κι ήταν ολότελα απροετοίμαστη, έπρεπε πια να τον παρηγορεί και να παρηγοριέται και την ίδια στιγμή να τον ακούει να της λέει πόσο την αγαπά και τη θαυμάζει, δεν είναι μόνο ο άλλος του εαυτός, αλλά και ο καλός του εαυτός, Όλγα, δε θέλω να σε χάσω, της έλεγε πνιγμένος στα δάκρυα, συνεχίζοντας ότι η πιο μεγάλη δυσκολία μ’ αυτούς είναι που ζουν σε διαφορετικές πόλεις κι όχι που είναι παντρεμένος, γιατί να επιμένει τόσο πολύ και να μη συμφωνεί να ζήσει μαζί του στο Παρίσι; Τον άκουγε και τον παρηγορούσε ενώ ταυτόχρονα φανταζόταν τη σχέση τους όπως την αποκάλυπτε στις αληθινές της διαστάσεις μέσα απ’ την απόγνωση του ο Μάρκος: δυο φορές την εβδομάδα στο τάδε ξενοδοχείο ή στη σοφίτα κάποιου φίλου ή καφεδάκι και κουβεντούλα χαμηλόφωνη μ’ υπόκωφους αναστεναγμούς. Αισθανόταν την περιλάλητη συμμετρία τους να  κλυδωνίζεται, έτρεχε πότε στη μιαν άκρη πότε στην άλλη, κάτι να περισώσει απ’ την ολοσχερή ανατροπή που τους απειλούσε, άκουγε τη φωνή του και το κλάμα του, του σκούπιζε τα δάκρυα και τον αγαπούσε, αλλά με τον ίδιο συγχρονισμό μέσα της ήξερε ότι ποτέ δε θα λησμονήσει αυτήν την ταπείνωση, ας έτρεμε αυτός από πόνο κι αγάπη, αυτή παράμενε χολιασμένη μόνο και μόνο γιατί του ’χε προτείνει να χωρίσουν κι αυτός το ’χε δεχτεί με βιασύνη, σαν ν’ ανυπομονούσε μυστικά και σαν να τον έθελγε ο χωρισμός τους. Όλγα, της είχε πει, αφού πια συνήλθε κι είχαν αποφάει αμίλητοι, καλά έκαμες και τ’ αποφάσισες έτσι, όπως και να το σκεφτώ, όπως και να το εξετάσω, είναι προτιμότερο να χωρίσουμε. Σ’ ευχαριστώ.
Μάρω Δούκα
«Η Πλωτή Πόλη»

Συναστρία Β’



― Χτες ο Ταχυδρόμος  μού έλεγε να προσέξω τα αισθηματικά και να βάλω σειρά στις οικονομικές υποθέσεις μου. Ή να δώσω ένα τέλος σ’ αυτή την ιστορία. Η κυρία είναι οδοντίατρος, ξανθιά. Τα έμαθα όλα. Με ένα κόκκινο Φορντ, ξανθιά. Μονάχα για το ζώδιό της δε ρώτησε – κράτησα τις αποστάσεις.
― Στον Αντρέα μίλησες;
― Όχι, δεν θέλω να μιλήσω τώρα.
― Γιατί;
― Γιατί αυτές τις μέρες κλαίω.
― Ζήλιες.
― Ποιες ζήλιες; Λίμπα είμαι. Ευτυχώς ξέσπασα λίγο με τον γάτο. Τον έβαλα κάτω και του έκοψα τα νύχια. Το σακάτεψα το ζώο.
― Πρέπει πάντως να αντιδράσεις.
― Προσπαθώ. Χτες είδα δύο όνειρα. Μεγάλα, και ας κοιμήθηκα ελάχιστα. Στο ένα ήμουν στο κρεβάτι σου, κάτω από το σεντόνι που αντιστεκόταν στον αέρα. Φύσαγε πολύ, δε θυμάμαι τι κάναμε.
― Αυτά είναι έμμονες ιδέες.
― Το ξέρω. Απ’ ό,τι φαίνεται έχω δικαίωμα να επιλέγω.
― Σαφώς.
― Και ίσως ίσως κάποιος μυθομανής που έχει επίσης τη Σελήνη στον Καρκίνο.
― Καλά.
― Όχι καλά. Αισθάνεσαι την ανάγκη να ανήκεις κάπου. Ιδιαίτερα όταν δεν είσαι μαζί μ’ αυτόν. Νοιώθεις ότι και νοερά του ανήκεις. Αυτό είναι.
― Όμως αυτό δεν οδηγεί πουθενά.
― Φυσικά όχι. Αλλά φοβάμαι.
― Σε παρακαλώ, όχι πάλι.
― Όπως τότε, όταν είδα τον πατέρα μου γυμνό. Νόμιζα ότι αυτός θα με βιάσει. Ίσως πήγαινε στο μπάνιο.
― Σε παρακαλώ.
― Ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών. Σ’ αυτή την ηλικία όλα τα κορίτσια φοβούνται ότι θα τα βιάσουν. Και όπως δεν ήσαν στο σπίτι θείοι ή ξαδέρφια, θα ήταν αυτός. Ίσως κάνα δυο κάτι να μου είχαν κάνει. Αλλά τελικά δεν τράβαγα την προσοχή, από τότε. Ήμουν αδύνατη, με μεγάλα γόνατα.
― Λυπάμαι, πρέπει να κλείσω.
― Εντάξει, δε θα συνεχίσω. Τα έχεις βαρεθεί αυτά.
― Ναι, τα έχω. Αλλά επιπλέον με περιμένουν κάτω.
― Καλά έκανες που με πήρες τώρα, γιατί σε λίγο θα αρχίσουν οι ώρες του Άρη.
― Γεια σου, δε θα σε ξεχάσω.
― Το ξέρω, γεια σου.
Θανάσης Βαλτινός
«Εθισμός στη νικοτίνη»


Όλα τα αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο, εδώ

Του παραδίδει το ριζικό της


Ο γάμος τους γίνηκε ύστερ’ από μια βδομάδα, στον Άγιο Νικόλαο τον Πλούσιο.
Όλος ο καλός ο κόσμος της Σύρας ήταν προσκαλεσμένος. Κι ήρθε ο καλός ο κόσμος, με περιέργεια και συμπάθεια, να θαυμάση το νιο κι όμορφο ζευγάρι. Ο Γιάννης έλαμπε από χαρά, και χαμογελούσε με τα κάτασπρα δόντια του. Η Μαρίνα, με μάτια στυλωμένα πέρα, μακριά, ονειρευόταν.
«Το ριζικό μου το παράξενο… Εγώ, ήταν για να γονατίσω κάτω από τις σπασμένες αψίδες κάποιας γοτθικής σκοτεινής εκκλησιάς, πλάι σ’ έναν άντρα με χρυσάφι στα μαλλιά και σταχτί σίδερο στα μάτια. Πώς θα έλαμπαν οι διάφανοι κι ολόχρωμοι άγιοι στα στενόμακρα παράθυρα, εκείνη τη μέρα! Πώς θ’ ακτινοβολούσαν το μυστικό τους σύμβολο οι τρεις ρόδακες του ναού, πάνω στο καινούργιο μυστήριο της ζωής μου! Το μεγάλο όργανο θα σκόρπαγε, με μακρόσυρτους μυκηθμούς, την ηχητική μεταφυσική έξαρση του Μπαχ. Ένα πλήθος σκοτεινόχρωμο, με το κεφάλι σκυφτό στ’ ανοιχτό προσευχητάρι, θα συμμετείχε στο μυστήριο, μέσα σε σιγή υποβλητική. Κι όταν στηριγμένη στο χέρι του άντρα μου, θα ’βγαινα στην κεντρική πύλη, την πλαισιωμένη γρανίτινους άγιους με μορφές τυραγνισμένες, μια αραιή ψιλοβροχή θα δρόσιζε την άχρωμη πλατεία με τα σταχτιά σπίτια. Έτσι πρέπει να ήταν.»
Τώρα, δεν συλλογιέται πια. Τώρα, η φαντασία της ξεστρατίζει σε οράματα. Βλέπει μια μορφή πάγκαλη, που λάμπει ολάκερη, σαν ένα κομμάτι του ήλιου. Είναι ένα πνεύμα· ένας θεός φωτεινός, γεννημένος από ανάερη νύφη μέσα στα κλαδιά μιας ροδοδάφνης του Ελικώνα. Γιος του Δία ή του Απόλλωνα, με τη μοναδική ομορφιά της αφθαρσίας στα μάτια, με το χαμόγελο των αθανάτων στα χείλη. Καθώς κοιμόταν αμέριμνος κάτω από ’να πλατάνι, στο φαράγγι των Τεμπών, οι σκανταλιάρες οι Αύρες κι ο παιγνιδιάρης ο Ζέφυρος τον ανάγειραν σιγανά, δίχως να νιώση τίποτα, και τον έφεραν στη χώρα του Βοριά. Ήθελαν να παίξουν, να γελάσουν μαζί του οι πονηρές Αύρες κι ο χαδιάρης Ζέφυρος. Ήθελαν να διασκεδάσουν με το ξάφνιασμά του, όταν θα ξυπνούσε κάτω από μια μηλιά με λουλούδια μουσκεμένα από την ατέλειωτη βροχή των ατλαντικών σύννεφων. Κι αλήθεια, όταν ξύπνησε, ο θεός καμώθηκε τάχα πως θύμωσε με το καλόκαρδο αστείο. Τράβηξε το αφτί του Ζέφυρου· κι απείλησε τις Αύρες πως θα τις παραδώση στα χάδια των τραγοπόδαρων σατύρων με την πλακουτσωτή μύτη και τα κίτρινα μάτια. Κι αυτές, κρυμμένες μέσα στα λουλούδια της μηλιάς ξεκαρδίζονταν πονηρά, γαργαλεμένες από την εικόνα της αποτρόπαιης ηδονικής απειλής.
Έξαφνα ο θεός είδε, μέσα στο παχύ χορτάρι του ισόπεδου κάμπου, μια γυναίκα. Μια κοπέλα ξανθή, με κάτασπρο δροσερό κορμί και μάτια καταγάλανα, που ατένιζαν τα χαμηλά αργοκίνητα σύννεφα τ’ ουρανού. Κι ήταν τόσο αλλιώτικα όμορφη, που ο Έλληνας θεός αποφάσισε, γυρνώντας στη φωτεινή του πατρίδα, να την πάρη μαζί του.
― Έλα μαζί μου, όμορφη κόρη – της είπε. Έλα στην Ελλάδα.
Η κοπέλα του ’ριξε πονηρή ματιά και χαμογέλασε. Ήθελε να πάη μαζί του. Μα καθώς ο θεός την πλησίασε, έτοιμος να την ανασηκώση στα στιβαρά του χέρια, από τα έγκατα της γης ξεπετάχτηκαν οι Τρολ· από τα σύννεφα χίμηξαν, καβάλα στα πελώρια άτια τους, οι πάνοπλες Βαλκυρίες, ουρλιάζοντας κι απειλώντας με τα μυτερά τους κοντάρια. Οι κακομούτσουνοι νάνοι κι οι παρθένες πολεμίστριες περικύκλωσαν την κόρη με τα γαλάζια μάτια, έτοιμοι να την υπερασπιστούν από την ξενική απειλή.
― Όχι! ούρλιαξαν. Δεν θα σ’ αφήσουμε να την πάρης!
Μα ο θεός γέλασε. Τα βαθυκύανα φρύδια του έριξαν αστραπές. Με παραμελημένη χάρη ξεκρέμασε το τόξο από τον ώμο του και τ’ όπλισε με βέλος μυτερό. Ήταν θεός Έλληνας, γιος του Δία του λαμπρού, που είναι ο θεός των θεών του λαού των λαών. Δεν είπε λόγο· μόνο σημάδεψε τους Τρολ και τις Βαλκυρίες. Μπροστά στην ατάραχη απειλή και την ανώτατη δύναμή του, οι ανήμερες παρθένες χαμήλωσαν τ’ άγρια μάτια τους· κι οι σιχαμένοι νάνοι κρύφτηκαν σαν τυφλοπόντικοι στο χώμα τους, μην μπορώντας να υποφέρουν την ηλιογέννητη ομορφιά του. Τότε ο θεός πήρε την ξανθή κοπέλα στην αγκαλιά του. Κι αυτόν τον ανάγειραν στα φτερά τους ο Ζέφυρος κι οι Αύρες. Πέρασαν κάμπους και βουνά, ποταμούς και θάλασσες. Έφτασαν σ’ έναν ουρανό που άστραφτε ηλιόφωτος κι ολογάλανος. Κι από κει κατέβηκαν σ’ ένα ολόχρυσο νησί, που ορθωνόταν στη μέση μαβιού πελάγου. Ο θεός, έχοντας πάντοτε την κοπέλα στην αγκαλιά του, μπήκε σ’ ένα ναό από κάτασπρο μάρμαρο. Εκεί, στη μέση του ναού, στεκόταν ένας νέος άντρας, με πρόσωπο χρώμα σταριού και μάτια φωτερά.
― Να! του είπε ο θεός. Να! Σου έφερα μια όμορφη γυναίκα από τις χώρες του βοριά…
Κι απόθεσε μαλακά την ξανθιά κοπέλα, πλάι στον άντρα με το πρόσωπο χρώμα σταριού…
Το όραμα τελειώνει. Τελειώνει; Η Μαρίνα κοιτάει ολόγυρα· πλέει η άσπρη εκκλησία στον ήλιο, που μπαίνει ανεμπόδιστος από τα μεγάλα παράθυρα· οργιάζει στα χρώματα και στη λαμπράδα ενός γιορτερού κόσμου. Το κεφάλι του γέρο ιερέα, με τα λυτά μαλλιά και τα μακριά γένια έχει κάτι από την ήρεμη λάμψη μύστη ορφικού. Οι ψαλμοί, πρωτόγονα μελωδικοί,, αναβλύζουν από ψυχές κρυστάλλινες. Στα έξυπνα, τ’ ανήσυχα και τυραγνισμένα πρόσωπα του κόσμου ζωγραφίζεται χαμόγελο κρατημένης χαράς κι αμυδρής ειρωνίας.
Τώρα ο Αντώνης Παπαδάκης – ο κουμπάρος – αλλάζει τα στέφανα. Ύστερα, ο ιερέας τους παίρνει από το χέρι και τους οδηγεί στο μυστικό χορό του Ησαΐα, ενώ ο κόσμος συνωστίζεται ολόγυρά τους γελώντας, φωνάζοντας ευχές και ραίνοντας τους με κουφέτα και ρύζι. Γίνεται ακαταστασία, οχλαγωγία, που κάθε άλλος ξένος θα την έκρινε αντίθετη στην ιερότητα του τόπου. Μα η Μαρίνα, που είχε θρέψει τη γνώση της με τ’ όραμα της Αρχαίας Ελλάδας, βλέπει την Ελλάδα της γνώσης της να ζη πάντοτε ίδια κι ανάλλαχτη, γοητευτική κι ανάλαφρη.
Η τελετή τελείωσε. Η Μαρίνα βγαίνει από την εκκλησία, στηριγμένη στο μπράτσο του άντρα της. Ο πλακόστρωτος περίβολος ξαπλώνεται θαμπωμένος από φως κιτρινόχρυσο, εξαίσια αντίθεση στον καταγάλανο θόλο τ’ ουρανού. Από το πέλαγο ο μπάτης σιγοπνέει γεμάτος αρμυρές οσμές κι αργοσαλεύει τα φύλλα των φοινικιών. Δεξιά, σε κατανομή αμφιθεατρική, υψώνεται η ηλιόλουστη πολιτεία, σμίγοντας το λευκό ασβέστη της με τη ζαφειρόσκονη τ’ ουρανού. Η ζωή της χαμογελάει· της ανοίγει την γλυκιάν αγκαλιά της να την δεχτή, να την βαφτίση στις χαρές της. Με στέρνο πλημμυρισμένο από ευτυχία μισοκλείνει τα μάτια μπροστά στην εξαίσια εικόνα και το μεθυστικό άρωμα. Χαμογελάει γλυκά. Και γέρνοντας ολόκορμη προς τον άντρα της, του παραδίδει το ριζικό της.
Μ. Καραγάτσης
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»
σελ. 48-51

Στη Σύρα


Οι Συριανοί είναι άνθρωποι ευγενικοί και πρόσχαροι. Όπως όλοι οι νησιώτες έχουν χαραχτήρα μαλακό, πάθη συγκρατημένα από την πολιτιστική αγωγή που τους χάρισε η γειτονιά της θάλασσας. Οι βιολόγοι απέδειξαν πως η ζωή γεννήθηκε στο αρμυρό νερό, για να ξεστρατίση αργότερα στη στεριά. Το ίδιο και οι κοινωνιολόγοι επιμένουν ότι ο χερσαίος άνθρωπος έγινε αμφίβιος και χίμηξε στη θάλασσα, να βρη τον πολιτισμό. Πως ό,τι ωραίο κι ανώτερο κερδίσαμε, η θάλασσα μας το ’δωσε: ο μεγάλος τούτος δρόμος της πανανθρώπινης επικοινωνίας, που μας ανοίγει τις πύλες της γνώσης. Πάνω στα κύματά της δεν κυκλοφορεί μονάχα ο υλικός, μα κι ο ηθικός πλούτος της γης. Ο ναύτης, στα μακρινά λιμάνια, μαζί με τη σερμαγιά εμπορεύεται και τις ιδέες του. Γυρνώντας στην πατρίδα, δεν φέρνει μόνο το καράβι του φορτωμένο πραμάτιες ξωτικές, αλλά και το μυαλό του γεμάτο νοήματα ενός άλλου κόσμου. Πάνω στα κύματα σφυρηλατήθηκε η νοημοσύνη του ανθρώπου. Όποιος έσχισε τη θάλασσα έμαθε πολλά· κι όποιος την κρατάει γερά, κρατάει τα πάντα τούτης της γης μέσα στα χέρια του. Αρκεί να δης ένα ηλιοβασίλεμα στη μέση του πελάγου, για να νιώσης πολλά κρυφά, μυστήρια αμέτρητα. Η σοφία των λαών ένιωσε βαθιά τούτη την αλήθεια· τη στέριωσε, την ανύψωσε σε σύμβολο· κι ανακήρυξε πατέρα του πολιτισμού τον Οδυσσέα, τον αλήτη των ταραγμένων νερών.
Στη Σύρα, ο φτωχός κόσμος ζει ξένοιαστα, με γλύκα και χαρά. Οι άντρες δουλεύουν για το ψωμί τους με το χαμόγελο στα χείλη, και γλεντούν με την αμεριμνησία της ευκολοχόρταστης ψυχής. Οι γυναίκες πάλι έχουν τη χάρη από τα τόσα αίματα που κυλάν στις φλέβες τους: αίμα ελληνικό της ειδωλολατρίας και του βυζαντινού χριστιανισμού· αίμα λατινικό, γεμάτο ορθολογισμένη θέληση· αίμα σαρακηνό, φλογισμένο στους άμμους της Αφρικής· αίμα ιταλικό, ποτισμένο ύπουλο αισθησιασμό· αίμα φράγκικο, περήφανο κι ερωτιάρικο. Είναι μικρόσωμες, πλούσια σαρκωμένες, με ψυχή παιγνιδιάρα. Μεγάλη τους φροντίδα είναι ο έρωτας, ο πιο σύμφωνος με τη φυσιολογική του σημασία, δηλαδή τη χαρά των αισθημάτων και των αισθήσεων. Όλη η περιορισμένη νοημοσύνη τους αφιερώνεται σε τούτο το σπαρταριστό παιγνίδι. Οι στοχασμοί, οι ώρες της μέρας και της νύχτας, οι κουβέντες, ολόκληρη η βιοτική τους δραστηριότητα, δεν έχουν άλλο σκοπό. Περί το βράδυ, στις κάτασπρες ανηφοριές, τις χρωματισμένες από το βαθυγάλανο της ερχόμενης νύχτας, θα ιδήτε τα ζευγαράκια να περιδιαβάζουν τη σμιχτή τους ευτυχία.
Στη Σύρα, τα πάθη του κορμιού είναι παντοδύναμα. Οι λιγοστές ικμάδες του άδροσου βράχου έχουν ποτίσει τους ιστούς των ανθρώπων· έχουν κορέσει τις σάρκες, αφήνοντας την πέτρα κατάξερη. Οι αισθήσεις κυβερνούν· παρεπόμενη συνέπεια του κυρίαρχου αισθησιασμού είναι τα αισθήματα. Δεν υπάρχει λογικός συγκρατημός, φόβος, συνείδηση του πρεπούμενου και του άπρεπου, ηθική γραμμή υποκειμενική ή αντικειμενική. Η γυναίκα που επιθυμεί έναν άντρα πιστεύει πως τον αγαπάει· και του δίνεται απλά, πρόσχαρα, δίχως μεγάλο προηγούμενο αισθηματικό έλεγχο, σαν να εκτελή κάτι το ψυχικό, το αναπότρεπτο. Έτσι, τα ερωτικά μικροδράματα, οι μικροτραγωδίες του πάθους, της ζήλειας και του πληγωμένου εγωισμού δεν έχουν μετρημό. Τα πάντα όμως περνούν απαρατήρητα κι ασχολίαστα μέσα στο ρέμα της αμέριμνης κι ηδονιστικής ζωής, που δικαιολογεί τα πάντα. Ο απατημένος παρηγοριέται με καινούργιες αγάπες. Η μοιχαλίδα, τις πιότερες φορές, ξαναγυρνά συχωρεμένη στο νόμιμο κρεβάτι· κι όλα τελειώνουν άχρωμα σε συνέπειες, ενώ είχαν αρχίσει με γεγονότα γεμάτα χρώματα δυνατά.
Ο άλλος κόσμος – ο αστικός – είναι πιο σύνθετος σε νοοτροπία, αρκετά αταξινόμητος μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Το μεγάλο εμπόριο έφερε στην Ερμούπολη μια πανσπερμία από Έλληνες, διαφορετικούς σε καταγωγή και κοινωνική εξέλιξη, μα που τους ένωσε ο κοινός σκοπός του κέρδους. Χιώτες κουτοπόνηροι, Αντριώτες δουλευταράδες κι αφελείς, Μοραΐτες σκοτεινοί και δίβουλοι, Κασιώτες απλοϊκοί και τίμιοι κρατώντας, κατά κάποιο τρόπο, τις τοπικιστικές φατρίες τους, ενώθηκαν σε σύνολο ρευστό κι απροσδιόριστο, με βασικό κριτήριο το χρήμα. Αν εξαιρέσουμε τους λιγοστούς που  η μόρφωση και κάποια ψυχική ανωτερότητα ξεχώριζε απ’ τη μάζα, οι άλλοι θεοποίησαν την οικονομική τους δύναμη και κανόνισαν πάνω σ’ αυτή τις ηθικές αξίες της ζωής. Δημιούργησαν μια κοινωνική ζωή βασισμένη στην επίδειξη του πλούτου, που δίνει ξώπετση εντύπωση πολιτισμού. Λέσχη πολυτελής, σπιτικά καλοβαλμένα, τρόποι ευπροσήγοροι, γλώσσα συγκρατημένη, φιλοξενία παροιμιακή. Κάτω όμως από τούτη τη βιτρίνα, τα πάθη που γεννάει η έλλειψη βαθύτερης καλλιέργειας σαλεύουν παντοδύναμα. Δεύτερη συνέπεια της γνωστικής φτώχιας, είναι ένας άκρατος μοντερνισμός κι ένας αδιάλλαχτος κοσμοπολιτισμός, που φυτρωμένοι σ’ έδαφος ανέτοιμο να τους δεχτή δημιουργούν στενόχωρες τραγελαφικότητες. Μέσα σ’ αυτό το σύνολο, οι Κασιώτες αποτελούν παρήγορη παραφωνία. Οι «παλιοί» τους θεωρούν νεόπλουτους, μολονότι οι χρονολογίες του πλουτισμού και των δυονών δεν χωρίζονται από μεγάλη απόσταση. Μα οι Δωδεκανησιώτες θαλασσινοί έχουν την εξυπνάδα να βλέπουν τα πράγματα στις πραγματικές διαστάσεις τους. Ζουν άνετα και διακριτικά, σ’ ένα μισόφωτο ανάλογο με το φτωχικό τους ξεκίνημα. Χωρίς να ξιπαστούν από το χρήμα – που γνωρίζουν τη σχετική του αξία – προσπαθούν να ανυψώσουν την κοινωνική τους στάθμη στο οικονομικό τους επίπεδο κι όχι να την ξεπεράσουν. Εργάζονται σκληρά κι ευσυνείδητα στα βαπόρια τους και τα γραφεία τους της Σύρας, του Πειραιά και του Λονδίνου, ακριβώς όπως μοχθούσαν οι πατεράδες τους στα καραβόσκαρά τους. Και περιμένουν την ώρα τους υπομονετικά, απόλυτα βέβαιοι πως κάποτε θα φτάση*.


* Από τότε που έγραφα τις γραμμές αυτές, πέρασαν δεκαεφτά χρόνια, που απέδειξαν ότι δεν είμαι και τόσο κακός προφήτης. Στο διάστημα αυτό οι Κασιώτες εφοπλιστές κέρδισαν πλούτο αμύθητο.
Μ. Καραγάτσης
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»
σελ. 74-77

Η χαμένη άνω τελεία


Καλά το έλεγε λοιπόν η μάνα του: Αυτά που βασανίζουν την ψυχή μας ποτέ να μην τ’ ακούν τ’ αφτιά μας. Ίσαμε που εκείνο το προτελευταίο βράδυ τους στην ταβέρνα με τις κληματαριές, καθώς της ιστορούσε πάλι τα δικά του, διαπίστωσε ξαφνικά μ’ έκπληξη και κάτι σαν οργή ότι η Όλγα ποτέ της δεν του εξομολογήθηκε το παραμικρό, ενώ αυτή ήξερε χαρτί και καλαμάρι όλα όσα τον αφορούσαν, αυτός, πέρα απ’ τα λεγόμενα της Μέλπως και τις κοινές διαδόσεις, τίποτα. Ένιωσε αφόρητα γελοίος, μουγκάθηκε κι άναψε τσιγάρο, ενόσω ηχούσε ακόμη στ’ αφτιά του ο κλαψιάρικος και κάπως νοσταλγικός τόνος της φωνής του, αισθανόταν σαν να ’πρεπε να βυθιστεί σε παγωμένο νερό. Η Όλγα τον κοίταζε με το συνηθισμένο βλέμμα της, σε λήθαργο, ύστερα συνοφρυώθηκε και τον ρώτησε τι σκέφτεται. Μολονότι τον ενοχλούν οι γυναίκες που κάνουν αυτή την αδιάκριτη ερώτηση και την κάνουν όλες λες κι είναι οι μάνες που επωμίστηκαν παρά τη θέλησή τους αυτόν το ρόλο, μολονότι έβραζε από θυμό, της χαμογέλασε άτονα, προσπαθώντας να φανεί και λίγο ο αφηρημένος που μόλις επανέρχεται στο χώρο του. Τίποτα, αγάπη μου, της είπε. Αναρωτιέμαι μόνο πώς κύλησαν οι μέρες, ο χρόνος δίπλα σου διαστέλλεται και συστέλλεται, πότε με βαραίνουν οι στιγμές που περνούν τόσο γρήγορα και πότε με διαποτίζει κάτι σαν αιωνιότητα κοιτάζοντάς σε. Τη χάιδεψε στο μάγουλο, σίγουρος πως την εντυπωσίασε. Πες μου για σένα, για τη ζωή σου. Του χαμογέλασε πειθήνια, σ’ αγαπώ, του ψιθύρισε. Αυτή ήταν, το ’ξερε πια, θα τον άφηνε έξω απ’ την άλλη της ζωή. Μήπως όσο κι αν την είχε προκαλέσει να του μιλήσει για τον εαυτό της, αυτή δεν ήταν πάντα λακωνική κι ουδέτερη; Λες κι επιθυμούσε να τον κρατήσει σ’ απόσταση, αμέτοχο σ’ ό,τι την αφορούσε. Μια φορά μάλιστα στο τηλέφωνο, που το ’φερε η κουβέντα και την παρακάλεσε να του πει για τον Ιάκωβο, έλα τώρα, της αστειεύτηκε, αφού γνωρίζω έτσι κι αλλιώς τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια απ’ τη Μέλπω, παρ’ ολίγο, αν δεν υποχωρούσε αυτός, να παρεξηγηθούν. Όχι μόνο εσύ, του αποκρίθηκε ξερά, μα και πολλοί άλλοι, που δεν τους γνωρίζω κι ούτε πρόκειται να τους συναντήσω ποτέ μου, ξέρουν καταλεπτώς καθετί για μένα, κι όλη τούτη την τιμή την οφείλω στην καλή μου φίλη, τη Μέλπω. Αγάπη μου, συγνώμη αν σε πείραξα, της είπε υποχωρητικά. Δεν είμαι τόσο ευάλωτη όσο φαντάζεσαι, του απάντησε σάμπως να τον προειδοποιούσε ή και να τον απειλούσε. Κι εκείνο το βράδυ στην ταβερνούλα με τις κληματαριές, πες μου κάτι, της επέμενε, πες μου τουλάχιστο για τη μάνα που σε γέννησε ή μήπως σ’ έφερε πελαργός; Την κοίταζε περιμένοντας, μα αυτή άναψε τσιγάρο σιωπηλή. Δε θα φάμε απόψε, της είπε, πετώντας το δικό του, κι έπιασε το πιρούνι ενοχλημένος. Ύστερα από λίγο δεν άντεξε και τη ρώτησε πού τρέχει ο λογισμός της. Στη χαμένη άνω τελεία, του αποκρίθηκε. Ποια άνω τελεία; Την άνω τελεία στο ποίημα. Ανάσανε βαθιά και του απάγγειλε: Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή. Η άνω τελεία χάθηκε στο τραγούδι και μισερώθηκε το νόημα, τι άλλο να σου πω για μένα; Της χαμογέλασε αμήχανος κι αμέσως την ειρωνεύτηκε αχ τι θ’ απογίνουμε μ’ εσάς τις ευαίσθητες γυναίκες! Ήταν η μόνη δυνατότητά του για ν’ απαλύνει τη δυσπραγία, κάτι σαν μειονεκτικότητα που τον βασάνιζε, μόνο και μόνο γιατί ενώ αυτός της είχε μιλήσει τόσο πολύ για τη ζωή του, αυτή δεν άνοιγε το στόμα της παρά μόνο για να του ψιθυρίζει γλυκόλογα και ασάφειες. Σ’ αγαπώ, Μάρκο, του ξανάπε, γι’ αυτό δε θα ’θελα να σε ζαλίζω με τα δικά μου, τίποτα δε θυμάμαι που ν’ αξίζει τον κόπο να σ’ το διηγηθώ. Ο Μάρκος τη φίλησε μετανιωμένος που της είχε φερθεί εχθρικά. Έφαγαν, ήπιαν άσπρο κρασί, όταν γύρισαν στο διαμέρισμα του Μιχάλη έκαμαν έρωτα μουγκοί, αποκοιμήθηκε επάνω της, ακόμη μέσα της, με τον ιδρώτα της στα ρουθούνια του ανασαίνοντας τα μαλλιά της. Ο ύπνος του όμως ήταν πολύ ταραγμένος· παρ’ ότι σπανίως του τύχαινε να θυμάται όνειρα ή μάλλον αυτό που συνήθως του απόμενε ήταν η μακρινή ανάμνηση, ο απόηχος περιπλανήσεων σ’ ανέγγιχτους οικείους τόπους, μυστικούς αλλά γνώριμους, όπως στα παραμύθια ανάμεσα σ’ ομίχλες και σκιές απόκρημνων πύργων με καλοπροαίρετες ψυχές και βασανισμένους αγίους – το άλλο πρωί όμως, τότε, θυμόταν λες και το ’χε ζήσει, με τη φωνή του ακόμη στον αέρα και την όψη της Σιμόν άγρια, πως όλη τη νύχτα λογόφερνε μαζί της σ’ ένα καράβι χωρίς τιμονιέρη σε φουρτουνιασμένη θάλασσα που έπλεε προς τη Σαντορίνη. Και τον αναστάτωνε η απουσία τιμονιέρη απ’ το καράβι, σαν ν’ απουσίαζε δηλαδή ο ίδιος, σαν να ’χε ο ίδιος αναιρέσει την κυριότερη ιδιότητά του. Ας του φαινόταν αφελής η ονειροκριτική του, όλο εκείνο το πρωινό αισθανόταν απαίσια, μ’ έναν πρωτόγονο τρόμο να τον πιέζει στο στέρνο. Δύσκολα κατάφερνε να μην το δείχνει στην Όλγα, την επομένη θα ’φευγε, απ’ τη μια λυπόταν που τελείωσε το λαμπρό δεκαήμερο, απ’ την άλλη ανυπομονούσε να φτάσει το συντομότερο σπίτι του, όταν κατά το μεσημέρι αυτή τον προκατέλαβε μ’ εκείνο το φρικτό που ξεστόμισε, καλύτερα να χωρίσουν, να παραμείνουν δυο στενοί φίλοι, τίποτ’ άλλο.
Μάρω Δούκα
«Η Πλωτή Πόλη»
σελ. 84-87

Μ’ εξάλλου κι άλλωστε θα κυλήσει την υπόλοιπη ζωή του


Τι ήθελε τώρα και θυμήθηκε πάλι την Όλγα; Σάμπως κι έκανε τίποτ’ άλλο· κορόιδεψε τον εαυτό του. Τη σκεφτόταν συνεχώς, σε κάθε χειρονομία του κι απασχόληση, μηχανικά, όπως ικανοποιούσε τις σωματικές του ανάγκες, χωρίς ταραχή κι επιθυμία, χωρίς ένταση, όπως σκέφτεται κανείς τ’ αυτονόητα, έστω κι αν από τότε που την αποχαιρέτησε, τον περασμένο Σεπτέμβρη, του φαίνεται σαν να πέρασαν χρόνια. Έκαιε ο ήλιος και κυλούσαν δάκρυα στα μάγουλά της, αυτός είχε περάσει το μπράτσο στην πλάτη της, την έσφιγγε πάνω του· σε παρακαλώ, Όλγα, δίπλα μας είναι το Παρίσι, μόλις μου το ζητήσεις θα ’ρθω. Είχε συγκρατήσει απότομα τη φωνή του, πώς είναι δυνατόν, σκεφτόταν, ό,τι θέλω λέω. Η Όλγα τον άκουγε και δυνάμωναν τ’ αναφιλητά της, ο Μάρκος την παρηγορούσε και της σκούπιζε τα δάκρυα, του ζήτησε να της πει ένα ανέκδοτο, έπειτα να της υποσχεθεί ότι θα της έγραφε δυο γράμματα την εβδομάδα κι ότι θα της τηλεφωνούσε μέρα παρά μέρα. Την κοίταζε σαστισμένος, η ταραχή τον εμπόδιζε να σκεφτεί, αυτό το ξέσπασμά της καταμεσής του δρόμου στην πλατεία Συντάγματος περισσότερο τον είχε αιφνιδιάσει παρά συγκινήσει. Κάπως τον ενόχλησε κιόλας. Δεν το περίμενε κάθε φορά να επαναλαμβάνεται η σκηνή του αποχωρισμού, δεν ανεχόταν πια ούτε υπέφερε τόσο σπαραγμό. Πήρε το πρόσωπό της στις παλάμες του, τη φίλησε και στα δυο μάγουλα, ενώ την ίδια στιγμή φοβόταν μήπως τον βλέπει κανένας γνωστός, ακόμη κι η Σιμόν θα μπορούσε θαυμάσια να τον δει, εφόσον εκείνη ακριβώς την ημέρα είχε κατεβεί στο κέντρο μαζί με τα παιδιά για τα τελευταία τους ψώνια. Η Όλγα επιτέλους ηρέμησε, γελούσε αναρουφώντας τη μύτη της, τον παρακαλούσε να τη συγχωρήσει, προσπάθησε να του αστειευτεί, χωρίς να το θέλει, λέει, την πήραν τα ζουμιά. Πώς το ’πες αυτό; προσποιήθηκε τον κεφάτο, περπατούσαν κρατώντας σφιχτά τις παλάμες τους, κοιτάζονταν σιωπηλοί, ύστερα φιλήθηκαν, σ’ αγαπώ, της είπε, αύριο με την πρώτη ευκαιρία θα σου τηλεφωνήσω.
Τον άφησε και κατηφόριζε την Ερμού, έμεινε αυτός και την κοίταζε· υπάρχουν δυο κατηγορίες γυναικών, σκεφτόταν. Αυτές που αφού σ’ αποχαιρετίσουν γυρίζουν πίσω το κεφάλι να σε δουν για τελευταία φορά καθώς απομακρύνονται, κι αυτές που προχωρούν ρίχνοντας πέτρα πίσω τους. Η Όλγα του φάνηκε για μια στιγμή πως ρίχνει μικρά μικρά πετραδάκια, σαν καλαμάκι είναι, συλλογίστηκε και θόλωσαν τα μάτια του, θα πάρει τώρα και θα περιπλανιέται στους δρόμους. Την ώρα που έστριβε στο πρώτο στενό, ίσως για ν’ αποφύγει το βλέμμα του, σήκωσε ψηλά το χέρι και τον χαιρέτησε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι. Έτρεξε αμέσως να την προλάβει, ένιωθε πως την έχανε οριστικά, την είδε ακουμπισμένη σε μια κολόνα σαν μαρμαρωμένη, φάτσα με τη βιτρίνα απέναντί της. Ανάσανε ανακουφισμένος. Μόλις την άγγιξε, γύρισε και του γέλασε αγγελικά, μ’ ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Σ’ ευχαριστώ, του είπε. Βρε, τι πουτάνα που μου είσαι! έκαμε και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Η Όλγα άρχισε πάλι τους λυγμούς, την έσφιγγε πάνω του, ηρέμησε, σε παρακαλώ, αφού το είπαμε, αφού το ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, βήμα δεν θα κάνω χωρίς τη σκέψη σου. Έμειναν κάμποσο βουβοί, έπειτα επέμενε ο Μάρκος να την πάει στη στάση του τρόλεϊ. Η Όλγα αρνήθηκε, προτιμούσε να περπατήσει καμιά δυο ώρες, ώστε να επιστρέψει στο σπίτι της εξαντλημένη απ’ την κούραση και να κοιμηθεί αμέσως. Μα είναι ανάγκη να πάρεις τους δρόμους; γιατί δεν πας στον εξάδελφο σου, στη μάνα σου, κάπου, σε μια φίλη σου, δεν είναι ανάγκη να κλείνεσαι τόσο πολύ στον εαυτό σου. Δεν αντέχω, απελπίζομαι με τους άλλους, του είπε κοφτά. Ο Μάρκος υποχώρησε. Πάντα τον ξένιζε με την ακατανόητη συμπεριφορά της, την ίδια στιγμή που την ένιωθε να σβήνει ύψωνε ξαφνικά τη φωνή της και ταυτόχρονα πάλι χαλάρωνε, λες και της ένευαν από κάπου μακριά χανόταν πέρα το βλέμμα της, αγνοώντας τον ολοκληρωτικά. Ξαναφιλήθηκαν, χώρισαν.
Ανηφόριζε με σκυμμένο κεφάλι προς τον Κήπο να πάρει το λεωφορείο για το σπίτι της μάνας του. Και την ένιωσε απότομα πίσω του, γυρίζει και τη βλέπει κατακόκκινη, λαχανιασμένη, σ’ έξαλλη κατάσταση. Προτού προλάβει ν’ αντιδράσει, έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό του και τον αγκάλιασε. Όλγα! μην τρελαθούμε, να χαρείς, σοβαρέψου, Όλγα, μας βλέπουν. Αυτή συνέχιζε να κλαίει γαντζωμένη επάνω του, αυτός μετανιωμένος που της μίλησε αυστηρά, τη χάιδευε στα μαλλιά· μα τι παιδί είσαι εσύ, τι πλάσμα, έλα, κοίταξέ με. Σήκωσε έπειτα από λίγο το κεφάλι η Όλγα και τον φίλησε. Ο Μάρκος ακούμπησε ασυναίσθητα τις παλάμες του στους ώμους της, προσπαθώντας να την κρατήσει σε κάποια απόσταση απ’ το σώμα του. Ξέχασα να σου το πω, με συγχωρείς, του ψιθύρισε, στον τηλεφωνικό θάλαμο, στην είσοδο της πολυκατοικίας, σου έχω φυλαγμένο ένα μεγάλο γράμμα. τσιγαρόχαρτα στη σχισμή, κατάλαβες; Την άκουγε κατάπληκτος, σαν αποσβολωμένος. Αυτή τον άφησε, σπρώχνοντάς τον ελαφρά, κι  άρχισε να τρέχει αντίθετα. Έκαμε να τρέξει πίσω της, αλλά πέτρωσε. Και πρώτη φορά αναρωτήθηκε, χωρίς όμως την παραμικρή ανησυχία, ίσως μάλιστα και με κρυφή ανακούφιση, σαν να ξεδιάλυνε επιτέλους το μυστήριο που τον βασάνιζε, μήπως η Όλγα είναι ψυχασθενής, σίγουρα δεν είναι φυσιολογικά τούτα τα καμώματα. Αυτό θα κάνουν τώρα; θα τρέχουν και θα παίζουν κυνηγητό στο Σύνταγμα; Του φάνηκε αποκρουστικά γελοίο· ούτε καν γύρισε να τη δει τι απέγινε. Ανάσαινε με δυσφορία και συγχρόνως λυπόταν τον εαυτό του, σοβαρά, τούτη η κατάσταση δε γίνεται να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Όχι, αυτός δεν υπέφερε όσο είχε υποφέρει την πρώτη φορά που αποχαιρετήθηκαν στο Ελληνικό. Αν δεν τον είχε σήμερα παρασύρει θα την αποχαιρετούσε νηφάλιος. Αυτή η γυναίκα θαρρείς και σκηνοθετεί τη σχέση τους, διαρκώς λες και τον υπνωτίζει να της φέρεται πότε έτσι και πότε αλλιώς, ανάλογα με τη φαντασία της. Ένιωσε να τον πνίγει αγανάκτηση· σταμάτησε στο περίπτερο και τηλεφώνησε στην Ουρανία, έχει κανονίσει, του είπε, να πάνε όλοι μαζί απόψε στου Τσιτσάνη. Έκλεισαν ραντεβού. Θα μπορούσε βέβαια να ’ταν κι η Όλγα μαζί του. Για τις εξόδους όμως με τους φίλους είχε τη Σιμόν, το θεωρούσε άπρεπο να την αφήνει στη μητέρα του. Εξάλλου απ’ το πρωί, κι είχε πια σουρουπώσει, με την Όλγα τριγύριζε. Γέλασε πικραμένος μ’ αυτό το εξάλλου. Ακριβώς σαν τους εκφωνητές των ειδήσεων, άψυχο και βολικό, προορισμένο να συνδέει τ’ ασύνδετα. Να δεις που μ’ εξάλλου κι άλλωστε θα κυλήσει την υπόλοιπη ζωή του. Τι άλλο θα μπορούσε να κάμει; Δε μετριέται βέβαια ο πόνος, αλλ’ αυτός όσο ήταν να πονέσει, πόνεσε. Ήρθαν στιγμές που πίστεψε ότι πλησίασε το τέλος του, αρκετά. Ούτε τότε με την Πάολα δεν είχε φτάσει σε τέτοια απελπισία.
Μάρω Δούκα
«Η Πλωτή Πόλη»
σελ. 175-178

Άφησε τα υγρά να κατασταλάξουν


Όλγα, πού βρίσκεσαι; δε μ’ ακούς; Τι; έκαμε ξαφνιασμένη και γύρισε απότομα προς το μέρος του. Τίποτα, της είπε χαμογελώντας ο Πέτρος, σε ρώτησα μόνο πού βρίσκεσαι, σαν ν’ άδειασε το πρόσωπό σου. Η Όλγα χαμογέλασε:  Ξέρεις τι προσπαθώ; να φανταστώ αντικειμενικά, σαν ξένη την ιστορία μου με τον Μάρκο, δεν μπορώ όμως, ταυτίζομαι με πολλή εμπάθεια. Είναι νωρίς ακόμη, της αποκρίθηκε ο Πέτρος, σε λίγους μήνες, είμαι σίγουρος, το πολύ σ’ ένα χρόνο θα μπορείς. Μακάρι, του είπε η Όλγα, κουράστηκε το σώμα μου, θυμάσαι που μου είπες κάποτε, και καλά μυαλό ποτέ σου δε διέθετες, σωματικά όμως ακόμη δεν κουράστηκες; Μου ’χε κάμει εντύπωση, δεν το ’χα σκεφτεί ότι μπορεί να κουραστεί το σώμα μας στον ψυχικό πόνο, να κουραστεί τόσο, που να μην αντέχει παραπέρα, εγώ σωματικά από πολύ νωρίς δεν ήμουν πια ερωτευμένη με τον Μάρκο, τον αγαπούσα μόνο με το κεφάλι μου, κι όσο τον απωθούσε το σώμα μου, τόσο κυριαρχούσε στο κεφάλι μου, κάτι σαν θρησκεία ή σαν μεγάλη ιδέα. Ο Πέτρος γέλασε· από μικρή σε θαύμαζα, της είπε, θαύμαζα την ικανότητά σου να εξαντλείς ακόμη και εις βάρος σου ό,τι σου τυχαίνει, γι’ αυτό μην απελπίζεσαι, άνθρωποι σαν εσένα ποτέ δε θα γνωρίσουν την ξέρα της μοναξιάς.
Στο La Cité ερημιά – κάθισαν έξω, τους πλησίασε ένα καλοχτενισμένο γκαρσόνι, πρόσεξε η Όλγα τα δάχτυλά του χοντρά, κοντά, καθαρά. Ο Πέτρος παράγγειλε σαγανάκι, αυτή την πάστα αμυγδάλου· κελαηδούσαν τα πουλιά, ποτέ της δεν έχει ακούσει αηδόνι ή μπορεί και να ’χει ακούσει χωρίς να το ξέρει. Αισθάνομαι, είπε στον Πέτρο και σαν να φωτίστηκαν τα μάτια της, ότι μόλις επέστρεψα από ένα ταξίδι μακρινό, σ’ άλλη ήπειρο, κι ακόμη συνωστίζονται νωπές στο ζαλισμένο κεφάλι μου οι εντυπώσεις του ταξιδιού, με την αμφιβολία και την αγωνία μήπως δεν εμφανιστούν ποτέ, μήπως δεν αντέξουν στο φως και στον αέρα, και θα ’ναι τότε σαν να μην ταξίδεψα, σαν να σπατάλησα τον καιρό μου. Θα εμφανιστούν, της είπε ο Πέτρος, άφησε όμως τα υγρά να κατασταλάξουν, μην τα ταράζεις, μην επεμβαίνεις στις μυστηριώδεις ενώσεις που συντελούνται μέσα σου. Γέλασαν – μιλούμε λες και μας ακούνε, σχολίασε ο Πέτρος. Η Όλγα θυμήθηκε την Πλωτή Πόλη, έτσι λοιπόν αποβιβάστηκε απ’ το τριανταφυλλί βαπόρι του σπιρτόκουτου, κι απότομα, θαρρείς και φύσηξε μέσα της ο Βόσπορος, αιστάνθηκε την ανάγκη να είναι πολύ αισιόδοξη στη σκέψη ότι αυτή τη στιγμή θα πλέει κάπου αλλού με τα εορταστικά σημαιάκια του το τριανταφυλλί βαπόρι του εφτάχρονου Πιερ και κάποιοι άλλοι θα αποβιβάζονται και κάποιοι άλλοι θα ρεμβάζουν έξω απ’ τα φωτισμένα φινιστρίνια στις ατελείωτες θάλασσες. Έλα κι εσύ, αν θέλεις, στην Αίγινα, είπε στον Πέτρο.
Και τότε η Μαργαρίτα του Ορφέα θα μονολογήσει: Έρωτας είναι ο άντρας σου που τον περιμένεις να γυρίσει απ’ την δουλειά του, ν’ ακουμπήσει την παλάμη του στα παγωμένα σου οπίσθια και να εξοστρακίσει το δαίμονα που σε κυνηγά. Κλείνει το μυθιστόρημα που διαβάζει, την ερεθίζει ευχάριστα η σπανακόπιτα στην κουζίνα, τα παιδιά ακούγονται που παίζουν στο δωμάτιό τους. Η Μαργαρίτα τεντώνεται νωχελικά στην αναπαυτική πολυθρόνα και ψιθυρίζει: Εγώ συνήθως μ’ ένα άρλεκιν ξεχνιέμαι, αλλ’ αυτό ήταν ένα κακό άρλεκιν. Ο Ορφέας στρίβει το κλειδί στην κλειδαριά, ανοίγει την πόρτα κι εμφανίζεται φωτοστεφανωμένος, εισορμά θριαμβευτική η μουσική του Ραβέλ – θέλεις κούρεμα, του λέει η Μαργαρίτα, πολύ φουντώσαν οι μπούκλες σου.
Δεν είπαμε να μην ταράζεις τα υγρά; πάλι ο νους σου εκεί, ε; στις εντυπώσεις από το ταξίδι! Απέφυγε το βλέμμα του γιατί δεν ήθελε να τη δει βουρκωμένη, μα εσύ ξανακύλησες, θα της έλεγε, απορώ μ’ αυτούς τους γιατρούς, τι στο καλό σου έκαναν ένα μήνα; Του πρότεινε να παραγγείλουν καφέ και σκέφτηκε επιγραμματικά ότι ο κύκλος έκλεισε· έπειτα από ένα χρόνο αποθεωτικής προσήλωσης στον Μάρκο που είχε αγαπήσει, ανάσαινε τώρα τ’ αεράκι της Πεντέλης, θα ξάπλωνε το βράδυ αρτιμελής στο κρεβάτι της, θα κοιμόταν βαθιά με δροσερά νερά στον ύπνο της κι όταν ξυπνούσε θα ’χε κάθε δικαίωμα να ελπίζει ότι με τον καιρό και την υπομονή, αθόρυβα με τη δουλειά, θα τον κερδίσει αυτόν τον ένα χρόνο των νωπών ακόμη εντυπώσεων απ’ το υπερπόντιο ταξίδι με την Πλωτή Πόλη για να ζωντανέψει ευχάριστα την Αγγελική και τον Ορφέα. Ενόσω σταθερά κι ανεπαίσθητα θα εμφανίζονται στο φως και στον αέρα φριχτά ερωτήματα ταπεινωτικά – κι αυτή θα τ’ απαντήσει όλα δίχως αγριάδα και προκλητικότητα. Και θα ’ναι τότε μία κωμωδία ημιφωτισμένη από λεπτές κινήσεις αδιόρατες, ευγενικές, φιλήσυχες, πονετικές χειρονομίες, ένα λαχάνιασμα αμυδρό και το ανεξίτηλο χαμόγελο της ευθυμίας του ανθρώπου που διακρίνει παρηγορημένος το διάμεσο ζωής και τέχνης – κι εκεί αναπαύεται.
Μάρω Δούκα
«Η Πλωτή Πόλη»
σελ. 363-366