Αυτός δεν κάνει ούτε για μαθητής ούτε για δάσκαλος





      

Από το έβδομο έτος της ζωής του ό,τι του έδινε μεγαλύτερη ευχαρίστηση ήταν να καταπιάνεται με ξύλα και φαλτσέττες, να φτιάχνει ξυλοπράγματα. Την αξία που είχε για έναν πεινασμένο μια φέτα ψωμί κι ένα κομμάτι τυρί, για τον ερωτευμένο ή τον άρρωστο ένα νεύμα ελπίδας από την άλλη μεριά, γι’ αυτόν την είχε ένα κομμάτι ξύλο, οτιδήποτε ξύλο, και μια φαλτσέττα ή ένα πριονάκι. Η πείνα του ήταν καθημερινή, ήταν – να πούμε έτσι – και θηλυκή: γεννούσε κι άλλη πείνα (χωρίς να υποχρεώνεται άλλωστε σε κανέναν), κι όσο για τα νεύματα, αυτά έδιναν κι έπαιρναν ανάμεσα στον ίδιο και στα στοιχεία του, στα έργα των χεριών του, που ακόμα είχαν μια άτεχνη κοψιά, μια αδεξιοσύνη ή ζαβάδα (ήταν κι αριστερόχειρ), αλλά που σίγουρα υποδήλωναν ένα βαθύ μεράκι, μια καλώς εννοούμενη τρέλλα, και φυσικά μιλούσαν στην καρδιά του. «Θα τον χάσεις», έλεγαν στον πατέρα του κάποιοι άντρες, «θα σ’ τον φάει η φαλτσέττα». «Αν είναι να τον φάει η φαλτσέττα, γιατί να μην τον φάει το αμόνι», σκεφτόταν εκείνος, που δοκίμασε από τότε να τον μπάσει στα μυστικά της δικής του τέχνης, της σιδηρουργικής, αλλά έπεσαν στο κενό οι προσπάθειές του. «Εσύ τα σίδερα, εγώ τα ξύλα, γιατί να μαλώνουμε» του έλεγε ο μικρός Αναστάσης. Κι από κει που ήταν γνωστός ως «ο γιος του σιδερά ο δεύτερος» (υπήρχε σ’ αυτό το τελευταίο και μια χροιά ιδιαίτερη, η μνεία κάτινος), έγινε κατά κάποιον τρόπο ο Ντάφκος «ο πατέρας του μικρού ξυλουργού». Τον έλεγαν ξυλουργό για ευκολία, δεν ήξεραν πώς αλλιώς να ονομάσουν αυτήν του τη μανία με το ξύλο, κι άλλωστε, προκειμένου να το βρίσκει και σε μορφές πιο κατεργασμένες, να κάνει δοκιμές διάφορες, συχνά τον έβλεπαν στο κατώφλι τους οι ξυλουργοί του τόπου να τους ζητάει τα περισσεύματα, αυτά που είχαν για πέταμα. Του τα έδιναν, τον καλούσαν μάλιστα να περάσει μέσα, να διαλέξει ό,τι ήθελε, μα και να τα πετούσαν στον αέρα, όπως κόκκαλα σε σκύλο, αυτός θα τα ’παιρνε, θα έσκυβε να τα μαζέψει ένα-ένα και να τα φέρει στην δική του γωνιά.
Μερικοί απ’ τους μαραγκούς του ζητούσαν κι ένα αντάλλαγμα, ένα και μοναδικό: να τους πει τα «σύμφωνα» για να σπάσουν πλάκα. Γιατί ο Ανέστης είχε κι αυτό το ταλέντο: να λέει σαν νερό τα σύμφωνα της αλφαβήτας πηδώντας τα φωνήεντα: βου-γου-δου-ζου-θου-κου-λου-μου-νου-ξου-που-ρου-σου-του-φου-χου-ψού! Όλοι με τη σειρά τους δοκίμαζαν, φανερά ή κρυφά, μα κανείς δεν κατάφερνε να πει με μια ανάσα αυτό το μακρυνάρι, τόσο γοργά κι αλάνθαστα που το ’λεγε εκείνος. Και το ξανάλεγε όσες φορές ήθελαν, χωρίς όμως να διασκεδάζει και πολύ με τα γέλια τους ή να το παίρνει επάνω του που δεν μπορούσαν να τον μιμηθούν – το θεωρούσε αμελητέο μπροστά στα ξύλα. Κι ένας απ’ αυτούς πήγε μια μέρα στον Ντάφκο και του πρότεινε να πάρει στην δούλεψη του τον Αναστάση, γιατί του φαινόταν, είπε, πολύ προκομμένος
«Για να σου λέει τα βου-γου-δού ή για την δουλειά;» τον ρώτησε ο Ντάφκος.
«Για την δουλειά, να τον κάνω μαραγκοπαίδι περιωπής», είπε εκείνος. «Ε, κι αν μου λέει πότε-πότε τα βου-γου-δού, στις αναδουλειές, για να περνάει η ώρα…»
«Ξέχνα το έτσι κι αλλιώς», του είπε ο Ντάφκος, «αυτός δεν κάνει ούτε για μαθητής ούτε για δάσκαλος, ζει με τον εαυτό του, στην γωνιά του».
σελ. 362-363


Για μένα αυτός είναι ο κοσμάκης μου



Την ανάσα σου την έκοβε πριν απ’ όλα ο ίδιος ο περίγυρος, αυτό να λέγεται, και δη σε μια πρώτη παρθενική επίσκεψη. Αυτός ήταν κι ο λόγος που, εκτός απ’ την φίλη της Λυμπία και τον γιο της Αλέκο – κι εκτός απ’ τον μικρό Αναστάση τον τελευταίο καιρό –, κανείς δεν πατούσε εκεί για δεύτερη ή τρίτη συνεχή φορά. Να κάνει τι; Να δει την Τίκα να πλένει και να στεγνώνει οστά, να μεταφέρει μέσα-έξω τα πανέρια της, να καπνίζει αντικρυστά με τα κρανία; Αυτός ήταν κι ο λόγος, απ’ την άλλη, που η Τίκα, μέσα στην γενική της απάθεια, δεν έκρυβε την χαρά της όταν έβλεπε το παιδί να έρχεται: άνοιγε τα χέρια της, έσπρωχνε πίσω εκείνα τ’ ατίθασα μακριά κατσαρά μαλλιά της – μισά μαύρα, μισά άσπρα, μισά κίτρινα απ’ την νικοτίνη – που της μπαίναν συνεχώς στα μάτια, «καλώς το, καλώς το τζοβαέρι!» φώναζε και, αποφεύγοντας να πιάσει τα μάγουλά του (μπορεί να σιχαινόταν το παιδί τα δάχτυλα της), του έδινε δυο ρουφηχτά φιλιά στον αέρα. Αλλά συχνά χρωμάτιζε την χαρά της και με κάποια πικρόχολη παρατήρηση, όπως όταν του έλεγε «Για να δούμε πότε θα μας ξεχάσεις κι εσύ, μόνο τα χελιδόνια είναι πιστά κάθε άνοιξη», ή «Ακόμα δεν σ’ αποκηρύξανε που έρχεσαι εδώ πέρα;» και άλλα τέτοια.
Πίσω απ’ το οστεοφυλάκιο υπήρχε ένα είδος αυλής με ροζ γεράνια σε δυο ασβεστωμένες γλάστρες, στην άκρη μια βρύση με γούρνα, και πιο κει ένα σπιτάκι που δεν το φανταζόσουν – τι άλλο, έλεγες, μετά το οστεοφυλάκιο; –, αποτελούμενο από ένα μοναδικό δωμάτιο με τρεις φεγγίτες από πάνω και μια πόρτα βαμμένη μπλε-ρουά. Εκεί μέσα βρίσκονταν τα λιγοστά σύνεργα του Αλέκου και πολλά ψάθινα ρηχά πανέρια, βαλμένα καταγής ή πάνω σε ράφια, που φιλοξενούσαν οστά και κρανία σε διάφορα στάδια κι αποχρώσεις μέχρι να στεγνώσουν τελείως και να μπουν οριστικά κι επίσημα στο οστεοφυλάκιο. Όταν είχα λιακάδα, η Τίκα έβγαζε τα πανέρια στην αυλή, όταν είχε αντάρα ή έβρεχε, τα ξανάβαζε μέσα. Έτσι κι αλλιώς, και γρήγορα να στέγνωναν, πριν περάσουν σαράντα μέρες μετά την εκταφή δεν γινόταν, σύμφωνα με το τυπικό, να μπουν στα ξύλινα κουτιά τους. Τους χειμώνες το στέγνωμα κρατούσε πολύ περισσότερο – η Τίκα ήταν αφάνταστα σχολαστική σε αυτό, δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε ίχνος υγρασίας, ειδικά στην από μέσα μεριά των κρανίων, γιατί μπορούσαν, λέει, να μουχλιάσουν, να χαλάσουν! Το τέλειο γι’ αυτήν ήταν να φτάσουν να γίνουν άσπρα, φωτεινά, θεόστεγνα, έτσι να μπουν στα κασελλάκια, και θύμωνε με ορισμένες γυναίκες που επέμεναν να βάζουν – κρυφά απ’ αυτήν – και λουλούδια εκεί μέσα, φρέσκα λουλούδια· πήγαινε τ’ άνοιγε και πετούσε τα λουλούδια σαν παράσιτα κι άφηνε τα καπάκια ανοιχτά να φύγει και το τελευταίο νότισμα. Μπορεί να μην υπήρχε πια κανένα νόημα, ούτε στην επιμονή των γυναικών για λουλούδια ούτε στην δική της μανία απογύμνωσης και στεγνότητας, όμως αυτή ήταν η δουλειά της Τίκας και δεν ήθελε μαθήματα απ’ τις άλλες. «Όπως δεν μπαίνω εγώ στα χωράφια τους, να μη μπαίνουν κι αυτές στα δικά μου», έλεγε.
Δεκαεπτά συναπτά έτη ασκούσε αυτό το επάγγελμα και στην αρχή, όπως είπε στον Αναστάση (η Λυμπία δεν σήκωνε τέτοιες κουβέντες, έφευγε μακρυά), στην αρχή δεν μπορούσε να κοιτάξει, έστρεφε πέρα-δώθε το κεφάλι της, αρνιόταν, της ερχόταν να σφυρίζει, να λέει τραγούδια – από μικρή, έτσι κι αλλιώς, τραγουδούσε όταν είχε να κάνει καμμιά δύσκολη δουλειά. Ένα βουνό από τραγούδια την πλάκωνε για να ξεχάσει τα μαύρα κόκκαλα! «Γιατί στην αρχή είναι μαύρα, πίσσα, έτσι βγαίνουν απ’ την γη», του έλεγε, «μην κοιτάς πώς γίνονται μετά, με τις τόσες λάτρες που τους κάνω». Στην αρχή λοιπόν είχε γεμίσει το στόμα της με άφθες, τα μπράτσα, ο λαιμός της με λειχήνες, κλωτσούσε το σώμα της, είχε ζαλάδες, παραισθήσεις, είπε πως δεν θ’ αντέξει, θα τα παρατήσει, καλύτερα να καθαρίζει πατάτες ή απόπατους, αλλά μετά – ακούγοντας κι απ’ τον γιο της τα δικά του, τα σκοτεινότερα, διότι εκείνος ήταν που έσκαβε την γη κι αντίκρυζε πρώτος, την απέραντη θλίψη –, μετά συνήθισε.
«Τώρα και χρυσές λίρες να μου δώσεις για να φύγω από δω, δεν φεύγω, δεν αφήνω τον κοσμάκη μου», έλεγε. «Γιατί, μικρέ μου, για μένα αυτός είναι ο κοσμάκης μου, αν θέλεις κλάψε, αν θέλεις γέλασε».
σελ. 426-427


Τότε θ’ ακούς κ’ εσύ

     

Πλησίαζε η εποχή που έπρεπε να μπολιαστούν τα δέντρα. Ο μπαρμπα-Ιωσήφ, που όλο τον άλλο καιρό ζούσε μακάρια τις μέρες του στο υποστατικό επειδή δεν τον άφηναν να κάνει καμιά δουλειά, έδειχνε τώρα περίεργη ταραχή. Ο τόπος δεν τον χωρούσε, ολοένα γύριζε πάνω απ’ το παχύ στρώμα τον άμμο όπου φύλαγε τα μπόλια του.
Τέλος, μια μέρα ο παππούς τον φώναξε:
― Τι λες, γέρο-Γιωσήφ; Ήρθε η ώρα;
― Ήρθε, αφέντη μου.
― Καλά. Άρχισε αύριο το πρωί.
Ύστερα έστειλε και φώναξε εμάς τα παιδιά.
― Θα πάτε με τον μπαρμπα -Γιωσήφ, αύριο το πρωί, μας είπε. Να δείτε που θα μπολιάσει τα δέντρα.
Και γυρίζοντας στο γέροντα:
― Κάθε παιδί ας διαλέξει ένα δέντρο, είπε. Να το μπολιάσεις στ’ όνομά του.
Την άλλη μέρα πολύ πρωί ξεκινήσαμε. Ο ήλιος μόλις είχε βγει. Ο μπαρμπα-Ιωσήφ πήγαινε πρώτος, με αργά βήματα, κοιτάζοντας χαμηλά τη γη, κ’ εμείς ακολουθούσαμε χαρούμενα. Συζητούσαμε τι δέντρο θα διαλέξει ο καθένας μας και κάναμε πολύ φασαρία. Τέλος συμφωνήσαμε. Η Άρτεμη διάλεξε μια αγριελιά. Δεν ήξερε να πει γιατί, αλλά πολύ αγαπούσε τη γαλήνη του ελαιώνα, το ασημένιο φύλλωμα, τους τυραννισμένους κορμούς. Εγώ διάλεξα μιαν αχλαδιά.
Φτάξαμε. Ο μπαρμπα-Ιωσήφ απόθεσε καταγής το μάτσο τις βέργες που κουβαλούσε μαζί του, τα μπόλια. Δεν έβλεπε πια καλά, γι’ αυτό πασπάτευε το άγριο δέντρο, τα κλωνιά του, γυρεύοντας να βρει το καλό μέρος. Ολοένα η έκφραση του γινόταν πιο αυστηρή. Τα μάτια του δεν κοίταζαν πουθενά πλάι, μήτε εμάς. Ολοένα χάνανε τη λάμψη τους, σαν να σβήναν, όλη η ύπαρξή του έσβηνε για να μείνει μόνη, πυκνή η ζωή της αφής. Όταν επιτέλους βρήκε το μέρος που ήθελε, σήκωσε τα μάτια του στον ήλιο. Έκαμε το σταυρό του τρεις φορές, και τα χείλια του κάπως σάλεψαν ενώ ψιθύριζαν τη μυστική του δέηση. Έμεινε για λίγο άφωνος, κ’ ύστερα κατέβασε τα μάτια απ’ τον ήλιο. Ήταν πια γαλήνιος και βέβαιος. Με σταθερό χέρι έκοψε με το μαχαίρι του κ’ έβγαλε απ’ τη βέργα, το μπόλι, ένα μέρος φλοιό σα δαχτυλίδι. Με ο ίδιο το μαχαίρι χάραξε το αγριόδεντρο, και στη θέση της φλούδας που βγήκε έβαλε το κομμάτι το φλοιό της βέργας. Κ’ ύστερα έδεσε σφιχτά το ξένο σώμα στο σώμα του δέντρου.
Τελείωσε.
Μια δυνατή χλωμάδα απλώθηκε στο πρόσωπο του γέροντα. Πάλι κοίταξε κατά το μέρος του ήλιου. Και πάλι, τρέμοντας, προσευχήθηκε:
― Σ’ ευχαριστώ που αξιώθηκα και φέτος να μπολιάσω δέντρα…
Κ’ έπειτα στρέφοντας σ’ εμένα, γαλήνια:
― Αυτό είναι, γιε μου, είπε. Σου το παραδίνω το δέντρο σου. Να τ’ αγαπάς σαν πράμα του Θεού.
Ήταν ιερότητα πολλή στη στιγμή και στην έκφρασή του, που μας συνέπαιρνε κ’ εμάς τα παιδιά, ασυναίσθητα. Μα δεν καταλαβαίναμε καλά για ποιο λόγο. Τι είχε γίνει; Ένα κομμάτι φλούδα από μια βέργα κόλλησε πάνω στο άγριο δέντρο. Τίποτ’ άλλο δεν είχε γίνει.
Κοιτάζαμε το γέροντα απορώντας. Κ’ εκείνος, σα να μάντευε το τι γινόταν μέσα μας, γυρίζοντας σ’ εμένα:
― Βάλε τ’ αυτί σου απάνω στο δέντρο, μου είπε.
Πλησίασα το κεφάλι μου κι ακούμπησα το αυτί μου καταπώς μου είπε. Έφερε κ’ εκείνος το πρόσωπό του, το ακούμπησε κι αφουγκράστηκε. Έτσι κοντα τα πρόσωπά μας σα ν’ άγγιζαν το ένα τ’ άλλο. Είδα τα μάτια του που ήταν θολά. Σιγά-σιγά βάραιναν και σφαλνούσαν, σα να βυθιζόταν σε έκσταση. Ώσπου κλείσανε οριστικά.
― Ακούς τίποτα;.. μου ψιθυρίζει η φωνή του απ’ το βάθος της μαγείας.
Τίποτα. Όχι. Τίποτα δεν άκουγα.
― Όμως εγώ ακούω!... μουρμούρησε.
Κ’ έπειτα μου εξήγησε πως άκουγε το αίμα του δέντρου, απ’ όπου είχε πάρει τη φλούδα το μπόλι, να τρέχει αργά μες στο αίμα του άγριου κορμού, ν’ ανακατεύεται μέσα του, αρχίζοντας έτσι την πράξη του θαύματος, τη μεταμόρφωσή του.
― Άμα θ’ αγαπήσεις πολύ τα δέντρα, τότε θ’ ακούς κ’ εσύ, μου είπε. Θα τ’ αγαπήσεις, παιδί μου;
Του το υποσχέθηκα.
― Θα τ’ αγαπώ, μπαρμπα-Ιωσήφ.
― Θα τ’ αγαπήσεις, Άρτεμη;
― Θα τ’ αγαπώ, μπαρμπα-Ιωσήφ.
σελ. 58-60


Ακούγεται πάντα πιο πρόθυμα η φωνή ενός παιδιού

     

Στα Κιμιντένια κοντά στη γη, έμαθα να διαβάζω μες στα μάτια των ανθρώπων την καθημερινή, την αδιάκοπη αγωνία για τον καιρό, τη βροχή και τον άνεμο. Αυτό γινόταν προπάντων την άνοιξη, την εποχή του θερισμού και το φθινόπωρο. Ο παππούς μου κάθε βράδυ θα συμβουλευόταν τα σύννεφα που ταξιδεύαν πέρα απ’ τα Κιμιντένια, και τ’ άστρα. Έσκυβε έξω απ’ το παράθυρο και κοίταζε αυστηρά κ’ επίμονα τον ουρανό, συγκεντρωμένος στον εαυτό του, ενώ όλοι πίσω του σώπαιναν και περιμέναν. Ταπεινή, στέρεη και ιερή η πείρα των ανθρώπων της γης, των απλοϊκών του προγόνων, καμωμένη αίμα στο αίμα του, ξυπνούσε και ζούσε, υπολογίζοντας την κίνηση στα σύννεφα, το φως στα άστρα, την ταραχή του αγέρα στην ατμόσφαιρα. Σα να ήταν κάποια μυστική φωνή στον αγέρα, και στα σύννεφα, και στ’ άστρα. Μα κανείς μας δεν την άκουγε, κανείς δεν είχε το προνόμιο εκτός από κείνον.
Όταν η συνομιλία με τη νύχτα τελείωνε, τραβούσε μέσα το κεφάλι του και γύριζε σ’ εμάς. Τότε τα μάτια της γιαγιάς και της μητέρας μου μεγάλωναν πιο πολύ, και μες στο υγρό τους φως έπαλλε η αγωνία.
Εκείνος έλεγε απλά:
― Έχουμε βροχή! Ίσαμε αύριο το βράδι!
Ή, το ίδιο απλά:
― Ξερός καιρός. Όχι, δεν έχουμε βροχή!
Τότε ανάλογα με την εποχή, με το αν ήταν η βροχή χρήσιμη ή καταστροφή για τα γεννήματα, γαλήνη ή άφωνη θλίψη χυνόταν μες στα μάτια των γυναικών. Η πιο σοφή, η γιαγιά, είχε μάθει, στο πέρασμα του καιρού, πως δεν έπρεπε στις πικρές ώρες να προσθέτει την ταραχή τη δική της στις έγνοιες του άντρα της, πως έπρεπε να σωπαίνει και να δαγκάνει τη λύπη στα δόντια της. Όταν, λοιπόν, τα μηνύματα του ουρανού ήταν κακά για τη γη, μαζεύοντας όλη τη δύναμή της για να συγκρατηθεί ψιθύριζε ταπεινά, ενώ σταύρωνε τα χέρια της με εγκαρτέρηση:
― Βλογημένο τ’ όνομά του…
Κ’ ευθύς έπειτα γύριζε σ’ εμάς, τα παιδιά, που περίεργα παρακολουθούσαμε την τελετή, βρίσκοντας έτσι διέξοδο:
― Εσείς πρέπει πια να πάτε να κοιμηθείτε, έλεγε.
Ερχόταν τότε πάντα μαζί μας, έκανε νόημα και στη μητέρα μας να φύγει, αφήνοντας έτσι τον παππού μονάχο στις σκέψεις του. Κ’ ενώ μας οδηγούσε να κοιμηθούμε:
― Απόψε να πείτε στην προσευχή σας, να παρακαλέσετε να μας στείλει ο Θεός βροχή, έλεγε.
Τι άλλο είχε να κάμει η γιαγιά για να δώσει στο σύντροφό της βοήθεια; Όταν ήταν νέα και μονάχη ικέτευε μυστικά μονάχη. Ίσως γίνει το θαύμα, έλεγε, να τρέξουν γρήγορα στα Κιμιντένια τα σύννεφα που τόσο αργούσαν. Όταν ήρθαν τα παιδιά της, τα έμαθε να παρακαλούν εκείνα – ακούγεται πάντα πιο πρόθυμα η φωνή ενός παιδιού. Κι όταν ήρθαμε εμείς, τα παιδιά των παιδιών της, μας έμαθε  εμάς να μεσιτεύουμε:
― Παρακαλέστε να μας έρθει βροχή αυτές τις μέρες, μας έλεγε.
Κ’ η φωνή της έτρεμε, σα να μας ικέτευε να μην την εγκαταλείψουμε.
Κ’ εμείς δεν της χαλούσαμε το χατίρι. Πότε, σύμφωνα με τις οδηγίες της, παρακαλούσαμε να ’ρθει βροχή, πότε να μην έρθει. Ήταν σαν παιχνίδι. Όμως έρχονταν φορές που τα μπερδεύαμε και τα κάναμε θάλασσα. Μια νύχτα, ενώ μας είχε πει να προσευχηθούμε για να βρέξει, εμείς παρακαλέσαμε, να φύγουν τα σύννεφα. Έτυχε τότε και τα σύννεφα φύγανε. Πρωί-πρωί την άλλη μέρα, μόλις είδαμε γαλάζιο τον ουρανό, τρέξαμε στη γιαγιά. Και πριν προλάβουμε να δούμε πόσο λυπημένη ήταν:
― Είδες γιαγιά; Έπιασε η προσευχή μας! είπαμε. Τα σύννεφα φύγανε!
Τρομαγμένη γύρισε και μας κοίταξε. Τ’ απονήρευτα μάτια της παίξανε βιαστικά:
― Για όνομα του Θεού! Τι λέτε; Μα γιατί κάνατε την προσευχή σας χτες τη νύχτα;
― Μα για να φύγουν τα σύννεφα, γιαγιά! Έτσι δε μας είπες;
―Αχ, παιδάκια μου! Γιατί το κάματε αυτό; Γιατί; μουρμούριζε σε μεγάλη ταραχή. Δε σας είχα πει αυτό! Δεν ακούσατε καλά! Τώρα θέλουμε βροχή!
Κ’ ύστερα, σα να συνομιλούσε με τον εαυτό της:
― Πώς να ’ρθει η βροχή;.. ψιθύρισε. Τι να κάμει κι ο Θεός, αφού τα παιδιά τον παρακαλέσανε να μη στείλει νερό…
Λυπηθήκαμε για ό,τι έγινε. Κι όταν, μιαν άλλη φορά πάλι τα μπερδέψαμε και δε συμφωνούσαμε όλα τα παιδιά για το τι έπρεπε να παρακαλέσουμε, στείλαμε την Αγάπη να ρωτήσει μέσα:
― Γιαγιά, τι θέλουμε απόψε; Να βρέξει ή να μη βρέξει;
σελ. 67-69

Το καμήλι με το άσπρο κεφάλι



Ο Αλής από μικρό παιδί δούλευε στα καραβάνια. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει τη ζωή, οι ήχοι των κουδουνιών που έρχονταν απ’ τους προγόνους του, ζυμωμένοι στο αίμα του, ξυπνήσαν.
«Πάρε με με τις καμήλες, πατέρα!»
«Έλα! Από αύριο θα ’ρχεσαι με τις καμήλες».
Απ’ την άλλη μέρα καβαλικεύοντας τα πισινά του γαϊδαριού, ο μικρός Αλής άρχισε να πορεύεται το δρόμο της Ανατολής. Δεν ήταν δικές του οι καμήλες. Ποτές ο πατέρας του δεν είχε δικές του καμήλες. Δούλευε για άλλον αφέντη. Και σαν πέθανε, δεν άφησε στο γιο του τίποτα, πάρεξ το δεσμό με τους ήχους.
Ο Αλής δεν πρόκοψε πιο πολύ απ’ τον πατέρα του. Σα μεγάλωσε, άρχισε κι αυτός να δουλεύει σε ξένες καμήλες. Μα όταν ήρθε ο καιρός που οι άνθρωποι παντρεύονται, μπόρεσε να βρει και να πάρει δική του μια γυναίκα.
Την άλλη μέρα που παντρευτήκαν, όταν Αλής ξεκινούσε με το καραβάνι του, η γυναίκα του βγήκε απ’ το καλύβι τους να τον ξεπροβοδίσει και του είπε:
«Σ’ εννιά μήνες θα ’χουμε παιδί. Κοίταξε να κάμεις δικές σου καμήλες, γιατί θα ’χουμε να θρέψουμε ένα στόμα ακόμα».
Ο Αλής αυτά ακούγοντας έγινε σοβαρός κι άρχισε να κάνει οικονομίες. Ταξιδεύοντας στο δρόμο της Ανατολής έτρωγε σκέτο ψωμί, δεν ξενυχτούσε σε χάνια. Έβαλε έτσι λίγα γρόσα στην άκρη.
Όμως σαν ήρθαν οι εννιά μήνες, παιδί δεν τους ήρθε.
«Καλά. Θα ’χουμε τον άλλο χρόνο», είπε η γυναίκα. «Εσύ να κάμεις τις οικονομίες σου».
Αυτό βάσταξε πολλά χρόνια. Ο Αλής έκανε τις οικονομίες του, κ’ η γυναίκα του δεν του έκανε παιδιά, επειδή ήταν στείρα. Όταν τέλος βεβαιωθήκανε πως δε θα τους έρθει παιδί, γυναίκα είπε:
«Για μέτρησε, Αλή, το θησαυρό που μάζεψες ίσαμε τώρα. Μπορούμε ν’ αγοράσουμε μια δική μας καμήλα για τα γεράματά μας;»
Ο Αλής ξαγρύπνησε κείνο το βράδυ, και σαν έβγαινε ο ήλιος είχε μετρήσει το θησαυρό του. Όχι, δεν έφτανε για ν’ αγοράσουν μια καμήλα. Μισή καμήλα μονάχα θα μπορούσαν ν’ αγοράσουν.
Τότες καθίσανε, ο Αλής κ’ η γυναίκα του, άλλη μια νύχτα και ξαγρύπνησαν, μπας και βρούνε με τι τρόπο ν’ αγοράσουνε μισή καμήλα. Όταν βγήκε πάλι ο ήλιος, το είχαν βρει κ’ είχαν συμφωνήσει τι να κάμουν.
Ζούσε κείνον τον καιρό κ’ ένας άλλος, δεύτερος Αλής, πατριώτης τους, που δούλευε σε ξένα καραβάνια στα μέρη του Καζ-Νταγ, πολύ μακριά απ’ την πατρίδα τους. Πολύ σπάνια αυτός ο άλλος Αλής ερχόταν στο φαράγγι των τσιτμήδων, σαν τύχαινε η δουλειά να τον φέρει κατά τα μέρη εκείνα. Αυτές τις μέρες βρισκόταν στο χωριό.
Πάει ο πρώτος Αλής και τον βρίσκει.
«Αλή», του λέει. «Τόσα χρόνια δουλεύεις κ’ εσύ σε ξένα καραβάνια, και δική σου μήτε μια καμήλα δεν απόταξες. Δε θα το ’θελες να είχες;»
Ο δεύτερος Αλής αποκρίνεται:
«Θα το ’θελα πολύ. Μα δεν έχω τον πλούτο που χρειάζεται να πάρω μια δική μου καμήλα».
Ο πρώτος Αλής:
«Ξέρεις πόσον πλούτο έχεις;»
«Ξέρω».
«Για πόσο φτάνεις;»
«Φτάνει για μισή καμήλα».
«Κ’ εγώ έχω πλούτο για μισή καμήλα. Δε βάζουμε μαζί τα γρόσα μας ν’ αγοράσουμε μια καμήλα συντροφική;»
Μιλήσανε πολύ και συμφωνήσαν. Αγοράσανε μια καμήλα και τη βάλανε να δουλεύει με το καραβάνι του Αλή. Ο δεύτερος Αλής έφυγε ύστερα για τα μέρη του Καζ-Νταγ. Κάθε φορά που θα γύριζε, θα κάνανε λογαριασμό το τι έβγαλε η καμήλα με τη δουλειά της και θα μοιράζονταν τα κέρδη.
Ο Αλής, τότε, κρέμασε ένα καινούργιο κουδούνι στο λαιμό της καμήλας τους, την έδεσε πρώτη στη σειρά πίσω απ’ το γαϊδούρι του και βγήκε στο μεγάλο δρόμο με το καραβάνι του. Ήταν πολύ περήφανος και πολύ σίγουρος για το μέλλον του κόσμου, και κάθε τόσο γύριζε πίσω να βεβαιωθεί πως η καμήλα του τον ακολουθά, πως υπάρχει.
Έτσι πέρασε ένας χρόνος, όταν κάτι σημαντικό έγινε. Η συντροφική καμήλα γέννησε ένα καμηλάκι. Ο Αλής πολλές φορές είδε τις ξένες καμήλες να γεννούν. Όμως τώρα με τη δική του ταράχτηκε πολύ.
«Για κοίτα!» είπε στη γυναίκα του. «Έχουμε τώρα και μωρό…»
Κοίταξαν. Και αυτό που είδαν τάραξε την καρδιά τους σα βίαιος άνεμος. Κάτι απίστευτο και μοναδικό ήταν στο μικρό καμηλάκι: το πετσί και οι τρίχες στο κεφάλι του δεν είχαν χρώμα καφετί, καθώς οι άλλες καμήλες. Ήταν άσπρες. Ήταν ένα καμηλάκι με άσπρο κεφάλι: το μοναδικό καμηλάκι με άσπρο κεφάλι που έγινε σ’ όλη την Ανατολή.
Το νέο πήρε κ’ έδωσε στο χωριό των τσιτμήδων, στα γειτονικά χωριά που ήταν μες στο φαράγγι, σ’ όλους όσοι ταξιδεύαν το μεγάλο δρόμο που πάει στα παράλια. Όλοι τρέχανε να δουν το θαυμαστό άσπρο καμήλι, κι όλοι μακάριζαν τον Αλή.
Κι ο Αλής πια ζούσε σε αληθινή ευτυχία. Αγάπησε πολύ το νέο ζο, όπως τίποτα άλλο δεν είχε αγαπήσει ίσαμε τότε στη γη. Το μεγάλωνε με στοργή και με τρυφερότητα, του έβγαζε ονόματα δανεισμένα απ’ τον ουρανό και τη φύση – ονόματα δέντρων και καρπών – του έδινε όχι μονάχα το χαμούρι που τρώνε οι άλλες καμήλες, του έδινε σταφύλια και ζάχαρη και άλλα πολλά.
Τέλος, αγόρασε ένα καινούργιο κουδούνι, το ’δεσε με χάντρες γαλάζιες και κόκκινες και το πέρασε στο λαιμό του μικρού ζου. Όταν κι αυτό έγινε, το πήρε μαζί του στο πρώτο ταξίδι του για τα παράλια. Το καμηλάκι πήγαινε πάντα πλάι στη μάνα του, κι ο Αλής όλο γύριζε και το κοίταζε. Όμως κουράστηκε να γυρίζει, δεν το είχε συνηθίσει. Ο μεγάλος ήλιος έκαιγε πολύ από πάνω του, ο Αλής έκλεισε τα μάτια. Ο δρόμος ήταν έρημος, τίποτα δεν ακουγόταν· γι’ αυτό μες στον παρθένο χώρο υψωνόταν καθαρά σαν προσευχή η νέα συμφωνία. Μες στους παλιούς γνώριμους ήχους, αυτούς τους πίσω ήχους που ακολούθησαν τον Αλή σ’ όλα τα χρόνια της ζωής του ως σήμερα, ανακατευόταν τώρα ο νέος ήχος, ανατάραζε την παλιά αρμονία, έσβηνε τους άλλους τόνους κ’ έμενε αυτός, ο νέος, μόνος. Τι καλά που ήταν! Τι καλά που είναι να πορεύεσαι στο δρόμο της Ανατολής και πίσω σου να μην είναι έρημος, να μην είναι μονάχα ξένες φωνές, να ’ναι και μια δική σου, να ’ναι όλα τα χρόνια που κουράστηκες και υπόφερες καμωμένα ήχος στο λαιμό ενός μικρού καμηλιού με άσπρο κεφάλι…
Ο Αλής ήταν ευτυχισμένος και γαλήνιος. Η ζωή είχε πια νόημα και σημασία.
Μα το νέο έφταξε ίσαμε τα μακρινά μέρη του Καζ-Νταγ, όπου δούλευε ο δεύτερος Αλής. Ξεκινά αυτός κ’ έρχεται στο χωριό των τσιτμήδων.
«Ώρα καλή, σύντροφε!» λέει στον Αλή. «Τι νέα;»
«Έχουμε καλά νέα, σύντροφε. Η καμήλα μας γέννησε, κ’ έχουμε τώρα κ’ ένα μικρό καμήλι».
«Για να το δω!»
Το είδε, αλλά έκανε πως δεν πρόσεξε καν το άσπρο κεφάλι.
Λέει ο Αλής του Καζ-Νταγ:
«Λοιπόν, σύντροφε! Τώρα που έχουμε δυο ζωντανά, θέλω να χωρίσουμε τη συντροφιά μας. Εσύ θα πάρεις το ένα, εγώ το άλλο. Όποιο θέλεις διάλεξε».
Ετούτος ο Αλής, με το να έχει ταξιδέψει σε μέρη μακρινά, είχε γίνει σοφός και πονηρός. Σκεφτόταν: «Ο σύντροφός μου θα κρατήσει τη μεγάλη καμήλα. Δε γίνεται! Από μισή που ήταν δική του, θα την ορίζει ολάκερη. Έτσι εγώ θα πάρω το καμήλι με το άσπρο κεφάλι, θα το ταξιδέψω στο Καζ-Νταγ και θα το πουλήσω, στο δρόμο, στους αρκουδιάρηδες που έχουνε μαϊμούδες κι αρκούδες και μαζεύουνε γρόσα απ’ τον κόσμο δείχνοντάς τες. Θα βγάλω έτσι πιο πολλά απ’ ό,τι κάνει μια μεγάλη καμήλα».
Ο πρώτος Αλής κάθισε πάλι όλη τη νύχτα με τη γυναίκα του και ξαγρυπνήσαν για να βρούνε το τι έπρεπε να κάμουνε.
Η γυναίκα έλεγε:
«Φως φανερό, Αλή! Πρέπει να κρατήσεις τη μεγάλη καμήλα. Πού να ξαναβρούμε τέτοια τύχη, να ’χουμε μια μεγάλη καμήλα δική μας!»
Ο Αλής υπόφερνε, δεν μπορούσε να το φανταστεί πως θ’ αποχωριζόταν το καμήλι με το άσπρο κεφάλι.
«Μπας και δε θα μεγαλώσει κι αυτό;» έλεγε. «Ας το κρατήσουμε, να το μεγαλώσουμε!»
«Τι μου λες να το κρατήσουμε!» φώναζε η γυναίκα του. «Και στο μεταξύ τι θα μας δίνει; Κι αν στο μεταξύ ψοφήσει;»
Τέλος ο πραχτικός νους της γυναίκας στάθηκε πιο δυνατός απ’ την τρυφερότητα του Αλή, πιο δυνατός απ’ την αδύναμη θέλησή του.
Τ’ άλλο πρωί, με μάτια θολά απ’ την αγρύπνια και την πίκρα, ο Αλής αποχαιρέτησε το καμήλι με το άσπρο κεφάλι. Στάθηκε ολόρθος και κοίταζε το όραμα που έφευγε με πηδηχτό βάδισμα ζαρκαδιού ίσαμε που χάθηκε απ’ τα μάτια του. Τότε ο Αλής κατάλαβε σαν κάτι να του τραβούν απ’ την καρδιά του, κι όλα γύρω του να ’ναι έρημα, επειδή πια δεν θα ’χε σύντροφο του μεγάλου δρόμου, επειδή η τρυφερότητα που ήρθε τόσο αργά κ’ έπρεπε να ξοδευτεί πια δε θα είχε τρόπο.
Έγινε βαρύς κι αμίλητος. Δεν είχε όρεξη να φάει κι αδυνάτιζε κάθε μέρα. Πίσω του, ενώ όδευε με το καραβάνι του, πάντα τον ακολουθούσαν οι ήχοι. Μες στους ήχους ήταν και η δική του καμήλα, που τώρα ήταν ολότελα δική του. Μα για τον Αλή οι φωνές είχαν σωπάσει, οι ήχοι δε μιλούσαν πια. Γιατί στον τόπο τους είχε μπει τώρα άλλη φωνή πιο δυνατή, αυτή που θα ’ρθει σε κάθε άνθρωπο, μια φορά μονάχα και ποτέ άλλη, κ’ ύστερα ο άνθρωπος θα την κυνηγά σα σκιά που φεύγει, πάντα φεύγει.
Κι ο Αλής παράτησε τη γυναίκα του στο φαράγγι των τσιτμήδων, παράτησε τις ξένες καμήλες, γιατί πια είχε γίνει κακός καμηλιέρης και τον διώξανε, πήρε τη δική του καμήλα και τράβηξε στα μέρη του Καζ-Νταγ.
Βρίσκει τον παλιό του σύντροφο και του λέει:
«Πάρε την καμήλα μου. Πάρε και το γαϊδούρι μου. Πάρε και το καλύβι που έχω στο φαράγγι. Πάρε ό,τι έχω. Μα δώσ’ μου πίσω το καμήλι με το άσπρο κεφάλι…»
«Δεν το έχω πια, Αλή», του αποκρίνεται ο σύντροφός του. «Το πούλησα στο δρόμο».
Ο Αλής από τότε όλο γυρίζει. Μόλις ξημερώσει μπαίνει στο μεγάλο δρόμο, και κοιμάται όπου βραδιαστεί. Το γαϊδουράκι του πορεύεται υπομονετικά, και πίσω του δεμένη, έρημη και μόνη, ακολουθά η καμήλα του, ταράζοντας με τον ήχο του κουδουνιού της τη ζεστή σιωπή της γης. Οι άνθρωποι τον περιγελούνε και τον πειράζουνε. Οι πιο συμπονετικοί του λένε πως είναι τρέλα, πως είναι μάταιο να γυρίζει. Τον συμβουλεύουνε να πάει πίσω στο φαράγγι και στο καραβάνι του. Όμως ο Αλής δεν τους ακούει. Επειδή δεν μπορεί να το πιστέψει, επειδή δε θέλει να το πιστέψει πως το καμήλι με το άσπρο κεφάλι χάθηκε, πως πια δε θα υπάρξει στη ζωή του.
σελ. 79-84

Ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενούδος;







       Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο που φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες που πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν έναν φράχτη που απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν’ αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη του σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και η σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων που δεν ζουν τώρα και δεκαετίες. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής που αγωνιζόταν να επαναληφθεί. Η αχαμνή φωτιά του τζακιού όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε τη γριά που ξεψυχούσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν — κατ’ εντολήν της ετοιμοθάνατης — ν’ ανάψει πριν πήξει το σκοτάδι έξω.
Οι τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στην αυλή. Ο γιατρός ομολόγησε πριν λίγο λυπημένος στην Εργίνη ότι η κυρία Ασπασία δεν θα ζούσε πέρα από ένα εικοσιτετράωρο το πολύ. «Τα χρόνια, βλέπετε, δεν βοηθούνε».
Η Εργίνη με κοψιά και στήσιμο μόνιμου λοχία τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα για τη διπλή βλασφημία. Πρώτον η Ασπασία είναι δεσποινίς, αλλά και για τον υπαινιγμό της ηλικίας που ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ο παλιός οικογενειακός τους γιατρός που σεβότανε τον άγραφο νόμο να αναφέρονται ηλικίες και ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος και από τον μακαρίτη τον πατέρα τους. Τι να περιμένεις απ’ αυτούς τους ανίδεους νέους επιστήμονες; Λες κι είναι δυνατό να χαθεί η αδελφή Ασπασία σαν να ’ταν ο πρώτος τυχών. Ποιος θ’ αποφάσιζε για την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών και ποιος θα εμφανιζόταν σαν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη την έξοδο απ’ όπου έφυγε πριν λίγο ο γιατρός, αγανακτισμένη για την ιεροσυλία που ξεστόμισε. Ποια ήταν η Ασπασία για να πεθάνει όπως όλοι; Η Ασπασία που τη σεβόταν όλο το Νεοχώρι και που διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τον ίδιο κλονισμό είχαν ζήσει και με το θηριώδη πατέρα πού, αφού αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε η  Ασπασία πως ένας Φτενούδος δεν πεθαίνει έτσι έτσι και πως θα νικούσε καθώς κι ο Διγενής το Θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτενούδος δεν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Και είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, αλλά κανείς δεν έμαθε από τι έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε η μητέρα, μ’ όλο το σεβασμό, να καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σαν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ’ από τ’ αγκαθωτά άσπρα γένια του τα βρώμικα κίτρινα δόντια του, «δεν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη να μου παραστήσει τον πολύξερο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια.
Δεν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οι κόρες του, σίγουρες για την παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν όταν φώναξε η μάνα τους, «ο πατέρας σας πέθανε». Έτρεξαν όλες κι έσκυψαν πάνω από το ακίνητο πτώμα, βέβαιες ότι αντίκρυζαν μια ανωμαλία της ζωής. Στα μάτια ολονών τους διάβαζες την ίδια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενούδος;
Δυσκολεύτηκαν για καιρό να παραδεχτούν το θάνατό του. Όχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τους ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο από την τρομάρα. Και τώρα τρόμαζαν για την ανατροπή του. Τον ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο και πολύ καιρό μετά το θάνατό του κοψοχολιάζανε μπας και κάποια στιγμή εκτιναχτεί από τον τάφο του — καθώς του άναβαν το καντήλι — και τους ζητούσε το λόγο, για το πώς όντας κατώτερές του τολμούσαν να επιζούν με τέτοιο θράσος και υγεία προσβάλλοντας τον ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν στην ιδέα πως δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας την εξουσία του αψηφώντας τον.
Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη που αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα καί κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα που δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πως οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τους κακόμοιρους τους ζωντανούς και πως η ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενούδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιους και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά.


σελ. 7-10


Κάθε απόρριψη παιδιού Καιάδας είναι



   




Μεγάλωσε δεμένη στενά με τη συνομήλική της κόρη του Μερίτ πασά διοικητή της επαρχίας. Όλους τους θερμούς μήνες ήταν μόνιμα καλεσμένη στο θερινό σπίτι του, στο διπλανό χωριό όπου παίρνανε και οι δυο νεαρές μαθήματα πιάνου, γαλλικών και αργαλειού. Η σχέση ανάμεσα στον πατέρα της τον άρχοντα Χατζηγιάννη και τον πασά χρονολογούνταν πριν τη γέννησή της, γιατί άρεσαν ιδιαίτερα στον πασά οι διανοούμενοι Ρωμιοί. Και ο πατέρας της ήταν απόφοιτος της Ιερατικής Σχολής της Χάλκης, αυστηρός κι αυτός, αλλά μειλίχιος κι εξευγενισμένος. Η Εριφύλη δεν συγχώρεσε ποτέ τη μάνα της που μες στον πανικό της για τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της την έδωσε πριν συμπληρώσει τα δεκάξι της στον Φτενούδο με τη μεγάλη κτηματική περιουσία.
Τα κορίτσια ξεφώνιζαν ακόμη στην αυλή ενθουσιασμένα από τα αγγελάκια με τα κρίνα που ανακάλυπταν στο υπέρθυρο. Ξεσηκωμένο από τις φωνές και τα χάχανα ξεπρόβαλε στη σκάλα το Τέρας. Με άγρια πυκνά κατάμαυρα μαλλιά, φυτρωμένα όρθια πολύ χαμηλά στο μέτωπο, σχεδόν πάνω από τα φρύδια, με δυο ολοστρόγγυλα όμοια με μικροσκοπικά λαμπιόνια ομιλούντα μαύρα μάτια, αραιά μαύρα μουστάκια, ίδια με τους φαβορίτες που πλαισίωναν το πρόσωπο. Όταν γεννήθηκε πέντε χρόνια πριν την Ερατώ, βύθισε την οικογένεια σε πένθος. Η Εριφύλη δεν δέχτηκε καμιά επίσκεψη ούτε γειτόνισσα με το πρόσχημα ότι μητέρα και νεογέννητο προσβλήθηκαν από ίκτερο. Κι ήταν πράγματι κιτρινιάρικο και καχεκτικό παρ’ όλο που η μαμή βεβαίωνε την Εριφύλη πως το παιδί ήταν μια χαρά, όσο για τα μαλλιά ήταν της κοιλιάς και θα πέφτανε όλα με τον καιρό. Αλλά η μάνα του υπέφερε τόσο που ορκίστηκε να μην ξαναγεννήσει. Όταν το θήλαζε το σκέπαζε πάντα με μια πετσέτα κατάλευκη για να μην το βλέπει. Το παιδί περπάτησε χωρίς τίποτα ν’ αλλάξει. Με τα μικροσκοπικά του ποδαράκια και χέρια ανάλογα μεγάλωνε ξένοιαστο, πανάσχημο, κρεμασμένο στα δέντρα του κήπου και βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Βιάστηκαν να το βαφτίσουν γιατί ελπίζανε πως γρήγορα θα πεθάνει. Και τ’ όνομα αυτής Πηνελόπη που αμέσως το ξέχασαν όλοι. Εκτός από την Ερατώ, που μικρό ακόμη ψέλλιζε τ’ όνομα, μια και οι δυο παίζανε συχνά μαζί. Όταν όμως έφτασε στα έξι, διατηρώντας πάντα το μικροσκοπικό του ανάστημα, που δεν ξεπέρασε ως τα γηρατειά τους ενενήντα πόντους και το ίδιο μαλλιαρό πρόσωπο, έγινε οικογενειακό συμβούλιο από τους τρεις, Μιχαήλο, Εριφύλη και την πρωτοκόρη Ασπασία. Η τελευταία δήλωσε τελεσίδικα πως η οικογένεια ενός Φτενούδου δεν επιτρέπεται να εκτεθεί στην κοινωνία αποδεχόμενη πως εγέννησε παρόμοιο τέρας, όταν κυρίως υπάρχουν κορίτσια σε ώρα γάμου, οπότε αποφασίστηκε ομόφωνα να το αποσύρουν από την κυκλοφορία, όχι των δρόμων στους οποίους δεν εθεάθη ποτέ, αλλά και αυτού του σπιτιού. Το Τερατάκι περιορίστηκε στον οντά αδιαμαρτύρητα όπου κοιμόντουσαν και τρεις από τις αδελφές του. Εκεί του πήγαιναν το φαγητό του και κατέβαινε μόνο σαν σκοτείνιαζε από το πίσω πορτοπούλι για να κατουρήσει, μια και το αποχωρητήριο βρισκόταν εκτός του σπιτιού. Τότε ήταν ελεύθερο να μείνει στον κήπο όσες ώρες γούσταρε μια και δεν ήταν ορατό από τους γειτόνους ή τους σπάνιους περαστικούς. Αν κοιμόνταν όλοι και οι πετρόλαμπες του σπιτιού είχαν σβήσει, ανάστρεφε το κεφάλι ανάποδα για ν’ αντικρύσει τον ουρανό. Με την μπάσα φωνή του έδινε μια δική του ερμηνεία, στ’ άστρα που λάμπανε, «θε ’ναι άλλες λάμπες σ’ άλλο χωριό», έλεγε. Κλεισμένο στον οντά έμαθε να κάνει σπάνια χειροτεχνήματα από ξεραμένες φτέρες. Είχε ωστόσο πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο, αν και άκουε όλους τους ήχους της γης κι όλες τις συζητήσεις των δικών της. Μέσα στη σιωπή έφτιαξε μια συναρπαστική μυθολογία που μάγευε την Ερατώ όταν χρειάστηκε κάποτε να συμβιώσουν οι δυο τους.
Ύστερα απ’ αυτή την άδικη δοκιμασία της μοίρας πέντε χρόνια μετά γεννήθηκε ο ξανθογάλανος άγγελος η Ερατώ και σταυροκοπήθηκαν όλοι για το θαύμα. Μόνο η Εριφύλη που είχε ορκιστεί να μην ξαναπιάσει παιδί δεν μπορούσε να εξηγήσει τη θεία βούληση. Γιατί ’ταν βέβαιη πως το Τέρας ήταν αποτέλεσμα της σιχαμάρας και της αηδίας που της προκαλούσε ο άνδρας της, με το πέρασμα των χρόνων, όταν έπεφτε απάνω της. Και μήπως την Ερατώ τη συνέλαβε με διαφορετικά αισθήματα για τον Μιχαήλο; Ή μήπως είχε πάψει ν’ αμαρτάνει αν και παραδέχτηκε την άποψη της Ασπασίας να καταδικάσουν το άμοιρο το Τέρας στον Καιάδα; Τι άλλο ήταν ο όντας που το φυλακίσανε; Κάθε απόρριψη παιδιού Καιάδας είναι. Και να η ντροπή της να μην τολμά να κοιτάξει το Τέρας κατάματα και να οι εφιάλτες της να περιμένει τις νύχτες ν’  ακούσει το κλάμα του, μα το παιδί δεν έκλαψε ποτέ σαν όλα, γιατί το ’ξερε, από μόνο του, πως δεν υπήρχε γι’ αυτό αγκαλιά να το νανουρίσει. Και δεν ήταν ποινή και καταδίκη για την πρωτοκόρη της που ’κλεισε τα τριάντα χωρίς να βάλει στεφάνι.


σελ. 16-19


Ο θύτης δεν θα ’φευγε αν δεν έπαιρνε μαζί του το θύμα







Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο που φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες που πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης, ακατάστατα φυτρωμένα δημιουργούσαν έναν φράχτη που απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοερειπωμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν’ αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές και αθόρυβες φιγούρες, μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη του σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και η σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων που δεν ζουν τόσο, όσο κι αν δεν έζησαν ποτέ. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής που αγωνιζόταν να επαναληφθεί. Η αχαμνή φωτιά του τζακιού όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε την άρρωστη που ξεψυχούσε. «Πού είσαι; Πού είναι;» ακούστηκε ξάφνου να ρωτά. Η Εργίνη έτρεξε κοντά της. Οι δυο άλλες, η Αικατερίνη και η Ερατώ, στάθηκαν στο κατώφλι, για να μην αποκαλυφθεί η παρουσία τους στην ετοιμοθάνατη. Τις είχε κρυφά ειδοποιήσει η Εργίνη πως η Ασπασία ήταν στα τελευταία της.
«Μ’ αφήνετε να πεθάνω μόνη μου», άκουσαν την Ασπασία να λέει.
«Αφού μας σκότωσε όλες», ψιθύρισε η Ερατώ στο αυτί της Αικατερίνης. Και πάλι ακούστηκε η ξεπνεμένη φωνή της... «καμιά σας δεν προθυμοποιήθηκε να διαμαρτυρηθεί για το θάνατό μου...» Η Ερατώ χαμογέλασε και ψιθύρισε ξανά, «η Βυζαντινή αυτοκράτειρα περιμένει ομαδικούς θανάτους στα πόδια της σε ένδειξη διαμαρτυρίας... Ντρέπομαι, Αικατερίνη, μα δεν λυπούμαι καθόλου. Ούτε και χαίρομαι. Ό,τι κακό ήταν να μου κάνει, το ’κανε. Δεν έχει πια τι να εξουσιάσει απ’ όλες εμάς τις γριές... Εδώ μέσα σ’ αυτό το περβόλι αγαπιόμουνα κι αγαπούσα. Έβλεπα τη ζωή ένα ρόδινο πανηγύρι. Πόση βία μπορεί να εξασκήσει κανείς στη ζωή των άλλων! Ίσως ν’ άξιζε τον κόπο να παίξει κάποιος μια φάρσα έτσι σαν φωνή θριάμβου, πεθαίνω από τη χαρά μου πως ο τύραννος πέθανε. Τώρα που δεν έχω πια καμιά ελπίδα ούτε και μπορώ να πάρω πίσω την πανέμορφη νιότη μου, τον πανέμορφο έρωτά μου. Ένας τελευταίος σαρκασμός γι’ αυτή τη λάμια που σκότωσε τέσσερις ανθρώπους, τη μάνα μας, την Εργίνη, την Πηνελόπη και μένα, ένα φτύσιμο στη μούμια που μας αφάνισε. Ναι, το μπορώ», είπε και χάθηκε στη σκοτεινή είσοδο του υπογείου. Εδώ, εδώ, στο ερωτικό μου λίκνο. Πήρε το σκοινί κι ανέβηκε στο γείσο του πατητηριού, απ' όπου πέρασε την άκρη στο δοκάρι. Κατέβηκε αλαφριά καί τοποθέτησε το σκαμνί κάτω από τη θηλιά που έφτιαξε. Έσφιξε καλά τον κόμπο και κει, ανεβασμένη στο σκαμνί, πέρασε το κεφάλι της μέσα στη θηλιά. Έμεινε ακίνητη με τα σκούρα γαλάζια μάτια της καρφωμένα στην οροφή. Τα πόδια της βάρυναν μονομιάς σαν μολυβένια και δεν κινούνταν για να κλωτσήσει το σκαμνί. Ο πόνος εκείνος, το άγριο χέρι που ’σφιγγε το στήθος της από τις νύχτες των βιασμών του Τάγαρη, ξαναγύρισε στην καρδιά της. Ένα υπόκωφο μουγκρητό ακούστηκε από την κουζίνα και η Εργίνη έτρεξε στο υπόγειο με την Πηνελόπη πίσω της. Ανέβηκε γρήγορα στο γείσο του πατητηριού κι έβγαλε τη θηλιά από το λαιμό της λαχανιάζοντας. «Δεν χρειάζεται πια, κατέβα, η αδελφή Ασπασία πέθανε», είπε με την απάθεια που μιλούσε για όλα. Στάθηκαν για λίγο πρόσωπο με πρόσωπο. Ένας τελευταίος πόνος μαχαίρωσε τα στήθια της Ερατώ κι ανέβασε δάκρυα στα μάτια της. «Αυτό απαγορεύεται στην οικογένειά μας», τόνισε η Εργίνη επιτακτικά και η Ερατώ σωριάστηκε στα πόδια της. «Ερατώ, Ερατώ», αλλά η Πηνελόπη είχε πέσει απάνω της κι έκλαιγε μουγκρητά, όπως και γελούσε.
«Συγκοπή», είπε ο γιατρός δέκα λεπτά αργότερα. Είχε παραπονεθεί ποτέ για την καρδιά της; «Ποτέ», βεβαίωσε η Αικατερίνη.
Τις κήδεψαν μαζί και τις έθαψαν σε δυο κολλητούς τάφους. Ο θύτης δεν θα ’φευγε αν δεν έπαιρνε μαζί του το θύμα έτσι κι αλλιώς. Ανάμεσα στους δύο τάφους στήθηκε ένας σταυρός. Ενθάδε κείνται αι  δύο αδελφαί Ασπασία και Ερατώ Φτενούδου αποθανούσαι ταυτοχρόνως την 19ην  Οκτωβρίου 1977.




σελ. 168-171


Έκανα του κεφαλιού μου, κι έβγαλα τα μάτια μου



Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!... Τι πληγή είν’ αυτή που μου ’στειλες θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ως πότε θα ’μαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι, να βλέπω τη μούρη της, ν’ ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν απαλλαγώ απ’ αυτό το έκτρωμα της φύσεως, που μ’ άφησε ο πατέρας της για να μ’ εκδικηθεί – που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ’ άφησαν να κάνω την έκτρωση!...
Μα γιατί τους βλαστημάω; Δε ζούνε πια. Ούτε φταιν’ εκείνοι. Φταίω εγώ που τους άκουσα. Σε τέτοια ζητήματα πρέπει ν’ ακούει κανείς μόνο τον εαυτό του, κανέναν άλλον!... Όσο ήταν μικρή, παρηγοριόμουνα με τη σκέψη πως, μεγαλώνοντας, θ’ άλλαζε. «Θ’ αλλάξει!» έλεγα. «Θα στρώσει. Στο κάτω της γραφής, αργά ή γρήγορα, μια μέρα θα παντρευτεί. Θα τη φορτωθεί άλλος στην καμπούρα του.» Μα δε βαριέσαι! Άδικα ήλπιζα. Όπως παν’ τα πράματα, μου φαίνεται πως θα μείνει γεροντοκόρη. Και πώς να μη μείνει γεροντοκόρη τέτοια που είναι; Αχ, ας όψεται εκείνο το τέρας, η Ερασμία, που την κατέστρεψε με τις κατηχήσεις της. Ποιος άντρας θα γυρίσει, σας παρακαλώ, να την κοιτάξει ερωτικά έτσι που ντύνεται, έτσι που φέρεται, έτσι που μιλάει; Ποιος σοβαρός άνθρωπος θα δεχτεί να την κάνει μητέρα των παιδιών του μ’ αυτές τις γελοίες ιδέες που έχει, με τις νευρώσεις που έχει, με το έκζεμα που το ξύνει συνεχώς και δεν τ’ αφήνει να κλείσει; Θα μείνει δυστυχώς στο ράφι, και δεν ξέρω η έρμη ποια απ’ τις δυο μας να λυπηθώ περισσότερο: τον εαυτό μου ή εκείνην; Γιατί, ό,τι κι αν λέω, κακά τα ψέματα. Μάνα της είμαι και την πονάω.
Μα πονάω και τον εαυτό μου. Κάθε φορά που με συγχύζει, με τρελαίνει ο πόνος του έλκους. «Αφού σ’ έκανε ο θεός άσκημη», της λέω, «ντύσου τουλάχιστον λιγάκι πιο φανταχτερά, μπας και ξεγελάσεις κανέναν!» Μα δυστυχώς δε μου ’μοιασε ούτε σ’ αυτό. Δε θέλω να πω πως είμ’ όμορφη. Μα έχω αέρα. Ήξερα πάντα να ντύνομαι. Στην ηλικία της έπιανα πουλιά στον αέρα. Περνούσα και γύριζαν τα κεφάλια των αντρών, όπως γυρίζουν τα ηλιοτρόπια στον ήλιο. Δεν ήμουνα σαν κι αυτό το σαμιαμίδι! Ήθελα να ’ξερα σε ποιον διάβολο έμοιασε. Σε μένα δεν έμοιασε, στη γιαγιά της δεν έμοιασε, στον παππού της καθόλου, στον πατέρα της ακόμα λιγότερο. Μπορεί να ’ταν παλιάνθρωπος, μπορεί να ’ταν αυτό που ήταν, αλλ’ ήταν άνθρωπος του κόσμου. Ήταν όμορφος – πιο όμορφος απ’ ό,τι έπρεπε…
Όχι, δεν είμαι όμορφη! Μα ξέρω να ζήσω. Ποια γυναίκα στην ηλικία μου θα βαστιόταν τόσο καλά, όσο βαστιέμαι εγώ; Όλες μου οι φίλες κι όλες μου οι συμμαθήτριες απ’ τ’ Αρσάκειο έχουν γεράσει. Τις βλέπω στο δρόμο και τρομάζω. Είναι κιόλας γιαγιάδες!... Όχι επειδή έχουν εγγόνια – η Ιουλία δεν έχει εγγόνια – αλλ’ επειδή παραμέλησαν τον εαυτό τους. Αφέθηκαν και γέρασαν. Το σώμα δε γερνάει, αν δε γεράσει πρώτα η καρδιά. «Ας κάνουν οι κόρες μου λούσα!» σου λέει. «Ας πάνε τα παιδιά μου στους χορούς και τις διασκεδάσεις! Εγώ τα ’φαγα πια τα ψωμιά μου!» Μα το λένε, γιατί έχουν παιδιά που αξίζουν κάθε θυσία. Δεν έχουν τη Μαρία! Δεν ξέρουν τι θα πει να ’χεις κόρη τη Μαρία, και γι’ αυτό δεν τις αδικώ που με  μέμφονται ότι ξαναπαντρεύτηκα, αντί να κοιτάξω να την παντρέψω. Δεν  ξέρουν ότι την εποχή που απεφάσισα να κάνω το σάλτο να πάρω το Θόδωρο, ζύγισα όλα τα υπέρ και τα κατά. Η Μαρία, είπα με το νου μου, είναι σαν το ναυαγό που πνίγεται… Αν κάνω πως πάω κοντά της να τη σώσω, θα με παρασύρει και μένα στον πάτο. Ας σωθώ εγώ τουλάχιστον, για να της δώσω τον καιρό να μεγαλώσει λιγάκι, να ωριμάσει κάπως. «Πάντρεψέ την», μου ’λεγαν όλες, «και να δεις πως θα γίνει αγνώριστη.» Να την παντρέψω εγώ; Ανημποριά έχει να βρει μόνη της γαμπρό; Εγώ πρέπει να της τον φέρω στο πιάτο; Εμένα στην ηλικία της με φλερτάριζαν δέκα άντρες συγχρόνως. Όπου πήγαινα κρεμόντουσαν απ’ τη φούστα μου. Σ’ όποιον να ’λεγα «σε παίρνω», θα ’τρεχε με τα τέσσερα!... Πώς έκανα – θα μου πείτε – τη στραβωμάρα να πάω να πέσω απάνω στο Φώτη, αυτό είν’ άλλη ιστορία. Προτιμώ να μην το θυμάμαι, γιατί συγχύζομαι περισσότερο. Ίσως – λέω καμιά φορά με το νου μου – να ’ταν γραφτό απ’ το θεό να τον πάρω για να τραβήξω όσα τράβηξα. Γραφτό να γεννήσω αυτή τη Μέδουσα!... Άλλες πάλι φορές σκέπτομαι πως δε φταίει ούτ’ ο θεός, ούτε η μοίρα. Εγώ φταίω, κανείς άλλος! Ήμουνα πεισματάρα και πάτησα πόδι. Είπα «θα τον πάρω» και τον πήρα. Από ένα πείσμα. Ακριβώς επειδή δεν τον ήθελε κανένας απ’ τους δικούς μου. Ούτε κι αυτός ο συχωρεμένος ο μπαμπάς, που ήταν πάντα τόσο επιφυλακτικός στις κρίσεις του. Δεν εννοούσα να τους αφήσω ν’ ανακατευτούν ακόμα μια φορά στις υποθέσεις μου και στη ζωή μου, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν. Αρκετό κακό μου ’χαν κάνει με τις ανακατωσούρες τους στην περίπτωση του Αργύρη. Δεν ήμουνα πια δεκαοχτώ χρονών, όπως άλλοτε. Ήμουνα εικοσιεφτά. Ήμουνα αυτεξούσια κι αποφασισμένη να κάνω του κεφαλιού μου. Έκανα του κεφαλιού μου, κι έβγαλα τα μάτια μου!...


σελ. 9-11