Η κυρία Φρίμαν δεν ονειρεύεται

Και δε βλέπω γιατί να φύγουμε από την Άνδρο και να πάμε σε κάποιο άλλο νησί. Τι ν’ αλλάξουμε και γιατί. Εδώ τα έχουμε όλα. Το δωμάτιό μας με τα καθαρά σεντόνια, με τη βεράντα, την κουζίνα μας με τα δυο ψυγεία, με το γκάζι μας, με τα παγωμένα φρούτα μας.
Μια χαρά όλα. Και από θέα το ωραιότατο λιμανάκι του Μπατσί, χωρίς τα φοβερά φεριμπότ που μοιάζουν με σκάφες. Το λιμανάκι μας γαλάζιο μέχρι πλήξης. Τότε ήταν το ίδιο, όμως μ’ ελάχιστα σπίτια. Τότε θυμάμαι ένα ξενοδοχείο μονάχα. Λίγα παράθυρα, μια ταρατσούλα. θυμάμαι, ήταν Πάσχα και μέναμε κάπου εκεί στα δεξιά, δίπλα στο φούρνο. Τότε ήταν διαφορετικά, νομίζω. Λέω τότε, αντί να πω πριν είκοσι πέντε χρόνια.
Είναι κάτι φοβερό, γιατί τα θυμάμαι όλα ακίνητα. Ακόμα και μας ακίνητους κάτω από κάτι αμμόδεντρα. Πολλά χρόνια. Ας είναι. Ήταν Ανάσταση και φάγαμε μαγειρίτσα στο μικρό εστιατόριο με τα κεριά αναμμένα... Νόστιμη ήταν, σπιτικιά, που λέμε. Όχι, δηλαδή, πως είμαι κανένας κοιλιόδουλος, λίγο φαί, αλλά καθαρό και νόστιμο. Έτσι είναι το σωστό. Μια χαρά είμαστε λοιπόν εδώ στην ωραία μας ακρογιαλιά, σχεδόν μόνοι, όπου να ’ναι τα παιδάκια θα φύγουν, δε βαριέσαι, άσ’ τα να φωνάζουν, θα φύγουν κάποτε. Έχουμε και τη φέτα μας, ν’ αγοράζεις πάντα μαλακιά φέτα, γιατί η σκληρή τρίβεται σαν ασβέστης. Έχουμε τις ντομάτες μας, το αλάτι μας, το αγγουράκι μας, το φρέσκο ψωμί μας. Τι άλλο θέλουμε. Άλλωστε, μην ξεχνάς πως νοστιμιά είναι απλούστατα η όρεξη που έχεις.
Γιατί λοιπόν ν’ αλλάξουμε νησί. Όχι, πες μου. Έχω κι εγώ αυτή εδώ τη γωνιά, όπου ξαπλώνω στη σκιά μ’ ένα στρώμα φύκια και συ πάλι απολαμβάνεις τον ήλιο και σιγοψήνεσαι όσο θέλεις. Κι έχει μια περίεργη υγρή δροσιά με μυρωδιά ιωδίου αυτή η σπηλιά. Όχι δα και σπηλιά, αλλά, ας πούμε, μια κοιλότητα βράχου και μ’ αρέσει πολύ όπως μέσα από αυτή τη σπηλιά βλέπω έξω να φλέγεται ο τόπος. Είναι ωραία που πίνω έτσι το ούζο μου. Το ούζο είναι παυσίπονο. Έτσι μου είχε πει κάποτε η κυρία Φρίμαν. Το οινόπνευμα είναι παυσίπονο. Τότε δεν έπινα. Η κυρία Φρίμαν έχει περάσει τα ενενήντα. Μια γυναίκα με φοβερή θέληση. Καθετί που δεν μπορεί να γίνει όπως το θέλει αυτή το θεωρεί σαν προσωπική προσβολή, σαν ασυγχώρητη αδικία. Γιατί όμως μίλησα για την κυρία Φρίμαν; Α, ναι. Θυμάμαι πως μου είχε πει ότι το οινόπνευμα δίνει αναστολή στο άγχος, αλλά δε θεραπεύει. Και είχε δίκιο.
Έχεις, ας πούμε, ανησυχία, τέλος πάντων δεν αισθάνεσαι καλά με τον εαυτό σου ούτε με τους ανθρώπους, γενικά δεν αισθάνεσαι καλά. Αυτά τα πράγματα δεν εξηγούνται, είναι έτσι, ή καταλαβαίνεις ή δεν καταλαβαίνεις. Παίρνεις λοιπόν ένα ποτήρι κονιάκ και το κατεβάζεις μονορούφι. Φυσικά, πριν φτάσεις σ’ ολόκληρο ποτήρι, έχεις γίνει ήδη αλκοολικός. Αυτό να λέγεται. Αισθάνεσαι σαν να κεραυνοβολήθηκες. Ένα κάψιμο απ’ το λαιμό μέχρι το στομάχι. Ένα ρίγος, κάτι σαν σπασμός. Μετά αμέσως μια χαλάρωση στο σώμα, που σε λίγα λεπτά μετατρέπεται σε ψύχραιμη ευφορία. Ξαφνικά όλα γύρω σου αποκτούν μια εκπληκτική διαύγεια. Μια ένταση, αλλά κυρίως διαύγεια και μεγέθυνση. Μαζί όμως μ’ αυτή την καθαρότητα έχεις και μια εύθυμη διάθεση. Αποκτάς, θα έλεγα, μια καλοσυνάτη υπεροχή. Όλα είναι φιλικά και τεμπέλικα. Υπάρχει μέσα σου κάτι μεταξύ αδιαφορίας και μεγάλης τρυφερότητας για όλους και για όλα. Ακόμα και τον εαυτό σου τον παρακολουθείς με συμπάθεια, σαν κάτι ξένο, τον βλέπεις από κάποια απόσταση, σαν να είσαι εσύ ασφαλισμένος κι αυτός κάπου μόνος του κι εκτεθειμένος.
Αυτή η ευδαιμονία μπορεί να διαταραχτεί από το παραμικρό. Ξαφνικά θυμάσαι πως κάποια μέρα, πριν τρία χρόνια, συνάντησες κάποιον παλιό φίλο, που μέχρι να πεθάνει στα πενήντα πέντε του χρόνια από εγκεφαλικό, κατάφερε να γίνει τα πάντα, από κομμουνιστής μέχρι ορθόδοξος χριστιανός και μάλιστα να έχει θέση στην Αρχιεπισκοπή. Κυκλοφορούσε τώρα ντυμένος στα σκούρα, χειροφιλήματα στους παπάδες, ακόμα και η φωνή του άλλαξε, έγινε που λες μελωδική, ψευτοτρυφερή, σαν να μιλούσε σε πονεμένους, σε ετοιμοθάνατους και ήταν μια λέρα, τι να σου πω, μια εξαίσια λέρα, σπάνια να συναντήσεις έναν τέτοιον άνθρωπο στη ζωή σου, γιατί ήταν ευφυής, χωρίς όμως ταλέντο για μεγάλες απάτες, χωρίς φαντασία, να μικροβολευτεί ήθελε όλο κι όλο. Τον συναντώ, που λες, λοιπόν, γεια σου, του λέω με δυσφορία, αυτός εγκάρδιος, αγαπητέ Πέτρο, χαθήκαμε, μου λέει, τι αγαπητέ Πέτρο, του λέω, μήπως έγινες πατριάρχης και δεν το έμαθα. Με ειρωνεύεσαι που είμαι χριστιανός, δεν πειράζει, λέει, μια μέρα θα βρεις την αλήθεια και τότε η ζωή σου θα είναι η αγάπη για τους άλλους, γιατί μόνο αυτή μετράει. Και τώρα, που λες, χαμογέλασα και είπα, μπορεί, άντε, γεια σου. Γεια σου, μου είπε, και να ξέρεις πως η ματαιοδοξία και η απληστία δεν οδηγούν πουθενά. Πάλι χαμογέλασα κι έφυγα. Και, που λες, όταν πιεις εκείνο το ποτήρι με το κονιάκ και είσαι ήρεμος και αυτάρκης και επιεικής, ξαφνικά το αίμα σου ανεβαίνει σαν ποτάμι στο κεφάλι, μια λύσσα σε πιάνει, γιατί θυμήθηκες το φίλο που συνάντησες. Τι λες, βρε αλήτη του κερατά, σκέπτεσαι, τι λες, βρε κάθαρμα του κερατά, που χωρίς βρακί ξεκίνησες και χωρίς ποτέ σου να δουλέψεις, έτσι με το γλείψιμο και τη ρουφιανιά τα κατάφερες να έχεις έξι μαγαζιά και τέσσερα διαμερίσματα, χώρια είκοσι στρέμματα σε τουριστικές περιοχές, βρε αλήτη..., όμως δυστυχώς δεν τα είπες και τώρα αφρίζεις κυριολεκτικά. Μ’ ένα ποτήρι κονιάκ, ακόμα κι όταν δεν είσαι μεθυσμένος, παραπαίεις σε αναμνήσεις ταυτόχρονα δυσάρεστες κι ευχάριστες. Λυπάσαι για πράγματα που έκανες και άλλα που δεν έκανες, όχι όμως ψύχραιμα. Όλα μοιάζουν σαν να γίνονται τώρα. Μια απερίγραπτη κατάσταση. Αλλά ας πιω λίγο ούζο. Η κυρία Φρίμαν, που λες, από μικρή δε μετάνιωνε ποτέ για τίποτα. Το κακό και το καλό ήταν γι’ αυτή δυο διαφορετικά πράγματα. Πάντα της ήθελε το καλό το δικό της και των άλλων. Άρα πάντα είχε δίκιο. Αργότερα, όταν παντρεύτηκε το Φρίμαν και, μετά από πολλές σκέψεις, αποφάσισε πως κι ο Φρίμαν είχε σχεδόν πάντα δίκιο. Ναι, τον υπεραγαπούσε και τον εκτιμούσε σαν επιστήμονα, τον θαύμαζε για την ακεραιότητά του, αλλά σε σύγκριση μαζί της τον θεωρούσε σαν ένα πανέξυπνο μογγολάκι. Η κυρία Φρίμαν δεν ονειρεύεται. Σχεδιάζει τη ζωή της, αλλά δεν ονειρεύεται. Ας είναι.


Να της πάρω αύριο ένα τριαντάφυλλο

Καθίσανε λοιπόν σε μια γωνιά μισοσκότεινη, μ’ ένα μαρμάρινο τραπεζάκι με ξύλινη κορνίζα. Η κυρία Φρίμαν χαμογελούσε κάπως δειλά, μάλλον τρυφερά, θα έλεγα. Δεν είχε διάθεση να κάνει την έξυπνη. Κάθε άλλο μάλιστα. Φυσικά δεν παρίστανε τη μαθητριούλα, απλά έδινε την ευκαιρία στο διάσημο καθηγητή να πάρει την πρωτοβουλία. Έτσι τον κοίταζε γλυκά, αλλά με σημασία. Και να με συγχωρείς που θα σου εξηγήσω κάτι που το ξέρεις, αλλά λίγο πολύ όλα τα ξέρουμε, κι όμως δεν μπορούμε να μείνουμε βουβοί. Σου λέω, λοιπόν, πως με τα μάτια γίνεται θαυμάσια κάθε επικοινωνία και με τα μάτια μπορεί κανείς να εκφράσει όχι μόνο κάτι συγκεκριμένο, αλλά ακόμα και αφηρημένες σκέψεις. Το μάτι, που λες, μιλάει ακατάπαυστα. Και γελάω όταν βλέπω τα ζευγαράκια. Το αρσενικό λέει και λέει και τελειωμό δεν έχει, προσπαθεί να πείσει και δώστου λέει και λέει και πάλι απ’ την αρχή και εξηγεί και επεξηγεί και πάλι απ’ την αρχή, κι εκείνη τον κοιτάζει σαν να χώνεται στα βάθη της ψυχής του, σαν να νιώθει κάθε βλακεία που εκστομίζει, είτε γιατρός είναι είτε μηχανικός, αστυφύλακας, δικηγόρος, πάντα αυτός έχει δίκιο και πάντα μιλάει θαρραλέα και αυστηρά στους ανωτέρους του, που όλοι τον συγχαίρουν στο τέλος έκθαμβοι από την ανωτερότητά του. Κι εκείνη πέρα βρέχει, και πολύ σωστά η κοπέλα. Κι όπως μου είπε μια φίλη μου κάποτε, όταν οι άντρες δεν είναι ερωτευμένοι μαζί σου, δε μιλούν, παίζουν τον τοίχο· αλλά όταν είναι σοβαρά τα πράγματα, παθαίνουν λογοδιάρροια και δεν μπορείς να τους σταματήσεις με τίποτα. Αισθάνονται πως πρέπει να σε πείσουν, όταν εσύ έχεις κιόλας πειστεί, δηλαδή δεν έχεις καμιά αντίρρηση να κάνεις έρωτα μαζί τους ή και δεσμό.
Ο Φρίμαν όμως, αντίθετα, είχε ήδη εξαντληθεί στη διάλεξη κι έμεινε ανυπεράσπιστος στα μάτια που τον βομβάρδιζαν με τις γνωστές αχτίνες λέιζερ. Επέμενε λοιπόν, με το τι θέλεις να πιεις, μήπως ένα τζιν με τόνικ, μήπως πορτοκαλάδα, χόρσες νέικ, μια μπίρα, κι όλο εκείνη επαναλάμβανε ό,τι θέλεις εσύ, ό,τι πάρεις εσύ, ώσπου στο τέλος ο Φρίμαν άρχισε να τραυλίζει και παράγγειλε ουίσκι και για τους δυο, αυτή τη φορά χωρίς να τη ρωτήσει. Ο Φρίμαν πήρε ένα διπλό που το ήπιε σχεδόν μονορούφι κι αμέσως ένα δεύτερο διπλό και τέλος ένα τρίτο. Θα νόμιζε κανείς πως ετοιμαζόταν για εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς χωρίς αναισθητικό. Ήταν βέβαια ασυνήθιστος στο οινόπνευμα, έπινε μόνο τσάι με γάλα. Όσο έκανε τις μελέτες του στο σπίτι, περίπου κάθε μισή ώρα διέκοπτε τη δουλειά του και, με τη χαρά μικρού παιδιού που πρόκειται να κλέψει ένα σοκολατάκι, ετοίμαζε σχεδόν τελετουργικά το τσάι του, το έφερνε στο γραφείο, αναστενάζοντας προκαταβολικά για την ηδονή που τον περίμενε- αυτοσυγκεντρωνόταν κι έπινε την πρώτη γουλιά. Τώρα όμως, με το φοβερό οινόπνευμα έχασε τον έλεγχό του, ήταν σαν κάποιος άλλος να είχε χωθεί μέσα του. Απόκτησε μια εξωφρενική αυτοπεποίθηση, μιλούσε σχεδόν ασυνάρτητα, αλλά νόμιζε πως έλεγε σπουδαία πράγματα. Παραδέχτηκε με άνεση πως ήταν αστείος στη διάλεξη, αλλά πρόσθεσε πως μέσα στην αστειότητα αυτή κρυβόταν κάτι που τον έκανε συγκινητικό. Ξαφνικά, που λες, ξέσπασε σε καινούρια διάλεξη για τις λέξεις. Έμοιαζε τώρα σαν να είχε αντιδικία μαζί τους, σαν να ήταν θανάσιμοι εχθροί του, σαν να τον είχαν προδώσει, σαν να τον κορόιδευαν αλλάζοντας συνεχώς το νόημά τους για να τον εκθέσουν. Με λίγα λόγια, υποστήριζε πως οι λέξεις είναι ανεξάρτητες, σχεδόν σαν να υπήρχαν και χωρίς τους ανθρώπους, σαν να ήταν φαντάσματα με μαγικές ιδιότητες, πως εμείς τις ανακαλύψαμε, αλλά υπήρχαν πριν από μας.
Η κυρία Φρίμαν τα είχε λίγο χαμένα, γιατί ναι μεν καταλάβαινε πολύ καλά την απελευθερωτική δύναμη του έρωτα, αλλά δεν είχε ιδέα για την τρομερή δύναμη του οινοπνεύματος. Έβλεπε το Φρίμαν σαν ένα μαχητικό, επιθετικό άντρα γεμάτο θέληση. Τώρα τον άκουγε κατάπληκτη να λέει πως οι λέξεις δεν έχουν παρά το νόημα που τους δίνουμε, διαγράφοντας δηλαδή όσα είχε πει προηγουμένως κι έφερνε για παράδειγμα τη λέξη «έθνος», που στους αρχαίους Έλληνες σήμαινε κάτι σαν είδος. Έθνος μελισσών, έθνος γαλών, κτλ. Μετά, πάλι, η λέξη εθνικός ήταν υβριστική, γιατί πήγαινε να πει ειδωλολάτρης. Στη συνέχεια, η λέξη «έθνος» απόκτησε αξιοπρέπεια, γιατί ταυτίστηκε με τη γαλλική νασιονάλ και με τον πατριωτισμό. Τελευταία, βέβαια, ξανάγινε και πάλι, τουλάχιστο για πολλούς, υβριστική, γιατί ταυτίστηκε με το στενό σοβινισμό. Κι όσο μιλούσε, της είχε αρπάξει το δεξί χέρι σαν να ήθελε να το αποσπάσει από τον καρπό και να το πάρει μαζί του σαν αναμνηστικό. Ο ίδιος όμως αισθάνθηκε ν’ αδειάζει κι έριξε μια ματιά έξω.
Τα κίτρινα φώτα για την ομίχλη είχαν ανάψει. Ναι, είχε μια ομίχλη διάχυτη, ελαφριά και διάχυτη. Κι αυτή τη στιγμή μου φαίνεται αστείο να λέω πως είχε ομίχλη, μέσα σ’ αυτή την εκτυφλωτική λιακάδα και τη ζέστη, στα καθαρά νερά και στην ωραία σπηλιά μου κι αισθάνομαι πως θα μείνω εδώ για πάντα και θα μιλώ ατέλειωτα.
Τότε, λοιπόν, ο Φρίμαν σταμάτησε ευτυχισμένος κι ελαφρά κουρασμένος, αλλά βέβαιος πως έκανε το καθήκον του. Η κυρία Φρίμαν τού άγγιξε τρυφερά το χέρι. «Πηγαίνουμε», του είπε, «τι λες». Ο Φρίμαν με υψωμένη τη λευκή σημαία την ακολούθησε μέχρι το σπίτι της. Εκείνη τον φίλησε σαν με φτερό στα χείλη κι εξαφανίστηκε κλείνοντας αργά την πόρτα.
Ο Φρίμαν περπάτησε μέχρι το κρεβάτι του σαν υπνοβάτης. Γδύθηκε ξένος απ’ τον εαυτό του, πέταξε τα ρούχα του στο πάτωμα, αυτός ο τυπικός, ο άνθρωπος που κάθε αταξία κυριολεκτικά τον πλήγωνε, τώρα όμως ήταν αδιάφορος. Βιαζόταν να κάνει κάτι, αλλά δεν ήξερε τι και ξαφνικά αισθάνθηκε — αυτή είναι στην κυριολεξία η λέξη — αισθάνθηκε, λέω, πως δε σκεπτόταν, πως δεν μπορούσε να συγκροτήσει φράσεις που να έχουν κάποιο νόημα. Μέσα του έρεαν αισθήματα (διαθέσεις;), ρεύματα επιθυμιών ανέκφραστων, κάτι σαν τρόμος ήταν μέσα του, μια επανάσταση ίσως του πειθαρχημένου στρατού των λέξεων, οι στρατηγοί του τον έβριζαν με χειρονομίες, τα ρήματα, τα επίθετα παράτησαν τ’ άλογα κι έπεσαν στον ύπνο, και το πεζικό, εκείνα τα ασήμαντα συνδετικά, δραπέτεψαν και χάθηκαν σε βουνά, σε θάλασσες με ζεστά καλοκαίρια, σε κάτι νεανικά φιλιά, γίναν όλα εικόνες χωρίς συνέχεια και χωρίς τύψεις, διασκέδαζαν ελεύθερα κι ευτυχισμένα. Κάτι προσπάθησε να τακτοποιήσει ο Φρίμαν, ν’ ανακαλέσει στην τάξη, κάτι να εξηγήσει, «είμαι λίγο πιωμένος», πήγε να δικαιολογηθεί για να συγκεντρώσει τη διαλυμένη στρατιά, που τόσα χρόνια με αυταπάρνηση συγκροτούσε, αλλά η επανάσταση είχε επικρατήσει, γιατί άκουσε με φρίκη μέσα του την απαράδεκτη φράση για επιστημονικό δάσκαλο και μάλιστα γλωσσολόγο: «Άντε γαμήσου, βρε μαλάκα, και πολύ το σπουδαίο μας κάνεις».
«Ορίστε μας», σκέφτηκε, «άντε τώρα ν’ αποδείξεις πως υπάρχει θεός, δικαιοσύνη, αλήθεια, συνέπεια και συνέχεια, αιτία και αιτιατό. Άντε ν’ αποδείξεις πως είσαι ένας λογικός άνθρωπος που ξέρει γιατί ζει - και γιατί όχι - γιατί πεθαίνει.» Έπεσε με τα μούτρα στο κρεβάτι και το μόνο που πρόφτασε να σκεφτεί ήταν: «Να της πάρω αύριο ένα τριαντάφυλλο... θα καταλάβει...»


Έτσι ήθελε

Όπως σου έλεγα, λοιπόν, μόλις παντρεύτηκαν αγόρασαν το σπίτι όπου αργότερα πέθανε ο άντρας της. Τότε ο Φρίμαν, σε μια αισιοδοξία ακράτητη, επένδυσε όλες του τις οικονομίες σ’ αυτό το σπίτι. Στον πρώτο όροφο ήταν το σαλόνι, η κουζίνα — ανατολική κι ευρύχωρη — κι ένα ακόμα δωμάτιο που έγινε το γραφείο του Φρίμαν. Ωραίο φωτεινό δωμάτιο που έβλεπε στον ήρεμο κηπάκο. Το σαλόνι, όπως το λέμε εμείς οι Γάλλοι, είχε ένα μεγάλο κι ωραιότατο τζάκι, με πλακάκια πολύχρωμα, μ’ εξωτικά πουλιά και πολύπλοκα φυτά, ένα τζάκι που ποτέ δεν το είδα αναμμένο, γιατί τότε που επισκεπτόμουνα την κυρία Φρίμαν είχε ήδη τοποθετήσει μέσα μια ηλεκτρική θερμάστρα. Όχι από κακογουστιά, απλούστατα είχε γεράσει και κρύωνε. Στο δεύτερο όροφο ήταν τρία υπνοδωμάτια. Το ένα του ζευγαριού με δικό του λουτρό, τ’ άλλα δύο επένδυση για το μέλλον, για κάποια παιδιά δηλαδή.
Τα ερωτικά του ζευγαριού είχαν συντηρητικό χαρακτήρα. Ο Φρίμαν, αν κι ερωτικός, ήταν περισσότερο εγκεφαλικός. Είχε κάποια φοβία ή ενοχή όταν έκανε έρωτα. Επιθυμούσε έρωτα, αλλά αθέλητα αισθανόταν ανακούφιση όταν τελείωνε. Φαίνεται πως κάπως είχε συνδέσει την ερωτική πράξη με τα ούρα και τα κόπρανα, δηλαδή το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου ήταν το ίδιο με το σύστημα αποβολής των περιττωμάτων, κι έτσι αισθανόταν απώθηση. Του άρεσαν τα πορνό της εποχής, κάτι κάρτες με γυναίκες ημίγυμνες, παχουλές κι ασπρουλές, με το ένα στήθος γυμνό και στο χέρι να κρατούν συνήθως ένα μαντίλι σε προσποίηση αποχαιρετισμού θαυμαστών. Μάζευε τέτοιες κάρτες, αθώες γενικά. Πάντα, όμως, επιθυμούσε το σώμα της κυρίας Φρίμαν. Το επιθυμούσε με πάθος, αλλά και το φοβόταν.
Τη γνώρισα μεγάλη και φυσικά δεν κατάλαβα τι στο διάβολο βρήκε σ’ αυτό το μισοκατεστραμμένο σώμα, τι πάθη γεννούσε αυτό το σεληνιακό πρόσωπο, το σβησμένο βλέμμα, προσπαθούσα να καταλάβω πώς αυτό το γερασμένο κορμί ακκιζόταν σαν να ήταν κοριτσάκι. Δεν ξέρω, μου φαινόταν σαν ν’ άνοιξαν οι τάφοι, να βγήκαν οι μισολιωμένοι νεκροί ή οι σκελετοί και να κυκλοφορούσαν κρυμμένοι κάτω από πέπλα, τάχα ζωντανοί. Το γεγονός πάντως παραμένει πως κι οι δυο τους είχαν αγαπήσει πολύ τον εαυτό τους.
Όμως, το θέμα μου δεν είναι αν ο Φρίμαν αγάπησε ή όχι το σωματικό ερείπιο που σου έλεγα, ούτε στο κάτω κάτω έχει κανένα ενδιαφέρον η ερωτική ζωή του ίδιου που πέθανε ξαφνικά από εγκεφαλικό επεισόδιο μια ηλιόλουστη και ήσυχη κατά τα άλλα μέρα.
Είχε, λοιπόν, τελειώσει το πρωινό του στη λιακάδα της κουζίνας και ψιλοδιάβαζε την εφημερίδα του. Πού και πού αν έβρισκε κάτι χαριτωμένο το μετέφερε στην κυρία Φρίμαν που με προσοχή βουτύρωνε την τελευταία της φέτα. Ξαφνικά ο Φρίμαν σηκώθηκε βιαστικά κι όρμησε στην τουαλέτα. Η κυρία Φρίμαν ήπιε μια γουλιά καφέ κι άκουσε ένα γδούπο. «Σου είπα να μην ανεβαίνεις πάνω στη λεκάνη», φώναξε θυμωμένη κι έτρεξε. Άνοιξε την πόρτα και τον βρήκε διπλωμένο πάνω στη λεκάνη με το παντελόνι του κατεβασμένο. Αυτά, βέβαια, έγιναν πολύ αργότερα. Για την ώρα, το ζευγάρι έκανε έρωτα, αλλά είχε αποδυθεί σε μια φοβερή πάλη, πολεμούσαν με ευγένεια χειρούργου που σε κόβει για το καλό σου, με γενική, τοπική ή και χωρίς αναισθησία, αγωνιζόντουσαν με ευγενική λύσσα να υποτάξει ο ένας τον άλλο, να τον ξεσκίσει, να τον καταπιεί ζωντανό, ν’ αρχίσει απ’ τα πόδια και να τον ρουφήξει ολόκληρο, ήταν κανίβαλοι, σου λέω, είχαν το κρεβάτι του Προκρούστη και θέλαν να φέρουν τον αγαπημένο στα μέτρα τους, να τον καθοδηγούν, να τον σέρνουν. Ήταν τέρατα από αγάπη, σου λέω.
Πείνασα όμως, και το τυρί τελείωσε, έμεινε λίγο ψωμί, πάρ’ το εσύ. Δεν ξέρω, αλλά όταν μασάς έχω την εντύπωση πως ροκανίζεις. Τώρα όμως η κυρία Φρίμαν, σαν μια νωχελική γάτα με το ποντίκι στο στόμα της και την ουρά του να κρέμεται και να κουνιέται στα χείλη της, στόλιζε το σπίτι της με γούστο και κέφι. Συγχρόνως όμως ρίχτηκε ακάθεκτη και στη γλωσσολογία, ακόμα και στη φιλοσοφία, με τόση επιτυχία, που ο Φρίμαν δεν έκανε σχεδόν τίποτα χωρίς να τη ρωτήσει και να τη συμβουλευτεί. Η αλήθεια είναι πως η κυρία Φρίμαν είχε μια υπεροχή απέναντι στο Φρίμαν. Ήταν εκείνη που ήξερε τη φοβερή δύναμη των λέξεων πάνω στον άνθρωπο. Ο Φρίμαν σαν ειδικός ήξερε τις λέξεις, αλλά νόμιζε πως δεν έχουν αισθήματα. Μαγεμένος απ’ τις λέξεις, ξέχασε πως αυτές είχαν αξία μόνο μέσα απ’ τους ανθρώπους. Αυτό φυσικά μπορεί να είναι ένα συμπέρασμα κάπως επιπόλαιο, γιατί το Φρίμαν δεν τον γνώρισα παρά από μερικά κείμενά του και περιγραφές της γυναίκας του. Είχα καταλήξει πως αγαπούσε τη δουλειά του, αλλά δεν είχε φαντασία. Δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος. Δεν ήταν σαν και μένα, που η γνωστή φύση μου μ’ έκανε πρωταθλητή της κολύμβησης στα 100 ελευθέρας, 200 πεταλούδας, πρωταθλητή στα 1500 προσθίως και 400 μικτής, όπως και στ’ άλλα αγωνίσματα, μικτά και μη, με παγκόσμια ρεκόρ. Δε θα μπορούσε ποτέ να τρέξει το μαραθώνιο, όπως εγώ, σε μισή ώρα και τέσσερα δευτερόλεπτα, να πηδήξει με την πρώτη προσπάθεια 10 μέτρα επί κοντώ, να χορέψει το ίδιο βράδυ στο Κόβεντ Γκάρντεν με την Πλισίσκαγια το πα ντε ντε και άλλα. Τότε η Πλισίσκαγια μόλις τελείωσε το νούμερό μας, η μεγάλη Πλισίσκαγια — πριν λιποθυμήσει από την εξάντληση — γυρίζει και λέει: «Ω, Θεέ μου, δεν είναι δυνατόν, δε μου έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο. Τώρα μπορώ να πεθάνω, γιατί επιτέλους έμαθα τι θα πει χορός». Αλλά παντού διέπρεψα και πήρα Νόμπελ, μέχρι και της ειρήνης, για να καταλάβεις. Ακόμα και όλα τα Όσκαρ όλων των ειδών για όλους τους ρόλους, καλούς και κακούς, όπως και τα ειδικά έπαθλα εκατομμυρίων δολαρίων από υπερεθνικές εταιρίες και διεθνείς οργανισμούς, που αυτή τη στιγμή δε θυμάμαι. Όχι, ο Φρίμαν δεν είχε φαντασία, ήταν ένας εργάτης του λόγου. Οι λέξεις του περπατούσαν σαν πάπιες κι έκαναν συνεχώς πα πα πα... Όταν βεβαιώθηκε πως η κυρία Φρίμαν τον αγαπούσε — και βεβαιώθηκε γιατί τον παντρεύτηκε —, ξαναγύρισε στο κυνήγι της πεταλούδας, δηλαδή των μάταιων λέξεων. Το ζευγάρι ζούσε αρμονικά, αλλά στον έρωτα υπήρχαν σοβαρά προβλήματα. Όπως μου είπε η κυρία Φρίμαν — μιλώντας ακατάπαυστα χωρίς ποτέ να με βλέπει —, αντίθετα απ’ το Φρίμαν που ντρεπόταν για την ερωτική πράξη, η ίδια ήθελε να κάνει έρωτα χωρίς περιορισμούς, ήθελε να βιαστεί από μπρος και από πίσω, να φωνάξει, να χτυπηθεί, να λουστεί στον ιδρώτα και στο σπέρμα, να ξεσκίσει και να ξεσκιστεί. Όχι έτσι σεμνά και διακριτικά μέσα στα σκοτεινά, με λίγα φιλιά και ελαφρά χάδια. Όχι κάτι σαν συζυγικό καθήκον μ’ ευγένεια και στα βουβά μ’ ένα τρυφερό φιλί στο τέλος και γρήγορα στον ύπνο. Η κυρία Φρίμαν ήθελε να κάνει έρωτα ελεύθερα, όπως κανείς πίνει νερό, όπως χορεύει σε ντίσκο, όπως τρώει παγωτό μεσοκαλόκαιρο ντάλα μεσημέρι. Έτσι ήθελε.


Σιωπές θυμόταν κι όχι κουβέντες

Ξανά στο αμάξι, για ένα σερί οροπεδίων και απόκρημνων ακτών με φόντο βουνά σαν γκρίζες σουρωτές φούστες που έπεφταν ως κάτω.
Είναι κάτι δρόμοι που στρίβουν από δω, στρίβουν από κει, λες και αρνούνται να φτάσουν.
Τους χτύπησε και η ζέστη του μεσημεριού, είδαν κι έπαθαν να πετύχουν το μικρό οροπέδιο Παγωμένου, με τις δυο γειτόνισσες, Χαμομούρι και Γούρι, και τα Καμένα, μόνα, απέναντι.
Υψόμετρο εννιακόσια εβδομήντα, κάτοικοι τετρακόσιοι πενήντα. Με τριάντα έξι βαθμούς υπό σκιά και τους τρεμουλιαστούς υδρατμούς, η πρώτη εντύπωση ήταν ότι επρόκειτο για χαμάμ.
― Ένα στοπ, παρακαλώ, είπε ο Ρουσιάς και περπάτησε γρήγορα το βλέμμα του πέρα, στα διακόσια μέτρα δρόμου με τα μαγαζιά και τις φωτεινές κηλίδες των λαχανοπράσινων κουφωμάτων. Κατά τα άλλα, γκρίζα ντουβάρια και χάλαρα, σπίτια και βράχια ένα, τα ασβεστωμένα λιγοστά.
Πέρα, στο ένα χιλιόμετρο χωματόδρομου, το μισό πατρικό του, το άλλο μισό κρυμμένο από τον πρίνο.
Έδωσε στον ταξιτζή οδηγίες, έγειρε στην πλάτη του καθίσματος σα να μισοκρύφτηκε και έκλεισε τα μάτια, όχι όλα δια μιας, σκέφτηκε.
― Άντζελα, μεγάλη Άντζελα, συλλάβισε ο νεαρός και δυνάμωσε μια ιδέα τον ήχο, ήταν φανερό πως ετούτη η κούρσα του άρεσε, έπιανε κάτι μυστήριο στον τύπο του πίσω καθίσματος, που από το καθρεφτάκι τον τσάκωσε να τινάζει τα δάκρυα που τρέχανε απ’ τα κλειστά του μάτια και να στεγνώνει τα μάγουλα με τα δάχτυλα.
*-*-*-*
― Ο πρίνος.
Ο ταξιτζής πάρκαρε στη σκιά του δέντρου, το χάζεψε, έβγαλε τη βαλίτσα του Ρουσιά, που σκάλιζε το πορτοφόλι του, ορίστε, είπε και έδωσε στον νεαρό ένα μπουκετάκι δολάρια.
― Νεκτάριος Πατσουμαδάκης. Πάρε την κάρτα μου, ξέρω την Κρήτη σαν τη γυναίκα μου. Τις στροφές των Σφακιών τις παίρνω με κλειστά μάτια. Όποτε με χρειαστείς, Νεκτάριος, ρίξε ένα τηλεφωνάκι κι έφτασα ρουκέτα.
Πήρε τη στροφή, αρκεί να σ’ αρέσει η Άντζελα, τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε, φώναξε, κούνησε το χέρι του κι έφυγε αστραπή.
Ο Ρουσιάς σήκωσε τις ποδάρες του και πάτησε δυνατά το χώμα εδώ κι εκεί, το ξερό χώμα στο κατώφλι του σπιτιού του, κοίταξε τα τρία πέτρινα σκαλοπάτια, χτύπησε τα παπούτσια του κι εκεί κάμποσες φορές, στην τσιμεντένια αυλή κοπάνησε κάθε βήμα του ξανά και ξανά για να το πιστέψει, ήρθα, γύρισε και έκλεισε το μάτι στον πρίνο, ήρθα.
Η πόρτα βαμμένη στο ίδιο λαχανί, όπως παλιά, ήταν κλειστή, το κλειδί απάνω, κανείς.
Του φάνηκε πως δεν είχε δικαίωμα να μπει. Γύρισε γύρω γύρω και βρήκε πέντε ντενεκεδάκια της φυτίνης με καντιφέδες κι έναν πλίνθο. Κάθισε, πολλή δουλειά να ξαναβρείς έναν ξεχασμένο τόπο, μονολόγησε, πολλή δουλειά, κόσμος γνωστός και άγνωστος, μέρη που κάτι λένε και κάτι αποσιωπούν, μικροπράγματα του παρελθόντος και της φαντασίας που ξεπετάγονται ένα ένα και πρώτος ο πλίνθος, καφτός, που ζέστανε απότομα τον πισινό του.
Παλιά, μετά το φαΐ, ο πατέρας του έβγαινε στην πίσω αυλή, ρευόταν, έβαζε όρθιο τον πλίνθο, καθόταν, σήκωνε τα μπαντζάκια να λιάσει τα γόνατα και χανόταν στις σκέψεις του. Δεν έδινε σημασία ούτε στις κότες που τσιμπούσανε τα σουσάμια, η Αντιγόνη τους, η μεγάλη αδερφή, μετά το μεσημεριανό, τίναζε εκεί το τραπεζομάντιλο.
Σιωπές θυμόταν κι όχι κουβέντες. Οι γονείς του δεν πολυμιλούσανε. Εκείνος, για να μην της δίνει αφορμές για μούτρα κι εκείνη, για να μην του δίνει αφορμές για αγριάδες. Δεν εμπιστεύονταν τα λόγια, μήπως δεν κουμαντάρουν τη γλώσσα, μην περσέψει κάνα φάλτσο και βάλει φωτιά στα αίματα, στα αίματα εκείνου, γιατί η μάνα φούντωνε μόνο με τρίτους, αντιμέτωπη με τον άντρα της ήταν της κατάσβεσης, τουλάχιστον μπροστά στα παιδιά.
Ο Ρουσιάς θα συναντούσε όλους αυτούς που δεν τον περίμεναν. Έκλεισε τα μάτια και άφησε τα υπόλοιπα στα αυτιά του, κρωξίματα πουλιών, κουδουνίσματα αόρατων κοπαδιών, απότομες ριπές αέρα σαν μπουρίνι στο πέλαγος των βουνών και με κλειστά μάτια λοιπόν, αυτός ο ίδιος αχός, οροπέδιο Παγωμένου.


Στιβάνια και κουμπούρια τα ήθελε πάνω του

Ξεραΐλα. Χωράφια θερισμένα, χωράφια χέρσα. Δέρματα που στέγνωναν σε απλώστρες, κρανία κριαριών στους συρμάτινους φράχτες, δυο μπλε βαρέλια αλυσοδεμένα στα κλαδιά μιας ξερής συκιάς, ένας σκύλος σε κεραμίδια, άλλος σκύλος σε μπαλκόνι με την μπαλκονόπορτα κλειστή τρίτος σκύλος στην καρότσα φορτηγού, γεράκια σε πρωινή περιπολία, τόπος που την αυγή της αυγής δε σήκωνε ροζ. Ο Ρουσιάς είχε αφήσει το κρεβάτι αξημέρωτα και είχε πιάσει τους κατσικόδρομους, βαδίζοντας μέσα στο πηχτό μενεξεδί.
Δεν ήξερε αν καλώς επέστρεψε. Και δεν ήθελε να το σκέφτεται. Προχωρούσε κοιτώντας τα γύρω σαν καινούργια, κάτι η πολύχρονη απομάκρυνση, κάτι η εσκεμμένη λήθη, στη μνήμη του μερικές εικόνες είχαν ξεθωριάσει και είχαν πλακώσει η μια την άλλη σα διπλοτυπίες.
Τα βουνά είχαν αλλάξει οροπέδιο, τα οροπέδια σειρά, τα φαράγγια ονομασία, οι εκκλησίες άγιο, τα αλώνια αφεντικό. Τώρα ένα ένα έμπαιναν στη θέση τους και για τις αλλαγές έβαζε σημάδι τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, τα παρκαρισμένα τζιπ, το βενζινάδικο στον κεντρικό δρόμο και το χτίσμα με την υπερμεγέθη ταμπέλα, εντοιχισμένες κουζίνες, χρηματοδότης των Κουντουράδων η Ευρωπαϊκή Ένωση.
*-*-*-*
Ανηφόρισε στο πλακόστρωτο, άνοιξε το σιδερένιο πορτάκι και βρέθηκε στη μέση τριάντα, σαράντα τάφων, κοίταξε τα επώνυμα στους σταυρούς, οι Ρουσιάδες πλειοψηφία.
Ένας απ’ όλους ήταν του πατέρα του, έψαξε στα φαγωμένα μάρμαρα και τον εντόπισε με έναν καντιφέ να γέρνει στο αυτί του. Οίκος Μύρωνος Ρουσιά. Εφονεύθη στις 22 Μαΐου 1972. Το πορτρέτο, επιχρωματισμένη μεγέθυνση, αντίγραφο εκείνου δίπλα στο νεροχύτη της γριάς του.
Φαίνεται πως ως και η έκφραση μιας φωτογραφίας αλλάζει με τέτοια παρέα, ο πατέρας του στην κουζίνα με γυναίκα, τυρί, αλατοπίπερα και πιατοπότηρα σα να ζούσε ακόμη, στο νεκροταφείο του Παγωμένου, στον τάφο του, μες στη μυρωδιά της ταγκάδας, είχε παραιτηθεί, καθώς γύρω του μετρούσε τις ζωές που πήγαν στράφι.
― Ήρθα λοιπόν, μπαμπά, είπε ο Ρουσιάς με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, όρθιος, σα να περίμενε την άδεια για να καθίσει για πρώτη φορά στον τάφο του γονιού του.
Έσκυψε και ακούμπησε δισταχτικά το σταυρό. Σχεδόν αμέσως τράβηξε το χέρι του πίσω. Δεν άναψε το καντήλι, δεν έψαξε για καρβουνάκι, δεν κάθισε στον τάφο. Έκανε ένα τσιγάρο στα όρθια. Το χάραμα άγγιξε το νεκροταφείο, έβαψε μάρμαρα και τσιμέντα μαβιά και τα πουλιά την κοπανίσανε από τις υο μηλιές του μαντρότοιχου. Παλιά υπήρχε μια κόκκινη μουριά, αλλά όταν οι πεθαμένοι γίνανε πολλοί και οι τάφοι φτάσανε στον ίσκιο της, το καλοκαίρι πέφτανε τα μούρα στα μάρμαρα, τζάμπα οι βασιλικοί και τα γιασεμιά, οι συχωρεμένοι μύριζαν μόνο τη χλωρίνη.
Ο Ρουσιάς θυμήθηκε το τελευταίο του καλοκαίρι στο χωριό, ο χανιώτης μαρμαρογλύφος είχε έρθει με νεύρα μια Κυριακή και μόλις τελειώσανε τα μνημόσυνα, πριόνισε τη μουριά, δεν του άρεσαν τα έργα του μες στους βυσσινί λεκέδες και τα οξέα από τις κουτσουλιές των σπουργιτιών.
Έριξε κλεφτές ματιές γύρω, διάβασε όλα τα κοντινά ενθάδε κείται, Ρουσιάδες από δω, Ρουσιάδες από κει, ένας Ρουσιάς κι αυτός, ξένος, που δεν ήξερε τι γύρευε εκεί κι όμως δεν μπορούσε να ξεκολλήσει.
Είχε μάθει πως το φέρετρο του πατέρα του δεν χώρεσε να περάσει από την πόρτα, τον βάλανε σπίτι από το παράθυρο, ένας άντρας βουνό, που τώρα τον ανέφεραν στη χάση και στη φέξη. Ο ίδιος ο γιος είχε θάψει σκέψεις και αναμνήσεις. Πώς αλλιώς; Θα έπρεπε να μετράει σφαλιάρες και φαρμακερές σιωπές, τα ωχ της απογοήτευσης, όπως τα έλεγε παραπονιάρικα ο δάσκαλος ι Παπαδοσηφάκης.
*-*-*-*
Παιδιά, μόνο μια φορά τα είχε πάει στη θάλασσα, στον Ήλιγγα, η πρώτη του βουτιά στα έντεκα, η μόνη οικογενειακή εκδρομή των παιδικών του χρόνων. Η μάνα είχε μπει ως το γόνατο. Τα τρία κορίτσια είχαν μουλιάσει.
Ο πατέρας δεν είχε βουτήξει, στιβάνια και κουμπούρια τα ήθελε πάνω του ανά πάσα στιγμή, γιος να σου πετύχει, έλεγε τότε στο παιδί, ούτε να τα λαδώσεις σωστά ούτε να τα γυαλίσεις πιάνουν τα ξερά σου. Ο Κυριάκος κοίταξε καλά τη φωτογραφία. Το στόμα μυδράλιο, τα μάτια οβίδες, τα χέρια χειροβομβίδες, ένα μπαζούκας ο πατέρας του. Έβαζε στα λόγια του και τα πρωινά ακόμη δυναμίτη και πετούσε ανάσκελα όλα τα αισθήματα. Κιμάς. Μεσημεράκι, απογεματάκι, τον ρωτούσανε οι διάφοροι διάφορα κι εκείνος πριν απαντήσει έπιανε πάνω από το σακάκι του το περίστροφο, περνούσε ένα χάδι και τις σφαίρες στην κωλότσεπη και κατόπι, εντάξει, κουβέντιαζε μια από τα ίδια, για κατσίκες, γυναίκες, φαγιά, κομματικά. Λόγια, μόνο λόγια, λέγανε κάνα δυο νταήδες πίσω από την πλάτη του.
Ο Κυριάκος Ρουσιάς έπιασε το αριστερό του στήθος, κίνηση που είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά του. Άπλωσε τα δάχτυλα κι έφερε κύκλους την παλάμη στο δέρμα σ’ ένα αμήχανο μασάζ. Πονούσε. Σχεδόν σωματικά.




Το χρέος παλιώνει μα δε λιώνει

Ο Σήφης Ρουσιάς, αφού αθωώθηκε για το φόνο του άλλου Σήφη Ρουσιά, του ξαδέρφου του, πρόσεχε μην πάει από το χέρι του Μύρωνα, μικρού αδερφού του σκοτωμένου κουρέα, που πολλοί του βάζαν φυτιλιές, το χρέος παλιώνει μα δε λιώνει.
Από εφτά οχτώ χρόνων όλα τα ξαδέρφια ήξεραν καλό σημάδι, δασκαλεμένα από κοινού από τους πατεράδες τους πριν τον πόλεμο, τότε που ψηλός και κοντός δεν είχαν φανερές έριδες.
Ο Μύρων όμως, το 1953, λίγες μέρες μετά τη βάφτιση των δίδυμων αγοριών του, Κυριάκου και Ιωσήφ, καμιά πρωτοτυπία στα ονόματα, αρρώστησε και πέθανε αδιάγνωστος, τρέχα γύρευε από τι, στα Αγόρια, που είχε ανεβάσει τα ζώα για ξερό χορτάρι. Η Ρούλα του, η περίφημη ζαφειρομάτα, χήρα στα είκοσι τρία.
Ο άλλος πάλι, ο Σήφης, με δυο μικρές κόρες και δίχως γιο, στρίμωξε τη γυναίκα του Γαλατεία και την ξεβράκωσε μετά την πρώτη πανσέληνο, μια ολόκληρη νύχτα την είχε με τα πόδια ανοιχτά και τη μούλιαζε για να συλλάβει αγόρι και φαίνεται πως αυτή τη φορά το είχαν σίγουρο, γιατί όλο της μυρίζανε φαγιά της εγκύου, κρέας με μπάμιες και λαγός στιφάδο.
*-*-*-*-*
Η ζωή περνούσε με τα ίδια. Σπίτι, κοτέτσι, μαντρί και μελίσσι. Ήτανε φθινόπωρο πια, οι ομίχλες γλείφαν τα βουνά και οι σόμπες κάπνιζαν. Ο κοντός, ο πατέρας του νεκρού κουρέα, αποφυλακίστηκε εκείνη την εποχή, στις 7 Οκτωβρίου 1953. Πήγε στα μέρη του βαρύς, δεν έδινε το παρόν στο καφενείο, τον χάσανε. Μιλούσανε για την κοψιά του, αλλόκοτος, μουστάκι ξανθό, μαλλί ψαρό, φρύδι μαύρο, ο θεός της φυλακής είχε μπογιαντίσει το κεφάλι του με περισσεύματα.
Ο κοντός κόπρισε το χωράφι, έσπειρε βίκο και δυο κουκιά, επιδιόρθωσε το μπουρί της θερμάστρας και πήγε την Αθηνούλα στον γιατρό για τα γόνατά της, που είχαν γίνει τούμπανα.
Πέρασε έτσι ένας πολύ προσεχτικός μήνας, δεν υπήρξαν συναντήσεις με το πέρα σόι, δεν δόθηκε λαβή.
*-*-*-*-*
Ο άλλος Σήφης, στις 22 Νοεμβρίου, χαιρέτησε την εγκυμονούσα Γαλατεία και πήρε το Δ/Π «Κανάρης» για την Αθήνα, δουλειές, δηλαδή προμήθεια καινούργιου όπλου, το παλιό, από κείνα που είχαν αφήσει οι Εγγλέζοι μετά τον πόλεμο, πάθαινε αφλογιστία. Θα αγόραζε και σφαίρες, για να πανηγυρίσει τη γέννηση του περιπόθητου αρσενικού και για να του βρίσκονται. Κάπνιζε το τσιγάρο του στην τρίτη θέση, όταν είδε από μακριά τον θείο του να πατάει δαγκωνιές σ’ ένα κομμάτι γραβιέρα και να του ρίχνει πλάγιες ματιές, ματιές τσεκουριές.
Ο Σήφης σηκώθηκε, πάτησε κάτω τη γόπα, σπρώχνοντας τους στριμωγμένους ταξιδιώτες και ακολουθούμενος από τον μπάρμπα του, πέρασε τους δαιδαλώδεις διαδρόμους και τις κακοφωτισμένες σκάλες και βγήκε στο κατάστρωμα. Είχε εφτά μποφόρ και το Κρητικό πέλαγος ήταν αυστηρό με το καράβι. Έκανε ψόφο. Παντού πιτσιλισμένα. Γύρω ψυχή.
Το μπαμ δεν ακούστηκε, το ρούφηξε το κύμα και ο αέρας. Πεθαμένος και ζωντανός τη βγάλανε στο κατάστρωμα ως το χάραμα που πιάσανε Πειραιά και τους πήρε πρέφα ένας νεαρός του πληρώματος. Είχανε ξυλιάσει και οι δυο. Ο κοντός έκανε το σταυρό του, φίλησε το όπλο και το παρέδωσε στο παιδί, που φοβόταν να το πάρει, και του υπέδειξε να το ακουμπήσει κάτω, στα βρεμένα σανίδια του καταστρώματος.
........Ειδοποιήθηκε το Λιμενικό και τους μάζεψε, είναι ο πρώτος μου φόνος, όχι ο δεύτερος, είπε ο κοντός, ενώ ο αξιωματικός, τυλιγμένος σε κασκόλ, σα ντολμάς, έβηχε και έβριζε, γαμώ τον αντίθεό σας, κωλοκρητικοί, και δεν αντέχω να βλέπω από κοντά αληθινούς πεθαμένους.





Στα μέρη μας αγιάζουμε αλλιώς

Κύριε πρόεδρε, κύριοι δικασταί, κύριοι ένορκοι, η γιαγιά μου κατηγορήθηκε για εμπρησμό και φόνο εκ προμελέτης και αθωώθηκε, ο θείος μου δολοφονήθηκε, ο παππούς μου δολοφονήθηκε, ο αδερφός μου δολοφονήθηκε και εγώ είμαι στο εδώλιο για φόνο.
Δεν έχω ακόμη κλείσει τα είκοσι. Με τη γυναίκα μου κοιμήθηκα μία φορά. Ο θανών διάλεξε τη μέρα του γάμου μου και μ’ ένα μαχαίρι είκοσι πόντων έπιασε και λιάνισε τον Σήφη μας, το φυλαχτό της οικογένειάς μας. Κύριε πρόεδρε, γιατί να μαχαιρώσει όταν όλοι έχουμε μπιστόλια; Και γιατί τον Σήφη, που ήρθε στο χωριό να τραγουδήσει, κι όχι εμένα, που ήμουνα βοσκός, καθημερινά παρών και στο κάτω κάτω δίδυμος; Ο θανών ζήλεψε τη φωνή και τη δόξα του νεκρού αδερφού μου. Που είχε υπογράψει συμβόλαιο για εμφανίσεις στο Μαϊάμι, αγαπητός παντού. Που έβγαζε ασπροπρόσωπους τους δεύτερους Ρουσιάδες, εμάς.
Ο θάνατος έγινε στη μεγάλη πίστα, όπου λίγο πριν γλεντούσαμε και χορεύαμε, κάτω από τη λεύκα του καφενείου.
Όπως είπε στη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία, ο φίλος και προξενητής Ξυλάς, ο νεκρός βγήκε από το αγροτικό, περπάτησε ίσαμε τη λεύκα, κρύφτηκε και την κατάλληλη στιγμή έπεσε πάνω στο παιδί. Δεν ήτανε σωστός. Οπλοφορούσε ακόμη και τα Χριστούγεννα. Να τον δει η Παναγία να της κοπεί το γάλα, ν’ αφήσει νηστικό τον ίδιο τον Χριστό. Η μάνα του και η γυναίκα του του βάζανε λόγια, τον λέγανε χέστη, γινότανε παπόρι. Κάθε βδομάδα και καβγάς. Πότε γιατί από το αποθηκάκι της σταφίδας καποιανού τρέχανε ζουμιά και μάζευαν κουνούπια, πότε γιατί ξεχνούσε πού είχε βάλει τα σμιριδόπανα και νόμιζε πως του τα είχανε κλέψει.
Ήτανε τα παλιά αίματα στη μέση, αλλά ο δίδυμος αδερφός μου κι εγώ δεν πηγαίναμε γυρεύοντας. Ο Σήφης είχε φωνή, εγώ έναν καιρό πήγα μαθητευόμενος στα Χανιά σε στρωματέξ, αλλά σηκώθηκα κι έφυγα, γύρισα στο βουνό γιατί αγαπούσα τα πρόβατα. Η ζωή μου όλη ήταν το κοπάδι, ούτε εξήντα ζώα. Ποτέ μου να μη γίνω σαν τους κοκαλογλείφτες μεγιστάνες της μπριζόλας. Μόνο να ανηφορίζω στα Κρούσια, να πίνω από τα πηγάδια τους.
Παλιά ο θανών είχε το μοναχογιό του στο σχολειό μας. Σαν παιδιά, με τον Σήφη μας σημαδεύαμε όχι με το όπλο μα με το όργανό μας μια χελώνα στα τρία μέτρα και, μετά συγχωρήσεως, την κατουρούσαμε. Παραμονεύαμε μετά τον γιο του αλλουνού, που έβαζε το ίδιο σημάδι μα κατάβρεχε το παντελόνι του. Και όταν ψωμίζανε τα στάρια, τα κριθάρια και μαύριζε το γένι τους απάνω στο στάχυ, εκείνο αμολούσε την κατσίκα τους στον αγρό και τα γεννήματα πήγαιναν στράφι. Τα βλέπαμε, αλλά δε βγαίναμε να λέμε το παιδί βλάκα. Προσέχαμε.
Πρόπερσι ο θανών έδιωξε τον γιο του στην Αμερική, είχε πεθάνει και η μάνα του, που ήταν κακός άνθρωπος, όλους τους στόλιζε γομάρια, τομάρια, παλιοτόμαρα, πιστέψαμε ότι μπήκε τέλος στα αίμα. Ξεστελιώσαμε το τόμιγκαν και δυο ακόμη ντουφέκια, που ήταν τοποθετημένα από τη μέσα μεριά σε πόρτες, παράθυρα και ονταδάκια, από παλιά, από πάντα.
Όταν είδα τον Σήφη μας σφαγμένο, αδερφέ μου, αδερφέ μου, φώναζα. Φώναζα κι έφευγα. Κι άκουγα ως πέρα τη μάνα μου να λέει, που να τον βρούνε με τις μύγες τον κανάγια. Χίλια, δυο χιλιάδες μέτρα μακριά κι εγώ την άκουγα παρ’ όλο που η μάνα μου ώσπου πέθανε μιλούσε και μοιρολογούσε ψιθυριστά, άφωνος άνθρωπος.
Να τον πάρει ο Χάρος να μπω κι εγώ κουμπάρος, πήρα την απόφαση, τα λεφτά που είχαν μαζευτεί στο δίσκο του γάμου τα χάλασα να τον παρακολουθώ σε Χανιά και Σούδα, σε πλοίο και Πειραιά και Αθήνα, για μέρες, χαλυβδοσωλήνες Χαράκογλου, σκαλοτεχνικές, σούστες ο Μιχάλης, γαύρος-γαρίδες και σπληνάντερα, Κατράντζος-σπορ και ξενοδοχείο «Λαμία». Δεν είχε μαζί τους σκύλους του, που στο οροπέδιο τρέχανε πενήντα μέτρα μπροστά και γάβγιζαν τους υπόπτους. Έστρεφε πίσω, μα ο Θεός τον στράβωνε και δε με ξεχώριζε μες στους Αθηναίους.
Στην Ιωάννου Δροσοπούλου έγινε ένας κόσμιος φόνος. Και πήραν τέλος όλα για όλους. Για τον σκοτωμένο, για μένα, για τη γυναίκα του.
Μακάρι να μην τον είχα φάει. Αν ήταν ζωντανός και ο δίδυμος αδερφός μου, θα ζούσε τώρα και το θύμα μου. Αλλά μετά τη σφαγή του Σήφη δεν θα μπορούσα να σταθώ στο χωριό. Και οι ψυχές μας, του νεκρού Σήφη, η δική μου, της μάνας και της γιαγιάς δε θα βρίσκανε το δίκιο και το νόημά τους. Στα μέρη μας αγιάζουμε αλλιώς, κανείς δεν ξεφεύγει από το χρέος, ως και ο Θεός πάει πάσο.
.......Μόνο που το ψεύτικο σκηνικό ησυχίας που είχε στήσει ο θανών, να βάζει γραμμάτια για αγροτικό αμάξι και στο πανηγύρι του Αστράτηγου να ξαφρίζει τα κρέατα στο καζάνι και να καθαρίζει ο ίδιος τα κρεμμύδια για το στιφάδο, ξεγέλασε και τη γυναίκα μου και με παντρεύτηκε. Το μίσος του ήταν τόσο, που δε με άφησε να χαρώ ούτε ένα χρόνο, ούτε ένα μήνα. Έριξε το αστροπελέκι του τη νύχτα του γάμου. Και την έκανε στάχτη κι εκείνη. Αλλά οι έξυπνες γυναίκες δεν παίρνουνε άντρες από μπλεγμένα σόγια, γιατί όλα είναι μπαρούτι.







Κάποτε βιαζόμασταν

Ο Ευγένιος τεντώνει τα χέρια του να ξεμουδιάσει.
― Καλύτερα στην αγορά να ξεφορτώνω κασόνια, είναι πιο διασκεδαστικό.
Η Ελένη βολεύεται στην κουκέτα κι ακουμπάει το πηγούνι στα γόνατα. Ο Ευγένιος πάει και κάθεται πλάι της. Τα χέρια του είναι λεπτά με μακριά δάχτυλα και ροζ οβάλ νύχια. Ήθελε να γίνει χειρουργός. Ήθελε. Σταμάτησε στον δεύτερο χρόνο, γιατί τον πιάσανε. Ύστερα άρχισε τον τρίτο, μα χρειάστηκε να βγει στην παρανομία. Αργότερα τον ξανάπιασαν. Δεν πρόλαβε ποτέ. Κανείς τους απ’ αυτή τη γενιά δεν πρόλαβε ποτέ. Θα του πήγαινε χειρουργός. Τα χέρια του μπορούν να κάνουν και την πιο λεπτεπίλεπτη δουλειά. Στη Μακρόνησο έσπαζε πέτρες. Στο Παρίσι, τώρα, κουβαλούσε κασόνια στην αγορά. Μονάχα για κάποιο διάστημα αποφάσισε να «αστικοποιηθεί», όπως λέει ο ίδιος. Μετά την τρίτη διαγραφή του από το κόμμα και τη δεύτερη εξορία του. Ήρθε για ένα χρόνο στο Παρίσι κι έμαθε να φτιάχνει κολιέ, βραχιόλια, σκουλαρίκια κι άλλα στολίδια από λεπτό σύρμα. Γύρισε στην Αθήνα κι άνοιξε μπουτίκ. Πήρε κι αυτοκινητάκι. Η Πόπη ήθελε οικόπεδο στη θάλασσα. Βρήκαν σ’ ένα συνεταιρισμό με δόσεις. Να παντρευτείς μια κοπέλα με στήθος Λολομπρίντζιντα, που να τρέχει πρώτη στις διαδηλώσεις, που να σου κουβαλάει τον Δεκέμβρη του '44 μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς — στη μάχη με τους Εγγλέζους — ως και τον μπουφέ της γιαγιάς της για οδόφραγμα και να σου γίνει, ύστερα από είκοσι τόσα χρόνια, μια παχουλή κυρία, με οικόπεδο σώνει και καλά στη θάλασσα! Γι’ αυτό τον λυπότανε πιο πολύ απ’ όλα η Ελένη. Όταν περνούσε από την μπουτίκ του κι έβλεπε την Πόπη με το ξασμένο φουντωτό μαλλί και τη σκληρή λακ, λες και φορούσε κράνος, δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρξε κάποτε η άλλη Πόπη, που στη δεύτερη διαγραφή του Ευγένιου ξεφώνιζε: «Είστε τρελοί! Αυτός είναι πιο παλικάρι απ’ όλους μας...» «Σύντροφοι, χάνουμε τη σοβαρότητά μας.» Αυτό το είπε ο Αχιλλέας. Ο Ευγένιος, στη μάχη των Εξαρχείων, τον Δεκέμβρη του ’44, φορούσε μαύρο χοντρό παλτό κι ένα μακρύ πορτοκαλί κασκόλ που σερνότανε χάμω. «Είχα τις αμυγδαλές μου... αυτό βρήκα μπροστά μου... είναι της μικρής μου αδερφής.» Αυτή ήταν η απολογία του Ευγένιου. Τίποτ’ άλλο. Του καταλόγισαν ένα σωρό. Κανένας δεν τα θυμάται τώρα. Μα όποιον και να ρωτήσει κανείς από κείνη τη συντροφιά, θα πει πως είναι σίγουρος πως τον διέγραψαν για το πορτοκαλί κασκόλ την ώρα της μάχης.
Μετά την 21η Απριλίου του 1967 — που έγινε η δικτατορία — η Ελένη πήγε και τον βρήκε στην μπουτίκ του. Ήτανε σαν τρελός. Όχι γιατί φοβότανε μην τον συλλάβουνε. «Να μας πιάσουν στον ύπνο!» Με δυο εξορίες, παρ’ όλες τις διαγραφές του, ένιωθε πως δεν μπορεί να κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Ξαφνικά φωτίστηκε το πρόσωπο του και κοίταξε την Ελένη γεμάτος ελπίδα. «Σε στέλνει κανείς;» Τον απογοήτεψε. Ήρθε να του ζητήσει λεφτά. Θέλει να πάρει την κόρη της και να φύγει στο εξωτερικό, ώσπου να περάσει η μπόρα. Αφήνουν πολλούς να φύγουν, λες και θέλουν να τους ξεφορτωθούν, για να μην έχουν τον μπελά να τους πιάνουν όλους. Δεν θέλει να φύγει χωρίς τη μικρή, δεν την αφήνει ούτε στη Λίζα. «Να φύγω. Όσο να περάσει η μπόρα. Λίγους μήνες.» Ο Ευγένιος φουντώνει. «Είσαι τρελή, θα τους έχουμε τουλάχιστο για πέντε χρόνια.» Κόντεψαν να τσακωθούν. Τον είπε απαισιόδοξο και κοντόμυαλο. Ένιωσε ξαφνικά πως παπαγάλιζε κάτι ξεχασμένες φράσεις του Αχιλλέα. Έκανε να φύγει, την τράβηξε απότομα από τη ζακέτα. Άνοιξε το συρτάρι του ταμείου. Η Πόπη έλειπε. Της έδωσε ό,τι είχε μέσα. Τριάντα χιλιάδες. Της έχωσε ακόμα κάτι ψιλά στις τσέπες. Την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα. Δυνατά. Απελπισμένα. Σαν το στερνό φιλί που δίνουν δυο καταδικασμένοι πριν τους πάνε για εκτέλεση. «Γράψε!» της φώναξε.
Όταν ύστερα από μερικούς μήνες τον είδε στο Παρίσι, απόρησε. Κόντεψαν να χωρίσουν, λέει, με την Πόπη. «Να καθίσεις στ’ αυγά σου, εμείς κάναμε ό,τι έπρεπε στον καιρό μας, ας κάνουν κι άλλοι τώρα.» Αυτό του έλειπε να τρέχει η δικτατορία στους δρόμους κι αυτός να φτιάχνει κολιέ με συρματάκια. Παρακαλούσε να τον πιάσουν, μα ούτε κι αυτή τη χάρη δεν κάνανε σε μερικούς, να γλιτώσουν τουλάχιστον από τα ερωτηματικά: Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς δεν ανησυχήσαμε, πώς δεν πήραμε μέτρα; Πώς τους πιάσανε όλους στο κρεβάτι; Δεν μας έμαθαν τίποτα από συνωμοτισμό οι τόσες παρανομίες; Έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάποιον, έστω και απ’ αυτούς που σήκωσαν το χέρι και στις τρεις διαγραφές του. Τον βρήκε τυχαία. «Δεν σε πιάσανε. Ούτε και μένα καθώς βλέπεις.» «Τώρα τι κάνουμε;» «Θα σου μηνύσω.» Του είπε πως ξέρει να φτιάχνει ένα σωρό πράγματα: κολιέ, βραχιόλια, πομπό. «Δεν είναι ακόμα ώρα, θα σου μηνύσω.» Δεν του μήνυσε ποτέ. Είπε στην Πόπη πως θα δοκιμάσει να φύγει, κι αν δεν τον σταματήσουν στο αεροδρόμιο, θα πάει μια βόλτα στο Παρίσι να βρει καινούργιο υλικό για την μπουτίκ. Τον πίστεψε, γιατί οι δουλειές άρχισαν πάλι να πηγαίνουν καλά. «Έσκασα να περιμένω», λέει της Ελένης, «ένα μήνυμα από οποιονδήποτε κι ας ήτανε κι από το Λιοντάρι του Ντανφέρ.»
Το Λιοντάρι του Ντανφέρ!
Ο μόνος που ήξερε καλά γαλλικά από την παρέα ήτανε ο Ευγένιος. Πήγαινε στη Γαλλική Ακαδημία, όπως λέγανε όλοι τότε το Γαλλικό Ινστιτούτο. Τις τελευταίες μέρες πριν την απελευθέρωση, έγινε μια μεγάλη συγκέντρωση σε κάποια συνοικία της Αθήνας που ήτανε κιόλας λεύτερη. Πρώτη φορά μαζευόντανε στα φανερά τόσοι πολλοί. «Θα έρθει κάποιος από πάνω να μας μιλήσει», είπε ο Αχιλλέας. Κι όπως τόνιζε το «κάποιος» και το «από πάνω» καταλάβανε όλοι πως θα ήτανε μεγάλο στέλεχος. Μια αίθουσα σχολείου κατάμεστη. Μπήκε ένας κοντόχοντρος άντρας, κάθισε στην έδρα του δάσκαλου κι άπλωσε πάνω τις παλάμες του. Δεν χαμογελούσε, δεν μιλούσε, μόνο τους κοίταζε για κάμποσο με μισόκλειστα μάτια. Όλη η αίθουσα κρατούσε την ανάσα της και τον περίμενε ν’ ανοίξει το στόμα του. Η Ελένη καθότανε δίπλα στον Ευγένιο και τον άκουγε κάτι να σκαλίζει στην τσάντα του. Έβγαλε ένα γαλλικό βιβλίο, το ξεφύλλισε, άνοιξε μια σελίδα και μετά το ’βαλε μπροστά της. Ήτανε μια πλατεία του Παρισιού. Η πλατεία Ντανφέρ Ροσερό, που στη μέση είχε πάνω σε βάθρο ένα μπρούντζινο λιοντάρι. 0 Ευγένιος πήρε ένα μολύβι κι έγραψε κάτω από την εικόνα: «Δεν μοιάζει με το Λιοντάρι του Ντανφέρ;» Η Ελένη κοίταξε τον χοντρό άντρα με τα απλωμένα παχουλά χέρια. Ίδιος το συνοφρυωμένο λιοντάρι! Ο Πάνος, η Νίνα και τ’ άλλα παιδιά έσκασαν στα γέλια μετά, όταν τους το διηγήθηκαν. Ήτανε το μόνο μυστικό που είχε η Ελένη από τον Αχιλλέα. Δεν θα γελούσε. Δεν γελούσε ποτέ με τέτοια αστεία, ούτε του άρεσε να τα λένε κι οι άλλοι. Κι αν κάτι έχει μείνει αξέχαστο από κείνα τα χρόνια, είναι που γελούσαν και τις πιο δύσκολες στιγμές. «Δεν είναι μόνο που γεράσαμε», λέει τώρα ο Ευγένιος, «μα χάσαμε και το χιούμορ μας.»
Δεν γύριζε ο Ευγένιος πίσω στην Ελλάδα, κι ας ταξίδευε κομπάρσος σε ψεύτικα τρένα. Δεν γίνεται να κάθεται στην μπουτίκ του και να φτιάχνει κολιέ με συρματάκια σαν να μην συνέβηκε τίποτα. Σαν να μην συνέβηκε τίποτα. Να γυρίσει πίσω να κάνει τι; Αφού όλα διαλύθηκαν και κανείς δεν πρόκειται να του μηνύσει να κάνει κάτι. «Όχι, όχι», ξεφωνίζει με πείσμα ο Πάνος. «Όλα υπάρχουνε, μόνο ξαναφτιάχνονται, πιο γερά. Θέλει υπομονή. Μη βιάζεσαι.» «Κάποτε βιαζόμασταν.» Εκεί αρπάζονται. Λόγια πικρά.


Εμείς κι Εσείς

Ανεβαίνω στο τρένο με τον χωροφύλακα. Κηφισιά-Αθήνα. Είκοσι λεπτά διαδρομή. Ατέλειωτο ταξίδι. Το ήξερα πως θα με πιάνανε.
— Και την αρραβωνιαστικιά μου τη λένε Δάφνη, κάνει ο χωροφύλακας κοιτάζοντας την ταυτότητά μου. Μικρή κοπέλα, τι πας και μπλέκεις; Έχεις αρραβωνιαστικό;
Δεν απαντάω. Γνέφω κάτι αόριστο με το κεφάλι. Έχω ακόμα την παλιά μου ταυτότητα. Δεν την άλλαξα όταν παντρεύτηκα με τον Αχιλλέα. Παντρεύτηκα! Ένα κορίτσι παντρεύεται με φούστα και πουλόβερ. Χωρίς κουφέτα και λουλούδια. Χωρίς καλεσμένους και νυφικό κρεβάτι. 0 Αχιλλέας φεύγει την ίδια μέρα. Αντάρτης, κάπου στο βουνό. Αντάρτης! Χωρίς να είναι πια πόλεμος, ούτε Κατοχή. Αντάρτης! Όταν σ’ όλους τους τόπους άρχιζε μια καινούργια ζωή. «Σ’ ένα χρόνο θα έχουμε μπει στην Αθήνα.» Είχε σιγουριά η φωνή του. «Το είπε ο Αχιλλέας.» «Μείνε γι’ απόψε», παρακαλούσα. Δεν γινότανε. Όλα είχανε κανονιστεί με το δευτερόλεπτο. Ο πρώτος σύνδεσμος, ο δεύτερος... Εγώ όμως το ’θελα πολύ ένα μεγάλο νυφικό κρεβάτι. Ένα διπλό κρεβάτι με σιδερένιο τσέρκι για την κουνουπιέρα, σαν κι αυτό που είχαμε στο σπίτι του παππού στο νησί. Κουβέρτες άσπρες, πλεγμένες με το κροσεδάκι, μεγάλες στενόμακρες μαξιλάρες. Το θέλω το νυφικό κρεβάτι. Χωρίς βιασύνη από το ένα ραντεβού στο άλλο. Χωρίς φόβο. Μια ολόκληρη νύχτα. Η δικιά μου νύχτα που δεν θα ’ρθει ποτέ. Να ξυπνώ και να βλέπω πλάι μου στο μαξιλάρι τα σμιχτά καστανόξανθα φρύδια. Κι έξω, ούτε Γερμανοί ούτε χαφιέδες ούτε όλμοι ούτε σφαίρες. Δεν έχω περάσει ποτέ μου μια ολόκληρη νύχτα με άντρα. Με τον Αχιλλέα. Γιατί άλλος άντρας δεν υπάρχει κι ούτε θα υπάρξει ποτέ. Όσος καιρός κι αν περάσει.
Πενήντα μία μέρες που τέλειωσε ο πόλεμος, πενήντα μία μέρες που κράτησε η απελευθέρωση. Πενήντα νύχτες είχα την ελπίδα να περάσω έστω και μία μόνο ολόκληρη με τον Αχιλλέα. «Θα μείνουμε μαζί μονάχα σαν παντρευτούμε.» Το είπε ο Αχιλλέας. Η Νίνα μένει μαζί με τον Πάνο σ' ένα καμαράκι τόσο δα και δεν τη νοιάζει να το διαλαλεί σ’ όλον τον κόσμο. Θαρρείς μάλιστα πως το κάνει επίτηδες και βρίσκει κάθε φορά να πει κάτι για να καταλάβουμε πως τα βράδια κοιμάται μαζί του. «Λαχτάρα που πήρα χτες βράδυ! Ξύπνησα και δεν είδα τον Πάνο δίπλα μου.» Αλήθεια, τη ζηλεύω. Ώρες ώρες μου φαίνεται πως θα μείνω η αιώνια αρραβωνιαστικιά και πως σ’ όλη μου. τη ζωή θα πλαγιάζω με τον Αχιλλέα στα βιαστικά, ανάμεσα σε δυο συνεδριάσεις ή σε δυο δουλειές του. Σε ξένο κρεβάτι πάντα. Αν λείπει η Λίζα από το σπίτι ή στο καμαράκι της Νίνας. «Σ’ αρέσει;» ρωτάει η Νίνα, ενώ της δίνω πίσω το κλειδί της. Μπορεί και να ντρέπομαι ν’ απαντήσω, μπορεί και να μη μ’ αρέσει ακριβώς εκείνη η στιγμή. Αν κοιμόμουνα όμως μια ολόκληρη νύχτα μαζί του, είμαι σίγουρη πως θα μ’ άρεσε. Τριάντα τρεις νύχτες τις πέρασα πλάι του. Όσο κράτησαν οι μάχες του Δεκέμβρη μετά την απελευθέρωση. Ο καινούργιος πόλεμος με τους Εγγλέζους. Τριάντα τρεις νύχτες κατάχαμα, ντυμένοι. Από τη μια κρατούσε το χέρι μου κι από την άλλη το όπλο. «Θα διώξουμε τους Εγγλέζους, σ’ τ’ ορκίζομαι, και θα μείνουμε μαζί.» Το είπε ο Αχιλλέας! «Λόρδος Μπάυρον», ο λόχος των σπουδαστών, και μπροστά με καψαλισμένα τα καστανόξανθα βλέφαρα, ο Αχιλλέας. Οι κοπέλες με ζηλεύουν. Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, που δεν φοβάται στη μάχη! Φοβάται μόνο να με πάρει τη νύχτα και να πάμε στο διπλανό καμαράκι που είναι φυλαγμένα όπλα και σφαίρες. Δεν φοβάται τα όπλα, βέβαια. Φοβάται τους άλλους, τι θα πουν, εκείνος δίνει το παράδειγμα. Αν θελήσουν να κάνουν κι άλλοι έτσι... Κοιμόμαστε όλοι μαζί χάμω σε κουβέρτες στη μεγάλη αίθουσα ενός σχολείου. Μόλις που αγγίζουν τα δάχτυλά μας. «Θα ζήσουμε μαζί, μόλις διώξουμε τους Γερμανούς.» Τους διώξαμε. «Αφού τελειώσουν οι μάχες του Δεκέμβρη.» Τελειώσανε. Και τώρα, για να περάσω μια νύχτα σε κρεβάτι με τον Αχιλλέα πρέπει να πάει αντάρτης στα βουνά! «Σου το ορκίζομαι, σ’ ένα χρόνο.» Τώρα, ούτε Γερμανοί ούτε Άγγλοι. Τώρα ο εχθρός είναι ο αδερφός μου! «Δεν μπορείς να κρυφτείς σπίτι μου, θα χάσω τη θέση μου στο υπουργείο.» «Μια βραδιά μονάχα», μεσολαβεί η Λίζα. «Να χάσω τη δουλειά μου επειδή αυτοί θέλουνε;» «Εμείς θέλουμε; Εμείς θέλουμε να βασανιζόμαστε, να σκοτωνόμαστε! Εμείς θέλουμε να μπαίνουμε στις φυλακές, να μας στήνετε στον τοίχο;» «Εσείς κάνατε εγκλήματα, πήρατε ομήρους.» Ψέματα! Το μίσος στα μάτια του αδερφού. Το μίσος στα δικά μου μάτια. Ο μεγάλος αδερφός, που σαν έλειπε η Λίζα μού χτένιζε τα μαλλιά χωρίς να με πονάει. Η μικρή αδερφή που έγραφε ποιήματα μόνο για κείνον στη γιορτή του. Εμείς κι Εσείς. Ένας ατσάλινος τοίχος ανάμεσά μας.
«Σ’ ένα χρόνο το πολύ», μ' αποχαιρετάει ο Αχιλλέας και στη φωνή του υπάρχει σιγουράδα. Στρίβει τον δρόμο και χάνεται. Δεν χύνω ούτε ένα δάκρυ. Όλα στέγνωσαν μέσα μου. Απόμεινα σε μια άγνωστη πόλη. Σε μια Αθήνα ξένη. Πόρτες κουφές, μουγκά παράθυρα. «Εσείς που μας σφάξατε.» «Εσείς που μας στήνετε στον τοίχο.» «Κλειδώστε τις πόρτες στην αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη!» Όλες τις πόρτες. Πράσινες πόρτες με ηλεκτρικά κουδούνια, καρυδένιες μεγάλες πόρτες με μπρούντζινα γυαλιστά πόμολα. Ακόμα κι εκείνη η μικρή του θείου Κώστα, του αδερφού της μαμάς, με το σιδερένιο χέρι για χτυπητήρι. «Σ’ ένα χρόνο.» Το είπε ο Αχιλλέας.
Ένα χρόνο τώρα γυρνάω μ’ ένα ταγάρι και μια καθαρή κιλότα μέσα. Ένα χρόνο κοιμάμαι σε ξένα σπίτια. Κάθε μέρα κι ένας λιγότερος. Πιάσανε τη Νίνα, τον Πάνο, τον Ευγένιο. Ήτανε δέκα μικροί νέγροι κι έμεινε ένας, εγώ, απ’ όλη τη συντροφιά. Αυτό είναι το χειρότερο, χωρίς φίλους. Κάθε τόσο συναντάω τη Λίζα στα βιαστικά, να μου φέρει κανένα ρούχο και λεφτά. Έχει, λέει, βάλει πάνω στη βιβλιοθήκη μόλις μπαίνεις στο χολ του σπιτιού μας τη φωτογραφία του πατέρα με τα παράσημα από τον πόλεμο. Να γυρίσω σπίτι κι αν έρθουν να ψάξουν, μπορεί να τους σταματήσει ο νεκρός ήρωας της Αλβανίας. Δεν θα τους σταματήσει τίποτα. Δεν είμαι η κόρη του ήρωα, είμαι η αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη. «Πού θα μείνεις απόψε;» ρωτάει ανήσυχα η Λίζα. «Έχω κάπου.» Δεν έχω πουθενά. Είναι απόγεμα κι ακόμα δεν ξέρω πού θα περάσω αυτή τη νύχτα. Δεν ξέρω ποια πόρτα να χτυπήσω. «Μπορώ; Γι’ απόψε μονάχα;» Χτύπησα την πόρτα της Έρσης. Με την Έρση καθόμασταν δώδεκα χρόνια στο ίδιο θρανίο. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε μαζί, πότε στο σπίτι της, πότε στο δικό μας. Άνοιξε την πόρτα η ίδια και με κράτησε στο κεφαλόσκαλο. Δεν μου είπε φοβάμαι. Δεν είπε οι δικοί μου δεν θα θέλουν. Μόνο: «Φύγε, φύγε». Δεν έφυγα αμέσως. Δεν ξέρω γιατί. «Εσείς που παίρνετε τα παιδιά και τα κάνετε γενίτσαρους, εσείς που σφάζετε...» Φεύγω χωρίς να της πω: «Εμάς που μας στήνετε στον τοίχο...» Στάθηκα για λίγο βουβή μπροστά στην κλειστή πόρτα.
Στην πρώτη δημοτικού, την πρώτη μέρα του σχολείου, δυο κοριτσάκια κάθονται παράμερα, φοβισμένα. Η Έρση κι η Δάφνη. Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, τα δάχτυλά μας βρέθηκαν πλεγμένα. Μείναμε έτσι δώδεκα χρόνια. Όχι, δεν ερχότανε μαζί μου να γράψουμε στους τοίχους, μα βοηθούσε στα μαθητικά συσσίτια. Τον Δεκέμβρη του '44 μας χώρισαν αδιαπέραστα σύνορα. Έμενε προς τη μεριά που ήταν οι Εγγλέζοι και οι άλλοι. Όταν τη συνάντησα μετά, μου μιλούσε για κουβάδες μάτια. Έλεγα πως τρόμαξε και θα της περάσει. Τώρα το μίσος στα μάτια της Έρσης, το μίσος στη δική μου ψυχή. Τώρα ο εχθρός είναι η Δάφνη. Τώρα ο εχθρός είναι η Έρση.




Τι το πείραζε το κόμμα, αν θα ήτανε αυτή;

Καθόμαστε με τη Βάγια στην αυλή. Πέρασαν οι άπνοες μέρες του Αυγούστου με τις υγρές νύχτες. Ο Σεπτέμβρης έρχεται γλυκός και ανάλαφρος. Έκλεισα ένα χρόνο, τέσσερις μήνες και πέντε μέρες στην Τασκένδη. Είναι εφτά η ώρα το απόγευμα. Η Δαφνούλα κοιμάται. Είναι οχτώ μηνών. 'Ενα κοριτσάκι με γαλάζια μάτια που θα μοιάσει, είμαι σίγουρη, της Λίζας, κι έχει τα πυκνά φρύδια του Αχιλλέα. Από μένα δεν πήρε τίποτα. Δεν με νοιάζει, πήρε το όνομα. 0 Αχιλλέας δεν ήθελε να την πούμε Δάφνη. «Αφού λεν εσένα», δικαιολογήθηκε. «Εμένα, το ξέρεις πως δεν με λένε πια Δάφνη, κι εσύ ούτε με φώναξες ποτέ έτσι.» «Μια κι επιμένεις τόσο...» Τώρα, εκείνος λείπει εδώ και είκοσι μέρες. Τον έχουν καλέσει στην «έδρα», όπου βρίσκεται η καθοδήγηση του κόμματος. Τέλειωσε τη στρατιωτική σχολή με άριστα ο Αχιλλέας. Ούτε βέβαια χρειάστηκε να ξαναπιάσει το όπλο... με δίπλωμα πια. Τώρα δουλεύει στο κόμμα. Εκεί χρειάζεται, έτσι λέει.
Είναι Σάββατο, κι όλοι έχουν γυρίσει από τις δουλειές τους πιο νωρίς ή από τα μαθήματα, όσοι σπουδάζουν. Έρχονται ένας ένας οι άντρες, ξεγυμνώνονται από τη μέση και πάνω και πλένονται στη βρύση της αυλής. Οι γυναίκες έχουν πλυθεί στις σκάφες στην αποθήκη και βγαίνουν με μουσκεμένα μαλλιά. Η Ροδιά έχει στεριώσει τα δικά της ψηλά, σ’ ένα μεγάλο κότσο. Της πάνε. Ο Αλεπούλης, ο άντρας της, δεν έχει φανεί καθόλου.
― Πού είναι ο δικός σου; ρωτάει ο Αργύρης που μένει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στο απέναντί μας δωμάτιο.
― Έχει δουλειά, του απαντάει ξερά.
― Α, κάνει εκείνος σαν να κατάλαβε κάτι
Ο Αργύρης γνέφει στη Βάγια και σε μένα, που καθόμασταν στα σκαλάκια, να πάμε κάτω από τη βουκαμβίλια. Εδώ και κάμποσες μέρες, οι λίγες οικογένειες που μένουμε σ’ αυτό το σπίτι έχουμε χωριστεί σε δυο στρατόπεδα. Άλλοι κάτω από τη βουκαμβίλια κι άλλοι κάτω από την κληματαριά. «Μας πήρανε το τραπέζι», μουρμούριζε η Βάγια. Κάτω από την κληματαριά ήτανε στημένο ένα σανιδένιο τραπέζι. Εκεί πολλές φορές, τις ζεστές καλοκαιριάτικες νύχτες φέρναμε τα φαγητά μας κι όποιος ερχότανε έτρωγε χωρίς να ρωτήσει τίνος είναι το φαί. Εκεί πιάνανε τ’ αντάρτικα τραγούδια κι απλωνότανε μετά η μεγάλη νοσταλγία. «Σαν τέτοια μέρα στο χωριό μας είχαμε πανηγύρι.» «Κλείνουν πέντε χρόνια που πέθανε η μάνα μου. 0 τάφος θα χορτάριασε να με περιμένει.» Τώρα, πάνε όλα αυτά. Πότε πρωτόγινε η αλλαγή; Θαρρώ το ίδιο βράδυ που έφυγε ο Αχιλλέας, γιατί είχα νιώσει ξαλαφρωμένη που μπορούσα να διαλέξω ξένοιαστα τη βουκαμβίλια. Μπορεί και ν’ άρχισε από μια φράση που είπε κείνο το βράδυ στην αυλή ο Αργύρης. «Τι στο διάβολο πια κι αυτός, δεν μπορεί να λέει τόσο μεγάλες ψευτιές για κάτι που το ζήσαμε στο πετσί μας.» Κι εννοούσε κάποιον που είχε έρθει από την «έδρα» να αναλύσει την κατάσταση σε μια συνέλευση. Η Ροδιά είχε αγριέψει. «Θα το πληρώσεις αυτό που είπες.» «Πώς τολμάς;» συμπλήρωσε κι ο Αλεπούλης, «να κρίνεις τον ΠΡΩΤΟ των ΠΡΩΤΩΝ;» Ο Αργύρης είχε πάρει φόρα και δεν χαριζότανε σε κανέναν. Έκρινε, σχολίαζε, καταδίκαζε όσα είχανε διαδραματιστεί στο βουνό και πριν και μετά. «ΕΚΕΙΝΟΣ δεν λαθεύει ποτέ», ξανάκαμε πιο άγρια η Ροδιά. «Εδώ ο θεός έχει λαθέψει», πετάχτηκε η Βάγια, που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ανοίξει το στόμα της.
Η Ροδιά πήγε και στάθηκε μπροστά της, την κοίταζε στην αρχή αμίλητη κι ύστερα είπε, είπε μια μια τις λέξεις της, κομπολόι που αργοπέφτουν οι χάντρες του: «Εσύ καλύτερα να κρύψεις τις πομπές σου, παρά να μιλάς». Η Βάγια αναψοκοκκίνισε, έριξε ένα βλέμμα γύρω της, σαν να ζητούσε βοήθεια, κι έτρεξε στο δωμάτιο της. Πήγα κι εγώ ξοπίσω της. Η Βάγια έκλαιγε. Απέξω ακουγόντανε οι φωνές του Αργύρη και της Ροδιάς που καβγάδιζαν.
Οι πομπές της Βάγιας! Το αμάρτημά της ήτανε ότι είχε αγαπήσει τον Κυριάκο, τον γιατρό που με ξεγέννησε, που είχε δική του κλινική στη Λάρισα, που τα είχε παρατήσει όλα: λεφτά, δουλειά, γυναίκα, παιδιά, για να πάει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Δημοκρατικό Στρατό. Η Βάγια ήτανε δεκαεννιά χρονώ όταν βγήκε στο βουνό. Τρεις φορές την είχανε σπάσει στο ξύλο στο χωριό της — κάπου στη Μακεδονία - και το ’ξερε πως την τέταρτη θα τη σκότωναν. Η ίδια η μάνα της έσκαψε λαγούμι και τη φυγάδεψε. Βρέθηκε στις μάχες κοντά στον γιατρό, που είχε στήσει ένα κινητό χειρουργείο και χειρουργούσε τα πάντα. Διάλεξε τη Βάγια για νοσοκόμα, όχι γιατί ήτανε νοστιμούλα, μα γιατί της έκοβε. Και όταν έκανε κείνος εγχειρήσεις, του περνούσε τα εργαλεία σαν έμπειρη βοηθός. Από τότε την κράτησε κοντά του, ώσπου φτάσανε στην Τασκένδη. Καταδικασμένη μια τέτοια αγάπη. Από το κόμμα πρώτ’ απ' όλα. 0 γιατρός δούλευε τώρα σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο. «Τον λατρεύουν όλοι εκεί μέσα», λέει η Βάγια, «πώς μπορείς να μη λατρέψεις έναν τέτοιον άνθρωπο!» Τον γνώρισα τον Κυριάκο όταν πήγα πρώτη φορά να μ’ εξετάσει αν ήμουν έγκυος. Η Βάγια με είχε βοηθήσει ν’ ανέβω στην πολυθρόνα. «Ξέρεις τι θα πει να κρύβεις την αγάπη σου μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, να πλαγιάζεις με τον άντρα που λατρεύεις στα βιαστικά σε τούτη εδώ την πολυθρόνα και να ξέρεις πως δεν θα κάνεις ποτέ παιδί δικό του;» Ο Κυριάκος είχε δυο γιους και τη γυναίκα του, που αναγκάστηκαν να καταφύγουνε σε συγγενείς στην Αθήνα, γιατί τους ρήμαξαν όταν βγήκε κείνος στο βουνό. Τα ξέρει όλα η Βάγια, μα το πήρε απόφαση να μείνει κοντά του. Μόνο που θα ’θελε να γίνονταν όλα στα φανερά. Τι το κακό; Μια γυναίκα θα του ’πεφτε, που ζει μονάχος τόσα χρόνια, και ποιος ξέρει για πόσα ακόμα. Τι το πείραζε το κόμμα, αν θα ήτανε αυτή; Λύσσαξε η Ροδιά, γιατί ο άντρας της είναι μισή μερίδα...


Λοιπόν μη ρωτάς, μούτζω’ τα

― Ποιοι με πιάσανε. Ντόπιοι, από δω. Τόγιας και Κλέαρχος. Ο Βασίλης ο Τόγιας και ο καπετάν Κλέαρχος. Εκείνοι με πήγανε στο Καστρί. Και μετά με πήγανε στη Λουκού.
― Στη Λουκού ή στην Ορθοκωστά;
― Στη Λουκού. Με βάλανε κάτω σε ένα υπόγειο και αρχίνησαν. Πρώτα με κάτι σκαμπίλια. Μαρτύρα. Ρε, τους λέω, εγώ δεν πήγα στρατιώτης. Και πραγματικώς λιποτάχτησα τότε. Το ’20. Το ’22. Τότε που πήγαιναν στη Μικρά Ασία.
― Ποια κλάση είσαι;
― Του ’22. Και λιποτάχτησα εκεί. Όταν ήρθε ο στρατός και ξανάγινε κράτος παρουσιάστηκα. Πήγα τότε και ντύθηκα. Πήγα ίσαμε τη Θεσσαλονίκη. Τώρα εδώ στη Λουκού. Με βάλανε στο υπόγειο, σε ένα παλιοϋπόγειο. Την άλλη μέρα με ξαπλώνουν χάμω, περνάν τη λουρίδα του ντουφεκιού εδώ στα σφυρά μου, χάμω εγώ ανάσκελα. Με τα πόδια απάνω λυγισμένα. Κι αυτοί βαράγανε με κάτι ξύλα και λέγανε μαρτύρα.
― Στις πατούσες σε βαράγαν;
― Ναι, στις πατούσες. Εκεί λοιπόν άλλοτε μου δίναν φαΐ, άλλοτε όχι.
― Ποιοι σε βαράγαν;
― Ξένοι. Ήσαν ξένοι αυτοί. Δεν τους γνώριζα. Και όπως ήμουν χάμω με κλότσαγαν. Στα πλευρά παντού. Έμεινε το χέρι μου στραβό. Όσο ανάσαινα.
― Και τι θέλαν να τους μαρτυρήσεις;
― Ποιος, σε ποια οργάνωση είμαι. Αφού δεν ήμουν σε καμία; Ε, έτσι θέλανε αυτοί. Να μαρτυρήσω. Θέλανε να με πάρουνε με το ζόρι, αυτό ήτανε. Εγώ σ’ το είπα. Με το ζόρι δεν πήγα στρατιώτης. Λοιπόν λιποτάχτησα πριν ντυθώ, στο Ναύπλιο, και ήρθα εδώ και ρεμπέλευα. Όσο που χάθηκε ο πόλεμος της Μικράς Ασίας και ήρθαν οι άλλοι και φτιάξαν πάλι στρατό και πήγα. Μάλιστα.
― Στη Λουκού πόσο σε κρατήσαν;
― Κανένα μήνα κοντά. Ύστερα ευτυχώς η κατάσταση άλλαξε. Ακούστηκε ότι έρχονται οι Γερμανοί και μας βγάλαν από κει. Εμένα με είχαν κουτσό και με βάλαν σε κάποιο μουλάρι. Δεν με σκότωσαν. Με βάλαν στο μουλάρι και μας πήγαν πέρα προς Αγιώργη, προς τα βράχια της Μάσκλινας. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί πλησίαζαν. Κατέβαιναν από πάνω, από την Αγιασοφιά, κι αυτοί μας άφησαν σε ένα χαντάκι και έφυγαν όλοι. Ήξεραν τα μονοπάτια, χαθήκανε. Όλοι. Και μας πήραν οι Γερμανοί, μας πήγαν στη Μάσκλινα. Διανυκτερεύσαμε στη Μάσκλινα. Και την άλλη μέρα μας βάλαν στο τρένο για Τρίπολη.
― Στην Ορθοκωστά δεν σε πήγαν εσένα.
― Όχι. Μόνο στη Λουκού. Είχανε και κείθε πέρα στρατόπεδο αλλά δεν με πήγαν. Είχανε Σπαρτιάτες εκεί. Είχανε έναν κουμπάρο μου από τα Βρέσθενα. Αλλά δεν τους είδα. Με πήγαν στη Λουκού εμένα.
― Στη Λουκού αρχηγός ποιος ήταν;
― Ψόφησαν όλοι. Ο Κλέαρχος ήτανε. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Κλέαρχος. Ο διευθυντής εκεί. Είχε και τον αδερφό του, σκοτώθηκε και κείνος. Έχει μείνει ένας τρίτος, τον λέγανε Κρατερό. Λοιπόν.
― Στην Τρίπολη πόσο έμεινες;
― Πολύ. Δεν θυμάμαι. Πολύ καιρό. Είχα έναν μπατζανάκη κι έμεινα σ’ αυτόν. Χαραλάς. Ήμουνα κουτσός έμεινα πολύ. Ε, λοιπόν αυτά τα καθάρματα. Ο ένας ήταν πρώτος ξάδερφος της γυναίκας μου, ο Κλέαρχος. Και ο Τόγιας – ήμαστουν κουμπάροι. Ο Βασίλης. Ήτανε πολύ κακός αυτός. Τώρα, ήσαν και άλλοι αλλά αυτοί διευθύνανε. Κλέαρχος και Τόγιας.
― Όταν κάψαν το Καστρί πού ήσουν;
― Όταν κάψαν το Καστρί. Εδώ ήμουνα. Το κάψανε και τους πήραν τους Καστρίτες και τους πήγαν στον Άγιο Πέτρο. Μήπως έρθουν οι Γερμανοί και τους προλάβουν. Εδώ ήμουν. Μήπως έρθουνε οι Γερμανοί. Λοιπόν εδώ καπετάνιος ήταν αυτός, ο Κλέαρχος. Ήταν και ένας Τσίτσας, τώρα έχει χαθεί. Μου λένε ότι το παιδί του είναι γιατρός κάπου, στην Αράχωβα. Εκείνος δεν ξαναγύρισε. Το σπίτι τους είναι δω γκρέμιο, πίσω απ’ την εκκλησιά. Τώρα το έχει ο Σαράφης, δένει το γαϊδούρι του. Τι να σε φιλέψω;
― Τίποτα δεν θα με φιλέψεις.
― Δεν άξιζαν τίποτα. Τίποτα δεν άξιζαν. Ήσαν διευθυνόμενοι. Να σου πω και τούτο: Όταν με πιάσανε, πιάσαν κι έναν Χασάνη. Τον θυμήθηκες;
― Ναι.
― Τον Μήτσο τον Χασάνη.
― Ναι.
― Πιάσαν και κείνον τον Ορφανό, τον Γιάννη. Και κείνον θα τον θυμήθηκες.
― Ναι.
― Και αυτούς τους είχαν για να κατασκοπεύουν εμένα. Τάχα ότι τους κυνηγούσαν και κείνους. Και τα λοιπά και τα λοιπά. Κατάλαβες; Όταν μας πιάσαν οι Γερμανοί, κάτω στην Αγιασοφιά, αυτοί έσουραν με τους αντάρτες. Λοιπόν μη ρωτάς, μούτζω’ τα. Μου έχουν κάνει πολλά εδώ. Μου σκότωσαν έναν αδερφό, ήταν γραμματέας στην Αγρονομία. Βάλαν κάποιο Καλογεράκη και τον έσφαξε στη μέση του δρόμου.
― Πότε αυτό;
― Τότε το ’43. Το ’44. Ε, λοιπόν. Μουλάρια μου φαρμάκωσαν, χίλια δύο μου κάνανε. Με πήραν στο στρατόπεδο, με σακάτεψαν. Και δεν πείραξα κανέναν, ποτέ. Λέω, δόξα να έχεις Θεέ, γιατί η συνείδηση είναι το παν. Άμα σε ελέγχει η συνείδησή σου, βράσ’ τα. Λοιπόν αυτά είναι φίλε. Και ο Θεός συχωρέσοι τους. Δεν φταίγαν αυτοί. Φταίγαν άλλοι πιο πάνω. Και δεν σου είπα το σπουδαιότερο. Μια αδερφή του Κλέαρχου, του ξαδέρφου της γυναίκας μου, αυτή είχε φύγει. Ναι, με είχαν διορίσει πρόεδρο, αφού δεν έβρισκαν άλλον καλύτερον εδώ μέσα. Με διόρισαν πρόεδρο και ήρθε ένα χαρτί και μου έλεγε όσοι ήσαν κομμουνιστές κλπ., να γράψω τα χτήματά τους στην Κοινότητα. Οπότε ήρθε και αυτή η αδερφή του Κλέαρχου. Και εγώ την άφησα, πούλησε τα χωράφια τους του Ζυγού. Τα πήρε ένας από χαμηλά, τα κάτω χωριά. Μόνο ένα καλό που μας έκανε, μας άφησε το νερό. Τη μεγάλη βρύση, εκεί πάνω αν την ξέρεις. Στην Κοινότητα. Μόνον αυτό. Κατά τα άλλα, δεν τους πείραξα, κανέναν. Αυτά είναι. Πού να θυμηθείς.
«Ορθοκωστά»

σελ. 219-223