Μπας και ήταν μεθυσμένος;

      Αφού τελειώσει τη δουλειά του, ο Κάρλος Ρόχας δένει το πλεούμενο σ’ έναν από τους στύλους του Παλιού Γεφυριού και πηγαίνει σε μια καντίνα της Γκαγινασέρα όπου μαζεύονται όσοι ξυπνάνε νωρίς. Εκείνο το πρωί υπήρχαν κιόλας κάμποσοι νεροκουβαλητές, οδοκαθαριστές και μικροπωλητές, όλοι ντόπιοι. Του σέρβιραν μια κολοκύθα γεμάτη κατσικίσιο γάλα, τον ρώτησαν γιατί είχε τέτοια μούτρα. Ήταν καλά η γυναίκα του; Και το πιτσιρίκι του; Ναι, καλά ήταν, και ο Χοσεφίνο περπατούσε κιόλας κι έλεγε μπαμπά, όμως εκείνος έπρεπε να τους πει κάτι. Και συνέχιζε να στέκεται με τη στοματάρα του ανοιχτή και τα μάτια γουρλωμένα απ’ την έκπληξη, λες και μόλις είχε δει τον ίδιο το διάολο. Δέκα χρόνια που δούλευε βαρκάρης και ποτέ δεν είχε δει κανέναν στο δρόμο όταν σηκωνόταν, αν εξαιρέσεις τον κόσμο από το σφαγείο. Ο ήλιος δεν έχει ξεμυτίσει ακόμα, μαυρίλα ολόγυρα, είναι η στιγμή που η άμμος πέφτει πιο δυνατά, ποιος να σκεφτεί, λοιπόν, να βγει έξω τέτοια ώρα; Και οι Γκαγινασέροι, δίκιο έχεις, φίλε, κανείς δεν θα το σκεφτόταν. Μιλούσε με φόρα, τα λόγια του ήταν σαν πυροβολισμοί και τα συνόδευε με παραστατικές χειρονομίες, στις παύσεις πάντα η στοματάρα ανοιχτή και τα μάτια γουρλωμένα. Γι’ αυτό ήταν που τρόμαξε, να πάρει, επειδή παραξενεύτηκε. Τι είναι αυτό; Κι άκουσε πάλι, ολοκάθαρα, τις οπλές ενός αλόγου. Δεν είχε αρχίσει να του στρίβει, φυσικά είχε κοιτάξει ολόγυρα, ας περίμεναν, ας τον άφηναν να τους πει: το είχε δει μπαίνοντας στο Παλιό Γεφύρι, το γνώρισε αμέσως. Το άλογο του δον Μελτσόρ Εσπινόσα; Εκείνο το άσπρο; Μάλιστα, γι’ αυτό ακριβώς, επειδή ήταν άσπρο, έλαμπε μέσα στο ξημέρωμα κι έμοιαζε με φάντασμα. Κι οι ντόπιοι, απογοητευμένοι, θα ’χει λυθεί, δεν είναι τίποτα καινούργιο. Ή μπας και του δον Μελτσόρ του κατέβηκε η ανοησία να ταξιδέψει μες στα σκοτάδια; Αυτό σκέφτηκε κι εκείνος, εντάξει, θα το ’σκασε το ζώο του, πρέπει να το πιάσει. Πήδηξε στη στεριά και με μεγάλες δρασκελιές ανέβηκε στην όχθη, πάλι καλά που το αλογάκι δεν βιαζόταν, άρχισε να το πλησιάζει σιγά σιγά για να μη το τρομάξει, τώρα θα ’βγαινε μπροστά του και θα του έπιανε τη χαίτη, και με το στόμα τσ, τσ, τσ, ήρεμα, θα το καβαλίκευε ξεσέλωτο και θα το πήγαινε πίσω στο αφεντικό του. Προχωρούσε αργά, το πλησίαζε, και καλά καλά δεν το ’βλεπε απ’ την πολλή άμμο, μπήκαν μαζί στην Καστίγια, και τότε βγήκε στο δρόμο του εκείνος και πάει. Με ανανεωμένο το ενδιαφέρον τους οι Γκαγινασέροι τι έγινε, Κάρλος, τι είδες; Μάλιστα, τον δον Ανσέλμο που τον κοίταζε καβάλα στ’ άλογο, λόγω τιμής. Είχε ένα πανί στο πρόσωπο και, για μια στιγμή, εκεινού του κόπηκε το αίμα: συγγνώμη, δον Ανσέλμο, νόμιζα ότι το ζώο το ’χε σκάσει. Και οι Γκαγινασέροι, τι έκανε εκεί; Πού πήγαινε; Το ’σκαγε από την Πιούρα στα κρυφά, σαν τον κλέφτη; Ας τον άφηναν να τελειώσει, διάολε. Γέλασε με την ψυχή του, τον κοίταζε και ξεκαρδιζόταν στα γέλια, και το αλογάκι που στριφογύριζε. Ήξεραν τι του είπε; Ησυχάστε, μη φοβάστε, Ρόχας, δεν είχα ύπνο και βγήκα να κάνω μια βόλτα. Άκουσαν; Όπως ακριβώς τα έλεγε. Ο άνεμος ήταν ζεστή φωτιά, μαστίγωνε άγρια, πολύ άγρια κι εκείνου του ήρθε να του απαντήσει αν τον περνούσε για χαζό. Νόμιζε ότι θα το ’χαβε; Κι ένας Γκαγινασέρος αλλά δεν θα του το είπες, Κάρλος, δεν λέμε τους ανθρώπους ψεύτες, άσε που, τι σ’ ενδιέφερε. Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Λίγο αργότερα τον ξαναείδε, μακριά, στο μονοπάτι του Κατακάος. Και μια Γκαγινασέρα, στον αμμότοπο; Ο φουκαράς, θα του ’χει γίνει το πρόσωπο κόσκινο και τα μάτια και τα χέρια. Έτσι που φυσούσε εκείνη τη μέρα. Έτσι και δεν τον άφηναν να μιλήσει θα σώπαινε και θα ’φευγε. Ναι, ήταν ακόμα καβάλα στ’ άλογο κι έκανε βόλτες αδιάκοπα, κοίταζε το ποτάμι, το Παλιό Γεφύρι, την πόλη. Και μετά ξεκαβαλίκεψε κι έπαιζε με το πόντσο του. Έμοιαζε με ευχαριστημένο πιτσιρίκι, χοροπηδούσε ασταμάτητα σαν τον Χοσεφίνο. Και οι Γκαγινασέροι, μπας και του ’στριψε του δον Ανσέλμο; Κρίμα θα ήταν, τόσο καλός άνθρωπος που είναι, μπας και ήταν μεθυσμένος; Και ο Κάρλος Ρόχας όχι, δεν του φάνηκε για τρελός ούτε για μεθυσμένος, του είχε δώσει το χέρι όταν χωρίζονταν, τον ρώτησε τι έκανε η οικογένειά του και τους έστειλε χαιρετισμούς. Καταλάβαιναν όμως ότι με το δίκιο του είχε παραξενευτεί τόσο.





Μάριο Βάργκας Λιόσα

«Το πράσινο σπίτι»


Μετάφραση: Κατερίνα Τζωρίδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου