Και ο Ρήγας Φερραίος το ίδιο θα ’κανε



     Η μάνα μου καθόταν στη ραπτομηχανή, και για να με παρηγορήσει μ’ έβαλε να τη βοηθήσω. Ξήλωνε τη σημαία μας. Την είχαμε κρεμάσει τη μέρα που έφυγε ο πατέρας μου, και άλλη μια ημέρα, που πήρε ο στρατός μας μια πόλη, Κορυτσά νομίζω. Τώρα, Κατοχή, η σημαία ήταν και άχρηστη και επικίνδυνη, αν τυχόν μας έκαναν έρευνα. Σε όλα τα σπίτια έκαναν έρευνα, ένας διερμηνέας Έλληνας και δύο Γερμανοί. Αρχικώς έστελναν Ιταλούς, αλλά επειδή έπιαναν συζήτηση με τους κατεχόμενους, οι Γερμανοί τους έβγαλαν απ’ αυτή την εργασία. Στο δικό μας το σπίτι δεν είχαν έρθει ποτέ για έρευνα, κι εγώ το είχα σαν κοινωνική ταπείνωση. Πάντως, επειδή περί σημαίας, εγώ δεν καταλαβαίνω σε τι χρησιμεύει, μόνο σε μερικές επιθεωρήσεις μας φάνηκε χρήσιμη, σε ορισμένα νούμερα.

     Ξηλώναμε τη σημαία με την μητέρα μου. Ευτυχώς ήταν μεγάλη, την είχε, θυμάμαι, φέρει ο πατέρας μου μια φορά προ ετών, ένας κρεοπώλης είχε φαλιρίσει και δεν του ξόφλαγε τριών ημερών άντερα και πλυστικά πατσάς. Και ο πατέρας μου του έκανε κατάσχεση μια σημαία και μία ζυγαριά, καντάρι τη λέγαμε τότε, απ’ αυτές που κρεμάς το εμπόρευμα από ένα τσιγκελάκι για να το ζυγίσεις. Δεν πρόφτασε να κάνει κατάσχεση σε τίποτ’ άλλο, τον είχαν προλάβει άλλοι, μόνο η σημαία και το καντάρι είχαν απομείνει στο μαγαζί. Και όταν την αναρτήσαμε στις είκοσι οχτώ Οκτωβρίου που έφευγε ο πατέρας μου, σχεδόν κουκούλωσε όλη μας την πρόσοψη, μου θύμισε ένα πατριωτικό σχολικό τραγούδι, σκέπασε μάνα σκέπασε, γαλανομάτα κόρη. Ευτυχώς που τη θυμήθηκε η μητέρα μου. Αρχικώς την είχαμε και για σεντόνι. Τώρα, την ξηλώσαμε και η μητέρα μου την έκοψε κι έβγαλε τέσσερα ζεύγη φανελλάκια για όλα μας, και από δύο βρακιά του καθενός. Μάλιστα, θυμάμαι, στο δικό μου βρακί έλαχε η μέση, με το σταυρό, δε σήκωνε ξήλωμα, κι έτσι φόραγα βρακί κυανόλευκο και ο σταυρός μ’ έκοβε στον καβάλλο αποκάτω ακριβώς. Πάντως, ξεχειμωνιάσαμε μ’ αυτά τα εσωρρουχάκια. Και ούτε διατρέχαμε πλέον κίνδυνο να βρουν σπίτι μας σημαία, πράγμα αντιστασιακό, έτσι και μας έκαναν έρευνα. Αν και δεν έλπιζα πλέον. Όμως ο παπα-Ντίνος είδε μια μέρα απλωμένα τα εσώρρουχά μας σε σκοινί πίσω απ’ το ιερό, τα κατάλαβε όλα. Πώς βάσταξε η καρδιά σου, κυρά μου, λέει στη μάνα μας. Και η μαμά μου του λέει και ο Ρήγας Φερραίος το ίδιο θα ’κανε αν είχε παιδιά γδυμνά. Ο παπάς δεν ξανασχολίασε για τα σώβρακά μας.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου