Περί τήν δεκάτην και ημίσειαν, έφθασε ο δήμαρχος τής πόλεως, τό δημοτικόν συμβούλιον, αι λιμενικαί αρχαί, αντιπρόσωποι τού εμπορικού επιμελητηρίου, μερικά επιφανή μέλη τών μεγάλων βιομηχανικών οργανισμών, πολλοί δημοσιογράφοι και τρείς βουλευταί τής περιφερείας. Ολίγον αργότερον έφθασε ο αντιπρόσωπος τής Βασιλίσσης, με τούς ναυπηγούς και τούς διευθυντάς, καθώς και οι κυριώτεροι μέτοχοι τής εταιρείας εις ην άνηκε τό μέγα πλοίον. Εις τάς ένδεκα, επί τού αχανούς πρωραίου καταστρώματος, ετελέσθη αγιασμός, παρουσία όλων τών επισήμων, πολλών επιβατών, τών αξιωματικών και σχεδόν ολοκλήρου τού πληρώματος, υπό τού αρχιεπισκόπου τής μεγίστης πόλεως τού Λανκασάϊρ, ήτις ήτο συγχρόνως και ο πρώτος λιμήν τού Ηνωμένου Βασιλείου διά πάσαν υπερατλαντικήν συναλλαγήν και εμπορίαν.
Μετά ταύτα εξεφωνήθησαν τρείς σύντομοι λόγοι, προσεφέρθησαν αναψυκτικά και ταχυδρομικά δελτάρια φέροντα τήν εικόνα τού « Μεγάλου Ανατολικού », ηκούσθησαν, έπειτα, άπειρα χειροκροτήματα και ζωηραί επευφημίαι και, τέλος, εις τάς δώδεκα ακριβώς, οι επίσημοι, αφού απεχαιρέτησαν τόν γηραιόν, άλλα θαλερόν κυβερνήτην τού υπερωκεανείου Τζάκ Άντερσον, εγκατέλειψαν το σκάφος.
Οι δύο γιγαντιαίοι τροχοί εις τά πλευρά τού νεότευκτου κολοσσού και η τεραστία έλιξ εις τήν πρύμνην ήρχισαν να περιστρέφονται βραδέως, και ο « Μέγας Ανατολικός », εν μέσω αφρόεντος παφλασμού, ήρχισε, ευθύς μετά την ανέλκυσιν τών αγκυρών του, να κινείται πρόσω ήρεμα, κατευθυνόμενος προς τήν έξοδον τού λιμένος, εντός πανδαιμονίου πανηγυρικών συριγμών όλων των ελλιμενισμένων ατμοπλοίων, οδηγούμενος από δύο προπορευομένας πλοηγίδας και επευφημούμενος από τά παραληρούντα εις τά κρηπιδώματα και τάς προκυμαίας πυκνότατα πλήθη.
Κατερχόμενον με κατά τι ηυξημένην ταχύτητα τόν Μέρσεϋ, τό μέγα υπερωκεάνειον επλησίαζε ολονέν εις τάς εκβολάς τού πόταμου και μετ' ολίγον εισήρχετο εις τήν θάλασσαν. Εις τό σημείον τούτο, τά δύο πλοηγικά πλοιάρια απεχαιρέτησαν τόν κολοσσόν, και ο « Μέγας Ανατολικός », προωθούμενος από τούς δύο τεραστίους τροχούς και τήν ισχυράν του έλικα, ανέπτυξε όλην του τήν ταχύτητα και ελεύθερος πλέον, ήρχισε τό παρθενικόν ταξίδιόν του και την ιστορικήν πορείαν του, προς τήν πέραν τού Ατλαντικού ήπειρον, κομίζων εις τόν Νέον Κόσμον τόν χαιρετισμόν τής ανθηροτάτης πάντοτε γηραιάς Ευρώπης. Η ημέρα ήτο ωραία. Ο ήλιος έλαμπε, ο ουρανός ήτο ανέφελος και μία αύρα ελαφρά εθώπευε τό πελώριον σκάφος και εδρόσιζε τά πρόσωπα και τά σώματα τών αναριθμήτων επιβατών. Εις τάς λεύκας ως κιμωλία ακτάς της νοτιοδυτικής Αγγλίας, η θάλασσα προσέθετε τήν διηνεκώς ανανεουμένην δαντέλλαν τού αφρού της. Υψηλότερα, εις τούς κυματιστούς λειμώνας, όπου βλαστάνει εις όλας τάς εποχάς τού έτους η καταπράσινη χλόη και φύονται εν εκστάσει τά βαθύσκια δένδρα τής αειθαλούς ταύτης νήσου, εφαίνοντο ακόμη μακρόθεν, αλλού μεν ίπποι που έβοσκαν και αγελάδες, αλλού δε κομψαί αγροικίαι, εις τά παράθυρα και τάς θύρας τών οποίων οι γαιοκτήμονες και οι ναυτικοί παρετήρουν έκθαμβοι, τινές με διόπτρας, άλλοι με γυμνούς οφθαλμούς, τό εν θριάμβω διερχόμενον μέγα υπερωκεάνειον σκάφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου