Η δουλειά στο ξυλάδικο είταν η τέλεια αταξία. Δεν είχε ώρες κανονικές να δουλέψουμε, να ξέρεις τι έχεις να κάνεις, υπερωρίες, παύση το μεσημέρι, συνδικάτο, κρατήσεις –τίποτα απ’ αυτά. Καθώς ερχόνταν τα φορτηγά και φέρνανε την ξυλεία, τα δυο τ’ ανηψίδια –αυτά μπορούσανε να κάνουνε τη δουλειά τους. Εγώ δε μπορούσα να κάνω τίποτα, έπρεπε να περιμένω το Μάστορα. Ερχότανε κάποτε το πρωί, τα χαράματα, ερχόταν κάποτε και στις δέκα, κάποτε αργότερα ακόμα, το μεσημέρι. Και γινόταν κάποτε και τ’ αφεντικό μας έφτανε λαχανιασμένο τ’ απόγευμα, να μας πει πως ένας εργολάβος δικός του, έτσι κ’ έτσι τα κανονίσανε και θα ’ρχότανε το πρωί και του χρειαζόταν τούτο και κείνο και τόσο να ’ναι καινούργια ξυλεία και τόσο παλιά. Και τότες έπρεπε να δουλέψουμε μαζί με το Μάστορα ως αργά το βράδι – και δε μπορούσα να ’χω παράπονο, αφού τις άλλες ώρες καθόμουνα.
Τα ίδια γινόντανε με την πληρωμή. Τ’ αφεντικό μας δεν είχε καθόλου βιβλία – μια φορά κάθε εξάμηνο ερχόταν ένας λογιστής και του τα ’φκιαχνε για την εφορία –όλα ψεύτικα. Μια φορά το χρόνο του ’φκιαχνε και τη δήλωση για τους φόρους –πάλι ψεύτικη. Δυο-τρείς μήνες ύστερα βρισκότανε σε λαχάνιασμα ατελείωτο με πιστοποιητικά κι αποδείξεις και δικηγόρους για την ψεύτικη δήλωση.
-Μπρε μπεζεβέγκη, του λέει ο Μάστορας μια φορά –έτσι του μίλαγε. Περισσότερον τυραννίζεσαι και ξοδεύεις και περισσότερα παρά να επλήρωνες όπως πρέπει τους φόρους.
-Ε ρε, κούνια που σε κούναγε, κακομοίρη Μιχάλη μου… Γι’ αυτό τα πρόκοψες έτσι. Να πληρώνουμε τα κανονικά μας, να γίνει κράτος δηλαδή το ρομέικο. Και δεν πάμε να πνιγούμε καλύτερα;
Τα ίδια γινόντανε με την πληρωμή. Τ’ αφεντικό μας δεν είχε καθόλου βιβλία – μια φορά κάθε εξάμηνο ερχόταν ένας λογιστής και του τα ’φκιαχνε για την εφορία –όλα ψεύτικα. Μια φορά το χρόνο του ’φκιαχνε και τη δήλωση για τους φόρους –πάλι ψεύτικη. Δυο-τρείς μήνες ύστερα βρισκότανε σε λαχάνιασμα ατελείωτο με πιστοποιητικά κι αποδείξεις και δικηγόρους για την ψεύτικη δήλωση.
-Μπρε μπεζεβέγκη, του λέει ο Μάστορας μια φορά –έτσι του μίλαγε. Περισσότερον τυραννίζεσαι και ξοδεύεις και περισσότερα παρά να επλήρωνες όπως πρέπει τους φόρους.
-Ε ρε, κούνια που σε κούναγε, κακομοίρη Μιχάλη μου… Γι’ αυτό τα πρόκοψες έτσι. Να πληρώνουμε τα κανονικά μας, να γίνει κράτος δηλαδή το ρομέικο. Και δεν πάμε να πνιγούμε καλύτερα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου