Όλο το μυστικό είναι ετούτο

25 του Μάρτη. Χλιό αγεράκι φύσηξε, έβγαλε χλόη το μυαλό μου, γέμισαν τα σπλάχνα μου ανεμώνες. Σήμερα, εθνική γιορτή, ο λοχαγός μας έβγαλε λόγο· κρέμασε ένα χάρτη της Ελλάδας στον τοίχο του στρατώνα, μας έδειξε τα βόρεια σύνορα, μας εξήγησε πώς και γιατί θέλουν οι αντάρτες να δώσουν τη Βόρεια Ήπειρο και τη Μακεδονία στους Αρβανίτες και στους Σλάβους. Τα μάτια του έκαιγαν έτρεμε το δάχτυλο του σημαδεύοντας τα σύνορα της Ελλάδας· πάτησε με δύναμη την απαλάμη του στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη, σα να 'κανε κατοχή:

- Τα χώματα αυτά, φώναξε αγριεμένος, είναι ζυμωμένα, τώρα και χιλιάδες χρόνια, μ' ελληνικό αίμα και μ' ελληνικόν ιδρώτα και δάκρυο, είναι δικά μας, δε θ' αφήσουμε κανένα να τα πατήσει. Καλύτερα θάνατος! Γι αυτό, παιδιά, ανεβήκαμε εδώ στα ηπειρώτικα βουνά, και πολεμούμε· θάνατος στους προδότες! Κανένα έλεος! Κάθε αντάρτης που πέφτει στα χέρια μας, μαχαίρι! Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα· σκοπός μας είναι η σωτηρία της Ελλάδας!
Ποτέ δε μου στάθηκε συμπαθητικός ο άνθρωπος αυτός· μονόχνωτος, σκληρός, στενοκέφαλος· μια δύναμη σκοτεινή κι απάνθρωπη τον κυβερνάει· ένα θεριό μουγκρίζει μέσα του πληγωμένο και περήφανο. Μια γυναίκα κάποτε το 'χε χαδέψει το θεριό αυτό, του 'πε ένα καλό λόγο, άρχισε να μερώνει· μα η γυναίκα έφυγε, και το θεριό έβαλε πάλι τα μουγκρητά με μιαν καινούρια πληγή. Όμως ένιωθα γι' αυτόν σέβας ανεξήγητο· σέβας και φόβο και συμπόνια. Ήταν γενναίος, τίμιος, φτωχός, πίστευε στον αγώνα του, ήταν έτοιμος κάθε στιγμή να σκοτωθεί για την Ελλάδα. Στο λόχο του δεν είσαι καθόλου σίγουρος πως δε θα σκοτωθείς, είσαι όμως σίγουρος πως δε θα ντροπιαστείς. Είναι ο λοχαγός μας από τους ανθρώπους, τόσο σπάνιους στην αποσύνθεση του καιρού μας, που απάνω από το ατομικό τους συφέρο και την ατομική τους ευτυχία τοποθετούν μιαν ιδέα σωστή μπορεί, στραβή μπορεί · το σπουδαίο είναι πως για την Ιδέα αυτή θυσιάζουν τη ζωή τους. «Η Ελλάδα κιντυνεύει» φώναξε τελειώνοντας το λόγο του «η Ελλάδα έσυρε φωνή και μας κράζει· όσοι πιστοί, παιδιά, όλοι μαζί, παιδιά, να τη σώσουμε!» Η φωνή του είχε βραχνιάσει κι ένα δάκρυο πετάχτηκε από τα μικρά. βουλιαγμένα στις κόχες τους, μάτια.
Κοίταξα γύρα μου· πολλοί φαντάροι έκλαιγαν ο Λουκάς έστριβε το ρουμελιώτικο μουστάκι του κι ο Πάνος κοίταζε το χάρτη της Ελλάδας, όπως κοιτάζουν οι πιστοί τα θαματουργά ακονίσματα. Ο Στρατής πίσω μου ξερόβηχε κοροϊδευτικά, κι ο Λεβής, κίτρινος, σουρωμένος, αλλήθωρος, χαμογελούσε με κακία.
Τυλίχτηκα στο μαντύα μου και ξάπλωσα με τις αρβύλες μου, με το τουφέκι και τα φυσεκλίκια, μαζί με τους άλλους φαντάρους, τη νύχτα, κι έκλεισα τα μάτια· μα που να με πάρει ύπνος! Έχει δίκιο ο λοχαγός, συλλογιζόμουν, όλο το μυστικό είναι ετούτο: να μπορέσεις να βρεις μιαν ιδέα, να τη θρονιάσεις απάνω από τον εαυτό σου, να βάλεις πια σκοπό σου να ζεις και να πεθάνεις γι' αυτή. Έτσι η πράξη παίρνει ευγένεια κι η ζωή σου ενότητα· κι ο θάνατος σου γίνεται στα μάτια σου αθανασία, γιατί σμίγεις, είσαι βέβαιος, με μιαν πνοή αθάνατη. Μπορείς να ονοματίσεις την ιδέα αυτή Πατρίδα, μπορείς να την ονοματίσεις Θεό ή Ποίηση ή Λευτεριά ή δικαιοσύνη. Ένα έχει σημασία: να την πιστέψεις και να μπεις στη δούλεψη της.
Αυτό δεν είπε ο Σολωμός; «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα -ή ό,τι άλλο- και θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδος μεγαλείου»· αυτό το «ό,τι άλλο» που πρόσθεσε δείχνει πόσο ο νους του μεγάλου ποιητή μας ξεπερνούσε την εποχή του.
Αγαπημένη μου, δεν μπόρεσα εγώ ακόμα να βρω για ποιαν ιδέα να δώσω κι εγώ την ασήμαντη ζωή μου· παραδέρνω εδώ κι εκεί, πότε η ποίηση με μαυλίζει, πότε η επιστήμη, πότε η πατρίδα... Ίσως γιατί 'μαι ακόμα πολύ νέος κι αμέστωτος· ίσως και δε θα βρω ποτέ μου· τότε είμαι χαμένος.
Τίποτα γενναίο δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει στον κόσμο αν δεν υποτάξει τη ζωή του σ' ένα Αφέντη ανώτερο του.




2 σχόλια: