Τον αληθινά δίκαιο άνθρωπο τον δικαιώνουν οι εχθροί του

      
        Και μπαίνει ο παγωμένος χειμώνας του 1898. Αποφάσισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις να μοιράσουν μεταξύ τους την Κρήτη. Ο Άγγλος πήρε το Ηράκλειο, ο Αυστριακός τον Ναύσταθμο στη Σούδα, ο Γερμανός το Καστέλι στην Κίσαμο, ο Γάλλος το Λασήθι, ο Ρώσος το Ρέθυμνο, κι έμεινε ο Ιταλός ο Κανεβάρο στα Χανιά. Στα Χανιά όμως είχαν την έδρα τους και αγήματα απ’ όλες τις δυνάμεις, λόγω που η πόλη ήταν το διοικητικό κέντρο του νησιού. Και παραμέσα, στην ενδοχώρα, οι επαναστάτες. Το καλοκαίρι πάλι με την απελπισία του, μήνα Ιούλιο παραδόθηκε στο προεδρείο της Συνέλευσης των Κρητών από το ναύαρχο Ποτιέ το νέο σύνταγμα που προέβλεπε κατάργηση της τουρκικής δύναμης στο νησί, μήνα Αύγουστο ταραχές και αιματοχυσίες στο Ηράκλειο, ανάμεσα στα θύματα και ο πρόξενος της Αγγλίας Λυσίμαχος Καλοκαιρινός. Ο Νόελ φούρκισε(1) τότε δεκαεφτά Τουρκοκρήτες που τους θεώρησε υπεύθυνους για την αιματοχυσία. Και άλλες πολλές δεκάδες εξόρισε ή φυλάκισε. Έγραψε στον παππού ο θείος Χασάν ότι ανάμεσα στους φουρκισμένους ήταν κι ένας φίλος του αθώος. Όχι χριστιανό, ούτε μύγα δεν είχε βλάψει ποτέ του, κι όμως πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Μήνα Νοέμβριο, εγκατέλειψε και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης το νησί. Και ξοπίσω του σαράντα χιλιάδες λαός μουσουλμανικός, οι περισσότεροι ξεκληρισμένοι αγρότες. Κι έμεινε μόνο η μεταλλική σημαία με την ημισέληνο στη Σούδα. Η πρώτη εκλεγμένη εξαμελής εκτελεστική επιτροπή των χριστιανών με πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη είχε προσωρινή έδρα τη Χαλέπα. Από καιρό όμως είχε αρχίσει να συζητιέται η λύση της Ύπατης Αρμοστείας και το όνομα του πρίγκιπα Γεωργίου.
Αυτό ήθελες; είχε ρωτήσει τον γείτονα του τον μπακάλη Αλί μπέη τον Λουλούδη. Άφριζε από το κακό του ο Λουλούδης, και παρατηρεί ο παππούς ότι σαν τον Λουλούδη ήταν αυτοί που, παρασέρνοντας τους ανέμυαλους, έπαιρναν και τους μυαλωμένους στο λαιμό τους. Τη μέρα με τη μπακαλική του, τη νύχτα κακούργος, του το ’χε εμπιστευτεί ο άλλος φανατικός, ο Ζούνης. Στις σφαγές, λέει, του Μάη είχε κατασφάξει ο Λουλούδης έξι χριστιανούς στον Βλητέ. Όχι πως υστερούσε και ο Ζούνης στον φανατισμό, αλλά δεν ήταν ως το τόσο τυφλωμένος, αποκλεισμένος στον πύργο του ψηλά στο Μεϊντάνι, δεν θα καταδεχόταν να βουτήξει τα χέρια του στο αίμα, τα βουτούσε μόνο στη χολή, απελπισμένος και ολομόναχος. δεν είχε πάψει να ελπίζει μέχρι τέλους ότι η θέση του και ο κόσμος του είναι στα Χανιά. Κλαίοντας και θρηνώντας όμως άφησε υπέργηρος τον πύργο του κι έφυγε με τις τελευταίες καραβιές, είκοσι εφτά χρόνια αργότερα, ενώ ο άλλος, ο Λουλούδης, βρήκε τρόπο και ξέμεινε. Και χρόνια αργότερα θα έφτανε η είδηση στη Σισλί, χωρίς ωστόσο να εκπλαγεί καθόλου ο πατέρας, πως όχι μόνο ξέμεινε ο Λουλούδης στα Χανιά, αλλά και πως αλλαξοπίστησε, φανατικός και πάλι, πιστός πάντα στη φύση του.
Και αναζητά για άλλη μια φορά τους υπαίτιους ο παππούς. Προσπαθεί να δώσει απάντηση στις απορίες του, να διασκεδάσει την αγωνία του, είναι όμως και στιγμές που παραπονιέται, που προσπαθεί και τα καταφέρνει να νοιώθει Τούρκος αδικημένος, μουσουλμάνος περιφρονημένος˙ απομείναμε ξεκρέμαστοι, γράφει, μιλούν για του χρισθιανού τα δικαιώματα, και ο Τούρκος; Δεν είναι άνθρωπος αυτός; Δεν έχει δικαιώματα; Κι εγώ πονώ τον τόπο, κι εγώ αγωνίζομαι για το καλύτερο, τη θέλω την ειρήνη και τη σεβάστηκα και ζημιώθηκα και κατάπια το δίκιο μου, αλλά η πείρα μου εμένα άλλα μου λέει. Σαν έρθει η ώρα, αλίμονό μας, αν έρθει η ώρα, κιανείς δεν θα μας λυπηθεί, κιανείς τους δεν θα θυμηθεί τις καλοσύνες μου, φάτε τον, θα πούνε τότε, αυτόν και το σόι του, και να μου το θυμάσαι. Κι ύστερα πάλι παρηγοριέται μόνος του. Δεν πρέπει, γράφει, να λησμονούμε ότι συχνά το κακό που ζούμε μπορεί και να μην είναι τόσο άσχημο όσο το καλό που ποθούμε και για το οποίο προσευχόμαστε. Και μ’ αυτό θέλει να πει ότι ο μυαλωμένος άνθρωπος οφείλει να ζει συμφιλιωμένος με το παρόν του και να πιστεύει στο δίκιο του. Τον αληθινά δίκαιο άνθρωπο, σχολιάζει, τον δικαιώνουν οι εχθροί του. Και πιο πολύ περιμένει από αυτούς. Όχι από τους φίλους του.
(1) φουρκίζω: κρεμώ, απαγχονίζω κάποιον


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου