Έτσι ήθελε

Όπως σου έλεγα, λοιπόν, μόλις παντρεύτηκαν αγόρασαν το σπίτι όπου αργότερα πέθανε ο άντρας της. Τότε ο Φρίμαν, σε μια αισιοδοξία ακράτητη, επένδυσε όλες του τις οικονομίες σ’ αυτό το σπίτι. Στον πρώτο όροφο ήταν το σαλόνι, η κουζίνα — ανατολική κι ευρύχωρη — κι ένα ακόμα δωμάτιο που έγινε το γραφείο του Φρίμαν. Ωραίο φωτεινό δωμάτιο που έβλεπε στον ήρεμο κηπάκο. Το σαλόνι, όπως το λέμε εμείς οι Γάλλοι, είχε ένα μεγάλο κι ωραιότατο τζάκι, με πλακάκια πολύχρωμα, μ’ εξωτικά πουλιά και πολύπλοκα φυτά, ένα τζάκι που ποτέ δεν το είδα αναμμένο, γιατί τότε που επισκεπτόμουνα την κυρία Φρίμαν είχε ήδη τοποθετήσει μέσα μια ηλεκτρική θερμάστρα. Όχι από κακογουστιά, απλούστατα είχε γεράσει και κρύωνε. Στο δεύτερο όροφο ήταν τρία υπνοδωμάτια. Το ένα του ζευγαριού με δικό του λουτρό, τ’ άλλα δύο επένδυση για το μέλλον, για κάποια παιδιά δηλαδή.
Τα ερωτικά του ζευγαριού είχαν συντηρητικό χαρακτήρα. Ο Φρίμαν, αν κι ερωτικός, ήταν περισσότερο εγκεφαλικός. Είχε κάποια φοβία ή ενοχή όταν έκανε έρωτα. Επιθυμούσε έρωτα, αλλά αθέλητα αισθανόταν ανακούφιση όταν τελείωνε. Φαίνεται πως κάπως είχε συνδέσει την ερωτική πράξη με τα ούρα και τα κόπρανα, δηλαδή το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου ήταν το ίδιο με το σύστημα αποβολής των περιττωμάτων, κι έτσι αισθανόταν απώθηση. Του άρεσαν τα πορνό της εποχής, κάτι κάρτες με γυναίκες ημίγυμνες, παχουλές κι ασπρουλές, με το ένα στήθος γυμνό και στο χέρι να κρατούν συνήθως ένα μαντίλι σε προσποίηση αποχαιρετισμού θαυμαστών. Μάζευε τέτοιες κάρτες, αθώες γενικά. Πάντα, όμως, επιθυμούσε το σώμα της κυρίας Φρίμαν. Το επιθυμούσε με πάθος, αλλά και το φοβόταν.
Τη γνώρισα μεγάλη και φυσικά δεν κατάλαβα τι στο διάβολο βρήκε σ’ αυτό το μισοκατεστραμμένο σώμα, τι πάθη γεννούσε αυτό το σεληνιακό πρόσωπο, το σβησμένο βλέμμα, προσπαθούσα να καταλάβω πώς αυτό το γερασμένο κορμί ακκιζόταν σαν να ήταν κοριτσάκι. Δεν ξέρω, μου φαινόταν σαν ν’ άνοιξαν οι τάφοι, να βγήκαν οι μισολιωμένοι νεκροί ή οι σκελετοί και να κυκλοφορούσαν κρυμμένοι κάτω από πέπλα, τάχα ζωντανοί. Το γεγονός πάντως παραμένει πως κι οι δυο τους είχαν αγαπήσει πολύ τον εαυτό τους.
Όμως, το θέμα μου δεν είναι αν ο Φρίμαν αγάπησε ή όχι το σωματικό ερείπιο που σου έλεγα, ούτε στο κάτω κάτω έχει κανένα ενδιαφέρον η ερωτική ζωή του ίδιου που πέθανε ξαφνικά από εγκεφαλικό επεισόδιο μια ηλιόλουστη και ήσυχη κατά τα άλλα μέρα.
Είχε, λοιπόν, τελειώσει το πρωινό του στη λιακάδα της κουζίνας και ψιλοδιάβαζε την εφημερίδα του. Πού και πού αν έβρισκε κάτι χαριτωμένο το μετέφερε στην κυρία Φρίμαν που με προσοχή βουτύρωνε την τελευταία της φέτα. Ξαφνικά ο Φρίμαν σηκώθηκε βιαστικά κι όρμησε στην τουαλέτα. Η κυρία Φρίμαν ήπιε μια γουλιά καφέ κι άκουσε ένα γδούπο. «Σου είπα να μην ανεβαίνεις πάνω στη λεκάνη», φώναξε θυμωμένη κι έτρεξε. Άνοιξε την πόρτα και τον βρήκε διπλωμένο πάνω στη λεκάνη με το παντελόνι του κατεβασμένο. Αυτά, βέβαια, έγιναν πολύ αργότερα. Για την ώρα, το ζευγάρι έκανε έρωτα, αλλά είχε αποδυθεί σε μια φοβερή πάλη, πολεμούσαν με ευγένεια χειρούργου που σε κόβει για το καλό σου, με γενική, τοπική ή και χωρίς αναισθησία, αγωνιζόντουσαν με ευγενική λύσσα να υποτάξει ο ένας τον άλλο, να τον ξεσκίσει, να τον καταπιεί ζωντανό, ν’ αρχίσει απ’ τα πόδια και να τον ρουφήξει ολόκληρο, ήταν κανίβαλοι, σου λέω, είχαν το κρεβάτι του Προκρούστη και θέλαν να φέρουν τον αγαπημένο στα μέτρα τους, να τον καθοδηγούν, να τον σέρνουν. Ήταν τέρατα από αγάπη, σου λέω.
Πείνασα όμως, και το τυρί τελείωσε, έμεινε λίγο ψωμί, πάρ’ το εσύ. Δεν ξέρω, αλλά όταν μασάς έχω την εντύπωση πως ροκανίζεις. Τώρα όμως η κυρία Φρίμαν, σαν μια νωχελική γάτα με το ποντίκι στο στόμα της και την ουρά του να κρέμεται και να κουνιέται στα χείλη της, στόλιζε το σπίτι της με γούστο και κέφι. Συγχρόνως όμως ρίχτηκε ακάθεκτη και στη γλωσσολογία, ακόμα και στη φιλοσοφία, με τόση επιτυχία, που ο Φρίμαν δεν έκανε σχεδόν τίποτα χωρίς να τη ρωτήσει και να τη συμβουλευτεί. Η αλήθεια είναι πως η κυρία Φρίμαν είχε μια υπεροχή απέναντι στο Φρίμαν. Ήταν εκείνη που ήξερε τη φοβερή δύναμη των λέξεων πάνω στον άνθρωπο. Ο Φρίμαν σαν ειδικός ήξερε τις λέξεις, αλλά νόμιζε πως δεν έχουν αισθήματα. Μαγεμένος απ’ τις λέξεις, ξέχασε πως αυτές είχαν αξία μόνο μέσα απ’ τους ανθρώπους. Αυτό φυσικά μπορεί να είναι ένα συμπέρασμα κάπως επιπόλαιο, γιατί το Φρίμαν δεν τον γνώρισα παρά από μερικά κείμενά του και περιγραφές της γυναίκας του. Είχα καταλήξει πως αγαπούσε τη δουλειά του, αλλά δεν είχε φαντασία. Δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος. Δεν ήταν σαν και μένα, που η γνωστή φύση μου μ’ έκανε πρωταθλητή της κολύμβησης στα 100 ελευθέρας, 200 πεταλούδας, πρωταθλητή στα 1500 προσθίως και 400 μικτής, όπως και στ’ άλλα αγωνίσματα, μικτά και μη, με παγκόσμια ρεκόρ. Δε θα μπορούσε ποτέ να τρέξει το μαραθώνιο, όπως εγώ, σε μισή ώρα και τέσσερα δευτερόλεπτα, να πηδήξει με την πρώτη προσπάθεια 10 μέτρα επί κοντώ, να χορέψει το ίδιο βράδυ στο Κόβεντ Γκάρντεν με την Πλισίσκαγια το πα ντε ντε και άλλα. Τότε η Πλισίσκαγια μόλις τελείωσε το νούμερό μας, η μεγάλη Πλισίσκαγια — πριν λιποθυμήσει από την εξάντληση — γυρίζει και λέει: «Ω, Θεέ μου, δεν είναι δυνατόν, δε μου έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο. Τώρα μπορώ να πεθάνω, γιατί επιτέλους έμαθα τι θα πει χορός». Αλλά παντού διέπρεψα και πήρα Νόμπελ, μέχρι και της ειρήνης, για να καταλάβεις. Ακόμα και όλα τα Όσκαρ όλων των ειδών για όλους τους ρόλους, καλούς και κακούς, όπως και τα ειδικά έπαθλα εκατομμυρίων δολαρίων από υπερεθνικές εταιρίες και διεθνείς οργανισμούς, που αυτή τη στιγμή δε θυμάμαι. Όχι, ο Φρίμαν δεν είχε φαντασία, ήταν ένας εργάτης του λόγου. Οι λέξεις του περπατούσαν σαν πάπιες κι έκαναν συνεχώς πα πα πα... Όταν βεβαιώθηκε πως η κυρία Φρίμαν τον αγαπούσε — και βεβαιώθηκε γιατί τον παντρεύτηκε —, ξαναγύρισε στο κυνήγι της πεταλούδας, δηλαδή των μάταιων λέξεων. Το ζευγάρι ζούσε αρμονικά, αλλά στον έρωτα υπήρχαν σοβαρά προβλήματα. Όπως μου είπε η κυρία Φρίμαν — μιλώντας ακατάπαυστα χωρίς ποτέ να με βλέπει —, αντίθετα απ’ το Φρίμαν που ντρεπόταν για την ερωτική πράξη, η ίδια ήθελε να κάνει έρωτα χωρίς περιορισμούς, ήθελε να βιαστεί από μπρος και από πίσω, να φωνάξει, να χτυπηθεί, να λουστεί στον ιδρώτα και στο σπέρμα, να ξεσκίσει και να ξεσκιστεί. Όχι έτσι σεμνά και διακριτικά μέσα στα σκοτεινά, με λίγα φιλιά και ελαφρά χάδια. Όχι κάτι σαν συζυγικό καθήκον μ’ ευγένεια και στα βουβά μ’ ένα τρυφερό φιλί στο τέλος και γρήγορα στον ύπνο. Η κυρία Φρίμαν ήθελε να κάνει έρωτα ελεύθερα, όπως κανείς πίνει νερό, όπως χορεύει σε ντίσκο, όπως τρώει παγωτό μεσοκαλόκαιρο ντάλα μεσημέρι. Έτσι ήθελε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου