Κι εμείς περνούσαμε αράδα από μπροστά τους



Στην καταστροφή της Σμύρνης, βρέθηκα με τους γονιούς μου στο λιμάνι, στην Πούντα. Μέσ’ απ’ τα χέρια τους με πήρανε. Κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί με άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόμα κουβαλούσαν τους άντρες στους στρατώνες. Κοντά μεσάνυχτα, όπως ήμαστε ο ένας κολλητά στον άλλο, μπήκε η φρουρά κι άρχισαν να μας χτυπούν, όπου έβρισκαν, με ξύλα, και να κλοτσοπατούν όσους κάθονται χάμω, γόνα με γόνα. Τέλος πήραν διαλέγοντας όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστημώντας. Εμείς φοβηθήκαμε πως θα μας χαλάσουν όλους. Ένας γραμματικός, που ’χε το γραφείο του πλάι στην πόρτα, μας άκουγε που μιλούσαμε λυπητερά και μας έκανε νόημα να τον πλησιάσουμε:
― Σαν έρχονται, μας λέει, και σας φωνάζουν, εσείς τραβηχτείτε μέσα. Και τον λόγο μου φυλάχτε τον καλά, έξω μην τον δώσετε.
Από κείνο το βράδυ, κάθε νύχτα, έπαιρναν απ’ τους θαλάμους. Κι εμείς π’ ακούγαμε πυροβολισμούς, απ’ το Κατιφέ-Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».
Από μέρες, που πέρασαν με φόβο, ήρθε ένας αξιωματικός και μας παράλαβε, με σαράντα στρατιώτες. Μας έβγαλαν στην αυλή και μας χώρισαν απ’ τους πολίτες· τότε είδα και τον αδερφό μου. Μας έβαλαν τετράδες και μας διέταξαν να γονατίσουμε να μας μετρήσουν. Ο αξιωματικός που μας έβλεπε, καβάλα στο άλογο του, έλεγε:
― Θα κοιτάξω να μην μείνει ούτε σπόρος από σας. Κι έδωσε το παράγγελμα να κινήσουμε.
Θα είμαστε όλη η φάλαγγα κάνα δύο χιλιάδες.
Όπως βγήκαμε, μας τραβήξανε ίσια στην αγορά. Εκεί, το τουρκομάνι που μας περίμενε, σαν το λεφούσι έπεσε απάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους μας πετούσαν απ’ όλες τις μεριές. Ήταν και ναύτες Φράγγοι μαζί τους στα καφενεία κι έκαναν χάζι με μας.
Σα φτάσαμε στον Μπασμαχανέ, μπροστά βγήκε ένας Χαφούζης. Μας κοίταξε:
― Αλλάχ, Αλλάχ, είπε, τι γίνεται εδώ!
Και φώναξε του ασκέρ-αγά. Αυτός σταμάτησε.
― Ο λοχαγός εδώ! ξαναφωνάζει.
Τρακ τρακ το άλογο, ο λοχαγός πήγε, χαιρέτησε. Ο Χαφούζης τον ρωτά:
― Το «κιτάπι» μας αυτά λέει;
Ο λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι εμείς περνούσαμε αράδα από μπροστά τους.
Στρατής Δούκας
«Ιστορία ενός αιχμαλώτου»
σελ. 11-12



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου