Άπειρα ερωτήματα, προαιώνια


Την ίδια νύχτα, πάνω στον ύπνο του, πετάχτηκε ξαφνικά μ’ ένα αίσθημα αγωνίας μέσα στο στήθος. Είταν σκοτάδι πυκνό, οι γρίλλιες δεν έφεγγαν καθόλου. Φοβήθηκε πως του έρχεται πάλι μια κρίση της αρρώστιας του. Ανακάθησε στο κρεβάτι, γύρεψε ψαχουλευτά, δίπλα του, στο σακκάκι του που είτανε πάντα κρεμασμένο στην καρέκλα, την τρινιτρίνη. Όμως δε βιάστηκε να την πάρει, καταλάβαινε τώρα πως δεν είναι αυτό που φοβήθηκε. Όχι. Η αγωνία που τον ξύπνησε έμοιαζε με βραχνά. Στύλωσε το μαξιλάρι στον τοίχο, τη ράχη του στο μαξιλάρι, και με τα μάτια σφαλιστά, το κεφάλι σκυφτό, στάθηκε ν’ αφουγκραστεί τη μέσα του κατεργασία. Κάτι απροσδιόριστο, σαν υποχθόνια αναταραχή, βουίζει εκεί, αλυσοδέρνεται. Μονομιάς, δίπλα του, νιώθει τον ίσκιο που έχει γίνει τώρα πια συνοδός του, τον βουβό σύντροφο. Δεν είναι άλλο πρόσωπο, ενσάρκωση κάποιας δύναμης ή κάτι τέτοιο, όχι. Είναι ο ίδιος ο εαυτός του, αλλά σε μια μεταθανάτια, πες, μορφή. Στέκεται καθιστός και περιμένει.
Τότε ο Παραδείσης φοβήθηκε. Φοβήθηκε το ενδεχόμενο τούτο που κουβαλάει μέσα του, την κρυφή του φοβέρα, τη σπορά του θανάτου, την ενέδρα που δεν μπορείς να της ξεφύγεις γιατί την έχεις στο αίμα σου, είναι πια ένα μαζί σου. Θυμήθηκε φευγαλέα, μια παλιά του σκέψη: Ο καθένας κουβαλάει μέσα του το θάνατό του, εκείνον που τού είναι ταιριαστός, όπως κάθε τι προκαθορισμένο. Αν μπορούσες να ξέρεις προκαταβολικά το είδος του θανάτου κάθε ανθρώπου, θα ήξερες κάτι περισσότερο, ουσιαστικότερο, γι’ αυτόν τον ίδιο. Θα είχες μιαν άποψή του αποκαλυπτική. Τώρα, άρχιζε να θαμποβλέπει τη μορφή του δικού του θανάτου, ή τουλάχιστον την ποιότητά του. Διπλή αποκάλυψη: Βλέπει και τον εαυτό του διαφορετικό και τον κόσμο. Τα πιόνια άλλαξαν αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι θέσεις, άλλαξε μαζί κι’ ο συσχετισμός τους, οι αναλογίες, το νόημα του παιχνιδιού. Εκεί αντίκρυ, είναι ένα μαύρο πιόνι ασάλευτο, που τον κρατάει σαχ. Έτσι, ξαφνικά, βουβά, τον έχει κάνει σαχ, όπως γίνεται πάντα. Μια κίνηση ακόμα: Ματ! Τι θα γίνει τότε; τι ακριβώς θα γίνει; Να το βαρύ ερώτημα. Τι είναι η στιγμή εκείνη η κρίσιμη, η ασύλληπτη, όπου πραγματοποιείται η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη, από τη ζωή στο θάνατο, από το δώθε στο κείθε; Τι ποιότητα έχει; πώς γίνεται αισθητή; Αισθητή; υπεραισθητή; ο άγνωστος κόσμος άραγε περιμένει ή απουσιάζει; Άπειρα ερωτήματα, προαιώνια, που στέκονται στα χείλη με κρατημένη ανάσα, και που ενόσω βρισκόσουν στέρεα εγκαταστημένος στη δώθε όχθη, είχαν άλλη ποιότητα· τώρα άλλη. Τότε, τους αποκρινόσουν συνοπτικά, με τη λογική, την ψυχρή λογική, τ’ αποστόμωνες. Τώρα, αυτό πάει. Όχι γιατί φοβάσαι, όχι. Αλλά γιατί βρίσκεσαι αντιμέτωπος τους, γιατί πρόκειται ν’ αναμετρηθείς μαζί τους και στοχάζεσαι πως, το κάτω-κάτω, μπορεί και να γελιόσουν, αφού τίποτα δεν αποκλείεται από τίποτα.
«Είμαι ένας δειλός», είπε μέσα του δίχως πεποίθηση. Είταν περισσότερο μια ερώτηση παρά μια διαπίστωση απογοητευμένη. Πώς σταδιοδρόμησε έτσι, βουβά, και πότε, αυτός ο παλιός ματεριαλιστής; Ναι, ναι, τώρα, στο μεταίχμιο, όλα αποχτούν άλλο νόημα. Εδώ κ’ η ψυχραιμία κ’ η λογική κ’ η παληκαριά γίνονται πολύ ανθρώπινες, πρόσκαιρες και κούφιες αξίες. Άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε γύρω του νιώθοντας σύγκαιρα το βλέμμα του σα να το βλέπει σε καθρέφτη. Έμοιαζε με σκύλου δαρμένου. Μια συντροφιά τουλάχιστον, μια συντροφιά! δεήθηκε η ψυχή του. Και είδε, πίσω από τους τοίχους, τα δυο αγαπημένα του αυτά πλάσματα, τα μοναδικά που βρέθηκαν στη ζωή τόσο κοντά του, να είναι στην ουσία τόσο ξένα, τόσο απόμακρα, τόσο κλειστές ψυχές στη δική του προσφορά, τη φλογερή και διψασμένη. Άδικα πήγε λοιπόν η αγάπη του, σπορά στο χάος· τίποτα δε μπόρεσε να δημιουργήσει, κανέναν αντίλαλο να ξυπνήσει, καμμιά θερμότητα. Όλα χαμένα! Τώρα το βλέπει. Κ’ είναι μια αποκάλυψη αναπάντεχη, παράδοξη και τρομερή.
Από τη νύχτα εκείνη, άθελά του, ο Παραδείσης έγινε διαφορετικός. Εξωτερικά, δεν έβλεπες τίποτα, η συμπεριφορά του είταν η ίδια. Μέσα του όμως, ένα ζώο είχε αναδιπλωθεί, κουλουριάστηκε βαρειά, χωνεύει με κόπο τεράστιο την πικρή τροφή του. Είταν έρημος και λαβωμένος θανάσιμα, το έβλεπε. Η αντίσταση είναι μάταιη, το ξέρει. Όμως το ζώο, κινημένο από το ένστικτο, πήρε τη στάση της άμυνας, λαγοκοιμάται ανατριχιασμένο, με το ένα του μάτι μισάνοιχτο. Κάποιες σκέψεις τού έγιναν μόνιμες, τις αναμασάει, τις μηρυκάζει, αγωνίζεται να τους δαμάσει τη σκληρότητα, να συμφιλιωθεί μαζί τους. Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Είναι μια ιστορία προαιώνια, από τότε που ο άνθρωπος πληροφορήθηκε πως μια μέρα πεθαίνει, κ’ η πείρα αυτή δεν έγινε συνήθεια καθόλου, δεν αποθησαυρίστηκε. Κάθε μέρα, σε κάθε γωνιά της γης, σε μυριάδες αντίτυπα, αλλά και σ’ άλλες τόσες ποικιλίες, η ιστορία ξαναρχίζει, ολοκαίνουργη, ανεξάντλητη. Είναι μια ύδρα που ξεπετάει αδιάκοπα ζωντανά κεφάλια από κάθε της πληγή.
Άγγελος Τερζάκης
«Δίχως Θεό»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου