Τότε στάθηκε και κάνοντας μισή στροφή, γύρισε προς το παράθυρο. Η καρδιά του ήτανε μια ολόκληρη αλλοφροσύνη. Το παιχνίδι το είχε οριστικά χαμένο. Η απόπειρα να δραπετεύσει την τελευταία στιγμή δεν έδωσε αποτέλεσμα. Λίγο ακόμα, δυο λεπτά να καθυστερούσε ο ανακριτής όσο ν’ ανοίξει την πόρτα που είχε φρακάρει, δυο λεπτά παραπάνω και θα πρόφταινε να πηδήσει στη σκάλα υπηρεσίας, να την κατέβει σαν αστραπή, να γλιστρήσει στο δρόμο, από κει να εξαφανιστεί κάπου προς το σταθμό, ανάμεσα στα έρημα βαγόνια ή όπου αλλού θα τον πήγαινε η τύχη και το ένστικτο. Ίσαμε νάρθει σ’ επαφή με την οργάνωση. Αλλά τώρα ήτανε πολύ αργά, ο ανακριτής στεκότανε στο παράθυρο, τρία μέτρα απόσταση, το περίστροφο καρφωμένο πάνω του, οι δυο κάνες – δυο μικροί κύκλοι. Και πάλι μπροστά του δυο μικροί κύκλοι, έτοιμοι να τον δαγκώσουν αυτοί εδώ, όχι να τους δαγκώσει. Να τον δαγκώσουν με δυο μικρά στρογγυλά δόντια, θανάσιμα. Πώς να ξεφύγει τους δυο μικρούς κύκλους που τον κοιτάζουνε σα δυο υπνωτιστικά μάτια, από τρία μέτρα μακριά, και τον έχουνε καθηλώσει στη μαρκίζα, γαντζωμένο στον τοίχο. Κάτω είναι χάος, επτά ολόκληροι όροφοι τον χωρίζουν από τη γη.
*-*-*-*-*
*-*-*-*-*
― Τώρα πια είναι πολύ αργά! του είπα όχι και πολύ δυνατά μη γίνει θόρυβος και ξεσηκωθεί το «Μέγα Εθνικόν».
Δε με συνέφερε η αναστάτωση, θα με δυσκόλευε στις κινήσεις μου. Είδα στα γρήγορα πως η ώρα ήτανε 5 παρά 10, κάτι τέτοιο. Αν ερχότανε τώρα ο μάνατζερ, θα πήγαινε τρέχοντας από τη σκάλα υπηρεσίας να του κόψει το δρόμο ή θα έβγαινε στο παράθυρο του άλλου δωματίου. Ή θα πήγαινε με το προσωπικό του ξενοδοχείου ν’ ανοίξουνε ένα δίχτυ κάτω. Ναι, αν ερχότανε ο μάνατζερ, θα μπορούσαμε στα σίγουρα οι δυο μας να τον επαναφέρουμε στην τάξη.
*-*-*-*-*
*-*-*-*-*
Σαν ακροβάτης στα εικοσιπέντε εκατοστά της μαρκίζας, αιωρούμενος σε τούτο το τεντωμένο στο ύψος επτά ορόφων σκοινί, δεν ήξερε τι να κάνει. Να συνεχίσει το δρόμο του, το σημειωτόν προς τη σκάλα υπηρεσίας, θα ήτανε δίχως νόημα. Ο ανακριτής δε θα τολμούσε να τον κυνηγήσει εκεί, θα του έριχνε όμως. Και δεν πρόκειται ν’ αστοχήσει αυτός ο άσος στο πιστόλι. Με τα φώτα σβηστά στο δωμάτιο, του δίνει θαυμάσιο στόχο έτσι που είναι όρθιος στη μαρκίζα και η ανταύγεια από τα φώτα στην πρόσοψη του σταθμού πέφτει πάνω του. Την είχε χαραμίσει τη μοναδική τούτη ευκαιρία της βόλτας στην πόλη και μόλις το τελευταίο δευτερόλεπτο έκανε το πήδημα που έπρεπε να τόχει τολμήσει πολύ νωρίτερα. Όταν θα είχε ελπίδες επιτυχίας περισσότερες.
― Δεν πρόκειται να ξεφύγεις, ακούς; η φωνή του ανακριτή, βαθιά και σκοτεινή σα να ερχότανε από άβυσσο, τον έφτασε ως εκεί που είχε κολλήσει στον τοίχο και περίμενε.
Τι περίμενε; Να προχωρήσει προς τη σκάλα υπηρεσίας, πάει να πει μια πιστολιά. Και θα τον σημάδευε ο ανακριτής στο σημείο που θα διάλεγε, στα πόδια, να τον τραυματίσει μόνο. Αλλά δεν μπορούσε να σταθεί σε εικοσιπέντε πόντους φάρδος. Θα λύγιζε, θα γαντζωνότανε ακόμα πιο σφιχτά και πιο απελπισμένα στον τοίχο, πώς όμως να κρατηθεί; Και θάπεφτε ολόκληρος στο κενό που έχασκε κάτω του, επτά όροφοι τον χωρίζουνε από τις πλάκες της εσωτερικής αυλής. Με την απόπειρα να δραπετεύσει τους έδωσε την απόδειξη που θέλανε, που ίσως επιδιώκανε. Σα να τους είπε, σα να έγραψε από μόνος του «Είμαι ένοχος». Να κάνει λοιπόν τι; Να επιστρέψει στο δωμάτιο; Με τούτη την ομολογία ενοχής που έχει εις βάρος του; Θα τον έχουν τώρα υποχείριο, γνωρίζουνε πως είναι ένοχος και το μόνο που θα προσπαθήσουν είναι να μάθουν όσο γίνεται πιο πολλά, τα πάντα, για την οργάνωση. Η ανάκριση που θα του κάνουν στο Κεντρικό δε θάχει καμιά ομοιότητα με την ανάκριση στην Ειδική Υπηρεσία στην πόλη τους. Όχι, είναι και μια τρίτη λύση: ν’ αφεθεί να γλιστρήσει στο κενό από το ύψος των επτά ορόφων. Δεν έχει όμως το κουράγιο να πάει στο θάνατο από μόνος του. Το νιώθει αυτήν τη στιγμή πως δεν έχει τη δύναμη.
Αντώνης Σαμαράκης
«Το λάθος»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου