Ο Ζαγκουλέας


Το φονικό είχε γίνει πριν έξι μέρες, στη γερμανική μπυραρία, λίγο πιο πέρα, στο Μαντάμας σοκάκι. Το σοκάκι δεν είχε ταμπέλα, όπως δεν είχε και κανένα σοκάκι της πολιτείας: τους βγάζαν ένα όνομα, σαν παρατσούκλι, ας πούμε, από κάποιο περιστατικό. Αυτό εδώ, το λέγανε «της Μαντάμας», γιατί το εργοστάσιο της μπύρας, μια οικογενειακή επιχείρηση, το διεύθυνε η χήρα του Γερμανού, εκείνου που το ’χε ανοίξει πριν τριάντα τόσα χρόνια. Και από τότε που είχε πεθάνει ο μουσιού Βίλεμ, στεκότανε στο ποδάρι του η μαντάμ Χίλντα. Οι εργάτες είτανε όλοι τους Ρωμιοί. Μονάχα ο αρχιεργάτης είτανε Γερμανός, ο Φραντς, ένας σαραντάρης, κοκκινομούρης, ίδιος βαρέλι από την πολλή μπύρα που ’πινε. Κάποτε είχε βάλει στοίχημα να πιει δέκα μποκ γραμμή, όσο θα χτύπαγε δώδεκα η ώρα στο ρολόι του τοίχου. Αραδιάσανε ξέχειλα δέκα μποκ πάνω στο τραπέζι. Πρώτος χτύπος. Σας τον χαρίζω, είπε ο Φραντς, δίχως ν’ αγγίξει κανένα μποκ. Δεύτερος χτύπος στο ρολόι. Κι αυτόν σας τον χαρίζω, είπε ο Φραντς. Με τον τρίτο χτύπο, άρχισε να τα κατεβάζει μονορούφι το ένα πάνω στ’ άλλο, και πριν καλοχτυπήσουν δώδεκα, τα ’χε αδειάσει όλα ο αθεόφοβος. Άσπρο πάτο. Ύστερα είπε: ― Ε, τώρα θα πιω κι ένα μποκ με την ησυχία μου, να το γλεντήσω.
Αγαθός άνθρωπος, έκανε παρέα κάτι παιδαρέλια με κεντημένο γελέκο και μεσάτα σακάκια, από άλλους μαχαλάδες.
Λοιπόν, αυτόν το Φραντς είχε σκοτώσει ο Ζαγκουλέας με μια μαχαιριά στην καρδιά. Είκοσι δυο χρονώ παλικάρι, όμορφο παιδί, με ροδοκόκκινα μάγουλα, δούλευε κι αυτός στη μπυραρία, και όπως δεν είχε οικογένεια – οι δικοί του μένανε στην Ελλάδα, κάπου κοντά στο Γύθειο – κοιμότανε στη φάμπρικα, στην αποθήκη, πλάι στην κάμαρη του Φραντς. Σα φτάσανε οι άλλοι εργάτες κατά τις εφτά το πρωί, ακούσανε μεγάλο πατιρντί μέσα στην αποθήκη, έπειτα μια στριγγλιά σα να σφάζουνε γουρούνι, κι ώσπου να τρέξουνε να δούνε τι γίνεται, ο Πέτρος πετάχτηκε από την πόρτα της αποθήκης με μια κάμα στο χέρι. Δίχως να σταματήσει, έγλειψε το αίμα πάνω στην κάμα, την πέταξε πίσω του, και τρέχοντας βγήκε από την αυλόπορτα της φάμπρικας κι εξαφανίστηκε. Γιατί, όπως ξέρομε όλοι, αν δεν γλείψεις το αίμα που ’χυσες, αυτό σε κυνηγάει και σε τραβάει πίσω στο μέρος που ’κανες το φονικό. Και, γρήγορα ή αργά, σε πιάνουνε και σε δικάζουνε.
Για την τούρκικη πολίτσια, δεν είτανε σπουδαίο πράμα πως ένας γκιαούρης ξέκανε έναν άλλο: τι Γερμανός, τι Ρωμιός! Θα καμώνονταν πως ψάχνουνε να βρούνε το φονιά, και σε λίγες μέρες θα ξεχνιότανε η υπόθεση.
Μα σε τούτη την περίσταση, ο Γερμανός κόνσολας πάτησε ποδάρι και απαίτησε να πιαστεί ο φονιάς. Γιατί εκείνο τον καιρό, η Γερμανία έκανε κουμάντο πάνω στο τούρκικο ασκέρι, κ’ είχε μεγάλη δύναμη στην Πόρτα, στην Κωνσταντινούπολη. Πήρανε τους άλλους εργάτες δεμένους στο καρακόλι. Κανένας τους δε μαρτύρησε. Τίποτα δεν ξέρανε, βρήκανε το Φράντση σκοτωμένο και το μαχαίρι χάμω. Ποιος τον σκότωσε; Μπιλμέμ (=Δεν ξέρω). Βρήκαμε το Φράντση μες στα αίματα, και το μαχαίρι πεταμένο στην αυλή. Πού βρίσκεται ο Ζαγκουλέας; Μπιλμέμ. Είχανε τίποτα διαφορές αναμεταξύ τους; Μπιλμέμ. Αρχινήσανε να ψάχνουνε όλα τα σπίτια του μαχαλά. Τίποτα. Κλείσανε τους εργάτες στα μπουντρούμια του καρακολιού, με ψωμί και νερό. Ήρθε κι ο ίδιος ο καϊμακάμης από το Κονάκι και τους έκανε ανάκριση. Μπιλμέμ. Δεν είδανε καθόλου το Ζαγκουλέα εκείνο το πρωί, μονάχα βρήκανε το Φράντση σκοτωμένο, και το μαχαίρι πεταμένο στην αυλή.
Τρομοκρατήθηκε ο μαχαλάς. Όποιος είχε πιστόλι ή γκραδάκι, έσκαψε στο πρεβολάκι του και το καταχώνιασε. Τα φυλάγανε για τη Μεγάλη Ιδέα, τότε που θα μπαίνανε στο λιμάνι το Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά, με τα θεόρατα κανόνια τους, θ’ ανασταινότανε ο Κωνσταντίνος απ’ τον τάφο του κάτω από την Άγια Σοφιά. Αυτά διηγόντουσαν οι γέροι στα εγγόνια τους, και τους δείχνανε, κρεμασμένους στον τοίχο, τους πολιτρέδες (=πορτρέτα) του Μιαούλη, του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη.
Ωστόσο, ύστερ’ από τρεις μέρες, αναγκαστήκανε ν’ αφίσουν ελεύτερους τους εργάτες της μπυραρίας, γιατί η μαντάμ Χίλντα παραπονέθηκε στο κονσολάτο της πως σταμάτησε η φάμπρικα. Αυτό είταν αλήθεια, κι όχι το άλλο που λέγανε στο μαχαλά, τάχατες πως τους απολύσανε γιατί ο Έλληνας πρόξενος έτριξε τα δόντια του βαλή.
Ποτές δε μαθεύτηκε η αιτία του φονικού. Ακόμα τώρα, κάτι γεροντάκια, αμούστακα παιδιά εκείνο τον καιρό, ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, που τα καράβια τούς ξεβράσανε, πριν σαράντα χρόνια, κυνηγημένο κοπάδι, σε τούτα δω τα μέρη – ακόμα τώρα, σα λιάζονται στα παγκάκια κάποιας πλατειούλας, αναθυμούνται κι εκείνα το περιστατικό. Άλλα γεγονότα, ασύγκριτα πιο φοβερά, είτανε τόσο γλυκές ή τόσο πικρές θύμησες, που αποφεύγανε να κουβεντιάζουνε γι’ αυτά, σα να ’χανε κάνει μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ τους. Οι πίκρες ας πάνε στον αγύριστο. Και όσο για τις περασμένες γλύκες της ζωής, σ’ εκείνον εκεί τον ευλογημένο τόπο, είταν αυτό που λένε και θυμώντας τις να κλαις. Με το καπέλο τους αντήλιο πάνω στα μάτια, προτιμούνε να συζητούν για πράγματα που δεν ξύνανε πληγές.
Κοσμάς Πολίτης
«Στου Χατζηφράγκου»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου