Και στο Σεβδίκιοϊ(1), μου λέει, αντισταθήκανε οι Σεβδικιολοί με το τουφέκι στο χέρι, και γίνηκε μεγάλος χαλασμός. Και καθώς μου σφούγγιζε τις σαπουνάδες απ’ το μούτρο, σκύβει και μου λέει στ’ αφτί, μαθεύτηκε πως πετσοκόψανε το δεσπότη στο Κονάκι. Πήγε ν’ απολογηθεί στον πασά, κι εκείνος τον παράδωσε στον τούρκικο λαό να τον δικάσει. Όσο κι αν φέρθηκε ασυλλόγιστα ο Χρυσόστομος, μου λέει ο μπαρμπέρης, τα χρόνια της κατοχής – αν και, να πεις, αν φερνότανε με νου και γνώση, θα τον βγάζανε προδότη – όσο κι αν φέρθηκε άμυαλα, ωστόσο δεν παράτησε το ποίμνιό του, δεν ήφυγε μαζί με τις άλλοι, που το σκάσανε κρυφά, ενώ βεβαιώνανε πως θα κρατάγανε την πολιτεία και πως δεν είχαμε κανένα κίνδυνο. Το σκάσανε κρυφά. Είναι οι μεγάλοι φταίχτες κι αυτοί, κι εκείνοι που τους στείλανε. Μα, να πεις, ξένοι ήρθανε στον τόπο, σαν ξένοι φερθήκανε, ξένοι φύγανε, οχτροί… Να, μου λέει ακόμα, το ξέρω από πελάτη μου, γιατί απαγορέψανε να το γράψουν οι εφημερίδες: τότε που κηρύξανε απεργία οι υπάλληλοι μιας Τράπεζας, και στείλανε μιαν επιτροπή στην Αρμοστεία να εκθέσουνε το δίκιο τους, τον πρώτο που ’κανε να μιλήσει τον μπάτσισε ο Στεργιάδης κ’ έδιωξε την επιτροπή. Πριν από τον πόλεμο και τη μεγάλη αμάχη, ο Τούρκος μας σεβότανε. Αυτοί, δεν τον πονέσανε τον τόπο. Δεν πονέσανε τις ανθρώποι του τόπου. Και, να σου πω, κατά τη γνώμη μου, όσο το συλλογιέμαι, μου λέει ο μπαρμπέρης, πατρίδα δεν είναι μια ιδέα στον αέρα, δεν είναι οι περασμένες δόξες κ’ οι τάφοι και τα ρημαγμένα μάρμαρα. Πατρίδα είναι το χώμα, ο τόπος, τα χωράφια κ’ οι θάλασσες και τα βουνά. Πατρίδα είναι οι σημερινοί ανθρώποι, κι αγάπη της πατρίδας είναι να θες την ευτυχία τους. Το λέω γιατί είμαι καλός Έλληνας. Αυτά και άλλα μου ’λεγε ο μπαρμπέρης, κι εγώ κούναγα το κεφάλι μου, μη ξέροντας τι ν’ αποκριθώ. Μ’ έναν μπαρμπέρη δεν τα βγάζεις εύκολα πέρα στο λακριντί(2). Ανάθεμα την ώρα , είπε στο τέλος ο μπαρμπέρης.
(1) Σεβδίκιοϊ: 13 χλμ. Ν-ΝΔ της Σμύρνης
(2) λακριντί: κουβεντολόι
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου