Τη μικρή τη Σπανιόλα τη φουμαδόρισσα είναι πέντε μέρες που δεν τη βλέπω. Μήτε στο διάλειμμα των δέκα μήτε και τις άλλες ώρες. Θα την έδιωξαν λέω. Κάιντε ντιτσιπλίν – δεν είχε καμιά πειθαρχία. Τι δε μπορούσε; Δεν την μπορούσε τη νόρμα – το ντιτσιπλίν. Δεν την μπορούσε και την άσφαλτο άμα σκολάσουμε. Μπορεί και να πέθανε. Αν πέθανε αλήθεια, οι δικοί της θα τη θάψανε με μεγάλες τσιριμόνιες και πολλούς σπανιόλικους θρήνους. Είδα μια φορά που κηδεύαν έναν γι’ αυτό το λέω. Είχαν και σημαία. Για φαντάσου, σκέφτηκα, να κηδευτώ κ’ εγώ με τη γαλανόλευκο.
Καημένο κορίτσι… Μου λείπει τώρα. Είταν ένα λιγνό πραματάκι, χλωμό, με κάτι μάτια μεγάλα, σαν της Αναστασίας κι αυτή – κάτι μπράτσα καλαμένια – το πηλοφόρι που λέγαμε.
Οι χειρότερες απ’ όλους, χειρότερα απ’ όλους εμάς είναι αυτές οι Σπανιόλες. Πάνε πάντα μαζί, σαν τα μελίσσια, σαν τα μυρμήγκια. Όπου βρίσκεται μία, θα ’ναι σίγουρα κι άλλες ή θα ’ρθούνε σε λίγο. Σα να φοβούνται να ’ναι μονάχες τους. Δε μπορούν να ζήσουν χωρίς ν’ ακούν η μία την άλλη – τσιου-τσιου-τσιου – όλο κάτι λένε. Ο Μπρουσάκης θέλει να μας εξηγήσει στο καφενείο πως έρχονται όλες από χωριά, κατευθείαν από το χωριό τους. Και δε μπορούν να λευτερωθούν απ’ αυτό – το πηγάδι της πλατείας, τα κρύα τα νερά, τα κουτσομπολιά, τις κατσίκες, τ’ αγαπητηλίκια τους. Επειδής, μας λέει ο φιλόσοφος, το χωριό τους εκεί, έμεινε ακόμα με τη ζωή τη δική του, δεν το σκορπίσαν ολότελα, όπως έγινε από χρόνια σε μας στην Ελλάδα. Σκολνάνε, λοιπόν, και τρέχουν να βρουν τους δικούς τους. Και ξεπορτίζουν κατά το βράδι οι δούλες που ’ναι στα σπίτια, οι λαντζέρισσες κ’ οι γκαρσόνες απ’ τα ρεστοράν, τις πιτζαρίες, τα καφενεία, να βρουν τις άλλες Σπανιόλες, να πούνε τα τσιου-τσιου-τσιου τους – αν έχουν ακόμα δουλειά, να σταθούνε μια στιγμή στη γωνιά του δρόμου, ν’ αλλάξουν ένα φιλί με τη φιλενάδα τους, να πουν, πως – αύριο πάλι την ίδια ώρα, εδώ στη γωνία – και να φύγουνε τρέχοντας, να μην έχουνε φασαρίες με τα ντιτσιπλίν, τις κυράδες τους – δεν παίζουν αυτές, οι Φράου Μπάουμ που τις έχουν στα σπίτια τους.
Ένα μικρό ρομέικο, σαράντα χιλιάδες ψυχές, είμαστε δω σε τούτη την πόλη. Περισσότεροι δηλαδή κι απ’ το Βόλο. Και τους έχουμε βέβαια κάμποσους τέτοιους και μεις – το κουβαλήσαν εδώ το χωριό τους, στο χωριό τους γυρίζουνε και κοιμούνται το βράδι, στο χωριό τους ξυπνούνε κάθε πρωί και περιμένουν ν’ ακούσουνε τα κοκόρια, που δε λαλούν στη Στουτγκάρτη – περπατούνε πάνω στην άσφαλτο και δεν έχουν κοτρώνια για να σκοντάψουν, παραπατούνε και παραδέρνουν μέσα στα σίδερα, τα γυαλιά, τ’ αλουμίνια που ’ναι γύρω τους. Δε σου λέω γι’ αυτούς – δεν είναι δική μου δουλειά – πήγαινε βρες τους – μπορεί να σου πουν αυτοί περισσότερα για το ρομέικο που ζητάς. Εγώ – για μένα σου λέω.
Και σου λέω, λοιπόν, πως είμαι τέσσερα χρόνια φευγάτος και τη νοσταλγία της πατρίδας που λένε, ποτές δεν την είχα. Δεν την ξέρω πώς είναι. Φαίνεται δηλαδή πως εγώ δεν έχω πατρίδα, δεν την έχω στην πατρίδα μου την πατρίδα, όπως την έχουν αυτές οι ανόητες οι Σπανιόλες, οι δικοί μας που βασανίζονται με τη νοσταλγία της, ο Σκουρογιάννης ο φίλος μου με το μεγάλο Ντομπρίνοβο που μας λέει. Εγώ ποτέ δε γυρίζω στη Σούρπη, στο σταθμό των λεωφορείων που στεκόταν η Αναστασία και με περίμενε, στην πλατεία του Αλμυρού που βρισκότανε το σινεμά της Κυριακής, στο ξυλάδικο, στο μαγέρικο του Βόλου που πηγαίναμε με το Μάστορα, δεν συλλογίζομαι τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτά, δεν θέλω να ξαναπάω.
Είμαι, λοιπόν, ένας άνθρωπος που δεν έχει πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου