…Τόση αγνότητα, Θε’ μου, τόση αγνότητα!..

      Κάθε βράδι, στην κεντρική επαρχιακή πλατεία, κάνουνε βόλτα, μικροί – μεγάλοι. Κοινωνικό ψέμα – ασύστολο! Περπατούν ολοένα, κοιτάζουν, ξομπλιάζουν ο ένας τον άλλον, κουτσομπολεύουν. Μόνος ουσιαστικός σκοπός και παρόρμηση: το ανήμερο sex. Τ’ αρσενικό για το θηλυκό – το θηλυκό για τ’ αρσενικό! Κ’ είν’ αυτός ο μόνος λόγος, το μονιμότερο βάσανό τους: τα μάτια λάμπουν ένοχα κι αστράφτουν βλέματα έκστιλβα, υγρά, πυρωμένα˙ τα σώματα σε αδιάκοπο ερεθισμό, κ’ οι επιδερμίδες πυρέσσουν για επαφή˙ μιλούν πολύ οι κοπέλες – κρύβουν κάτι! -, κλαιν με το παραμικρό και συγκινούνται πολύ εύκολα˙ το εκρηκτικό τους γέλιο συχνό: τινάζουν ολοένα τα μαλλιά κατά πίσω – ξανάματα, αμηχανίες, συσπάσεις!.. Μόνο αυτό διψούν, μόνο αυτό εκκαλούν – σώματα τόσο γαλβανισμένα τόνα με τ’ άλλο! Κ’ η κατάληξη του ενστίχτου τους δε θάταν παρά η ομαδική συνουσία, η μπρούτα, η βίαιη, δίχως πρόσχημα: Κι όμως, όλοι αυτοί, γνωρίζοντάς το πολύ καλά, τι γυρεύουν εκεί μαζεμένοι, στριμωγμένοι τόσο, ο ένας πάνω στον άλλον, σε μια ηλεχτρισμένη ατμόσφαιρα γενικής αλληλοδιέγερσης, το ίδιο πάσχοντας, το ίδιο ζητώντας, για το ίδιο διψώντας ασυγκράτητα, ψεύδονται ασύστολα, κοιτούν περήφανα και περιφρονητικά ή αδιάφορα, κι αλληλοπροσπερνιούνται, αλληλοερεθίζονται μάταια, ώρες και ώρες!.. Γυναίκες, κοπέλες υπεροπτικές, τόσο ασυγκίνητες για τ’ αρσενικά! Κι όμως μόνο γι αυτά έχουν έρθει – γι’ αυτά τα σώματα, γι’ αυτά τα μέλη, που θα καταδυναστέψουν τα ηδονικά όνειρά τους οληνύχτα! Κ’ οι αρσενικοί, κι αυτοί τάχα υπερόπτες, τάχα εντελώς αδιάφοροι κι αυτάρκεις!..
…Τόση αγνότητα, Θε’ μου, τόση αγνότητα!.. Λίγο λιγότερη δε γίνεται; (Και πάνω απ’ όλα η Ηθική – με κεφαλαίο το ήτα! – εμφιαλωμένη στις ονειρώξεις, στα ομοφυλόφυλα όργια, στις ασέλγειες των νόμιμων κρεβατιών, στα έκφυλα τέκνα!..)
…Τόση αγνότητα, Θε’ μου, τόση αγνότητα!..
Τα λεγόμενα περί κλειστής οικογενειακής ζωής της επαρχίας είναι όλα ψέματα! Η επαρχία δεν έχει σπίτι – χωρίς νάχει και «αγορά». Η έξοδος είναι πάντα γενική. Μόνο οι γέροι, που δε μπορούν να σηκωθούν απ’ το κρεβάτι, κ’ οι άρρωστοι, μόνο αυτοί δε βγαίνουν… όλοι οι άλλοι – θείες χοντρές, μαμάδες ολοστρόγγυλες, μπαμπάδες «σοβαροί», όλοι αυτοί οι μουσειακοί χωριάτες, ξεπορτίζουν και περιφέρουν την αδειοσύνη και την πλήξη τους στους δρόμους, στα ζαχαροπλαστεία, στα ουζοπωλεία. «Ζωή του σπιτιού» δεν υπάρχει. Και φυσικό, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι πια χωριάτες – οπού οι σπιτικές ανάγκες και δουλειές να τους αποροφούν – δεν είναι όμως και τίποτ’ άλλο, ώστε νάχουν κάτι το εσωτερικότερο (που, μοιραία, για να εκφραστεί, και να βρει ανταπόκριση, ζητάει χώρο κλειστό κι ατμόσφαιρα θερμή…) Οι άνθρωποι αυτοί δεν κουβεντιάζουν – κουτσομπολεύουν!..


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου