Μετά, κάτω στο κατώι είμαστε. Εγώ ήμουν μαζί με τη Νούσιω. Ήταν όμως κι η Φεβρωνία. Μια λάμπα κράταγε στα χέρια της κι έλεγε «Ο Άλκης…» έλεγε, και κλάματα πολλά είχε στα μάτια της.
Εκεί από κάτω που είμαστε και καθόμαστε, λίγο φως είχε, κι αυτό, απ’ τη λάμπα που κράταγε η Φεβρωνία έρχονταν. Ύστερα όμως ήρθε η κυρία Κοντολέων και κράταγε στα χέρια ένα κασόνι. Από πίσω της κατέβαινε κι ο κύριος Κοντολέων. Με οινόπνευμα κατέβαινε και με μπαμπάκι. Κράταγε όμως και το Βασιλιά με τις δάφνες. Σήκωσε γρήγορα μια καρσέλα κι από κάτω τον έχωσε, μαζί με τις δάφνες. Μετά είπε:
«Ο Μεγαλοδύναμος να βάλει το χέρι του» είπε, «της μητέρας τα κοσμήματα… τα κατέβασες;»
«Ό,τι πρόλαβα, Φώκο… μη με ζαλίζεις!... Ό,τι πρόλαβα» είπε η κυρία Κοντολέων, κι όλο μες στα σκοτάδια πήγαινε, κι όλο γκριτς! γκριτς! έκανε.
Τότε η Νούσιω κάτι πήγε να τραγουδήσει, «Μωρ’ Δεροπολίτισσα…» είπε λίγο, αλλά η κυρία Κοντολέων μέσ’ απ’ τα σκοτάδια, «Σκάσε!» φώναξε. «Βγάλε το σκασμό!»
Γι’ αυτό η Νούσιω, παρακάτω δεν είπε. Πήρε μοναχά και γέλαγε. Σιγανά γέλαγε και κακαριστά, κι όλο σα να πνίγονταν έκανε. Με σκούνταγε κιόλας. Με σκούνταγε με τον αγκώνα της, και μου ’δειχνε απάνω στον τοίχο κάτι ανθρώπους που κάθονταν. Μαύροι ήταν αυτοί οι ανθρώποι και μεγάλοι φαίνονταν. Το κορμί τους μακρουλό ήταν και τρεμουλιαστό. Ο λαιμός τους ολοένα μεγάλωνε κι ανέβαινε μαζί με το κεφάλι κατά πάνω. Μέχρι απάνω στο ταβάνι πήγαιναν αυτοί οι ανθρώποι κι όλο κουνιόνταν. Μετά, ο ένας μέσα στον άλλον έμπαινε, κι ύστερα πάλι ξανάβγαινε.
Σα φοβισμένοι φαίνονταν και με τον κύριο και την κυρία Κοντολέων έμοιαζαν.
Η Νούσιω τότε κάτι έκανε με το χέρι της, κι απάνω στον τοίχο, ένας λαγός μαύρος φάνηκε. Στην μύτη αυτηνής που έμοιαζε με την κυρία Κοντολέων ανέβαινε. Ανέβαινε και περπάταγε, αλλά και πάλι κατέβαινε, και στη μύτη αυτουνού που έμοιαζε με τον κύριο Κοντολέων πήγαινε.
Κι αυτοί οι δυο οι ανθρώποι, που ήταν ο κύριος και η κυρία Κοντολέων, μαύροι ήταν, και τίποτα δεν έλεγαν. Ούτε και το λαγό έδιωχναν. Μοναχά μαύροι και φοβισμένοι κάθονταν, γι’ αυτό κι η Νούσιω όλο γέλαγε. Κακαριστά γέλαγε και με σκούνταγε.
Ύστερα, απόξω απ’ το δρόμο, τρεξίματα πολλά ακούστηκαν και φωνές. Κρότοι πολλοί πέρναγαν και σφύραγαν, και κάτι σκυλιά πήραν κι αλύχταγαν.
Τότε ο κύριος Κοντολέων φώναξε μέσ’ απ’ τα σκοτάδια.
«Φεβρωνία τη λάμπα! Σβήσε γρήγορα τη λάμπα!»
Η Φεβρωνία έκανε «φου!» κι αυτοί οι δυο που ήταν πρωτύτερα απάνω στον τοίχο με το λαγό στη μύτη, μετά, καθόλου δεν ήταν. Σκοτάδι πίσσα έγινε, και μύριζε. Οινόπνευμα μύριζε˙ αλλά και τυριά μύριζε και μούχλες.
Κανένας δε μίλαγε, ούτε κι η Φεβρωνία είχε τα κλάματα. Ανάσες μοναχά έπαιρνε. Σταμάταγε λίγο, κι ύστερα ξανάπαιρνε.
Εμένα η Νούσιω κοντά της με τράβηξε, έκανε το χέρι της έτσι, κι όλο μες στα πανταλόνια μου το ’βαζε. Πέρα δώθε το πήγαινε και με γαργάλαγε. Αλλά και πάλι, εγώ δεν γαργαλιόμουν και πολύ, γιατί γέλια καθόλου δε μου ’ρχονταν. Ανατριχίλα μου ’ρχονταν, και μ’ άρεσε. Πολύ μ’ άρεσε εμένα, και σαν τεντωμένος μου ’ρχονταν να ’μαι. Πόναγα και λίγο, αλλά και πάλι, πόνος καλός ήταν!
Ύστερα η Νούσιω μ’ έπιακε απ’ το κεφάλι και μέσα εκεί που ήταν τα βυζιά της μ’ έβαλε. Έβγαλε όξω το ’να το βυζί της, και μες στο στόμα μου το ’σπρωχνε. Κι αυτό το ξέρω, γιατί μεγάλο ήταν και δε χώραγε. Αλλά και πάλι, λίγο χώραγε, γιατί ήταν ζεστό και γλιστερό, και σα να γρατσούναγε έκανε. Ούτε και γλυκό ήταν. Σαν ξυνό μου φάνηκε, αλλά και πάλι, καλό ήταν, κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, και σα για να πέσω μου ’ρχονταν. Δεν έπεσα όμως. Μοναχά τα ποδάρια μου μούδιαζαν και σαν κομμένα ήταν. Μετά, εκεί από κάτω που ’χα τ’ αχαμνά μου, σαν κάτι ζεστό ανέβαινε κι έρχονταν. Κι αυτό που έρχονταν, σα να ’μουν εγώ ο ίδιος, ήταν! Έρχονταν κι έβγαινε. Από τα μέσα μου έβγαινε δυνατά. Σαν το αίμα της κότας που τη σφάζουν, πετάγονταν!... Κι ύστερα, σαν πιο μεγάλος ήμουν και σα μονάχος μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου