Οι αντάρτες στο Πέραμα (α' μέρος)

*Το Πέραμα απέχει 4 χλμ. από τα Γιάννενα.





«Μπορείς να μου πεις τώρα πού γυρνάει μοναχή της τέτοια ώρα; Αλλά βέβαια, τίνος ήθελες να μοιάσει! Του πατέρα της έμοιασε, τέτοια υποκρίτρια που είναι!»
        «Ασπασία…» είπε λίγο ο κύριος Κοντολέων.



«Ακούς εκεί στον Απόστολο Πέτρο! Το παλιοθήλυκο! Εμένα κορόιδευε; Ακούς εκεί! Παναγιά μου και Χριστέ μου! Θα τρελαθώ Φώκο. Σ’ αυτές τις πονηρές τις μέρες που περνάμε, πού γυρνάει μοναχή της τέτοια ώρα! Πες μου πού γυρνάει; Θα τρελαθώ Φώκο, θα τρελαθώ!...»
Ο κύριος Κοντολέων κάτι πήγε να πει, αλλά δεν είπε, γιατί ακούστηκαν κάτι κρότοι γρήγοροι και δυνατοί. Τα τζάμια απ’ το σπίτι, σα να ’τριζαν έκαναν, κι όξω απ’ το δρόμο, ακούγονταν φωνές κι αυτοκίνητα που έτρεχαν. Πολλά αυτοκίνητα θα ’ταν, γιατί μαζί με τ’ αυτοκίνητα ακούγονταν και πολλές φωνές.
«Ε… ε… έρχεται!» έλεγαν αυτές οι φωνές. Κατά κάτω πήγαιναν κι ύστερα χάνονταν.
«Παναγιά μου… Παναγιά μου!... Τ’ είναι τούτα πάλι!» φώναξε η κυρία Κοντολέων από δίπλα.
Μετά όμως ακούστηκε η πόρτα που βάραγε. Δυνατά και γρήγορα βάραγε, με το σιδερένιο το χέρι. Τότε ακούστηκαν κάτι τρεξίματα στις σκάλες, κι ύστερα άνοιξε. Στο δικό μου όμως το δωμάτιο άνοιξε η πόρτα, και μπήκε μέσα η Νούσιω. Ήρθε και μ’ άρπαξε απ’ το χέρι, κι ύστερα, με τράβαγε στις σκάλες και τρέχαμε.
Κάτω στο διάδρομο που κατεβήκαμε, η μεγάλη η πόρτα ανοιχτή ήταν κι έμπαινε ο αέρας μέσα. Ο κύριος και η κυρία Κοντολέων, στην πόρτα στέκονταν. Ήταν όμως εκεί κι ο Στέργιος απ’ το μαγαζί μαζί με τη Φεβρωνία.
Όξω στο δρόμο, νύχτα ήταν, και κρότοι πολλοί ακούγονταν σα να ’ταν ντουφεκίδια. Το χιόνι πέρναγε τούφες-τούφες, κι απέναντι στα σπίτια, τα πατζούρια χτύπαγαν μοναχά τους απ’ τον αέρα.
Η Φεβρωνία φόβο είχε, και τα μαλλιά της κατά πίσω πήγαιναν. Σα για να φύγουν έκαναν. Στα μάτια της κλάματα πολλά είχε, αλλά τίποτα δεν έλεγε. Ο Στέργιος απ’ το μαγαζί ήταν που έλεγε.
«Τη βρήκα στο δρόμο και την έφερα μέχρι εδώ, γιατί φοβόταν» είπε. «Οι αντάρτες!» είπε πάλι, «οι αντάρτες έφτασαν στο Πέραμα!... Μπήκαν με αιφνιδιασμό στο Πέραμα!» είπε και σα χαρούμενος μου φάνηκε πως ήταν.
«Παναγιά μου! Θα μας σφάξουν, Φώκο. Σαν τα κατσίκια θα μας σφάξουν!» φώναξε τότε η κυρία Κοντολέων.
Ο κύριος Κοντολέων, ωχρός πολύ έγινε και σα χαμένος κοίταγε.
«Ηρέμησε, Ασπασία!... Σε παρακαλώ πολύ, ηρέμησε!» της είπε, κι ύστερα γύρισε κατά το Στέργιο.
«Έλα μέσα, Στέργιο, παιδί μου. Έλα μέσα» του ’πε.
«Δε θα ’ρθω κύριε Φωκίων» είπε ο Στέργιος, «με συγχωρείτε… αλλά πρέπει να φύγω! Πρέπει να πάω στο σπίτι. Ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει!» είπε, και βγήκε γρήγορα απ’ την πόρτα κι έτρεχε μες στα σκοτάδια, και πήγαινε.
Ο κύριος Κοντολέων έμεινε και κοίταγε σα χαμένος την πόρτα. Μετά γύρισε και κοίταξε την κυρία Κοντολέων.
«Το κάθαρμα!» είπε, «τον είδες; Ήταν και χαρούμενος! Το κάθαρμα!... Έχει τον αδερφό του στους Κατσαπλιάδες, και νομίζει… Αλλά δε φταίει αυτός!... Εγώ φταίω, που τα ’ξερα όλα, αλλά τον κράταγα! Έπρεπε να τον διώξω!... Την πόρτα! Κλείσε γρήγορα την πόρτα, Νούσιω! γρήγορα! Όλοι κάτω στο υπόγειο, γρήγορα!»
Η κυρία Κοντολέων πήρε κι έτρεχε απάνω στις σκάλες και φώναζε:
«Αμ δε μπορούσες να του δώσεις κι εσύ καημένε εκείνη την αύξηση που σου ζήταγε; Λες και θα σωνόμαστε απ’ αυτά τα λίγα που θα του ’δινες παραπάνω! Τι να σου πω τώρα;… τι να σου πω! Θεέ μου, τι είναι τούτα που μας βρίσκουν, τι είναι ετούτα!»
Ύστερα, πόρτες που άνοιγαν κι έκλειναν ακούγονταν, κι απάνω στις σκάλες, τρεξίματα πολλά και φωνές.
Κι απ’ όξω όμως, στο δρόμο, ακούγονταν φωνές και τρεξίματα. Έπεφταν και κάτι ντουφεκίδια χοντρά σα να ’ταν βόμπες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου