Πες μου



Η μέρα τους είχε τελειώσει όταν άρχισε η εκφώνηση του δελτίου ειδήσεων, τα συνήθη, πάλι στον Ειρηνικό, δεν καλοάκουσαν πού, μάλλον τους ήταν άγνωστη η τοποθεσία, οι Αμερικανοί είχαν βομβαρδίσει και καταστρέψει πολλά πλοία και αεροπλάνα του Άξονα, δεν πρόσεξαν πόσα ακριβώς, εκατοντάδες, ακολουθούσαν εκτενείς αναφορές, οι γυναίκες δεν πρόσεχαν πια, στο αυτί τους υπήρχε μονίμως ο βόμβος που φτιάχνεται από το λεξιλόγιο του πολέμου, άλλωστε στα συμμαχικά δελτία ειδήσεων γινόταν αναφορά μόνο στις εχθρικές απώλειες, οι λοιπές, για ευνόητους λόγους, συνήθως αποσιωπούνταν.
Το νέο που αποσιώπησε το BBC το έφερε η Κική Μπούσουλα που μπήκε μέσα κίτρινη. Κάπου είχε σκοντάψει, σε κάνα σκαλί, ποιος ξέρει, το τακούνι της είχε ξεκαρφωθεί και κούτσαινε. Στηρίχτηκε στο ντουλάπι της κουζίνας, έβγαλε το δεξί παπούτσι, το ’σφιξε στην αγκαλιά της και χωρίς να μπορεί να κουμαντάρει τη βροχή των δακρύων που κυλούσαν, κατάβρεχαν, ανακάτωναν και χαλούσαν τη σειρά των λέξεων και των συλλαβών, από τα παράσιτα του σπαραγμού και του γλωσσοδέτη της συντέθηκε η μαύρη είδηση, με κάποιο τρόπο, μέσω του κουνιάδου της που είχε ξεμείνει στην Αγγλία, του προπολεμικού συνεταίρου του με τα παράλληλα γραφεία σε Πειραιά, Λίβερπουλ και αλλού και κυρίως μέσω του Βρετανικού Ερυθρού Σταυρού είχε γίνει γνωστό πως η ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ είχε βληθεί στις 11 Μαρτίου 1943 έξω από τις ιρλανδικές ακτές, οι Άγγλοι είχαν περισυλλέξει τρία μέλη του πληρώματος που κατέθεσαν τις σχετικές πληροφορίες και έτερον ουδέν.
Τους κόπηκε η ανάσα.
Η Όρσα, πρώτη φορά στη ζωή της ενώπιον όλων εκτός ελέγχου, τινάχτηκε σαν λαβωμένη λέαινα, πέταξε με κλοτσιές από μπροστά της παιδιά, γατιά, σκαμνιά, σβούριξε στα ρυζόγαλα τις άσπρες γόβες που κρατούσε στο χέρι και κατρακύλησε στην εξωτερική σκάλα, η Μόσχα, στήλη άλατος, δεν ήθελε να πιστέψει ούτε αυτό που άκουσε ούτε αυτό που είδε, η φασαρία σήκωσε αμέσως στο πόδι τα δυο γειτονικά σπίτια, άλλοι με παντόφλες και την πετσέτα του δείπνου στο χέρι κι άλλοι με πιτζάμες έτρεξαν στο άσπρο σπίτι, πέστε, που να πάρει, τι συμβαίνει, ρωτούσαν έξαλλοι κάποιοι που είχαν δικό τους στο πλοίο του Μαλταμπέ, μα ποιος μπορούσε να τους εξηγήσει, η Μόσχα αδύνατον, η Αννεζιώ επίσης, η Μερσίνα, η Χριστίνα, ο Δημητράκης κι η Άρτα έκλαιγαν, κι η Μίνα Σαλταφέρου, ντυμένη ακόμα την καλή της ρόμπα και το μαργαριταρένιο κολιέ, χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο μέχρι που λιποθύμησε.
Όταν οι δυο Σάββες μαζεύτηκαν στο σπίτι, στο κάτω σπίτι, η είδηση για τη ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ τους είχε βρει στο μόλο ενώ ψαρεύανε, ο μικρός φοβόταν και για την καρδιά του πάππου, η Αννεζιώ δεν τους άφησε να μπουν στο κάτω σπίτι, τους ξαπόστειλε επάνω και τους ακολούθησε, η κουζίνα ήταν μες στη βρώμα, πασαλειμμένες κατσαρόλες, καρέκλες, σκαμνιά και τοίχοι, πατημένες ελιές και σκόρπια ξερά κουκιά κι η Μίνα με τα τέσσερα εγγόνια στην αγκαλιά της, άσπρη, κάτω γινόταν χαλασμός, έρμε, Νίκο μου, αγόρι μου, ψέλλιζε η γριά παραμάνα, η μόνη που αυτή την ώρα πρόσθετε στο δράμα τον Βατοκούζη.
Η Μόσχα, μόλις συνειδητοποίησε ότι ο χαμός του άντρα της και του βαποριού δεν ήταν η μόνη συμφορά που τη βρήκε, όρμησε κάτω, η μεγάλη αδερφή στη δική της κουζίνα έκλαιγε ασταμάτητα, δεν είχε τη δύναμη, ούτε τη διάθεση, να εμποδίσει τη μικρότερη, που άνοιγε με βία ντουλάπες, συρτάρια, εταζέρες, μπιζουτιέρες, καπελιέρες και πέταγε κάτω το περιεχόμενό τους, ανασήκωνε στρώματα ψάχνοντας για πειστήρια, έσκιζε γράμματα και καρτ ποστάλ φυλαγμένες κατά θέμα ή ήπειρο σε κούτες, θήκες, τσαντάκια, ερευνούσε ανάμεσα στα φύλλα των βιβλίων για σημειώματα και κατόπιν τα σβούριζε στον τοίχο, αναποδογύριζε τους αγίους στο εικονοστάσι, ξεκάρφωνε κορνίζες, ξεβίδωνε γυάλες, ξεκαπάκωνε γαλατιέρες, ζαχαριέρες, σουπιέρες των καλών σερβίτσιων, κοίταζε εξονυχιστικά δώρα και σουβενίρ που είχε φέρει ο Σπύρος στην Όρσα, δυο μεταξωτά ελεφαντάκια, έναν ξύλινο αλιγάτορα, τις γκέισες, τον αμερικάνικο λεμονοστύφτη, τα πράσινα γάντια και τα φτερά του παγονιού, να βρει γραμμένα πάνω τίποτα συνθηματικά, μια λέξη, μια ημερομηνία, αρχικά, κάτι· όταν όλο το σπίτι το είχε κάνει αχούρι, αφηνιασμένη η Μόσχα τάραξε στις γροθιές και στις κλοτσιές την Όρσα, της μάτωσε κρόταφο, πηγούνι, λαιμό, γόνατα, της τραβούσε με λύσσα αυτά τα άκοπα μελιά μαλλιά, μέχρι που σωματικά και ψυχικά κουρέλι στάθηκε για λίγο, άναψε τσιγάρο, πες μου, τη ρώτησε κλαίγοντας, ποιος είναι ο πατέρας της Μερσίνας, ο Νίκος ή ο άντρας μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου