Αξιοποιούσαν τη στρατιωτική τους υπεροχή για να βουτάνε κότες, οι Ιταλοί είναι πλασμένοι για κοστούμι, σκαρπίνι και χωρίστρα κι όχι αμπέχονο, αρβύλα και ψείρες, δεν τους πήγαινε ο πόλεμος όπως των Γερμανών που βομβαρδίσανε το νησί και ισοπεδώσανε τα παλάτια των μεγαλοεφοπλιστών και πόσα πλουσιόσπιτα της Πλακούρας, σωροί από χαλάσματα, σπασμένα μάρμαρα, καπνοί και μια πιανόλα να παίζει από μόνη της μες στα μισοκαμένα. Άλλαξε ξαφνικά η πόλη που κάθε σπίτι ήταν κι ένα μέλος του κορμιού της, ένα μέρος του προσώπου της, το αριστοκρατικό των Χαδούληδων και δίπλα τ’ άσπρα των Μαρήδων, των Τελεμέδων, του Λουκίσσα, του Σαλταφέρου, του Μανδαράκα, το ζαχαρί του παπά, το ξέξασπρο του Οργίνου, πιο ψηλά το γαλαζωπό του Βατοκούζη και σπαρμένα ανάμεσα σε δημόσια κτίρια κι άλλα νοικοκυρόσπιτα με λότζες, τζαμαρίες και γαλλικά παρτέρια το βεραμάν της Νανάς, το ξεφλουδισμένο ροζ της χήρας του Νικηφόρου και το κίτρινο, κατακίτρινο της Μούραινας, βίγλα της χοντρής που είχε πιάσει τα πενήντα πέντε και είχε χάσει τον εαυτό της, δεν ήξερε αν έπρεπε να γεράσει σαν δασκάλα βρωμόλογων και λάβρων κόλπων ή σαν ενάρετη εγκαταλειφθείσα.
Ο Σάββας Σαλταφέρος και ο παπα-Φίλιππας με το τάβλι υπό μάλης, διωγμένοι από τα σπίτια τους, ανεπιθύμητοι, τα κουβέντιαζαν αυτά με τον Αιμίλιο Μπάλα, του είχαν κάνει επίσκεψη, πίνανε στο κουζινάκι του άγλυκο βλαστάρι και δόξα τω Θεώ δεν έπλητταν, γιατί ο πόλεμος και μέσα στη μονοτονία της δυστυχίας και της λύπης τους τροφοδοτούσε με εκπληκτικές αλλαγές στις αντιλήψεις και στην καθημερινή ζωή, η Αννεζιώ, λόγου χάρη, με την παράδοση των Γερμανών που πολιορκούσαν το Στάλινγκραντ, βγήκε στα βρεμένα χωράφια για κουσουνάδες, καυκαλήθρες και σέσκουλα, τρατάρισε χορτοκεφτέδες και κρασί το διώροφο και κάτι γείτονες δυο βδομάδες μετά την ονομαστική εορτή του απόντος Αντώνη, είχε περιποιηθεί το αραιωμένο μαλλί και δεχόταν συγχαρητήρια, λες και ο γιος της ο κομμουνιστής είχε αυτοπροσώπως υποτάξει τις εχθρικές μεραρχίες του Πάουλους, δε χώνευε τους Ρώσους, μα απολάμβανε την ταπείνωση των Γερμανών και στο μέλλον δε θα μισούσε το κόκκινο που το έβριζε κοκκινίλα, κοκκινάδι, πληγή κι αναθεματισμένο, είχε για κάποια χρόνια υιοθετήσει την απέχθεια για ένα χρώμα, όπως έφταιγε της Κατερίνας το μπλε, καλή ιδέα, έλεγε η γριά, να ξεσπάς σ’ ένα χρώμα.
Τι να έκαναν οι άνθρωποι; Ευτυχώς επινοούσαν άπειρους τρόπους να αντέχουν τα αβάσταχτα, να συνηθίζουν τα δυσβάσταχτα, να συγχωρούν τα αδικαιολόγητα, να ερμηνεύουν τα απίστευτα, να λένε τα ανείπωτα, κι όλα αυτά για να μη μένουν μόνοι· ήταν ανακούφιση να ξετρυπώνουν κάθε τόσο έναν καλό λόγο για να συνυπάρχουν με τους διαφορετικούς, ότι κι αν πρεσβεύανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου