Μες απ’ τα τείχη της Γερουσαλήμ



Δεν ήξερα πως η μοναξιά πίνεται γουλιά-γουλιά. Μήτε πως είναι τόσο πικρή. Κάθε ώρα και κανάτι. Το στόμα μου δε λέει να τη συνηθίσει. Μου ανεβαίνει και στο κεφάλι. Άνθρωποι χειρονομούν, αγορεύουν σε τόνο διδαχτικό. Πλαγιασμένος στη σοφίτα μου ή καθιστός, τους ακούω να λένε, να λένε, σαν κομμένες κεφαλές. Τα ίδια και τα ίδια· λόγια χυμένα σ’ ένα καλούπι όλα.
Ο ήλιος κυλάει αργά σα ρόδα από τούρκικον αραμπά, πυρώνοντας το γοτθικό σκουφί της μικρής στέγης. Πάνω απ’ το κεφάλι μου, η τσίγκινη αλεπού του ανεμοδείχτη γυρνάει με τεντωμένη ουρά και γκρινιάζει πνιχτά.
Πιο δύσκολο είναι το σούρουπο. Το φοβάμαι, όλη μέρα το περιμένω κι όταν φτάσει, προσέχω ακίνητος τα νεύρα μου, αγγίζω το σφυγμό της αντοχής μου. Από τη στιγμή που θ’ ακουστεί η καμπάνα της Μητρόπολης και θα βουτήξει ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά της γκρίζας πέτρας, με το κοκκινόχωμα γύρω στα λιόδεντρα και το δρόμο της Γιάφας που φιδοσέρνεται από καμπούρα σε καμπούρα, με πιάνει δαίμονας. Να κατεβώ! Πυκνό σκοτάδι γιομίζει το φύλλωμα των δέντρων. Ψηλά όμως είναι ακόμη μέρα κι οι κορφές των λόφων ανατολικά, βγάζουν ένα μενεξελί φως. Να βγω αμέσως θάναι κουτουράδα. Την ίδια μέρα ίσως όχι, κάποτε όμως σίγουρα θα την πλερώσω, αν μου γίνει συνήθεια.
Δε θυμάμαι ποιος, παρομοίαζε τον ερχομό της νύχτας εδώ με το αργό περπάτημα κόρης, που ήρεμα γυρίζει από τη βρύση, ξυπόλητη. Ζήτημα διάθεσης. Και μένα όταν πρωτόφτασα, μου φάνηκε πως έχει κάτι το βιβλικό. Αλλά τότε η απραξία δεν είχε στομώσει την ευαισθησία μου. Τώρα μου θυμίζει κοκεταρίες αρτίστας που αργοπορεί κρυμμένη στις κουίντες.
Όταν νυχτώσει στα καλά, κατεβαίνω· το κεφάλι μου βουίζει από το κλάμα της αλεπούς («μόοο-νος, μόοο-νος»). Περπατάω βαριά πάνω στο κουφό χώμα του δρόμου για να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου. Σκοτάδι. Τούτος ο συνοικισμός είναι όλος επαύλεις και κήπους κι οι λιγοστοί του κάτοικοι τηρούν πειθαρχικά τη διαταγή του Στρατηγείου για το συσκοτισμό των φώτων. Ξεριζωμένοι, μείναν ωστόσο Γερμανοί. Γνωρίζω το δρόμο και δε χρειάζεται ν’ ανάψω τον ηλεχτρικό μου φανό. Μα τις πιο πολλές φορές δεν έχω πού να πάω.
Πρώτα κανονίζω να περάσω έξω από το σπιτάκι των γέρων, με τον αέρα κάποιου που πάει στη δουλειά του. Αν τα παραθυρόφυλλα της κρεβατοκάμαρας είναι γερτά, πρόβλημα δεν υπάρχει. Τρώγω, πίνουμε και κανένα ρακί· κουβεντιάζω ρωμέικα με δικούς μου ανθρώπους κι η ώρα περνάει. Όταν πάνε για ύπνο, εγώ τραβάω με τα πόδια για την παλιά πόλη. Τριγυρνάω μες απ’ τα τείχη της Γερουσαλήμ, περνώντας αργά τα σκοτεινά σοκάκια, κάτω από αμέτρητες καμάρες. Πιο πολύ με τραβάει ο αραπομαχαλάς. Ας έχουν περάσει τα μεσάνυχτα· στα σκεπαστά του παζαροσόκακα βρίσκω μαγαζάκια φωτισμένα, οσμίζουμαι ανθρωπίλα, μπαχαρικά και τσίκνα και τα μάτια μου χαίρουνται μετάξια και μπακιρικά. Σε κάποιο καφενεδάκι που διανυχτερεύει με χαμηλωμένο το ραδιόφωνο, σκοτώνω τον καιρό πίνοντας δυόσμο ή τσάι. Οι Αρχές δεν τόλμησαν να τους επιβάλουν μέρες χορτοφαγίας και δελτίο· για τους μουσουλμάνους το πρόβιο κρέας πουλιέται ελεύθερα. Έτσι, αν δε φάω στου Χατζηβασίλη, γιομίζω την κοιλιά μου στον αραπομαχαλά με σουβλάκια και κεμπάμπ. Παραγγέλνω και ταχινοσαλάτα ή κόκκινα ραπανάκια και πίσω τους μπακλαβά. Όταν μου φέρνουν το λογαριασμό, βαστιέμαι για να μη ξεφωνήσω: Μόνο; Φτήνια, λες και δεν έχουμε πόλεμο· το πάθος της αισχροκέρδειας ακόμη δεν τους άγγιξε. Όσες φορές ξέπεσα σ’ εβραίικο εστιατόριο έφυγα νηστικός, κι ας ήταν κρεοφαγία. Δε λέω για την ακρίβεια γιατί αυτή, κάπως εξηγείται· έχουν πολλά έξοδα οι άνθρωποι τούτοι· η συνομοσπονδία των Εβραίων εργατών βαστάει ψηλά τα μεροκάματα. Αλλά, να, τα φαγιά τα κοσέρ δε με τρέφουν.
Το Χριστιανικό μαχαλά όσο μπορώ τον αποφεύγω. Δεν είδα τον Πανάγιο Τάφο, μήτε θα τον δω μου φαίνεται. «Αμαρτία», έκανε η κυρά Μαργετούλα όταν το είπα: «Άμε κι άναψε ένα κεράκι να σε φυλάει η χάρη Του, έτσι που κακόπεσες στα ξένα παιδάκι μου. Πω, πω λόγια… Στον άγιο Ντάφο πας, ποιος θα σε πειράξει; Άμε να χαρεί κι η ψυχή της Λιλίκας, γιατί μας βλέπει από ψηλά και θλίβεται…» Πρώτη φορά που άκουσα να λένε τη γιαγιά μου Λιλίκα, εμείς την ξέραμε Βασιλική. Μα δεν πήγα.
Μένουν τα Ρωσικά και τ’ Αρμένικα. Από κει περνάω, αλλά σπάνια. Είναι ένας μπακάλης, Λοϊζίδης, πουλάει βαλκανίσιο τυρί κι ένας φούρναρης, που κάνει ψωμί άσπρο· το καμουφλάρει ρίχνοντας μέσα λίγες σταφίδες, πως είναι τάχατες κέικ, μα το ζητάει ακριβά. Ψωμί, τυρί, αυγά βραστά και κανένα τουρσάκι για το μεσημέρι, τα τυλίγω καλά, τα βάζω παραμάσκαλα και τα σέρνω οληνύχτα όπου πηγαίνω. Καφέ, τσιγάρο, τα έκοψα. Ξημερώνει. Από τον εφημεριδοπώλη, που έχει στέκι στην πύλη της Σιών, αγοράζω την «Παλεστάιν Πόστ» - τα Σάββατα παίρνω την άλλη, μα δεν είναι σόι – και τραβάω για ύπνο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου