Ο ανάπηρος (α’ μέρος)



Τον ανάπηρο τον έφερε ένα παιδί, και οι δύο γυναίκες ξύπνησαν και κοίταξαν. Ήταν άνθρωπος μισός, απουσίαζαν τα πόδια του τελείως, του είχανε κοπεί σύρριζα και στεκόταν στητός, σαν άγαλμα Λατινοαμερικάνου δικτάτορα, κουτσουρεμένο και πισώβαρο, σ’ ένα χειροποίητο καρότσι σανιδένιο με τέσσερα ρουλεμάν, με δύο χερούλια πίσω να το σπρώχνουν, και μπροστά ένα σκοινί σαν καπίστρι, να το τραβάνε. Ήτανε κάπου σαραντάρης, με γερές πλάτες και χέρια σκληραγωγημένα, τρία χρόνια τώρα που είχε χάσει τα πόδια του κι έτσι τα μπράτσα του είχαν δυναμώσει από το σπρώξιμο, σαν παλαιστής ήτανε. Κατέβαινε κάθε πρωί στην εθνική οδό. Ερχόταν και τον έβγαζε απ’ το πολυβολείο ένα παιδί από τον πλησίον συνοικισμό. Το βράδυ τον παραλάβαινε πάλι, ζωνόταν το καρότσι και τον ανέβαζε στο πολυβολείο με πληρωμή. Ο ανάπηρος του έδινε χρήμα, κάθε βράδυ, στην επιστροφή. Το παιδί τον σήκωνε απ’ το καρότσι για να κάνει την ανάγκη του, μετά τον ακουμπούσε πάλι στο καρότσι και τον τραβούσε μέσα, μέχρι το κρεβάτι. Τότε τον ξοφλούσε ο άλλος, το παιδί καληνύχτιζε κι ερχόταν το πρωί να τον κατεβάσει ξανά.
Ο ανάπηρος ζητιάνευε. Από τον συνοικισμό κατέβαινε μόνος του στην εθνική οδό. Κουμαντάριζε με δεξιοτεχνία το καρότσι του, ήξερε ν’ αποφεύγει τις ανηφόρες, ήξερε τα καλά περάσματα. Ζητιάνευε και βλαστημούσε όσους δεν του έδιναν. Φώναζε απαιτητικά πως είναι ανάπηρος πολέμου και έχουν υποχρέωση να τον συντηρούν. Έκανε οικονομίες. Από τις ελεημοσύνες σε μετρητά, φύλαγε όσα μπορούσε, και μία τόσο, κάθε τρεις μήνες, πήγαινε σε γυναίκα και της τ’ ακουμπούσε, σε μία κοινή στην εθνική οδό.
Η συγκατοίκηση με τις δύο γυναίκες του ήρθε κουτί. Σκιαγμένες και επαρχιώτισσες, μουγγή η μάνα, αδύνατη και ασχημούλα η κόρη, ένα παρλιακό, του άνοιγε δρόμος τώρα. Τώρα είχε συνεταίρους, μπορούσε να επεκτείνει τις δουλειές του, να προωθηθεί για επαιτεία στην Αθήνα, σε καλά πόστα.
Πρώτον, τους ανακοίνωσε πως το πολυβολείο είναι δικό του, αλλά θα τις αφήσει να μείνουν. Για νοίκι, θα τα ’βρισκαν αργότερα, τους είπε. Μπλόφα, για να τις έχει μόνιμα σε κατάσταση ανησυχίας.
Στην αρχή σκέφτηκε «εξασφάλισα την πουτάνα μου δωρεάν», όποια από τις δύο. Όμως έτσι τρομαγμένες και αγριωπές που τις είδε, λέει, άσε, αυτό αργότερα.
Που του είχαν τον χώρο συγυρισμένο, και που έβρισκε φαΐ μαγερεμένο, δεν το λογάριαζε, είχε συνηθίσει την ως τώρα ζωή του. Βέβαια, τον βόλευε που είχε εξασφαλίσει βαστάζο να τον κουβαλάει έξω για τις σωματικές του ανάγκες. Κυρίως όμως τον απασχολούσε το εμπόριό του, η επαιτεία. Με αντάλλαγμα το ενοίκιο, εξασφάλισε δύο άτομα συνεταίρους· η μεγάλη να τον τσουλάει, η μικρή για κράχτης, να βγάζει τον δίσκο. Σε προωθημένα πόστα τώρα. Και από την είσπραξη, θα τους έδινε κάτι, για τα τρόφιμα.
Στην αρχική φάση, η μικρή λίγο μουλάρωσε, μας έβαλε εδώ ο βουλευτής μας, του είπε. Και πρόσεχε, για τι εμείς έχουμε και τα πόδια μας. Τελικώς μονάχη της πήγε και του δήλωσε ότι πολύ ευχαρίστως να συνεργαστούν, θαύμα ιδέα, έτσι θα γνωρίσει τας Αθήνας, και θα πάρει τον αέρα της σκηνής, διότι, του είπε, ο βουλευτής τους θα έβγαζε σύνταξη της μαμάς της και την ίδια θα τη σύσταινε να παίξει στο θέατρο. Και μέχρι να ολοκληρωθούν οι κατάλληλες ενέργειες, δεχόταν η μικρή τη συνεργασία. Με τον όρο να τις αποκαλεί, τη μάνα της κυρία Μίνα και την ίδια δεσποινίς Ρουμπίνη. Τι δεσποινίς ρε, της λέει. Όλο ξεχνούσε τ’ όνομά της, το μπέρδευε. Μια μέρα μάλιστα την είπε Ραραού. Τρελάθηκε απ’ τη χαρά της η άλλη και υιοθέτησε το όνομα. Μ’ αυτό, του είπε, θα έβγαινε στη σκηνή. Ραραού. Ή, Δεσποινίς Ραραού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου