― Ήρθα να σε βρω, μου είπε, με τη δική μου ανεξάρτητη πρωτοβουλία, και με την αμετάτρεπτη απόφαση να δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα εκείνη της σύμπνοιας, της αξιοπρέπειας και της ανωτερότητας μέσα στα οποία (sic) ο αγώνας μας θα ακτινοβολά προς τιμή της Ελλάδας και των ξενιτεμένων παιδιών της.
Το άφησα να τελειώσει:― Αν καταλαβαίνω, του λέω, έπαψες, φαίνεται, να με βλέπεις σα σκατωμένο πετραδάκι.
― Χεχέ, αυτό εξαρτάται από τη δική σου θέληση κι αγωνιστική διάθεση. Σε τελευταία ανάλυση, εσύ κι οι συντρόφοι σου θα κρίνετε αν είσαι άξιος κι αν ξανακέρδισες το δικαίωμα να βρίσκεσαι στις γραμμές μας. Γιατί το παίρνεις προσωπικά;
Κατάλαβα. Κάπου με χρειαζότανε. Μου ήρθε να δεχτώ αμέσως, να τρέξω πάλι εκεί που με περίμενε δουλειά και… στο διάολο τα ψιλολογήματα. Μα κρατήθηκα. Ένα χρόνο είχα σφίξει τα δόντια, τα υπόμενα όλα, ελπίζοντας να τον συγκινήσω με το παράδειγμα και κάπως να τον συνεφέρω. Κατάλαβα στο τέλος πως έτσι γινόμουν συνεργός του γιατί, σωπαίνοντας τον στήριζα. Τον κάλεσα λοιπόν παράμερα και του μίλησα μ’ ανοιχτή καρδιά. Όλα του τα στραβά κι όλα του τα καλά. «Αν τα πω έτσι μπρος στους άλλους, κι όπως τους έχεις κακομαθημένους, θα νομίσουν πως πάω να κάνω παράταξη, ίσως και να γίνει μοναχή της. Δε θέλω τέτοιο πράμα. Ξέρω τους κιντύνους του. Στα λέω εσένα κι απάντησέ μου με την ίδια ειλικρίνεια, πού έχω δίκιο και πού σ’ αδικώ». Θέλησε να μου απαντήσει αμέσως. «Άσε να περάσουν εικοσιτέσσερις ώρες, του λέω. Θέλω να έχω την ικανοποίηση πως τα σκέφτηκες καλά». Πέρασε μια βδομάδα, τίποτα. «Τι γίνεται;» τον ρωτάω. «Θα δεις», μου λέει. Ένα βράδι καλεί σύσκεψη, εισηγητής ο ίδιος, μιλάει τέσσερες ώρες με το ρολόι, είπε για αντιδημοκρατικά «τερτίπια», μαγείρεψε τις κουβέντες μου όπως τον συνέφερνε κι έκλεισε επιτέλους με μια πρόταση: «Σας παρουσίασα τα πράματα πιστά και μ’ όλες τους τις λεπτομέρειες. Καιρό δεν έχουμε για μακρηγορίες. Ο καθένας να μιλήσει από δέκα λεφτά». Ψηφοφορία: δεκτόν. Παραχώρησα το δεκάλεφτό μου, τι να το κάνω; Δευτερολογεί εκείνος, άλλες τρεις ώρες, για να μας βρει ντε και καλά η μέρα, να μη μου μείνει καιρός ν’ απολογηθώ. Ως κι επισκόπηση της παγκόσμιας κατάστασης έβαλε μέσα. Όλοι οι άλλοι μέναν σαν απολιθωμένοι. Μήτε ένας δεν έκανε να πει: «Για σταθείτε, τούτος εδώ ακόμα δε μίλησε, πώς τον καταδικάζουμε έτσι στη ζούλα;» Κι αφού δε βρέθηκε μήτε ένας, τι να κάνω εγώ, μόνο να τρώγω τον καιρό τους; Σηκώθηκα κι έφυγα. Αυτό ήταν το ζήτημα που έπαιρνα προσωπικά. Πώς να το πάρω δηλαδή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου