Για να πάω το πρωί στο εργοστάσιο παίρνω το µετρό, παίρνω και λεωφορείο, αλλιώς δεν προφταίνω. Το βράδυ όµως άµα σκολάσω, πάω µε τα πόδια, χειµώνα και καλοκαίρι. Για να φτάσω στο σπίτι πρέπει να περάσω από το κέντρο της πόλης, τη µεγάλη τη λεωφόρο, µε τις ρεκλάµες, τα καταστήµατα, τα µπαρ, τις βιτρίνες. Τα φώτα της έχουν ανάψει. Κι αν θέλεις να ξέρεις, εγώ πολύ τ’ αγαπάω τα φώτα της πόλης. Περισσότερο από τον ήλιο της µέρας. Είναι, λέω κάποτε µε το µικρό το µυαλό µου, τα νέα µας µάτια, του δικού µας του κόσµου του σηµερινού. Τα ηλεκτρικά τα φώτα τα βλέπουν καλύτερα.
Η λεωφόρος έρχεται κάθετα στη Μύλλερστράσσε που βρίσκεται το κατάστηµα το δικό µας. Περνώντας από κεί στέκοµαι µια στιγµή και κοιτάζω πάλι τη βιτρίνα του - κάθε βράδυ την κοιτάζω. ΑΟΥΤΕΛ απάνω µε νέον και µέσα στη βιτρίνα του όλες οι λάµπες που φκιάχνουµε, µικρές και µεγάλες, αναµµένες γύρω γύρω σαν να ’ναι κανένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στέκοµαι και τις κοιτάζω. Σκέφτοµαι πως όλες οι λάµπες αυτές, όλες όσες έρχονται σ’ αυτό το κατάστηµα, µικρές και µεγάλες, κόκκινες, άσπρες ή πράσινες, έχουν όλες περάσει από τις δικές µου τις πλάτες. Κοιτάζω, λοιπόν, σαν να κοιτάζω, να ψάχνω µέσα τον εαυτό µου. Κάπου, λέω, πρέπει να βρίσκεται µέσα κι αυτός. Κάνω πάλι λογαριασµούς. ∆έκα δεκαπέντε εργοστάσια µας δίνουν τα προϊόντα τους έτοιµα για να γίνει ένα λαµπάκι των δύο κηρίων. Είµαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Βάλε και τις πρώτες ύλες - είµαστε όλος ο κόσµος µέσα σ’ αυτό το λαµπιόνι των δύο κηρίων. Και µας χωράει. Το ’δα σ’ ένα φιλµ την περασµένη βδοµάδα, που πήγαµε σινεµά µε κάτι Ρωµιούς. Μας έδειχναν µια στάλα νερό κι εκατοµµύρια µικρόβια µέσα. Στέκοµαι, λοιπόν, και γω κάθε βράδυ µπροστά σ’ αυτή τη βιτρίνα. Από µέσα το δικό µου το µικροβιάκι πρέπει να µε βλέπει κολοσσό σε τεράστια µεγέθυνση. Απέξω βλέπω τον εαυτό µου στην πραγµατική του διάσταση µέσα σ’ αυτό το µίνι λαµπιόνι.
Αφήνω το κατάστηµα, µπαίνω στη λεωφόρο
Στην αρχή που πρωτόρθα - τα ίδια µε το ΑΟΥΤΕΛ - νόµιζα τότε πως έχει πολλά να χαζέψει κανένας στη λεωφόρο. Περίµενα δηλαδή κάθε βράδυ πως κάτι θα γίνει. Τώρα το ξέρω βέβαια το λάθος µου. Εδώ ποτέ δε γίνεται τίποτα. ∆εν έχει ποτέ φασαρία, καβγάδες, να γίνει αναστάτωση, ταραχή. Σπάνια, σπανιότατα κανένα δυστύχηµα µόνο. Όλα πάνε µε την ίδια τάξη που πήγαν και χτες - σαν να ’ναι κάπου µια αόρατη τροχαία που τα ’χει βάλει στη ρέγουλα: Τάκα-τάκα στο εργοστάσιο. Τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο.
Βάζω τα χέρια µου και τα δυο στις τσέπες του παντελονιού µου, µε το σακάκι πίσω ανασηκωµένο - κακή συνήθεια µου λένε και δεν την κόβω - παίρνω τη λεωφόρο, την περπατάω, µε το κεφάλι σκυµµένο, σαν κάτι να ψάχνω να βρω.
Άνθρωποι, κόσµος πολύς, περνάνε δίπλα µου, πάνε µαζί µου. Και πάω και γω - ο δρόµος µάς πάει, η λεωφόρος, κάτω απ’ τα φώτα της. Τους κοιτάζω. Όλοι τους, λέω, πηγαίνουνε κάπου, έχουνε κάπου να πάνε. Εγώ είµαι εδώ, στη λεωφόρο, στην άσφαλτο, περισσότερο απ’ όλους. ∆ε µε περιµένει κανένας εµένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σαν να ’ναι το σπίτι µου εδώ, εδώ κι η πατρίδα µου, το κανένα σπίτι µου, η καµιά µου πατρίδα. Λένε στο καφενείο και για τους άλλους - πως ξένοι γινήκαµε όλοι στις µεγάλες αυτές πολιτείες. Αν είναι έτσι, λέω τότες εγώ - εγώ, λοιπόν, πρέπει να ’µαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πολιτείας των ξένων, ο ιθαγενής. Και να φροντίσεις εσύ, κύριε συγγραφέα, να µου βάλουνε κάποτε και µια πλάκα στο σπίτι της Φράου Μπάουµ, από την πίσω µεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου