Μια στρογγυλή γυναίκα με στρογγυλή ζεστασιά



Τον άλλο τον έρωτα, τον αληθινό, που λένε, δεν τον ήξερα πώς μπορεί να ’ναι. Σκεφτόμουνα πως δεν είναι για μένα. Θα πρέπει, σκεφτόμουν, να έχεις και λίγο τρυφερή την ψυχή σου και κάτι να ξέρεις, κάπως να τα λες και κείνα τα ψυχικά, τα πνευματικά, τα ποιητικά – πού να τα ξέρω; Ο έρωτας, έλεγα, δεν είναι για μας, τα παιδιά του φίφτυ-φίφτυ. Και δεν τον σκεφτόμουν, δεν τον περίμενα.
Και ήρθε κι αυτός. Έρικα τη λέγανε. Δούλευε σ’ ένα κατάστημα, από κείνα τα δικά μου, να πούμε, στη μεγάλη λεωφόρο, όχι πωλήτρια – κουβαλούσε από μέσα δέματα για τα ράφια που αδειάζαν, τους πάγκους και τις βιτρίνες – δουλειά πάνω-κάτω σαν τη δική μου, βρεθήκαμε έτσι να ’μαστε και κάπως συνάδελφοι. Την είχα δει μερικές φορές σ’ αυτό το κατάστημα, ποτέ δεν της έδωσα σημασία – τι σημασία;
Όπου ένα βράδι – τη βρίσκω στο μπαρ που ’χαμε πάει με το Σκουρογιάννη. Είταν μ’ άλλες δύο. Γνέψαμε, χαμογελάσαμε κι από δω κι από και, σηκωθήκαμε σε λίγο και πήγαμε στο τραπέζι τους. Λέγαμε διάφορα – αυτές θέλανε να χορέψουν, σηκώθηκε τότε κι ο Σκουρογιάννης και στριφογύριζε σαν ελέφας από το τσίρκο. Γελούσαμε, τις κεράσαμε, η ώρα περνούσε καλά. Οι άλλοι σηκωθήκαν κάποτε να φύγουν – εγώ κι αυτή κοιταχτήκαμε μια στιγμή – εμείς θα μείνουμε λίγο, τους είπε. Μείναμε. Δεν είχαμε τι να πούμε, δε χορεύαμε, δεν πίναμε, μα δε φεύγαμε.
― Ήρθαμε να βρούμε κανένα καλό αγόρι, λέει στο τέλος αυτή.
Δεν είπα τίποτα – και πάλι δε φεύγαμε. Είταν αργά, περασμένες οι δύο, όταν της είπα να την πάρω στο σπίτι.
― Μα αφού γι’ αυτό ήρθαμε; λέει.
Και λέω και γω μέσα μου – Παναγία βοήθα, τι σπαθί κορίτσι είναι τούτο.
Έγιναν όλα όπως γίνονται και τις άλλες φορές, χωρίσαμε ωραία την Κυριακή το πρωί. Ανοίγω και το συρτάρι του κομοδίνου, της δείχνω μέσα τους θησαυρούς μου.
― Πάρε ό,τι θέλεις, της λέω.
Τα ’βγαλε όλα, τ’ ανακατεύει, τα βάζει πάλι σε τάξη – πήρε ένα ζευγάρι αντρικά κορδόνια.
― Τι τα θέλεις; ρωτάω.
― Τίποτα, λέει. Γι’ αυτό τα παίρνω.
Σπαθί.


Ένα ζευγάρι κορδόνια που δεν χρειάζονται σε τίποτα – αυτό, λοιπόν, μπορεί να ’ναι ο έρωτας; Χωρίσαμε την Κυριακή το πρωί, ωραία-ωραία όπως τις άλλες φορές. Μα δεν είταν ωραία που δεν μπορούσα να την ξεχάσω, όπως γινόταν τις άλλες φορές. Τη Δευτέρα κουβαλάω τα κασόνια μου στο διάδρομο και μετανιώνω που την άφησα κ’ έφυγε. Το σπαθί δεν φεύγει απ’ το νου μου, καρφώθηκε, το κορμί της δεν φεύγει από πάνω μου, κόλησε. Σκολνάω καμιά φορά, τρέχω σαν τρελός στο κατάστημα που δουλεύει, κάνω πως ψωνίζω ένα σαπούνι, δεν είναι εκεί, διαλέγω κ’ ένα μολύβι – ώσπου τη βλέπω, της κάνω νόημα πως περιμένω απ’ έξω. Βγαίνει κάποτε, τρέχει, πέφτει στην αγκαλιά μου – Μάιν Κώστας… Μόνο που δεν μας πήραν τα δάκρυα και τους δυο.
Πώς είταν; Το πρόσωπο στρογγυλό, τα μαλλιά της κοντά κομμένα – έτσι που μ’ αρέσουν εμένα. Καστανά, πολύ μαλακά. Όλη της είναι στρογγυλή πάνω στα γερά της τα πόδια, με το κρεατάκι της παντού, το στήθος, τα πισινούλια της, σωστή γυναίκα. Μια ζέστη βγαίνει απ’ το στήθος της. Αν μένει κάτι απ’ αυτήν, το μικρό μυαλό μου θα μπορούσε να το πει στρογγυλό. Η Έρικα είτανε μια στρογγυλή γυναίκα με στρογγυλή ζεστασιά.
Δημήτρης Χατζής

«Το διπλό βιβλίο»


σελ. 107-109






Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου