Από την άλλη μέρα. Ο μικρός άνθρωπος με προσοχή και με τάξη μεγάλη άρχισε κ’ έδενε τα σκοινιά του από χωριό σε χωριό σ’ όλη την επαρχία. Αυτός – που δεν είχε σκεφτεί ποτέ τέτοια πράματα. Και πότε καθότανε στο ραφτάδικο περιμένοντας ήσυχα κι άγρυπνα τους συνδέσμους του με τις εντολές, τις οδηγίες, τα σημειώματα, τις πληροφορίες, τα δέματα. Κάποτε χρειαζότανε να πάει μονάχος του. Και πήγαινε, τα κανόνιζε, ξαναγυρίζοντας σπίτι – να το ξαναρχίσει την άλλη μέρα το ίδιο παιγνίδι με το θάνατο.
Είχανε κ’ οι Γερμανοί τους δικούς τους ανθρώπους, τους είχανε βέβαια κ’ οι φασίστες της Θεσσαλίας. Δεν αργήσανε να το μάθουν για κείνους τους άλλους, που προφτάσανε και τους ξεφύγαν μεσ’ απ’ τα χέρια. Μπορούσαν πια να το βλέπουν πως κάτι καινούργιο γινότανε σ’ αυτή την περιοχή, σ’ όλη την επαρχία. Οι πληροφορίες τους λέγαν για κάποιον άνθρωπο που κρατούσε τα σκοινιά της οργάνωσης με χέρι γερό. Βαλθήκαν να τον γυρεύουν κάνοντας κάθε τρόπο να του σπάσουν το δίχτυ, με σκοτωμούς, με βασανιστήρια και με μπλόκα – και με παγίδες που του στήσανε. Το δίχτυ δεν έσπασε, οι παγίδες δεν πιάσαν. Ο άνθρωπος που ζητούσαν τους ξέφευγε, ο μηχανισμός του λειτουργούσε, οι πληροφορίες, οι οδηγίες του φτάνανε στο βουνό, οι συνδέσεις του από χωριό σε χωριό μέναν απείραχτες, οι αποστολές του πηγαίναν από δρόμους σιγουρεμένους. Έτσι τον άγριο εκείνο χειμώνα του σαράντα τρία, έτσι και την άνοιξη του σαράντα τέσσερα – έτσι κ’ ύστερα, που αρχίσαν τα πράματα να δείχνουν το τέλος. Δυο-τρία χτυπήματα που κατεβήκαν οι αντάρτες και δώσαν και στα φυλάκια και στους φασίστες και μέσα στον Αλμυρό, δε μπορούσανε στην Κομμαντατούρα να μη σκεφτούν πως είταν δική του δουλειά. Δε μπορούσαν μόνο να φανταστούν για τον άνθρωπο που ζητούσαν πως είταν εκείνος ο ράφτης της Σούρπης, ο ήσυχος άνθρωπος που τον βλέπαν να κάθεται με τις ώρες στην αυλή του σπιτιού του, παίζοντας με τα δύο παιδιά του και σκαλίζοντας τα λαχανικά του. Τον ζητούσανε περισσότερο μέσα στον Αλμυρό, στη Νέα Αγχίαλο αργότερα.
Ο συγγραφέας μας λέει πως δεν το ’χει σκοπό να γράψει τώρα την ιστορία της εποχής, να περιγράψει τα γεγονότα πώς γίνανε σ’ αυτή την περιοχή ή σε μιαν άλλη. Ούτε να γράψει έναν ύμνο για τον καιρό της αντίστασης. Ούτε να φκιάσει έναν ήρωα. Θέλει μονάχα να πει, πως ο μικρός άνθρωπός του, αυτός ο άνθρωπος που ’ταν πατέρας μου, το ’κανε τέσσερα χρόνια αυτό που νόμιζε χρέος του. Πιστά για τους άλλους, τελειωμένα γι’ αυτόν τον ίδιο. Και πως χαιρότανε πάρα πολύ κάνοντάς το – μια καινούργια χαρά, που δεν την ήξερε ως τότε. Ο μεγάλος κόσμος μαζευόταν όλος σε κείνο το αλωνάκι του δικού του ελάχιστου χρέους «για τα ύψιστα συμφέροντα της ανθρωπότητας». Και το αλωνάκι του δικού του Μεσολογγιού φωτιζότανε κάθε πρωί από ’ναν ήλιο που ξανάβγαινε από πρωί σε πρωί καινούργιος και πάλι καινούργιος. Και θέλει να πει πως ο ράφτης της Σούρπης δεν είταν ο μόνος και πως δεν είταν η μάνα μας μόνο που ’πε το ναι το δικό της. Πως χιλιάδες Έλληνες ανεβήκανε τότε στην κορφή του εαυτού τους, με το χρέος και με την ελπίδα. Κανενός τους δεν είταν έργο δικό του μονάχα – ολωνών τους είταν το έργο ολωνών. Ο φίλος του καφενείου είχε δίκιο – είταν όλοι τους σπουδαία παιδιά, μια γενιά σπουδαία παιδιά.
… Και πήγαν όλοι χαμένοι. Σαν το σκυλί στο αμπέλι. Ο συγγραφέας λέει και δω πως δεν το ’χει τώρα σκοπό να γράψει πώς γίναν τότε τα πράματα, πώς γύρισε έτσι ο τροχός τόσο γρήγορα κ’ οι άνθρωποι εκείνοι που κάναν το χρέος τους βρέθηκαν όλοι κατηγορούμενοι για φονιάδες και για προδότες, πώς χάθηκε εκείνος ο κόσμος. Δυνάμεις πολλές, μεγαλύτερες πέσαν πάνω του. Ανίδεος όπως είταν, ανώριμος, απονήρευτος, μαγεμένος από την ομορφιά που ’χε φτάσει ν’ αγγίξει – οδηγημένος στραβά νικήθηκε. Και νικημένον – τον έσφαξαν. Τόσο μόνο. Μα δε μπορεί να μην πει πως το ρομέικο τότε, για μιαν ακόμα φορά, τη θέλησε μ’ αυτό που γίνηκε τότε την αντίσταση και την προσπάθησε πάλι την προκοπή του, μακελεύτηκε πάλι γι’ αυτήν – και πάλι δεν έγινε τίποτα.
Το ρομέικο με τις χαμένες γενιές του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου