Κάποια μέρα που φυσούσε δυνατά (β’ μέρος)



Ο άνθρωπος που δεν αντέχει τη δίψα συλλογίστηκε ότι εδώ θα υπάρχουν πολλοί διοικητές και θ’ αλλάζουν με τις ώρες. Πέσανε φαίνεται, πάνω στην αλλαγή. Έτσι θα είναι το σύστημα. Ίσως κι άλλοι ακόμα, άγνωστοι, να είναι κι αυτοί διοικητές. «Τι με νοιάζει; Ας είναι και χίλιοι…», σκέφτηκε κι άκουγε αδιάφορα τα λόγια τους που χτυπούσαν μαζί με τις ριπές του ανέμου. Νόμισε ότι ήταν απλό, μια σύγχυση στις αρμοδιότητες.
«Περιμένω ακόμα την απολογία σου», είπε στο μαύρο σκούφο τεντώνοντας τον λαιμό του τούτος ο διοικητής. «Σε διατάζω να μου αναφέρεις αμέσως το μήνυμα που μετέδωσες, το περιεχόμενο, το σκοπό και την έκταση αυτής της συνωμοσίας!...»
«Νόμιζα ότι απάντησα… Εκτελούσα διαταγή ενός ανωτέρου.»
«Αρνείσαι λοιπόν;»
«Τι ν’ αρνηθώ;»
«Είσαι και δόλιος! Το πείσμα σου θα καμφθεί», είπε ο ξερακιανός διοικητής και στράφηκε προς τη συνοδεία του.
«Μα τι περιμένετε από έναν με κίτρινο σκούφο;»
«Ο σκούφος μου είναι μαύρος!»
Οι βοηθοί του γέλασαν και ο άνεμος δυνάμωσε τα γέλια τους.
«Ο σκούφος μου είναι μαύρος!»
Γελούσε ακόμα και κείνος ο χοντρός σβέρκος που έδωσε την άδεια στον διψασμένο. Ένας, από αυτούς με τις άσπρες μπλούζες, παρουσιάστηκε με πάρα πολύ σεβασμό και του είπε:
«Διατάξτε, κύριε διοικητά!»
«Αρκετά, να φέρετε και τον άλλο συνωμότη!»
Φέρανε μπροστά του τον διψασμένο κι ο άνθρωπος αυτός τον κοιτούσε ήρεμα, βέβαιος ότι θα τον αναγνώριζε, αφού αυτός ο κοντόχοντρος με το κόκκινο μούτρο ήταν ένας αναγνωρισμένος διοικητής και είχε ακόμα το δικαίωμα να διατάξει.
«Αυτός με τον κίτρινο σκούφο μας αποκάλυψε ότι ανταλλάξατε κάποια μυστική πληροφορία, ένα μήνυμα.»
Ο διψασμένος έριξε μια ματιά γεμάτη παράπονο σ’ αυτόν με τον σκούφο, σα να του έλεγε:
«Ώστε είσαι και συ…»
Η ματιά του διψασμένου πέρασε σα λεπίδι στα σωθικά του. Ο μαύρος σκούφος θέλησε να φωνάξει πως δε μίλησε, πως δεν ήταν ποτέ δυνατό, ότι δεν είναι απ’ αυτούς που καρφώνουν. Κρατήθηκε, όμως, για τι σκέφτηκε ότι ο διψασμένος θα κατάλαβε όλη αυτή την ψευτιά, αφού μάλιστα είπαν ότι φορούσε και κίτρινο σκούφο. Ό σκούφος του ήταν κατάμαυρος, αυτό τουλάχιστον φαινόταν από μακριά. Κι όμως, ο διψασμένος τον κοιτούσε με πίκρα. Ολόγυρα τους, ήταν πέτρες, γυμνά βουνά και λίγο πιο κάτω μια μανιασμένη θάλασσα.
«Ζήτησα την άδεια να πιω νερό…»
«Πολύ κοινό. Αυτός όμως σε μαρτύρησε», απάντησε ο διοικητής.
«Ήπια μόνο νερό. Ας λέει όσα ψέματα θέλει…»
Γέλασαν πάλι. Ο διψασμένος τον κοίταζε με παράπονο κι αποστροφή. Η ματιά αυτή γλίστρησε σα σιδερένιος γάντζος, στρίφτηκε μέσα του και του ξερίζωσε τα σπλάχνα. Πάλι δε φώναξε. Μπλέκεις άσχημα όταν ανοίγεις ιστορίες. Δεν μπορεί να είναι ο διψασμένος τόσο μωρόπιστος κι ηλίθιος να πέφτει σε τόσο συνηθισμένες παγίδες.
Τότε ξεπρόβαλε, σα να τον έφερε ο άνεμος, ένας άλλος με μουστάκι και χρυσά γυαλιά.
«Διατάξτε, κύριε διοικητά!», είπαν σ’ αυτό οι άσπρες μπλούζες.
«Δεν αξίζει να χασομεράμε με δυο άθλια υποκείμενα. Η συνωμοσία χτυπήθηκε στη γένεσή της. Αρκετά.»
«Όχι ακόμα», τον διέκοψε αυτός με το κόκκινο πρόσωπο. «Ένοχοι είναι και δυο απ’ αυτούς που βρίσκονται κοντά στα μεγάφωνα. Στον ρυθμό της εργασίας τους – στους δυο δεξιά – διέκρινα την επιδοκιμασία για τη συμπεριφορά των δύο άθλιων υποκειμένων!...»
«Είναι ολοφάνερο», πρόσθεσαν οι γύρω του.
Μερικά όργανα φώναξαν προς τα κει που έδειξε ο διοικητής.
«Ε, σεις οι οχτώ ελάτε αμέσως!»
Οι οχτώ δεν άκουσαν. Ίσως γιατί φυσούσε αντίθετα κι οι φωνές χάνονταν προς τη θάλασσα.
«Ε, σεις οι οχτώ…»
Κατάλαβαν αμέσως από τις χειρονομίες και πλησίασαν.
«Αυτοί περίμεναν το μήνυμα που θα τους μετέδιδε ο κίτρινος σκούφος», συμπλήρωσε εκείνος με τα χρυσά γυαλιά.
«Ποιο μήνυμα;» ρώτησαν.
«Θα παίρνατε το μήνυμα από αυτά τα δυο άθλια υποκείμενα…»
«Μα…»
«Δεν θα κάνουμε ανακρίσεις, ούτε συζήτηση. Φλυαρώ σα να είμαι εγώ ο ένοχος και σας οφείλω εξηγήσεις»
Όσο μιλούσε ο διοικητής, ο μαύρος σκούφος πρόσεχε τον διψασμένο, που τον κοιτούσε πάντα με την ίδια περιφρόνηση και την αποστροφή. Λες και το βλέμμα αυτό θα μείνει πετρωμένο για πάντα στο πρόσωπό του, θα γίνει αναλλοίωτο χαρακτηριστικό σαν τη μύτη του και τις ζάρες γύρω από τα μάτια του. Αν καλοκοιτάξεις, θα δεις μια πίκρα σκιερή και βουβή σαν τα μαύρα νερά μιας υπόγειας λίμνης.
«Όλα αυτά είναι φτηνές και γελοίες ψευτιές», θέλησε να φωνάξει αυτός με τον σκούφο, αλλά πάλι δεν μίλησε, το θεώρησε απλό και αυτονόητο.
Οι οχτώ, που κατηγορήθηκαν ότι επιδοκίμαζαν και περίμεναν το μήνυμα της συνωμοσίας, θέλησαν πάλι να μάθουν.
«Μα κύριε διοικητά…»
«Και ποιος σας είπε ότι είναι αυτός ο διοικητής;» παρατήρησε ένας από τη συνοδεία.
«Αν δεν είναι αυτός θα είναι τότε κάποιος άλλος», συμπέρανε ένας από τους οχτώ, καθώς έβλεπε από πίσω τον διοικητή να αποσύρεται πάλι στο ύψωμα.
«Έπρεπε να το ξέρατε, η άγνοιά σας δείχνει περιφρόνηση…»
«Εμπρός! Αμέσως στη χαράδρα!» φώναξε ένας χωρίς κανένα φανερό χαρακτηριστικό, που, όπως φάνηκε, η δουλειά του ήταν ν’ αποφασίζει.
Ένα γέλιο έσπασε στις γυμνές πέτρες και ξαναγύρισε, καθώς ο αέρας πλατάγιζε από τη μια άκρη στην άλλη. Κάποιος έδωσε τη διαταγή. Μπορεί να την έφερε κι αυτός ο δυνατός άνεμος. Τι σε νοιάζει;
Οι άσπρες μπλούζες οδήγησαν στη χαράδρα αυτά τα οχτώ άτομα που με το ρυθμό της εργασίας τους επικροτούσαν, δηλαδή ενίσχυαν φανερά τις πράξεις και θα εκτελούσαν τα μηνύματα του διψασμένου κι εκείνου που φορούσε ένα σκούφο κατακίτρινο σαν τον κρόκο του αυγού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου