Κάποια μέρα που φυσούσε δυνατά (α’ μέρος)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.

Κάποια μέρα που φυσούσε δυνατά, κάποιος ρώτησε: «Μπορώ να πιω νερό;» Κι ήταν πολύ φυσικό γιατί έσκαβε από το πρωί, η άμμος έτριζε τα δόντια του και τα χείλια του είχαν ξεραθεί. Για να κάνεις όμως οτιδήποτε, πρέπει να σου το επιτρέψουν. Είναι νόμος.
Αυτός που ρωτήθηκε απάντησε: «Τρελάθηκες; Είναι δω ο διοικητής!»
«Μα διψώ πολύ…»
«Μόνο ο διοικητής μπορεί να σου δώσει την άδεια.»
Ο διψασμένος παράτησε την αξίνα του κι έψαξε τον ορίζοντα με θολωμένα μάτια να βρει κατά πού έπρεπε να τραβήξει. Κάποιος του έδειξε προς τη γέφυρα.
«Εκεί είναι!»
Ο διοικητής παρακολουθεί το μεγάλο έργο. Κατεβαίνει συχνά να διαπιστώσει την πορεία της εργασίας. Η γέφυρα πρέπει να τελειώσει το ταχύτερο! Στέκεται μόνος κι αμίλητος στο διπλανό ύψωμα, βλέπει, παρατηρεί, συμπεραίνει. Ο ρυθμός της εργασίας εντείνεται. Οι βοηθοί, λίγο πιο κάτω, σκορπίζουν με τη ματιά τους την προσταγή.
Ο διψασμένος ξεκίνησε κι όσοι κατάλαβαν πού πήγαινε θαύμασαν το κουράγιο και την απερισκεψία. Το τρίκλισμά του έδειχνε πού φτάνει κάποιος στην παραζάλη του, όταν πια δεν ξέρει τι κάνει. Καθώς πλησίαζε, τον σταμάτησαν μερικοί της ακολουθίας.
«Θέλω να ζητήσω την άδεια…» τους εξήγησε χωρίς να έχει επίγνωση της τόλμης του.
Ο διοικητής ήταν ένας κοντόχοντρος με κατακόκκινο μούτρο σαν φουσκωμένο σπυρί. Αν τον τσιμπούσε κουνούπι στο σβέρκο, το αίμα θα πεταγόταν σιντριβάνι. Όταν είδε κάποιον να πλησιάζει, νόμισε ότι είχαν να του αναγγείλουν κάτι κρίσιμο και κατέβηκε λίγο από το ύψωμά του. Ξαφνιάστηκε με το αίτημα, έδειξε ότι τον απασχόλησε σοβαρά, το σκέφτηκε – αλλιώς τι διοικητής θα ήταν – ζύγισε από κάθε πλευρά το σημαντικό αυτό ζήτημα και ύστερα ανακοίνωσε αργά και με την πρέπουσα επισημότητα: «Μπορείς, αλλά να γυρίσεις γρήγορα.»
Ο διψασμένος απάντησε: «Θα γυρίσω αμέσως.»
Τότε ο διοικητής προχώρησε προς μια ομάδα εργασίας, στάθηκε μπρος σ’ έναν άλλον ασήμαντο σκαφτιά, που φορούσε ένα μαύρο λερωμένο σκούφο, και τον διέταξε: «Να τον συνοδέψεις!»
Αυτός όμως που πήρε τη διαταγή παραπονέθηκε στον βοηθό ότι δεν είναι συνοδός ούτε παρακολουθητής, έπρεπε να πάει άλλος. Κι όσοι τον άκουσαν απόρησαν για την ανοησία του. Ο βοηθός πρόσταξε σιγά: «Τσακίσου!»
Κι αυτός με τον μαύρο σκούφο έτρεξε, πρόλαβε τον διψασμένο και του είπε αμέσως: «Μ’ έστειλαν να σε συνοδέψω, ίσως για να μην το σκάσεις…»
Ο άλλος σήκωσε τους ώμους και απάντησε: «Παρακολούθα με.»
Πήγανε μαζί ως την κατοικία του διψασμένου. Ο μαύρος σκούφος στάθηκε απ’ έξω και περίμενε. Να μπει μέσα να μετρήσει τις γουλιές του; Ο διψασμένος ήπιε όσο έπρεπε, γιατί θα ήταν μεγάλη σπατάλη και έλλειψη πρόνοιας αν έπινε όσο ήθελε, ώσπου να ξεδιψάσει. Αυτό άλλωστε, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό. Βγαίνοντας έδειξε το μικρό σταμνί στο συνοδό του και τον ρώτησε:
«Θέλεις μια γουλιά;»
«Όχι, σ’ ευχαριστώ…»
Ο διψασμένος ζωντάνεψε, αν και κάποια σκιά πλανήθηκε στο πρόσωπό του. Γύρισαν πάλι μαζί.
Κάποιος όμως από αυτούς που η δουλειά τους είναι να προσέχουν και ν’ αναφέρουν κάθε τι που βλέπουν – ένας αληθινός παρακολουθητής – σφύριξε στον πιο κάτω: «Αυτός με τον σκούφο διευκόλυνε εκείνον με το παλτό να το σκάσει!» Το σφύριγμα μεταδόθηκε σ’ άλλον πιο πέρα κι αυτός το έστειλε στον επόμενο, ώσπου έφτασε στον βοηθό. «Αυτός με τον σκούφο παρότρυνε εκείνον με το παλτό ν’ απομακρυνθούν. Του μετέδωσε κάποιο σύνθημα. Είναι κι οι δυο τους υποκριτές και δόλιοι.»
«Φοβερό!» είπαν μ’ ένα στόμα οι εμβρόντητοι βοηθοί, μαζί κι ο διοικητής που έδωσε την άδεια στον διψασμένο και την διαταγή σ’ αυτόν με τον σκούφο να τον συνοδέψει.
Καθώς πλησίαζαν αμίλητοι, ο πρώην διψασμένος έδειξε στον συνοδό του μερικά πρόσωπα και τον ρώτησε:
«Τι κάνουν αυτοί πίσω από τις μάντρες; Βλέπω πολλούς κρυμμένους στις κολώνες κι άλλους στις πέτρες…»
«Καινούργιος κι άμαθος φαίνεσαι. Είναι οι γνήσιοι παρακολουθητές. Μην το σκάσει κανείς, ποιος δεν δείχνει ζήλο… Έτσι γίνεται πάντα, να τους προσέχεις…»
«Κατάλαβα.»
«Γιατί ζήτησες την άδεια από τον διοικητή για κάτι τόσο ασήμαντο;»
«Αφού διψούσα! Ασήμαντο το θεωρείς; Δεν αντέχω στη δίψα…»
Πριν φτάσουν εκεί που είχαν αφήσει τα εργαλεία τους, ένας άγνωστος έτρεξε και τους ειδοποίησε: «Σας θέλει και τους δυο ο διοικητής!»
Τους οδήγησαν σ’ ένα ξερακιανό με κίτρινη όψη. Πρόσωπο καινούργιο κι ανεξιχνίαστο, ένας μακρομούρης με λιανό λαιμό που ταλαντευόταν από το φύσημα του ανέμου. Θέλησαν να τον προσπεράσουν να ζητώντας εκείνον με τον χοντρό σβέρκο. Ο ξερακιανός, όμως τους σταμάτησε και τους ρώτησε απότομα:
«Γιατί εγκαταλείψατε την εργασία σας;»
Κ’ ύστερα στράφηκε στον μαύρο σκούφο.
«Γιατί τον διευκόλυνες να το σκάσει;»
«Τον συνόδεψα να πιεί νερό. Έτσι με διέταξε ο διοικητής.»
«Εγώ δεν διέταξα κανέναν!» φώναξε εξοργισμένο το αδύνατο πρόσωπο.
«Και εκείνος που με διέταξε διοικητής ήταν», απάντησε δυνατά αυτός με τον μαύρο σκούφο, γιατί φοβόταν ότι ο αέρας θα έπαιρνε τα λόγια του.
«Είσαι αναιδής, ένας αυθάδης!»
«Έκανα λάθος. Εσείς, μόνο εσείς και κανένας άλλος είστε ο διοικητής.»
«Ομολόγησε λοιπόν, για τι τον βοήθησες να το σκάσει; Τι είπατε μεταξύ σας;»
«Δεν το έσκασε. Γύρισε, νάτος! Ήπιε μόνο νερό», απάντησε αυτός με τον σκούφο. «Με διέταξε κάποιος ανώτερος, έτσι έπρεπε να κάνω…»
«Ανώτερος από μένα;»
«Όχι, κανένας δεν είναι ανώτερος από σας! Ήταν ανώτερος μόνο από μένα. Εγώ είμαι ο τελευταίος…»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου