Στη νεκρή ζώνη



Οι άνθρωποι που συναντάς στη νεκρή ζώνη, φαίνονται σα να βρέθηκαν εκεί συμπτωματικά και ανακόλουθα. Ο καθένας εξ άλλου θα μπορούσε να βρεθεί σ’ ένα τέτοιο μέρος και πολύ γρήγορα καταλαβαίνεις ότι στο τέλος μένεις εδώ, γιατί η νεκρή ζώνη σου είναι απλούστατα μια ανάγκη. Νιώθεις αδύνατο σχεδόν να ζεις ακόμα, κι όμως συνεχίζεις· αδύνατο να βρεις ανθρώπους κι όμως τους συναντάς. Αραιοί και πού, βέβαια… Τους συναντάς και είσαι σίγουρος πως είναι απόλυτα μόνοι. Μένουν μόνοι κι όταν ακόμη συνδέονται ή όταν συνδεθούν κάποτε μεταξύ τους. Ναι, αυτό το τελευταίο το αισθάνεσαι τότε, δεν τον διευκρινίζεις όμως ολότελα. Το μαθαίνεις αργότερα, πολύ αργότερα, όταν σκύβεις μονάχος μεσ’ στις αναμνήσεις, σα ν’ ανοίγεις κάποιον εγκαταλειμμένο τάφο.
Στη νεκρή ζώνη σου έρχεται η επιθυμία, καθυστερημένη, μα τόσο επίμονη, ν’ ανήκεις στην κατηγορία των άλλων ή τουλάχιστο να τάχεις βολικά μ’ αυτούς, να τους θεωρείς προστάτες σου. Θα σκοτώσουν αυτόν αντί για σένα κι έτσι έχεις το συναίσθημα πως ότι κάνουν, το κάνουν προς χάρη σου, επιτέλους… Κι εσύ, να που ξέφυγες, και βρίσκεσαι τώρα στα σκοτεινά, μέσα στη νεκρή ζώνη! Είσαι εδώ εξ αιτίας τους κι όμως κακίζεις τον εαυτό σου, γιατί μόνον αν τάχες λιγουλάκι καλύτερα μαζί τους, αν ήσουν κι εσύ ένας από αυτούς, ένας από τους άλλους, τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά. Στη νεκρή ζώνη αισθάνεσαι πως δεν μπορείς καν να σταθείς μέσα σ’ αυτή. Θέλεις να φύγεις, ν’ αναμιχθείς με τον πολτό, μα υπάρχουν φοβερά κι αόριστα όρια που σε κρατούν εκεί πέρα. Προσπαθείς να βρεις καινούργια δρομολόγια κι όμως στο τέλος, ενώ φαντάζεσαι ότι βρήκες το μονοπάτι που ζητούσες, πιάνεσαι αναπόφευκτα στο δόκανο. Στη νεκρή ζώνη καταλαβαίνεις ότι δεν φταίει στο βάθος κανένας που βρίσκεσαι εκεί, αλλά μονάχα εσύ ο ίδιος. Κι αναρωτιέσαι: Μήπως ακόμα την έχεις εφεύρει; Τι ακριβώς είναι η νεκρή ζώνη; Μπορεί να μεταβληθεί από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή. Κάτι που δεν ήταν καθόλου μέχρι τότε η νεκρή ζώνη, μπορεί να μεταπέσει στην κατάσταση αυτή και κάτι που ήταν ένα γνήσιο κομμάτι της, μπορεί να γίνει ένας τόπος όπως όλοι οι άλλοι. Τα βράδια κοιτάζεις την πόλη που πυρπολείται – αληθινά ή μέσα στην αρρωστημένη φαντασία σου; - τα βράδια, δεν είναι καθόλου σαφή τα όρια της νεκρής ζώνης κι όπως τα πάντα καλύπτονται απ’ το σκοτάδι, μπορείς να δεις πιο πέρα, τις φωτιές, ν’ ακούσεις τα μακρινά τους τύμπανα...
Έχει και τα καλά της επίσης η νεκρή ζώνη. Καμιά φορά μάλιστα ο κάτοικός της νιώθει κι ένα αίσθημα υπεροχής. Το κάθε σημείο που πατά μοιάζει και σαν ένα είδος σκοπιάς. Σα να περπατά στο κενό, ένας αστροναύτης, νιώθει συχνά τον εαυτό του χωρίς κανένα βάρος. Αναφέρομαι στη λέξη κάτοικος, αλλά στην πραγματικότητα αυτός ο κάτοικος έχει το συναίσθημα ότι δεν κατοικεί πουθενά. Τα σχήματα γύρω του φαίνονται σα να μην υπάρχουν και πέρα-πέρα ο κόσμος… Οι κόσμοι; Εξαρτάται. Μπορεί να τους δεις και τρεις και τέσσερεις ή άπειρους κόσμους με μια μοναδική αστρονομική αντίληψη. Περιοριζόμενος όμως σ’ ορισμένες άμεσες εμπειρίες, τους βλέπεις συνήθως σα δυο – τούτο που κάνει εξ άλλου πιο κατανοητή την νεκρή ζώνη – σα δυο κόσμους αντίπαλους, αντιφατικούς. Και ασφαλώς θα κραυγάσουν πολλοί: Έτσι είναι εξ αντικειμένου φίλε μου, γιατί δεν θέλεις να το καταλάβεις; Οι δυο κόσμοι ωστόσο απ’ τη νεκρή ζώνη φαίνονται φοβερά ταυτόσημοι… Και ιδού η μεγάλη αυταπάτη, ξαναφωνάζουν πάλι οι πολλοί: Οι δυο κόσμοι είναι τελείως διαφορετικοί! Η αλήθεια είναι πως ο κάτοικος δεν μπορεί να δει τις αποχρώσεις και οι αποχρώσεις βέβαια έχουν σημασία.
Και είναι αυτονόητο πως στη νεκρή ζώνη τα παίρνεις όλα όπως είναι. Τίποτε από τα γύρω δεν σ’ εκπλήττει, εκτός απ’ τον εαυτό σου. Για τον εαυτό σου νιώθεις μια βαθιά, μια απειροελάχιστη έκπληξη. Στην αρχή νομίζεις πως τα χέρια λ.χ., ή τα πόδια σου, δεν είναι δικά σου, πως δεν σου ανήκει τίποτε πραγματικά απ’ το σώμα σου, από ό,τι σε συνιστά, μα σιγά-σιγά πείθεσαι πως ο εαυτός σου κυρίως δεν είναι δικός σου. Τα μέλη σου, τ’ αυτιά σου ή τη μύτη σου που τουρτουρίζουν μέσ’ στο κρύο τα λυπάσαι το καθένα χωριστά και λες: «όλα τούτα μ’ απαρτίζουν, βέβαια, σύμφωνα με τα δεδομένα, ποιος όμως είναι πράγματι ο εαυτός μου;» Δεν νιώθεις μόνο τον εαυτός σου ξένο απ’ τους άλλους, αλλά τον εαυτό σου ξένο απ’ την δική σου περίπτωση. Και αρχίζεις τότε να τον υποπτεύεσαι ή να τον νιώθεις κλεισμένο σε κωμικά σχήματα, σαν ένα φάντασμα ή μιαν απεριόριστα μικρή και αθεράπευτη ουλή, ενώ ξέρεις πολύ καλά πως αυτό δεν είναι δυνατόν και τείνεις ν’ απορρίψεις όλες τις υποθέσεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου