Άρχισα να γράφω στίχους

Έγραφα ακόμη και ποιήματα, μιαν ορισμένη περίοδο. Τι ήθελα τότε ν’ αποδείξω; Στο βάθος πάντοτε μ’ απασχολούσε κάποιο ερώτημα, κάποιος γρίφος. Υπάρχουν, βέβαια, αυτά τα βασικά ερωτήματα βαθειά απωθημένα μέσα μας, γιατί μας καίγουν μόλις ανέβουν στην επιφάνεια. Είναι απλά στη διατύπωσή τους, σχεδόν τετριμμένα: Τι είναι άνθρωπος λ.χ. τι βάτραχος, και τι θεός. Με τον τελευταίο ασχοληθήκαμε τόσο πολύ που τα κάναμε μούσκεμα, πέρα για πέρα. Αλίμονο, ας όψονται οι θεολόγοι που κατάντησαν τον ουρανό ένα απίστευτο αραβούργημα. Αν η λογική κατάληξη είναι, πως δεν υπάρχει θεός, ή ότι οπωσδήποτε δεν υπάρχει τίποτε από τα παλιά εκείνα ίχνη του που να μας πείθει, ας μη μας εκπλήττει καθόλου. Αν υπάρχει θα πρέπει βέβαια νάναι κάτι το τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι μας σερβίρουν. Το ότι δεν άφησε ο θεός πίσω του κανένα ίχνος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη της τελειότητάς του, σαν τον εγκληματία να πούμε που διαπράττει το τέλειο έγκλημα, και η απόλυτη απουσία του σαν η καθαρή πηγή μιας πίστης. Αυτό είναι δικό τους πρόβλημα. Όμως συγχέαμε πάντα το θεό τόσο πολύ με την ταπεινή μας εικόνα – φαντασθείτε, ότι τον θελήσαμε και σταυρωμένο ακόμα σαν νάταν ένας από μας, σάρκα και οστά! – ώστε τώρα, όχι μονάχα να μη μας μένει βάση για πίστη, αλλά μετά την απουσία του θεού να μην έχουμε καμιάν ασφαλή ένδειξη για το τι είναι και ο άνθρωπος περίπου. Ξέρετε δίχως άλλο τους διάφορους κι απονενοημένους αφορισμούς: άνθρωπος είναι το ζώο που στέκεται στα δυο του πόδια· ή άνθρωπος είναι το ζώο που γνωρίζει το θάνατό του· ή άνθρωπος είναι το ζώο που εφεύρε το εργαλείο κ.λ.π. Το μόνο σίγουρο στο οποίο συμφωνάμε όλοι, φαίνεται, πως «άνθρωπος είναι το ζώο που…» Τι είδους ζώον, εντούτοις, είναι κάτι όπου οι απόψεις διαφέρουν. Θα μου πείτε, τίποτε δεν θα μπορούσε έτσι εύκολα να κλειστεί σε μερικούς ορισμούς και οι εξισώσεις μας στήνουν από παντού παγίδες. Η επίμονη συνείδηση μου, λοιπόν, την εποχή εκείνη ήταν ότι «ο άνθρωπος είναι το ζώο που… γράφει στίχους!» Από εντελώς προσωπική πείρα, δηλαδή, και αμφιβάλλοντας για την ανθρωπιά μου, ένοιωσα ξαφνικά ότι γράφοντας στίχους ήταν ο μόνος τρόπος να αισθανθώ σαν άνθρωπος και επεξέτεινα τον ορισμό: αν δεν αισθάνθηκε κανένας στη ζωή του την ανάγκη να γράψει έστω και ένα στίχο (ή κάτι τέτοιο) τότε πιθανότατα δεν έφτασε ποτέ σ’ αυτό το επίπεδο που η λέξη άνθρωπος παίρνει κάποιο ιδιαίτερο νόημα. Ω, με συγχωρείτε! Ζητώ ταπεινότατα συγνώμη απ’ όλους εκείνους τους καλούς ανθρώπους που δεν έφτασαν ακόμα σ’ αυτό το επικίνδυνο σημείο. Δεν ισχυρίζομαι εξ άλλου, ότι οι ορισμοί μου είναι δόκιμοι (το πιο σίγουρο φαίνεται, πως άνθρωπος είναι αυτός που στέκεται στα δυο του μόνο πισινά πόδια) αλλά, επειδή δεν είχε κανένα νόημα τότε για μένα το ότι στεκόμουν στα δυο μου πόδια – θα μπορούσα κάλλιστα να περπατήσω με τα τέσσερα – ή οποιοσδήποτε άλλος ορισμός, άρχισα να γράφω στίχους.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου