Σα θαύμα μου φαίνονται όλ’ αυτά





Την άλλη τη μέρα, πάλι μοναχός μου ήμουν στο σπίτι, κι είπα από μέσα μου. Καλά που είμαι και μοναχός μου, είπα. Γιατί κι ο Στέργιος να ’ταν, κι ο Βαγγέλης, εγώ πάλι μοναχός μου είμαι, κι όλα μες στο κεφάλι μου βρίσκονται. Ακόμα και τα Γιάννενα, κι αυτά, μες στο κεφάλι μου τα ’χω. Αλλά κι αυτοί που είναι απόξω απ’ το κεφάλι μου καλοί είναι, λέω, γιατί κι αυτοί μες στο δικό τους το κεφάλι, πάλι μοναχοί τους θα ’ναι. Όταν είμαστε όμως όλοι μαζί, αλλιώτικοι είμαστε. Γιατί εγώ είμαι εγώ, κι ο Βαγγέλης είναι ο Βαγγέλης. Ο Στέργιος πάλι είναι άλλος, κι άλλος είναι ο πατέρας του Βαγγέλη.
Όλοι μαζί όμως, η Ελλάδα είμαστε. Γιατί, η Ελλάδα είναι πιο μεγάλη απ’ τα Γιάννενα. Αλλά τα Γιάννενα, Ελλάδα πάλι είναι κι αυτά.
Εγώ όμως, ξέρω μοναχά τα Γιάννενα. Κι αυτά πάλι, λίγο τα ξέρω. Κι αυτό το λέω, γιατί οι άλλοι που δεν είμαι εγώ, πιο πολλά ξέρουν, γιατί αυτοί έχουν τα φαγιά και τα σπίτια. Έχουν και τις κούρσες, πηγαίνουν και στις δουλειές. Κι εγώ λέω, ότι αυτοί, πιο πολλά θα ξέρουν, γιατί ξέρουν ν’ ακούν και το ράδιο, κι όλα τα καταλαβαίνουν. Κι αυτό εγώ το λέω, γιατί ποτέ δεν τους άκουσα να ρωτάν κανέναν πώς γίνεται και τον ακούν αυτόν που είναι μες στο ράδιο και μιλάει. Αλλά και τα ποτήρια που πίνουν το νερό, και τα μπουκάλια που τ’ ανοίγουν και χύνουν τη μπύρα, όλα τα ξέρουν πώς γίνονται, γιατί ποτέ δε ρωτάν. Τα πιάνουν μοναχά, χύνουν την μπύρα στα ποτήρια και λεν «γεια μας».
Εμένα όμως, σα θαύμα μου φαίνονται όλ’ αυτά, και λέω, ότι οι άλλοι, απ’ τα παλιά τα χρόνια θα τα ξέρουν αυτά που κάνουν, γι’ αυτό τα κάνουν έτσι χωρίς να ρωτάν κανέναν. Γιατί αυτά τα πράματα, εγώ δεν τα ξέρω, γι’ αυτό ολοένα ρωτάω κι όλο φόβο είμαι. Ούτε και μπορώ εγώ να πάω να μιλήσω μες στο τηλέφωνο, γιατί δεν βλέπω κανέναν, κι άμα εγώ δεν βλέπω κανέναν, πώς μπορώ να κάνω ότι μιλάω;
Ο Στέργιος όμως, πάει στο τηλέφωνο, το σηκώνει και μιλάει, «εμπρός!» λέει. Εκεί όμως που το λέει το «εμπρός!» κανένας δεν είναι. Μονάχα τον τοίχο κοιτάει. Αλλά και πάλι, είναι κι ένα καλώδιο που κρέμεται απ’ το στόμα του, κι ο Βαγγέλης μου ’πε εμένα, ότι όταν λέει ο Στέργιος το «εμπρός», είναι όξω στο δρόμο κάτι στύλοι με σύρματα που το παίρνουν αυτό το «εμπρός» και το πηγαίνουν σ’ ένα άλλο τηλέφωνο. Γι’ αυτό, αυτός που κρατάει τ’ άλλο το τηλέφωνο στα χέρια του, καταλαβαίνει ότι είναι ο Στέργιος που είπε το «εμπρός». Εγώ όμως, δεν το καταλαβαίνω πως μπορούν και το κάνουν αυτό το πράγμα τα σύρματα από μοναχά τους, γι’ αυτό, δεν πάω να μιλήσω μες στο τηλέφωνο. Αφήνω τους αλλουνούς που το καταλαβαίνουν και που δεν τους πειράζει καθόλου να μιλάν χωρίς να βλέπουν κανέναν.
Γι’ αυτό, εγώ, λέω τώρα, ότι και το ράδιο γι' αυτουνούς που το καταλαβαίνουν θα ’ναι. Γιατί αν δεν το ’ξεραν και δεν το καταλάβαιναν, τότε πώς θα ’λεγε εκείνος «Η Εθνοσωτήριος Επανάστασις». Χωρίς να τον καταλαβαίνουν θα το ’λεγε; Αφού κι ο Στέργιος κι ο πατέρας του Βαγγέλη το κατάλαβαν.
Κι οι άλλοι όμως το καταλαβαίνουν. Όλη η Ελλάδα καταλαβαίνει γιατί, εμένα, όταν ήμουν στο σπίτι στου κυρίου Κοντολέων, η Φεβρωνία μου ’πε ότι η Ελλάδα, άνθρωποι είναι. Πολλοί άνθρωποι. Εφτά εκατομμύρια είναι, μου ’πε. Κι εγώ της είπα, «Τι είναι εκατομμύρια;» της είπα. Κι η Φεβρωνία μου ’πε «Αριθμοί είναι». Τότε εγώ είπα «Δεν ξέρω τι είναι αριθμοί», κι η Φεβρωνία μου ’πε «Δεν πειράζει, θα σου πω άλλη φορά».
Μετά όμως μου ’πε, ότι, Ελλάδα είναι και τα βουνά και τα ποτάμια. Αλλά κι οι θάλασσες κι οι λίμνες, Ελλάδα, πάλι είναι, μου ’πε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου