Κόσµος ήτανε και τώρα στο χωριό του, πολύς, Αύγουστο µήνα που γύρισε. Και χάρηκε βέβαια που τους βρήκε τόσους εκεί. Άλλοι τον ’ξέραν, τους ήξερε, µ’ άλλους βρεθήκανε να ’χουν συγγένειες, παλιές γνωριµίες. Το βράδυ ανεβαίνουνε και µαζεύονται στο µπακαλικάκι του δρόµου, κατεβαίνουν στην εκκλησιά µε το µεγάλο της πλάτωµα, πότε πάλι στην πλατεία του σχολειού - µια ταράτσα πάνω από τη ρεµατιά.
Θα ’θελε να τους έλεγε κάτι κι αυτός για τα δικά του της Γερµανίας, την ξενιτιά, τη νοσταλγία, τα βάσανα. Εδώ τώρα µπορούσε να το λέει πια και να µην φοβάται, πως «Ιµείς ιδώ στο Ντοµπρίνοβον…». ∆ικοί του άνθρωποι είναι γύρω του, Ντοµπρινοβίτες, Ντοµπρίνοβο είναι όλα.
Και δεν το λέει. Από τις πρώτες µέρες ακόµα αρχίζει να νιώθει πως κάπως είναι και κάπως δεν είναι µαζί µε τους άλλους. Κάτι του λείπει για να ’ναι µαζί τους, για να ’ναι απ’ αυτούς. O συγγραφέας µας να ’ταν εδώ, θα µπορούσε να ’λεγε πως αυτός απόµεινε όλα τα χρόνια της Γερµανίας Ντοµπρινοβίτης, οι άλλοι δεν είναι τίποτα πια, από πουθενά δεν είναι. Όπου βρεθούνε, µόλις βρεθούνε, θ’ αρχίσουν σε λίγο να λένε πάλι για τις δουλειές τους, για τα λεφτά τους, τα µαγαζιά τους, τα πράµατα, µηχανήµατα, χτήµατα που αγόρασαν, που θ’ αγοράσουν. Αν ήταν εδώ κανένας Μπρουσάκης, Σαββίδης, Γιαννόπουλος, από κείνους τους φιλόσοφους του ελληνικού καφενείου, θα ’χε πάλι τη σοφή την εξήγησή του - κοινωνία της κατανάλωσης και το ξερίζωµα, την αλλοτρίωση των ανθρώπων και τ’ άλλα που λέγανε.
O Σκουρογιάννης δεν µπορούσε βέβαια να σκέφτεται τέτοια πράµατα, τόσο πολλά. Άρχισε µόνο και το ’νιωθε πως ήτανε µόνος µέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, έτσι σαν λίγο ξένος ανάµεσά τους. Του φαίνονται λίγο παράξενοι - άλλος κόσµος είναι. Άλλοι, λοιπόν, ήταν εκείνοι οι φιλόσοφοι µε τις πολλές θεωρίες τους, τις παρλα-πίπες και τους καυγάδες. Αυτός ήταν που τους απόπαιρνε τότε - τους θυµιέται τώρα καµιά φορά το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι. Και κείνα τα βράδια της ξενιτιάς, το κουτό, βαρετό ξεροστάλιασµα στο σταθµό - δεν ξέρει βέβαια κι αυτό να το πει - αν άλλο δεν είχανε µέσα –ήτανε κάπως σαν να τους δέναν, να τους ενώναν – ίδιος καηµός, ίδια πίκρα- κάπως κοντά σου τον νιώθεις τον άλλον. Πολύ σκορπισµένοι του φαίνονται τούτοι - µέσα στην Ελλάδα, µέσα στο δικό τους τον τόπο. Και δεν το λέει «Ιµείς ιδώ εις το Ντοµπρίνοβον» - φοβάται ο Σκουρογιάννης µη του ριχτούνε, τον αποπάρουν κι εδώ.
Έβαλε µαστόρους κι έφκιαξε το ’να δωµάτιο, έφκιαξε δίπλα το µαγειριό του, ταχτοποίησε µε µεράκι τα γερµανικά κουζινικά που ’χε φέρει, έφκιαξε µπροστά την αυλή την πλακόστρωτη, την περγολιά της. Έφκιαξε και λίγο το φράχτη - πήγε κι έφκιαξε και τους τάφους των γονιών του στο νεκροταφείο – τα τέλειωσε όλα σωστά, νοικοκυρεµένα. Oι άλλοι θα φεύγαν ως το φθινόπωρο, αυτός δεν έφευγε, ερχόταν. Κατέβηκε για λίγες µέρες στα Γιάννινα, κανόνισε την επιταγή για τη σύνταξή του, να του τη στέλνουνε στο χωριό, έβαλε τα λεφτά του στην τράπεζα, τέλειωσε µ’ αυτά, γύρισε πίσω.
Καιρός ήτανε πια να περπατήσει και λίγο τον τόπο του. Πήρε το δισάκι του ένα πρωί - να κατέβαινε ως κάτω στη ρεµατιά, να ’µπαινε λίγο στο δάσος. Κατέβηκε. Μικρά «πριόνια» δουλεύουν και τώρα στην άκρη του δάσους. Έκατσε λίγο - την είδε την τυράγνια των ανθρώπων, των µουλαριών, να κουβαλούν ως τα φορτηγά τούς µεγάλους κοµµένους κορµούς. Πιο γνώριµος του φάνηκε ο κόσµος αυτός, πιο δικός του. Τράβηξε ύστερα λίγο πιο πέρα, έκοψε αριστερά, µπήκε στο µεγάλο δάσος. Πήρε το παλιό µονοπάτι των τσοµπαναραίων, των ξυλοκόπων, των παλιών ληστάρχων που τραβάει για την κορφή. Ανάσανε βαθιά το βουνίσιον αγέρα, στάθηκε µια στιγµή και τ’ άκουσε ζωντανό το βούισµα εκείνο των δέντρων - που µακρινό τον ακολουθούσε τότε στη Γερµανία. Έφτασε στο ξέφωτο που ’ξερε, κοντά στην κορφή – ένα µικρό λιβάδι - σκηνίτες εκείνα τα χρόνια τα φέρναν εδώ και βοσκούσανε τα µικρά κοπάδια τους.
Γύρισε αργά στο χωριό µε το ηλιοβασίλεµα - γραµµή για το σπίτι - κανέναν δεν ήθελε. Ήτανε µια µέρα καλή, κάτω στη ρεµατιά, στη χαλικαριά, στα πριόνια, ψηλά στο βουνό. Τ’ όνειρο του γυρισµού του δεν τον είχε γελάσει.
Το πολύ ωραίο blog σου είναι μια συνεχής βιβλιοπρόταση!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήdoc