Τα ζα στον πόλεμο



Τα ζα στον πόλεµο!
Σήµερα από το πρωί συλλογιούµαι µόνο αυτό. Καλά εµείς οι ανθρώποι. Έχουµε τα συµφέρα µας, τις ιδεολογίες µας, τις λόξες µας, τις µεγαλοµανίες και τους ενθουσιασµούς µας. Απ’ όλα αυτά µαγειρεύεται περίφηµα ο πόλεµος. Έχουµε και τις πονηριές µας, για να γλιτώνουµε σαν δούµε τα ζόρικα.Τ’ αµπριά µας, τα νοσοκοµεία, ακόµα και τις λιποταξίες. Όµως τ’ αγαθά τα ζα που τα επιστρατεύουµε να κάµουν µαζί µας τον πόλεµο;
Θαρρώ πως, όταν καµιά φορά οι ανθρώποι βγάλουν από µέσα τους την επιληψία του οµαδικού σκοτωµού, θα ’χουν όλο το δίκιο να ντρέπουνται σ’ όλη τους τη ζωή και µόνο γι’ αυτό: που τραβήξανε και τ’ αθώα τα ζα στον πόλεµο. Στοχάζουµαι πως κάποτε θα είναι ένα απ’ τα πιο µαύρα σηµάδια της Ιστορίας των Ανθρώπων.
Η Μεραρχία µας κουβάλησε µαζί της απ’ το νησί και µια συζυγαρχία γαϊδάρους. «Συζυγαρχία ηµιόνων» γράφεται στα χαρτιά. Μα η αλήθεια είναι πως έχει µόνο γαϊδάρους. Υποφέρανε πολύ ώσπου να τους µπάσουνε στα βαπόρια. Το ίδιο και σαν τους ξεφορτώνανε στη Θεσσαλονίκη. Τους αρπούσε το βίντσι µουγκρίζοντας θυµωµένα και τους σήκωνε ανάερα µέσα στη γερή φασκιά τους. Αυτό τους ξετρέλαινε. Κι η τροµάρα τους ήταν εκπληχτικά ζωγραφισµένη µέσα στα έξαλλα µάτια τους. Κλωτσούσανε στο κενό, φρουµάζανε, στριφογύριζαν τους βολβούς και το πετσί τους ρυτίδιαζε απ’ τη φρίκη. Κατόπι περάσανε µαζί µας όλη τη Μακεδονία φορτωµένοι πυροµαχικά. Τα ’χανε κι αυτοί µε τους Γερµανούς, µε τους Τούρκους, µε τους Βουλγάρους. Σα µπήκαµε ’µείς στο χαράκωµα, ο όρχος τους στήθηκε στην Κούπα. Είναι ένα χωριό πίσω από τις γραµµές µας, ρηµαγµένο από το πυροβολικό. Μένουν εκεί µονάχα κάτι Φραντσέζοι φουρναραίοι. Εκεί στην Κούπα, µέσα σε µιαν όµορφη χαράδρα, έστησε τα παλούκια της η «Συζυγαρχία των ηµιόνων» της Μεραρχίας µας.
Τα ζα ξεκουραστήκανε κάµποσες µέρες απ’ το πολυµερίτικο περπάτηµα που τα ’χε παραζαλισµένα στην κούραση. Ξανεσάνανε. Βρήκανε κιόλας µπόλικο χορτάρι, φάγαν και πήραν απάνω τους. Καρδάµωσαν. Τότες προσέξανε πως ήταν χαρά Θεού πάνω στη γης, κι ο Έρωτας κέντριζε όλα τα πάντα, από τα µαµούδια ως τα λουλούδια, να µπούνε µέσα στο παναιώνιο πανηγύρι της αναπαραγωγής. Oι γαϊδάροι ακούσαν το µεγάλο κάλεσµα και απάντησαν µε το ερωτικό τους σάλπισµα: παρών! Υπάκουγα, γεµάτα αθωότητα κι ανηξεριά σαν όλα τα ζα. Η χαράδρα βούιξε από τα παράφωνα επιθαλάµια χλιµιντρίσµατα. Και ο αντίλαλος πήρε τα ερωτικά σαλπίσµατα και τα πήγε ως πέρα στο Περιστέρι.
Ένα αεροπλάνο ξεκίνησε τότες βουΐζοντας απ’ αντίκρυ. Ήρθε κι έκοψε ένα-δυο γύρους πάνω από τη χαράδρα. Αυτοί το χαβά τους. Κατόπι γύρισε πίσω µέσα στην αποθέωση των οβίδων, που έσκαζαν στον ουρανό σαν ένα κοπάδι άσπρα προβατάκια που όλο και πλήθαιναν γύρω του.
Oι γαϊδάροι δεν ξέρουν από αεροπλάνα. Ήτανε κιόλας τόσο σύγκορµα παραδοµένοι στη χαρά της ζωής, που δεν τους απόµενε καιρός να προσέξουν τίποτ’ άλλο.
Σε λίγο η λαγκαδιά βόγγησε βαριά από µια σειρά εκρήξεις και σουβλερές σφυριξιές. Ήταν ένα σωστό µακελειό αθώων. Τα ζα ξεκοιλιάστηκαν, σφάχτηκαν πάνω στο τρυφερό χορτάρι, αγκρισµένα µέσα στο µεθύσι της γεννητικής τους χαράς. Ψοφούσαν κι ανεστέναζαν σαν ανθρώποι. Πέφτανε χάµου και ξεψυχούσαν σιγά σιγά, γύριζαν το λαιµό κοιτάζοντας λυπητερά τα εντόσθιά τους, που σάλευαν σαν κοκκινωπά φίδια ανάµεσα στα πόδια τους. Κουνούσαν απάνω-κάτω τα χοντρά τους κεφάλια δίχως να καταλαβαίνουν τίποτα. Ανετρίχιαζαν, τρέµανε τα ρουθούνια τους, ανοίγανε τα πλατιά χείλια ξεσκεπάζοντας τα δόντια τους και σερνόντανε µε τσακισµένα πόδια. Πεθαίνανε στο τέλος βρέχοντας τα λουλούδια µε το αίµα τους, και τα µεγάλα µάτια τους ήταν γεµάτα απορίες και πόνους. Ένα γαϊδουράκι µε τσακισµένη τη ραχοκοκαλιά χαµόσερνε καµιά δεκαπενταριά µέτρα το κορµί του, ακουµπώντας µόνο στα µπροστινά πόδια. Κατόπι αναδιπλώθηκε, γύρισε το κεφάλι προς τη µεγάλη λαβωµατιά του κι αγκοµαχούσε πολλήν ώρα ώσπου να παραδώσει.
Ένας ηµιονηγός, µόλις άρχισε ο βοµβαρδισµός, βάλθηκε να τρέχει σαστισµένος. Βαστούσε γερά το χαλινάρι του γαϊδάρου του κι έτρεχε σαν τρελός. Έφτασε έτσι ως τ’ αµπριά των Φραντσέζων ψωµάδων. Εκεί πια, µέσα στα γιούχα της φανταριάς, πήρε είδηση πως έσερνε πίσω του το κεφάλι του γαϊδάρου θερισµένο απ’ το λαιµό.
Μέσα στα κλειδωµένα δόντια του το ζο κρατούσε ακόµα µια τούφα κίτρινες µαργαρίτες µατωµένες.


8 σχόλια: