Οι ασκητάδες της λαγνείας

Σκαλίζοντας σήμερα τα τοιχώματα τ’ αμπριού ανακάλυψα μια τρύπα με μια τρίγωνη πέτρα. Είναι σχεδόν ένα ντουλαπάκι. Βρήκα μέσα ξεχασμένα δυο πούρα, κι άλλο κινίνο (πόσο κινίνο τρων οι Φράγκοι!) κ’ ένα βιβλιαράκι φραντσέζικο. Λαχτάρα που το πήρα!
Έχω να δω βιβλίο στο μάτι μήνες τώρα. Είναι μια πορνογραφική φυλλάδα τούτο δω, απ’ αυτές που αποτείνουνται στα πρώτα νιάτα και πίσω από την πρόφαση της επιστήμης δηγούνται στον έφηβο με παράξενες λεπτομέρειες τις πιο άσχημες διαστροφές του γενετήσιου ένστιχτου. Αυτό το βιβλίο με κάνει να συλλογιούμαι πως κ’ οι φραντσέζοι φαντάροι κι όλοι οι φαντάροι όλων των φυλών του κόσμου περνάν τις μακριές κι αβράδιαστες μέρες του χαρακώματος αισχρολογώντας. Σαν και μας. Είναι εκατομμύρια άντρες. Κάθουνται λεροί και βρωμιάρηδες, γεμάτοι γένια και ψείρες, είναι ξαπλωμένοι κάτου από τη γης, μέσα στο χώμα και παραλαλούν για γυναίκα!
Ντρέπουμαι τόσο για τη χαρά που δοκίμασα, βρίσκοντας τούτη τη φυλλάδα. Όμως τη διαβάζω και την ξαναδιαβάζω και τη χαίρουμαι και δεν τη χορταίνω. Στην αρχή ψευτογελούσα τον εαυτό μου. Έλεγα είναι το «βιβλίο», είναι η «τυπωμένη σκέψη» που τη στερήθηκε η ψυχή μου τόσον καιρό. Τώρα βλέπω πολύ καθαρά πως δεν ήταν η πείνα του βιβλίου που ξεφώνησε από χαρούμενη λαιμαργία σαν άρπαξε στα πεταχτά τούτο το σάπιο κόκκαλο που της πέταξε η τύχη κι άρχισε να το πιπιλίζει σαν λιχουδιά. Είναι η «πείνα της θηλυκής σάρκας», είναι η αποθυμιά που αναφλογίζεται με τις αδιάντροπες κουβέντες. Είναι το ανικανοποίητο ένστιχτο που, μόλις πάει να λουφάξει μέσα στο τυραγνισμένο κορμί, το αναφυσά η λαγγεμένη φαντασία και φουσκώνει τις κόκκινες φλόγες του μεσούρανα. Είναι ένα πάθος που μεγαλώνει από τη στέρηση τρώγοντας τις σάρκες του. Οι αξιωματικοί, κ’ οι υπαξιωματικοί ακόμα, όσοι μπήκανε στ’ αμπριά του φραντσέζικου τομέα στο διπλανό λόφο, φέραν απ’ εκεί ένα σωρό χρωματιστές ζουγραφιές από παριζιάνικα περιοδικά. Τις καρφιτσώσανε στα ντουβάρια τους. Και πρι να κοιμηθούνε, πρι να φάνε, και κάθε φορά που θα ξυπνήσουν, κάνουν – μισοσοβαρά, μισοαστεία – το σταυρό τους και δίνουν απανωτά μεγάλα φιλιά στις ζουγραφισμένες γυμνές γυναίκες. Στα στήθια τους και στα σκέλια τους και στην κοιλιά τους. Μακριά σαλιάρικα φιλιά. Όμως κλείνουν ηδονικά τα μάτια τους την ώρα που κάνουν αυτό το «αστείο». Εγώ ο ίδιος πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να βρίσκει χίλιες προφάσεις για να πάει υπερεσία στο αμπρί του επιλοχία. Κ’ ήταν κυρίως για να κάτσω με τρόπο να χαζέψω αντίκρυ σ’ αυτές τις ξετσίπωτες ζουγραφιές. Μια προπάντων.
Όλοι φιδοσέρνουνται και χαμοπαλεύουν με το σπασμό της οδύνης και της ηδονής στο μούτρο κάτω από τον ίσκιο του Θανάτου. Τόνε νιώθουν όλοι να πέφτει ασήκωτος πάνου στο χαράκωμα. Απλώνεται αόρατος μέσα στον αγέρα που ανεσαίνουμε, μπαίνει μαζί με την ανάσα μέσα στο στήθος. Είναι ο ίσκιος από ένα πηχτό σύννεφο που ρίχνει τη φοβέρα του ασάλευτα κρεμασμένο πάνουθέ μας, ανάμεσα από μας κι από τον ήλιο του Θεού. Η παρουσία του Θανάτου είναι παντού. Αγγίζει όλα, τα τυλίγει όλα μέσα στην πικρή ουσία του, τους δίνει μιαν ιδιαίτερη όψη και μια σημασία συμβολική. Η γέψη του είναι αδιάκοπα στα χείλη μας. Είμαστε όλοι υποταχτικοί του. Ζούμε στο βασίλειό του από παραχώρεσή του, κάθε στιγμή μπορεί να φυσήξει μέσα στις μονιές μας το κρύο χνώτο του. Τότες όλα τούτα τα νέα κορμιά που αγκομαχούν από ερωτικό ξεφρένιασμα, θα τεντώσουν μονομιάς τα μέλη τους, αποξυλιασμένα και κίτρινα. Θα κοκκαλώσουν στην υπέρτατη «στάση της προσοχής» που παίρνει το κορμί σαν βαρέσει το προσκλητήριο του Θανάτου. Θάχουν αλύγιστα τα δάχτυλα, λυτές τις μασέλες και πηγμένα τα μάτια. Τότες θάναι πια δίχως καμιάν αποθυμιά. Για πάντα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου