Είχε χρέος να τη δοκιμάσει



Την άλλη μέρα ο Φωτερός μου ζήτησε τσιγάρο. Αυτό ήτανε καλό σημάδι γιατί ως τότε δεν εννοούσε να βάλει τίποτε στο στόμα του. Από τα ξημερώματα είχε πιάσει να ρίχνει ψιλό ψιλό κι ο κόσμος έξω ήτανε πλυμένος κι άστραφτε γλυκός μέσα στον γκρίζο αέρα. Η διάθεση του ανθρώπου ήτανε για τζάκι και σπιτίσια ζεστασιά. Είχαμε κολλήσει κι οι δυο το κούτελο στο τζάμι. Το δωμάτιό μας έβλεπε μέσα στο αράπικο κοιμητήριο. «Για κοίτα, μου λέει, σταυροδρόμια, δεντροστοιχίες. Σωστά σπιτάκια τους κάνουνε, με πορτοπαράθυρα, λιακωτό και αυλή. Και το δικό μας στη Μασσαλία είχε ταράτσα και κηπαράκι για σαλατικά».
Στις αρχές του Ισπανικού μπάρκαρε μ’ ένα σκυλοπνίχτη που κουβαλούσε πυρομαχικά του Μποδοσάκη στη Μπαρκελώνα, στη Μάλαγα, στο Σανταντέρ, σ’ όποιο λιμάνι τους στέλνανε. Δεν είχαν βγει ακόμη «τ’ άγνωστα υποβρύχια» του Μουσσολίνι να τους βουλιάζουν. Για νάχει το κεφάλι του ήσυχο τράβηξε τη γυναίκα του από τον Πειραιά και την έφερε στη Μασσαλία. Κάποιος γραικός μπακάλης της Κουτελερί έτυχε να νοικιάζει ένα εξοχικό σπιτάκι στις Μαρτίγκες μισή ώρα με το τραμ, και τους το έδωσε με τα έπιπλα. Μια κάμαρα τη φύλαξαν για τους περαστικούς, που δρομολογούσε η οργάνωση για τη Διεθνή Ταξιαρχία. Η γυναίκα του τους μαγείρευε και τους έπλενε, κάνανε ρεφενέ κι έτσι τα βγάζανε πέρα με τα έξοδα. Αυτός, όποτε πιάνανε Μασσαλία, έτρεχε ν’ αρπάξει το τραμ και δρόμο για το σπιτάκι. Πλάι περνούσε ένα κανάλι με θολό νερό, είχε κάτι κοντούτσικες μυρτιές, κι αυτοί νομίζανε πια πως κάνανε Λαμπροδευτέρα. Στις αρχές η γυναίκα του τάβρισκε δύσκολα, δεν τα μιλούσε τα γαλλικά, μα σιγά σιγά ξεθάρρεψε, γνωρίστηκε με τις γειτόνισσες και με τον ιδιοχτήτη του μπιστρό στη στάση του τραμ και τα πήγαινε φίνα. Όταν αργούσε να πάρει νέα του, ανέβαινε στο τραμ και πήγαινε στον υπεύθυνο της Ναυτεργατικής και κει συνέρχονταν. Στα τέλη του 1937 βρήκε ο Φωτερός εγκαταστημένο στο σπιτάκι του ένα στέλεχος. Είχανε κόψει τα σούρτα φέρτα των περαστικών. Το στέλεχος το είχανε βγάλει παράνομα από την Ελλάδα κι η αστυνομία του Νταλαντιέ, που στη Μασσαλία βρισκόταν στα χέρια των γκάγκστερς και των σωματεμπόρων, είχε πάρει μήνυμα από τον Παξινό και τον καταζητούσε. Αλλ’ αυτός ήτανε μαθημένος από τέτοια. Οργάνωσε τη ζωή του και τις συνδέσεις του κι όταν το ζητούσε η δουλειά έπαιρνε τα ρίσκα του, που λένε· ξεπόρτιζε, μα πάντοτε νύχτα. Σημειώματα και παραγγελιές μέσα στη μέρα τα πηγαινόφερνε η γυναίκα του Φωτερού. Ε, πως τα πάτε τη ρώτησε αυτός. Θαυμάσια, του λέει, δε μπορείς να φανταστείς τι σοβαρός και πολύξερος που είναι. Με ξεποδαριάζει, μα χαλάλι, αφού είναι για τον αγώνα. Έτσι σε θέλω, της λέει. Κι οι γειτόνισσες; Στεναχωρήθηκε που τη ρωτούσε μα του είπε πως αυτές ας λέγανε το κοντό τους και το μακρύ τους, τι μας νοιάζει αφού δεν είναι αλήθεια; Σωστά. Οι αγωνιστές τις μισούνε σαν τα κρίματά τους τις μουρνταριές της είπε. Το άλλο βράδυ το στέλεχος ζήτησε από το Φωτερό να βγούνε για δουλειά και στο δρόμο του έβαλε τα κανονικά ρωτήματα: Πώς γνώρισε τη γυναίκα του, πόση εμπιστοσύνη
της είχε και τα γνωστά. Μπήκε και στα ιδιαίτερά τους κι ο Φωτερός του είπε πως μ’ όλο που του ερχόταν δύσκολο, τα έλεγε όλα στη γυναίκα του, για τις αρρώστιες, κατάλαβες, μπας και μας βρει κανένας μπελάς από δική μου ανοησία. Το στέλεχος τον ρώτησε τότε αν τη θεωρούσε ικανή να τον απατήσει με άλλον άντρα. Όχι απάντησε ο Φωτερός. Μην είσαι τόσο κατηγορηματικός, του λέει το στέλεχος. Άκουσε να σου πω, σύντροφε, αποκρίθηκε ο Φωτερός. Τέτοιο πράμα δεν το φοβάμαι και μήτε θέλω να το σκέφτομαι. Θα μου πεις άνθρωπος είναι κι αυτή, κρέας και το κρέας σαπίζει. Μπορεί. Αλλά δε θέλω να το σκέφτομαι γιατί τότε θα πάψω να ζω. Αν με κερατώσει ποτέ θα είναι σαν κεραμίδα. Μπορείς να περπατάς στους δρόμους και να φυλάγεσαι από την κεραμίδα; Θα πάψεις να περπατάς από το φόβο σου.
Την άλλη φορά που ξανάπιασε Μασσαλία ήτανε Μάης, η Μαδρίτη βαστούσε, μα στα υπόλοιπα μέτωπα τα πράματα δεν πήγαιναν καθόλου όπως τα περίμεναν. Η συνωμοσία Τσάμπερλαιν – Νταλαντιέ – Μουσσολίνι και Χίτλερ πήγαινε να την πνίξει την Ισπανική Δημοκρατία. Στο σπιτάκι βασίλευε κατήφεια κι εκνευρισμός κι ο Φωτερός το βρήκε φυσικό. Τη νύχτα στο κρεβάτι ρώτησε τη γυναίκα του πώς τα πήγαινε με το συγκάτοικο. Καλά, πολύ καλά, του λέει. Πάντα ο ίδιος. Μόνο ας έπαυε λιγάκι τη μουρμούρα του ολημέρα. Τι μουρμούρα; ρώτησε ο Φωτερός. Να το διάβασμα, τη διδαχή. Ο κόσμος ξέρω, μιλάει και γι’ άλλα πράματα. Αυτός εκεί, το γουδί το γουδοχέρι. Ο αγώνας, η πίστη και τα λοιπά. Δε θα πάει να μείνει και σε κανενός άλλου; Τότε τον πιάσαν τα διαόλια του το φωτερό και της έφεξε μια μες τα ρουθούνια. Ως τότε δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι πάνω της. Αυτή όμως το πήρε από την καλή. Και θες γιατί κατάλαβε, θες γιατί είχε μήνες να τον χαρεί, όλη τη βδομάδα ήτανε με το τραγουδάκι, τα χάδια και τις λιχουδιές της. Έφυγε ο Φωτερός ήσυχος πως όλα πήγαιναν ρολόι. Άργησε να ξαναγυρίσει, Γενάρη. Από το φθινόπωρο είχε πάψει να παίρνει γράμματα, αλλά τούτο ήταν συνηθισμένο. Ποιος ξέρει σε ποιο πόρτο θα τον περίμεναν μαζεμένα κι αυτός δεν ξαναπέρασε. Τηλεγράφημα δεν ήτανε φρόνιμο να στείλει, σκεφτόταν το στέλεχος και πως δεν έπρεπε να τραβήξει την προσοχή πάνω στο σπιτάκι. Δεν πέρασε απ’ τη Ναυτεργατική μόνο τράβηξε γραμμή. Χιόνιζε, φυσούσε ο Μιστράλ κι έσχιζε την πέτρα και το μικρό κανάλι είχε πήξει στους πάγους. Βρήκε το στέλεχος μόνο του να μεγειρεύει φασόλια με χοιρινό. Έφυγε του λέει, πήρε τα ρούχα της κι έφυγε μια νύχτα που έλειπα, πάνε δυο μήνες τώρα.
Δεν πίστευε τ’ αυτιά του ο Φωτερός. Ώσπου κάθησε υπομονετικά ο άλλος και του διηγήθηκε τα καθέκαστα: Με τον καιρό, κι όσο χειροτέρευε η κατάσταση και λιγόστευαν οι έμπιστοι σύντροφοι, τόσο ήταν αναγκασμένος να της αναθέτει και πιο επικίνδυνες δουλειές. Απ’ αυτό ξεπηδούσε η υποχρέωση να ξέρει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια τι πάστας άνθρωπο μεταχειριζόταν κι ως πιο σημείο μπορούσε να την εμπιστεύεται. Άρχισε να τη δοκιμάζει. Με πειραγματάκια στην αρχή για να μη ξαφνιαστεί κι ύστερα πιο ξεκάθαρα, αγωνιστικά, τη ρώτησε τι σκεφτόταν για τις απιστίες του Φωτερού. Τις ήξερε και του τις συγχωρούσε, ήταν η απάντηση. Και δε σκέφτηκε ποτέ να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα; Ποτέ, με κανένα, ποτέ. Μα ο σύντροφος δεν ήταν από κείνους που χορταίνουν με βιαστικές απαντήσεις. Ήξερε να πηγαίνει ως το βάθος του ανθρώπου, να ξεσκεπάζει και τα πιο κρυφά του αισθήματα. Άφησε να περάσουν μερικές μέρες και την ξαναρώτησε. Πήρε την ίδια απάντηση. Καλά της λέει, δε λέω πως θα πας, σε ρωτάω αν σου περνάει ποτέ απ’ το νου να πας με άλλον άντρα. Ποτέ, του λέει. Τότε γιατί όταν κάθεσαι αντίκρυ μου στον καναπέ αφήνεις ξεκούμπωτη τη ρόμπα σου και μου δείχνεις τα μπούτια σου; Κοκκίνισε, του είπε πως δεν ήξερε τι έλεγε, πως αν έγινε αυτό καμιά φορά, θα ήτανε από αφηρημάδα, γιατί δεν τον λογάριαζε, τον είχε σαν αδερφό της. Μα ο σύντροφος είχε πείρα από γυναίκες. Της είπε πως αυτά να τα λέει αλλού, ποτέ η γυναίκα δεν ξεχνάει ποιον έχει μπρος της, ακόμα και στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Τότε κείνη έκανε τη θυμωμένη για καλά και του είπε πως αν δεν ήξερε τις αρχές του και πόσο αυστηρός ήταν στις σχέσεις του, θα έλεγε πως εκείνος είναι ο χαλασμένος, αφού βάζει τέτοιες ιδέες στο μυαλό του. Άλλωστε, του λέει, όταν η γυναίκα τα θέλει, δεν έχει ανάγκη να το πει, ο άντρας το αισθάνεται μόνος του. Βάλε το χέρι στην καρδιά και πες αν σ’ άφησα ποτέ να αιστανθείς τέτοιο πράγμα. Δεν περίμενε ν’ ακούσει την απόκριση μόνο πήγε και κλειδώθηκε στην κάμαρά της.
Πέρασαν δυο βδομάδες με μούτρα. Ύστερα ο σύντροφος, από δω την είχε από κει την είχε, την ξανάφερε στο προκείμενο. Υπάρχουν άντρες της λέει που δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Θέλουν να τους το πει η γυναίκα καθαρά και παστρικά. Όχι, το καταλαβαίνουν, του λέει, από χίλια δυο πράματα. Μπορεί να το καταλάβουν, της λέει, και να μην αποφασίζουν. Γιατί, του λέει. Γιατί, της λέει, μπορεί να είναι γυναικεία πονηριά κι όταν τολμήσουν, να τους έρθει η προσβολή κατάμουτρα. Ώστε εσύ, του λέει, για να πας με γυναίκα, πρέπει αυτή ν’ ανοίξει πρώτα τα σκέλια της και να σου πει έλα, έτσι; Ναι έτσι, της λέει. Σήκωσε η σκρόφα τα φουστάνια της, όπως καθόταν στον καναπέ, άνοιξε τα σκέλια της και του λέει: Έλα μωρέ βλακέντιε, με πέθανες να περιμένω. Τότε σηκώθηκε ο σύντροφος. Όχι κυρά μου, της λέει, έπεσες έξω. Εμείς δεν είμαστε απ’ αυτούς. Εμείς την ανθρώπινη σαπίλα την τσαλαπατούμε για να μπορούμε ν’ αγωνιζόμαστε με καθαρή συνείδηση. Δεν κερατώνουμε το σύντροφο που μας εμπιστεύτηκε την τιμή του, μόνο προστατεύουμε την οικογένειά του και σεβόμαστε τη στέγη που μας πρόσφερε. Άντε σκεπάσου γρήγορα και γκρεμίσου από δω μη σηκώσω το χέρι μου.
― Τι άβυσσος, πρόφερα με σφιγμένες μασέλες.
― Πώς τόπες αυτό; Ο σύντροφος ήταν εν τάξει. Είχε χρέος να τη δοκιμάσει. Δεν τόκανε για δική του ευχαρίστηση. Κι ό,τι έκανε για τον αγώνα ήταν καλώς καμωμένο. Εκείνη φταίει. Επειδή έλειψα δυο μήνες παραπάνω, πήγε κι άνοιξε τα σκέλια της. Σα σκύλα. Κι απόδειξη πως σωστά έκανε ο σύντροφος να την ξεσκεπάσει είναι πως έφυγε. Αν ήτανε δικιά μας, αυτό που λέμε ως το μεδούλι δικιά μας, ένα τέτοιο πάθημα θα τη συνέφερνε. Θα την έκανε πιο πιστή κι αφοσιωμένη συντρόφισσα, γιατί σ’ όλη της τη ζωή θα δούλευε για να ξεπλύνει το σφάλμα της. Αυτό ήθελε ο σύντροφος, μου το είπε. Μα ο δαίμονας μέσα της την έβαλε αποκάτω και να η κατάληξή της: Καζαμπλάνκα. Το πιο χαμηλό σκαλοπάτι του εξευτελισμού. Τα είδα και ξέρω τι σου λέω.
― Πώς λεγόταν το στέλεχος; ρώτησα.
Δε θέλησε να μου πει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου