Ο Μπαρμπαστυλιανός ο αβτζής

Σήμερα από το πρωί, συλλογιέμαι τον Μπαρμπαστυλιανό τον «αβτζή». Δεν τόνε γνώρισες εσύ αυτόν τον τύπο. Κυνηγός απ’ ένα χωριό του Λεπέτυμνου, από τα πιο απόκρημνα. Βρακάς, αψηλός και χοντροκόκαλος, ξερακιανός σαν το ξερίχι. Είχε πετσένιο σελάχι όλο μπρουτζένια θηλυκωτήρια στη μέση του, με μια κάμα στολιδομάνικη και με πολλές ξυλένιες πίπες για το τσιγάρο, δουλεμένες μερακλίδικα με ψιλό λεπίδι. Κερασιά, τριανταφυλλόξυλο, κουκουναριά και γιασεμί. Όλες με τάξη αραδιασμένες στο σελάχι, κ’ η καπνοσακούλα του και τα τσακμάκια του στο πέτσινο πουγγί. Ό ήλιος του βουνού τούχε ψημένο το πετσί, το γάνωσε με κοκκινωπό χάλκωμα. Στο κορμί δεν τούχε αφήσει ένα σπυρί γλύνα. Όλο του το σκαρί, που τόχε χειμώνα καλοκαίρι μισόγυμνο, με το κουρελιάρικο βρακί και το ξεστηθωμένο πουκάμισο, ήταν ένα σύμπλεγμα από νεύρα, ποντίκια και χοντρές φλέβες, που κουλουριάζουνταν, σάλευαν και ζούσανε κάτ’ από το τσουρουφλισμένο πετσί σαν ρωμαλέα φίδια. Γυναίκα, μωρά, τίποτα. Γεροντοπαλίκαρο. Το κυνήγι ήταν όλο του το πάθος κ’ η μοναδική του η τέχνη. Λοιπόν αυτός ο βουνίσιος άνθρωπος, που το τομάρι του ήταν κακοπέτσουρο και ροζιάρικο σαν το κορμί της ελιάς, φύλαγε μέσα στην καρδιά του μια τρυφερή λυπησιά για τη ζωή των πουλιών και τω ζωντανών, σαν τάβρισκε να πίνουν. Είχε τέσσερα σκυλιά. Πώς τ’ αγαπούσε, μηδέ παιδιά του νάταν. Τα νιαζόταν και τα λάτρευε πιο πολύ κι από τον εαυτό του. Λοιπόν μια μέρα ντουφέκισε το ένα, τη Φλοξ, στο δεξί μπροστινό πόδι, γιατί χύθηκε πάνω σ’ ένα κοπάδι πέρδικες που δροσολογιόντανε σε μια γούβα νερό! Όλη την ώρα που τα πουλιά ποτίζονταν βαστούσε το δίκανο με τη μπούκα στο χορτάρι. Ήτανε που πίναν ανυποψίαστες κάτω από τον ουρανό το νεράκι του Θεού. Αυτό το πράμα γιόμιζε τη βουνίσια του ψυχή ευλάβεια και σεβασμό. Ακόμα είχε την ιδέα πως τα πουλιά είναι τα πιο ευλογημένα ανάμεσα σ’ όλα τα ζωντανά. Γιατί σε κάθε γουλιά που καταπίνουν σηκώνουν το κεφαλάκι προς τον ουρανό, να πουν «ευχαριστώ».
Πού τον θυμήθηκα, θα πεις, τον Μπαρμπαστυλιανό έτσι ξαφνικά. Δεν είναι στην τύχη και θα δεις.
Σαν βγεις από τ’ αμπρί μου και τραβήξεις όλο δεξιά το χαράκωμα Β1, περνώντας όλα τα παρακλάδια του με τις αριθμημένες πινακίδες ίσαμε την άκρη του Β14, βρίσκεσαι σε μια σκισμή του βουνού, στο ξέσκεπο πια. Εκεί δεν έχει χαράκωμα, μια επειδή το έδαφος είναι όλο σκληρή μαρμαρόπετρα, και μια γιατί ο λόφος που πέρασες για να φτάσεις εκεί σ’ αποσκεπάζει από το παρατηρητήριο.
Έπειτα η σκισμή είναι τόσο απότομη, που το μέρος λογαριάζεται απ’ τους αξιωματικούς για «απυρόβλητος τομέας», για «νεκρή γωνία» και δεν ξέρω τι άλλο. Αυτό θα πει πως και να ρίξει ο οχτρός οβίδες για κει, δεν γίνεται να κάμουνε μια κάθετη προς την τροχιά τους, κόβοντας την καμπυλωτή διαδρομή για να πέσουνε στη σκισμή. Αυτό είναι μεγάλη ευτυχία για μας, αφού εκειδά στη σκισμή βγαίνει ανάμεσα από τις μαρμαρόπετρες ένα μασούρι νεράκι σαν το διαμάντι. Απ’ αυτή τη φλέβα ποτίζουνται τρεις δικοί μας λόχοι κ’ ένας φραντσέζικος.
Έτσι καταντά μεγάλη καλοτυχιά να εξασφαλίσεις κάθε μέρα ένα παγούρι γιομάτο. Μερικοί το κάμανε δουλειά. Οι επιχειρηματίες δε λείπουν από πουθενά. Πλερώνουνται και παίζουν τη ζωή τους μέρα μεσημέρι για να γιομίσουν τα ξένα παγούρια. Και χρειάζεται, αλήθεια, μεγάλη αποκοτιά να περάσεις μέσα στο ξέφωτο και τα 14 παροσόκακα του χαρακώματός μας. Σε κάμποσες μεριές είναι ολότελα ρηχά, και φαίνεσαι απ’ αντίκρυ ακόμα και να σέρνεσαι σαν τη σαύρα. Εξάλλου οι Γερμανοβούλγαροι είχαν επισημάνει το νερό και όποτε τους ερχόταν όρεξη το έψαχναν, έτσι στην τύχη, με αυτό που λέμε «επισκηπτική βολή». Ένας από τους νερουλάδες είναι στη διμοιρία μου ο Δημητρός ο Σβίγγος, ο άντρας της Παρασκευής, που, θυμάσαι, μας σφουγγάριζε κάθε Σάββατο το σπίτι πριν πέσει πιασμένη από ρεματικά. Ο Σβίγγος δεν είναι καθόλου παλικάρι, μα με τα παγούρια που γεμίζει (μια «διπλή» το παγούρι) μπορεί και στέλνει στη γυναίκα του ένα μικρό κομπόδεμα με το κάθε ταχυδρομείο. Μια πόρεψη είναι κι αυτό.
Πήγα και γω στην πηγή, κούτσα-κούτσα, σήμερα πολύ πρωί. Το πιο πολύ για να ξεμουχλιάσω τα πλεμόνια μου. Είχε φεγγάρι ακόμα σαν έπιασε να γαλανιάζει η αυγή. Οι άντρες γύριζαν ολοένα από τη νυχτερινή υπηρεσία. Έτσι οι πελάτες της πηγής δεν ήτανε πολλοί. Από τη δική μας τη διμοιρία ήταν κι ο Γιγάντης. Με είδε και μου κούνησε φιλικά το χέρι, χωρίς ν’ αφήσει τη θέση του στην αράδα. Γιόμιζαν κάτι Φραντσέζοι υπερέτες αξιωματικών κείνη την ώρα και καθένας καινούργιος που ερχόταν έκανε ουρά πίσ’ από τους άλλους. Ήταν τόσο μεγάλη ησυχία! Όλοι οι «τομείς» σώπαιναν. Τα κανόνια λαγοκοιμόντανε κάτω από τις περικοκλάδες που τα κρύβουν. Μονάχα ένα πολυβόλο, μακριά, γάζωνε φλύαρα τον ακίνητον αέρα. Μέσα σ’ όλην αυτή την ησυχία μια οβίδα ξεκίνησε πίσ’ από το Περιστέρι. Ήτανε μέτριο διαμέτρημα, από κείνες που οι φαντάροι μας τις παρανομιάζουν «κουτάβια», από το γάβγισμα που κάμουν περνώντας. Κανένας δεν τήνε πρόσεξε ως τη στιγμή που ήρθε κ’ έσκασε δυο μέτρα δίπλα στο νερό. Αυτή ήταν κι άλλη δεν έριξε. Σαν σηκώθηκα αλαλιασμένος από χάμου, το δεξί μου τ’ αυτί δεν άκουγε κ’ ένιωθα δυνατόν πόνο στο στομάχι. Ο Γιγάντης ήτανε καθισμένος χάμου, με το κεφάλι πλαγιασμένο στα γόνατα, τα χέρια κρεμασμένα στα πλάγια, σαν τσακισμένες φτερούγες. Σ’ ένα από τα σιντεφένια δάχτυλά του κρεμότανε τ’ αδειανό παγούρι περασμένο από την πετσένια θελιά. Έτρεξα κοντά του. Ήτανε σκοτωμένος δίχως καμιά λαβωματιά. Έτσι σαν να κοιμήθηκε ξαφνικά κι απόμεινε. Ο φουκαράς ο Σβίγγος, φορτωμένος καμιά κοσαριά παγούρια, πήρε μια πλατιά πληγή στο μούτρο, που, χωρίς να τόνε σκοτώσει, του χάλασε τη μύτη και τα μάτια. Ήταν σα να φορούσε μια μαυροκόκκινη προσωπίδα πολύ τσαλακωμένη. Αν ζήσει δεν είναι για να δει ποτές πια το φως του.
Καμιά δεκαριά άλλοι βογγούσαν ή ξεψυχούσανε ξαντεριασμένοι. Ένας μεγαλόσωμος Φραντσέζος με γένια ξανθά σαν ώριμα στάχια, καθόταν ανεκούρκουδα. Αυτός, δίχως να βογγά καθόλου, κουνούσε ρυθμικά μπρος-πίσω το κορμί του από τη μέση κι απάνω, σαν μουεζίνης που διαβάζει Κοράνι. Σήκωνε το χέρι σιγά-σιγά ως το κεφάλι και με το δάχτυλο έψαχνε μια τρυπίτσα στο κρανίο του. Απ’ εκεί έτρεχε λίγο μυαλό ματωμένο. Έφερνε μπροστά στο πρόσωπο το δάχτυλο, προσπαθούσε να το δει και πάλι το πήγαινε στη μικρή πληγή.
Σήμερα όλο και συλλογίζουμαι τον Μπαρμπαστυλιανό τον «αβτζή», που δε σκότωνε ποτές του τα πουλιά την ώρα πούπιναν νερό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου