Όλα της φαντασίας

Σου μίλησα πριν για το απερίγραπτο μηχανάκι που καβάλησε ο Λούης. Απερίγραπτο, γιατί από τα πολλά τρακαρίσματα και τις πολλές κατρακύλες, δε νομίζω να υπάρχει επάνω του ένα εξάρτημα από τη μάνα του. Και πρέπει να ξέρεις ότι αν ζει ακόμα ο Λούης, είναι μόνο από τα επαναλαμβανόμενα θαύματα. Όσες φορές το καβαλά, κανονικά, άλλες τόσες θα έπρεπε να έχει αποδημήσει εις Κύριον. Και όμως, πάνω στην κρίσιμη στιγμή επεμβαίνει πάντα κάποιος φύλαξ άγγελος και τον σώζει. Αγνοεί το όνομα του αγγέλου του, τις αιτίες που τον κάνουν και επεμβαίνει, αλλά είναι βέβαιος πια πως κάτι το μυστηριώδες συμβαίνει. Δεν μπορεί, αγαπητέ μου, να του φεύγει ολόκληρη η μπροστινή ρόδα, να γκρεμοτσακίζεται και στο τέλος να σηκώνεται σαν κύριος, λες και είχε σκύψει να πάρει κάτι που του ’πεσε. Δεν μπορεί πάλι να χτυπά η μπροστινή ρόδα πάνω στο ρείθρο κάποιου πεζοδρομίου, να εκτινάσσεται ο Λούης σαν πύραυλος, να πέφτει πάνω σε πλατφόρμα νταλίκας που προπορευόταν φορτωμένη καρπούζια, γιατί έγινε κι αυτό, και να βλέπεις το κωμικοτραγικό θέαμα, αντί να σκάσει κάτω σαν καρπούζι αυτός, να σκάνε τα καρπούζια. Και όλα αυτά, σημείωσε, τα παθαίνει όχι γιατί είναι κακός οδηγός, όχι, αλλά γιατί μόνο πάνω στο μηχανάκι του ο Λούης συλλαμβάνει ιδέες, καταστρώνει σχέδια, παίρνει αποφάσεις, ονειρεύεται. Γενικά η ταχύτητα του δίνει τους ισχυρότερους ερεθισμούς, τον απογειώνει. Έχει συμβεί να έχει ξεκινήσει από Πέραμα, να έχει φτάσει Ραφήνα, να έχει ξεκαβαλικέψει το μηχανάκι και τότε μόνο να ανακαλύπτει ότι πάνω από δυόμισι ώρες οδηγούσε χωρίς να το ξέρει.
― Ναι, ξάδερφε, απίστευτο. Μόλις έφτασα, τότε το κατάλαβα. Ιδέα δεν είχα ότι ταξίδευα δυο ώρες.
Αυτός, σ’ αυτές τις δυο ώρες, είχε οργανώσει στη φαντασία του ένα μπαρ, είχε βρει κεφάλαια, συνεταίρους, για λογιστή τη γυναίκα του αδελφού του, την Ελενίτσα, την επονομαζόμενη και Τουίγκι, την είχε άλλωστε πάντα στο μάτι… Μεγάλη ιστορία. Άκου για να καταλάβεις: Ενώ ταξίδευε, είχε βρει το χώρο του μπαρ – ένα παλιό εγκαταλειμμένο σπίτι –, την ιδιοκτήτρια – μια πανύψηλη γοητευτική γυναίκα που δεν ήθελε μάλιστα να του το νοικιάσει –, άκου να δεις, μέχρι πού είχε φτάσει το όνειρο. Μισή ώρα, λέει, από Καλλιθέα μέχρι Στάδιο, του πήρε για να την πείσει. Τη μέθυσε πρώτα, της έπαιξε φυσαρμόνικα – όταν ο Λούης δεν έχει την κιθάρα του, τη βγάζει και με φυσαρμόνικα – και την τάισε γλυκό του κουταλιού σταφύλι, κουταλάκι και ρωγίτσα. Πάντως, το τελικό οκέι του το είπε στα κρεβάτι, όταν βρέθηκε από κάτω αυτός και από πάνω του εκείνη. Με τη σπαρακτική κραυγή της στο φινάλε «άντρα μου εσύ», παρέδωσε ψυχή, σώμα και μπαρ.
Και όλα αυτά, βέβαια, όπως σου είπα, να τα σκαρφίζεται πάνω στο απερίγραπτο μηχανάκι του, την ώρα που ταξίδευε για Ραφήνα. Δεν ήταν, βέβαια, όλα εντελώς φανταστικά. Ο χώρος υπήρχε, τον ήξερε, και η λογίστρια, όπως σου είπα, η νυφούλα του, που είχε σπουδάσει λίγα λογιστικά και τον παρακαλούσε να της βρει δουλειά για να την κοπανήσει από τον άντρα της που δεν τον άντεχε άλλο. Τα υπόλοιπα ήταν όλα της φαντασίας. Οι διαδικασίες και προπάντων η ψηλή κυρία. Ανύπαρκτη.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου