Χαρούλα

Έτσι γνώρισα τον Πέπα και τη Χαρούλα, τη γυναίκα του. Ο Πέπας μισούσε τους Κομμουνιστές, το κόμμα τους και τις παραφυάδες του. Δεν είχες να πληρώσεις; Πάρε τον Πέπα στο τραπέζι σου, κέρασέ τον και άρχιζε να βρίζεις τους συμμορίτες και όλο τους το σόι. Μην ξεχαστείς μόνο και τους πεις αντάρτες. Συμμορίτες τους θέλει. Βρίζε τους και κέρνα τον. Στο τέλος, όταν του πεις «το λογαριασμό, κύριε Πέπα», μόνο που δε θα σε δείρει.
Είχε γεμίσει το μαγαζί του με κάτι αντικομμουνιστικές αφίσες και κάτι χαρτονάκια με κακογραμμένα πατριωτικά αποφθέγματα: «Η Πατρίς υπεράνω όλων», «Γνώθι σαυτόν», «Ζήτω ο Στρατός», «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» και τέτοια. Ο δάσκαλος του χωριού του τα είχε φέρει. Είχε βάλει τα παιδιά να τα γράψουν.
Από τις αφίσες, η πιο εντυπωσιακή ήταν αυτή που κρεμόταν πάνω απ’ το ράδιο. Έδειχνε έναν αντάρτη να βιάζει μια γυναίκα που συμβόλιζε την Ελλάδα. Κανείς δεν κοίταζε το βιαστή, όλοι την Ελλάδα κοιτάζαμε. Γύρω γύρω είχε και σημαιάκια.
Πλήρωσε, λέει, πολύ ακριβά τον Εμφύλιο ο Πέπας, γιατί οι συμμορίτες είχαν σκοτώσει το μεγάλο του αδελφό, που τον λάτρευε και τον είχε σαν πατέρα.
― Τα καθάρματα, τον αδελφό μου βρήκαν, το αρνάκι του Θεού;
Και τέτοια. Μόνο γι’ αυτό τους μισούσε, αλλά του έφτανε.
― Εμένα προσωπικά δε με πείραξαν, δεν έχω τίποτα εναντίον τους.
― Κύριε Πέπα μου, για στάσου, αν ήταν αρνάκι του Θεού, γιατί να τον σκοτώσουν;
Την έκοβε την κουβέντα. Έκανε έναν περίεργο μορφασμό και έφευγε. Κάπου τελευταία είχε αρχίσει να μπερδεύεται. Το είχε προσέξει κι ο Λούης αυτό.
Το γεγονός είναι πως όποτε ο Ρετσίνας δεν είχε δεκάρα τσακιστή, έριχνε στον Πέπα το δόλωμα, του αράδιαζε και μερικές ευτράπελες ιστορίες - ψωμοτύρι για το Λούη να λέει ιστορίες – και την έβγαζε. Με λίγα λόγια, είχε πιάσει την καλή με τον Πέπα.
Δεν προλάβαμε να καθίσουμε και μου τον σύστησε. «Ο κύριος Πέπας από δω, η κυρία Χαρούλα από κει», χαιρετούρες, χαμόγελα… Όταν άκουσα κάποια στιγμή το Λούη να λέει τους κομμουνιστές κομμούνια, τα έχασα. «Δεν είμαστε καλά» σκέφτηκα «αυτός είναι Γάμμα κατηγορίας, λοιπός οπλίτης, υπό διωγμόν, αριστερίζων. Τι λέει ο άνθρωπος;»…
Πάντως δεν πρόλαβε να πει τη λέξη «κομμούνια» και έπεσε η διαταγή του Πέπα να φέρουν την πιατέλα με τ’ αμελέτητα – ο μεζές του Λούη –, κεφτέδες κι αμελέτητα.
Άλλες φορές, με το που έβλεπε ο Πέπας το Λούη να μπαίνει στη «Χαρούλα» του – έτσι είχαμε βαφτίσει και την ταβέρνα, «Χαρούλα» –, με το που τον έβλεπε, είχε κιόλας δώσει τις διαταγές του. «Κεφτέδες κι αμελέτητα.»
Τον αγαπούσε το Λούη, τον παραδεχόταν.
― Είσαι ωραίος, Ρετσίνα, πολύ ωραίος!
Εγώ βέβαια, πολύ αργότερα κατάλαβα την όλη παράσταση και το νόημά της. Τη δεύτερη φορά που πήγα, μέχρι να ’ρθει ο Πέπας, πρόλαβε ο Λούη και μου είπε:
― Ξάδελφε, εσύ που ξέρεις γράμματα και αριθμούς, πιάσε τίποτε φιλοσοφικά με τον κύριο Αντώνη – τρελαίνεται για φιλοσοφικά –, μίλα του περί ζωής, ματαιότητας και θανάτου. Θα σε σιγοντάρει και ο Σιτιστής. Εγώ θ’ απουσιάσω για λίγο. Σου ξαναλέω, ο Πέπας τρελαίνεται για τραγικές ιστορίες. Άλλωστε σου πάνε και σένα. Πανηγύρι να γίνεται, εκεί εσύ, να έχεις το ύφος μελλοθάνατου. Μόνο στον κινηματογράφο σ’ έχω δει να γελάς, μπάσταρδε. Τέλος πάντων. Έτσι και πεις στον Πέπα «δεν είναι αυτή ζωή, μάταια όλα», ενθουσιάζεται, αρχίζει να κλαίει, να κερνά και να πίνει. Μόνο κάπου κάπου κέρνα τον και συ, μην τσιγκουνεύεσαι. Αυτός θα τα πληρώσει στο τέλος.
Έτσι και έγινε. Έπαιξα τόσο τέλεια στην παράσταση, που στο τέλος άρχισα να κλαίω κι εγώ μαζί με τον Πέπα. Έπινα κι έκλαιγα. Ο Σιτιστής είχε χαζέψει. Σου λέει «τι γίνεται δω, σοβαρολογούμε ή παίζουμε;» Τα είχε χάσει. Εδώ κόντευε να πάει προς αυτοκτονία ο Πέπας. Με τη δεύτερη πιατέλα άρχισε να τραγουδά το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», με την τρίτη οκά – τότε είχαμε τις οκάδες – κανείς από τους τρεις μας δεν κατάλαβε ότι τραγουδούσαμε το «Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα». Δεν ήμαστε σε θέση να ξέρουμε αν ήταν επιτραπέζιο άσμα ή αντάρτικο. Και θυμάσαι, βέβαια, ότι εκείνη την εποχή σε μπαγλαρώνανε στο άψε σβήσε για το τίποτα, όχι να τραγουδάς, στρατιώτης ων, και αντάρτικα εμβατήρια των «εχθρών» σου. Τότε είδα το Λούη να καταφτάνει έντρομος, κουμπώνοντας το παντελόνι του. Πίσω του ερχόταν, το ίδιο έντρομη, και η Χαρούλα. Παχουλή παχουλή, αλλά ευκίνητη. Εικοσιπεντάρα το πολύ. Του φώναξε για να τον αποσπάσει:
― Πέπα! Τα κάρβουνα, τρέξε.
Και προσπάθησε να δέσει τον κότσο της, κάτι μαλλιά σκέτο μετάξι, καστανόξανθα, χυμένα γύρω στο λαιμό της. Ήταν χάρμα να τη βλέπεις, έτσι αναψοκοκκινισμένη και ανάστατη, από τη μια να μαζεύει τα μαλλιά της και από την άλλη να κουμπώνει την μπλούζα της.
― Ρε, τρελάθηκες, έβαλες τον Πέπα να τραγουδάει αντάρτικα; πρόλαβε και μου πέταξε ο Λούης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου