Για την πλάκα μου το ’κανα

Στα μέσα Απριλίου του 1974 έφτασε στο χωριό μας μια αποστολή από την Αθήνα, αποτελούμενη από ’ναν φιλόλογο, έναν φυσικομαθηματικό, τρεις δημοδιδασκάλους, έναν Αμερικάνο κύριο αγνώστου ιδιότητας και τον σωφέρ τους. Πάρκαραν το κακοπαθημένο από τις ανηφόρες πουλμανάκι τους πλάι στην μάντρα του νεκροταφείου και κατευθύνθηκαν αμέσως στο κοινοτικό γραφείο, στον πατέρα μου, να τον ενημερώσουνε για το σκοπό της επισκέψεώς τους.
Δούλευαν όλοι σ’ ένα πρότυπο ελληνοαμερικανικό σχολείο στην πρωτεύουσα, που ονομαζότανε Κολλέγιο και μόρφωνε την αφρόκρεμα του ελληνικού κατεστημένου. Φοιτούσαν εκεί γιοι βιομηχάνων, γιοι εφοπλιστών, γόνοι πολιτικών οικογενειών με βυζαντινή παράδοση. Οι εγκαταστάσεις ήτανε πολυτελέστατες και επιβλητικές στο έπακρον, το εκπαιδευτικό προσωπικό διαλεγμένο ανάμεσα στους άριστους των αρίστων και η αυστηρότητα παροιμιώδης. Τα δίδακτρα – εννοείται – αστρονομικά. Όμως, οι μαθητές έπρεπε ν’ αποκτήσουν – εκτός από ’ναν ωκεανό γνώσεων – και συνείδηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν θα ’τανε επιτρεπτό να μεγαλώσουν μέσα σ’ έναν γυάλινο πύργο, δίχως να υποψιάζονται τι συμβαίνει παραέξω. Σκοπός του Κολλεγίου ήτανε να φτιάξει όχι διακοσμητικούς βασιλείς, πλαδαρούς κληρονόμους αμύθητων περιουσιών, αλλά άτομα με τόλμη και με πυγμή, κατάλληλα να κυβερνήσουν. Έτσι, είχε καθιερωθεί ο θεσμός των υποτροφιών. Επέλεγαν κάθε χρόνο καμιά δεκαριά άξια και φιλότιμα αλλά φτωχά παιδιά από την επαρχία και τα ενέτασσαν στη μεγάλη κολλεγιακή οικογένεια για να αποτελέσουν τον συνδετικό κρίκο με τη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα. Τα σπούδαζαν, τα φιλοξενούσαν στο οικοτροφείο του σχολείου και τα τάιζαν εντελώς δωρεάν. Μοναδική τους υποχρέωση, ν’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των μαθημάτων και να συμπεριφέρονται κόσμια. Άμα ολοκλήρωναν τον κύκλο της βασικής και μέσης εκπαίδευσης επιτυχώς κι αποφοιτούσαν από το Κολλέγιο, όλες οι πόρτες θα ’τανε γι’ αυτούς ανοιχτές. Θα ’χαν ξεφύγει δια παντός απ’ τη μιζέρια που τους επιφύλασσε η ταπεινή τους καταγωγή και θα μπορούσανε να διαπρέψουν σε οποιονδήποτε τομέα. Θα ’τανε επιτυχημένοι, συγχρόνως δε και αυτοδημιούργητοι.
Ο πατέρας μου πολύ συγκινήθηκε μ’ αυτές τις ρόδινες περιγραφές, κι ακόμα περισσότερο που είχανε προτιμήσει, από τα τόσα και τόσα χωριά της Ηπείρου, το δικό μας. Σηκώθηκε όρθιος και τους ευχαρίστησε μ’ ένα λογύδριο από κείνα τα στομφώδη και τα δακρύβρεχτα που εκφωνούσε σε κάθε δυνατή περίσταση. Ύστερα προσφέρθηκε να τους υποδείξει – σε συνεργασία ασφαλώς με τον διευθυντή του δημοτικού μας και τους άλλους παράγοντες του τόπου – το παιδί που θα μπορούσε να φανεί αντάξιο της τιμής και να εκπροσωπήσει επαξίως την περιοχή μας, γενέτειρα μεγάλων εθνικών ευεργετών και διδασκάλων του Γένους, στο Κολλέγιο. Επίσης, προσφέρθηκε να τους φιλοξενήσει, όσο θα διαρκούσε η παραμονή τους στο Πάπιγκο.
Ακολούθησε ένα αξέχαστο τριήμερο με γαστριμαργικές κραιπάλες, οινοποσία μέχρις βαθείας μέθης και εκδρομές στα πέριξ. Ο πατέρας μου – το επαναλαμβάνω – ήτανε, κατά κάποιον τρόπο χαρισματικός άνθρωπος. Τους σαγήνευσε τους Αθηναίους, τους ρυμούλκησε στα νερά του και τους οδήγησε ως και σε παρεκτροπές αδιανόητες για πρόσωπα του κύρους τους. Θα πω το πιο εντυπωσιακό μονάχα: τους έπεισε να πηδήξουν τη μάνα μου.
Περασμένα μεσάνυχτα. Ένα δωμάτιο ντουμανιασμένο απ’ τον καπνό και τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, πέντε λάμπες πετρελαίου στα κατάλληλα σημεία ώστε να δημιουργούν ατμόσφαιρα, να μεγεθύνουν τις σκιές στους τοίχους και να χαμηλώνουν το ταβάνι, κι ένα τεράστιο κούτσουρο, με σχήμα εμβολισμένου καραβιού, ν’ απανθρακώνεται στο τζάκι. Οι φιλοξενούμενοί μας, χυμένοι κυριολεκτικά επάνω στις καρέκλες, με τα πουκάμισα ανοιχτά και τα βρακιά λυμένα, να ’χουν επιδοθεί σε μιαν ασυνάρτητη λογοδιάρροια και να βγάζουν στη φόρα ο ένας τ’ άπλυτα του άλλου, χυδαιολογώντας χωρίς σταματημό. Ο πατέρας μου, απόλυτα νηφάλιος, αλλά με το τρελό του μάτι να γυαλίζει, πηγαινοέρχεται ανάμεσα τους και ρίχνει λάδι στη φωτιά. Η μάνα μου έχει γλαρώσει και κάνει προσευχές να νυστάξουνε επιτέλους και να την αφήσουνε στην ησυχία της. Εγώ τα παρακολουθώ όλα από την κλειδαρότρυπα.
Ξαφνικά, ο πατέρας μου χαμογελάει σαρδόνια και κατευθύνεται αλλόφρων προς τη μάνα μου. Την αρπάζει από τους ώμους και την σηκώνει σχεδόν δια της βίας. «Και τώρα επιτρέψτε μου να σας συστήσω τη σύζυγό μου!» ωρύεται. «Την καλή μου γυναικούλα Ανδρομάχη! Συμπληρώσαμε μόλις προχθές», (ψέματα), «δώδεκα έτη εγγάμου βίου και μπορώ να σας καυχηθώ πως εξακολουθεί να με ικανοποιεί απόλυτα! Είναι πονετικιά ψυχή, δουλευταρού, τσαχπίνα, και στο κρεβάτι πετάει σπίθες! Λέω ψέματα, Μαχούλα; Ψεύδομαι;» Η μάνα μου έχει μουγκαθεί απ’ τον τρόμο. «Χειροκροτήστε την, εμπρός!» ουρλιάζει ο πατέρας μου. Οι καθηγητές ενστικτωδώς υπακούνε. «Λοιπόν, εις ένδειξιν απείρου εκτιμήσεως και απεράντου σεβασμού και επειδή, δυστυχώς, διακρίνω στις μορφές σας το απαίσιον φάσμα της αμφιβολίας, εγώ, ο ήρως του Συμμοριτοπολέμου και κοινοτάρχης του χωρίου Πάπιγκο, εγώ αυτήν την άμεμπτη σύζυγο και μητέρα, σας την παραχωρώ για μια νύχτα! Και θα θεωρήσω βαρύτατη προσβολή εναντίον του προσώπου μου και εναντίον του ανδρισμού σας να αρνηθείτε την προσφορά μου, τουτέστιν να μου τρίψετε το δώρο στα μούτρα! Εμπρός, ορμήξτε της!» Οι καθηγητές – εκτός απ’ τον Αμερικάνο που ’χει αποκοιμηθεί και τραυλίζει μες στ’ όνειρό του κάτι αράπικες βρισιές – πλησιάζουν ως πρόβατα επί σφαγήν τη μάνα μου και την κοιτάνε εκλιπαρώντας κατανόηση. Ο πατέρας μου γδύνει το θύμα του, σκίζει το γκριζομάλλινο φορεματάκι και στραπατσάρει τα φτηνά εσώρουχα και το βιάζει πρώτος αυτός, αντιμετωπίζοντας τα γοερά του κλαψουρίσματα με αστραφτερά χαστούκια. Μπροστά σε τέτοιο σαδισμό, τα πρόστυχα ένστικτα των καθηγητών επιτέλους ενεργοποιούνται. Παραλαμβάνουνε την κακομοίρα τη μανούλα μου και της πετάνε διαδοχικά τα μάτια έξω. Κατόπιν την βάζουνε στη μέση, σκεπάζονται με κουβέρτες και φλοκάτες και το ρίχνουν στον ύπνο μέχρι το άλλο μεσημέρι. Απαράλλακτοι η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι.
Την επομένη κανείς τους δεν ήθελε να θυμάται το περιστατικό. Φέρονταν με το γάντι στον πατέρα μου και τον καλόπιαναν για να μην τους ανοίξει κουβέντα και τους ζητήσει (με ποιο δικαίωμα;) τα ρέστα. Τη μάνα μου δεν τολμούσαν να την αντικρίσουν. Περάσαμε ένα αμίλητο εικοσιτετράωρο σε ατμόσφαιρα βαρύτατου πένθους. Ύστερα τα μαζέψανε όπως όπως και φύγανε. Όταν τους ξεπροβοδίζαμε, με χαιρέτησαν δια χειραψίας και μου ευχήθηκαν το καλώς όρισες στους στοργικούς κολλεγιακούς κόλπους. Με συμβούλεψαν μάλιστα να μην περιμένω τον Σεπτέμβριο, να πάω απ’ την αρχή του καλοκαιριού στην κατασκήνωση του σχολείου ώστε να ’χω το χρόνο να προσαρμοστώ προτού αρχίσουν τα μαθήματα. Ο πατέρας μου ρούφαγε το τσιγάρο του πανευτυχής. Η μάνα μου τον καμάρωνε – απέραντος σεβασμός και αληθινή λατρεία.
― Ξέρω πως είδες τι συνέβη προχτές το βράδυ κι ελπίζω να κατάλαβες μέσες άκρες περί τίνος πρόκειται. Ένα μονάχα σου λέω: Μη νομίσεις πως έστησα όλην εκείνη την παράσταση κι έγινα κερατάς με πατέντα για χάρη σου – για να σε χώσω στο Κολλέγιο – σιγά τ’ αυγά. Για την πλάκα μου το ’κανα, για να γελάω με τον εαυτό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου