Κάτι σαν σύμβολο του Πάπιγκου



Το μόνο που θυμάμαι από την προ του 1974 ζωή μου είναι ότι είχα ξυρισμένο κεφάλι και το χειμώνα κρύωνα, καθώς κοιμόμουν σ’ ένα ντιβάνι στο μαγειρείο πλάτη με πλάτη με τον αδελφό μου, ενώ το μοναδικό θερμαντικό σώμα στο σπίτι μας, μια σόμπα με κάρβουνα, βρισκότανε στη σάλα όπου και το διπλό κρεβάτι των γονέων μας. Κάτι αόριστες αναμνήσεις, κάτι συγκεχυμένες εικόνες από τη νηπιακή και πρώτη παιδική μου ηλικία έρχονται κάπου κάπου και φεύγουν χωρίς να συναρμολογηθούν σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Τα πρώτα βήματά μου στο χιόνι, το μάλλινο σκουφί που μου ’χε πλέξει η γιαγιά μου λίγους μήνες προτού πεθάνει, το ξενύχτι μπρος στο ανοιχτό της φέρετρο, οι κυνηγετικές επιδόσεις του πατέρα μου – πέντ’ έξι πουλιά δεμένα μεταξύ τους από τα ποδάρια με χοντρό σπάγκο σαν αρμαθιά κρεμμύδια – τα τρία πατριωτικά ποιήματα που απομνημόνευσα κι απήγγειλα ενώπιον όλου του χωριού σε ισάριθμους γιορτασμούς της εικοστής πέμπτης Μαρτίου, η πρώτη κρίση επιληψίας του αδελφού μου. Γενικά περνάγαμε χάλια.
Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται περίτρανα κι από τις λιγοστές φωτογραφίες, τις διηγήσεις των συντοπιτών μας και τα επίσημα έγγραφα.
Γεννήθηκα τον Αύγουστο του 1966 στο χωριό Πάπιγκο της Ηπείρου. Ο πατέρας μου ήτανε στα νιάτα του έμπορος αλόγων και κατόπιν γυρολόγος. Γυρνούσε την Ελλάδα μέσα σ’ ένα πανάρχαιο φορτηγάκι και πούλαγε στους αγρότες τόπια υφάσματα, τσίγκινες και πλαστικές λεκάνες, καθρέφτες, κλεφτοφάναρα και φτηνούς πολυελαίους. Καταγόταν από την Πελοπόννησο και είχε πολεμήσει στην Αλβανία και στον Εμφύλιο σκυλίσια. Στη μάχη του Γράμμου τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε. Έτσι κατόρθωσε – «επ’ ανδραγαθεία» - να διαγράψει τις τρεις καταδίκες για κλοπή και παιδεραστία που του λερώνανε το ποινικό μητρώο. Δεν μπόρεσε όμως, παρ’ όλο που ’χε κάνει ένα φεγγάρι και πρωτοπαλίκαρο κάποιου υπουργού, να πάρει άδεια για να ανοίξει παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήτανε πια σαρανταπεντάρης κι είχε βαρεθεί να ταξιδεύει. Έφτασε στο Πάπιγκο, έμεινε δυο βδομάδες και αποπλάνησε την κόρη του παπά. Όχι μονάχα δεν τήρησε εχεμύθεια, όπως τον είχε ικετέψει η μάνα μου, αλλά φρόντισε να διατυμπανίσει το κατόρθωμά του σ’ όλους τους τόνους ώστε να μην μπορούν παρά να τον εκβιάσουνε να την παντρευτεί. Δέχτηκε πανευτυχής την απαίτηση του παπά, διάλεξε το ωραιότερο μαύρο κοστούμι από την πραμάτεια του, πήγε λουσμένος και ξυρισμένος στην εκκλησία και ήρθε εις γάμου κοινωνίαν μ’ ένα ξανθό κοριτσάκι δεκαεπτά ετών. Το μυστήριο ευλόγησε, ως ιερωμένος, ψάλτης και πατέρας της νύφης, ο εκ μητρός παππούς μου, που ήταν σχεδόν συνομήλικός του. Συνέβη στις 24 Δεκεμβρίου 1960, παραμονή Χριστουγέννων. Η μάνα μου βρισκόταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης.
Αμέσως μετά την οικογενειακή του αποκατάσταση, ο πατέρας μου άλλαξε για δεύτερη φορά επάγγελμα και έγινε αγρότης. Έστελνε δηλαδή τη μάνα μου στα χωράφια κι ο ίδιος καθόταν με τις ώρες στο καφενείο και ζάλιζε με ιστορίες τ’ αυτιά των χωρικών. Αν και σχεδόν αμόρφωτος ακαδημαϊκά, είχε το ταλέντο να συναρπάζει τον άλλον, τον οποιονδήποτε άλλον, και να τον κάνει να κρέμεται απ’ τα χείλη του. Δήλωνε αρμόδιος για το κάθε τι και ξεφούρνιζε ψέματα και τερατολογίες με ρυθμό πολυβόλου. Δεν χωρούσε μέση οδός! Ή θα τον έπαιρναν στην πλάκα ή θα τον λάτρευαν. Κατάφερε το δεύτερο. Όταν ο πρόεδρος της κοινότητας του Πάπιγκου εγκαταλείφθηκε από τη γυναίκα του και για να ξεχάσει μετανάστευσε στη Γερμανία, οι χωριάτες εξέλεξαν ομόφωνα τον πατέρα μου διάδοχό του. Στέριωσε στο αξίωμα, έγινε ισόβιος κοινοτάρχης. Ούτε η Δεξιά, ούτε το Κέντρο, ούτε η δικτατορία, ούτε η μεταπολίτευση διανοήθηκαν να τον κουνήσουν απ’ τη θέση του. Έφτασε να θεωρείται κάτι σαν σύμβολο του Πάπιγκου. Αφού και τα καρτ-ποστάλ που τυπώθηκαν με την επέλαση του τουρισμού, εκείνον είχανε φωτογραφία. Κι ας διαθέτει η ιδιαίτερη πατρίδα μου υπέροχα τοπία και σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου