Μας είχανε, κοντολογίς, καβαλήσει κανονικά

Μετά την εισβολή των Τούρκων και την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από το βόρειο τμήμα του νησιού, το διοικητικό συμβούλιο του Κολλεγίου αποφάσισε οι υπότροφοι εκείνης της χρονιάς να μην προέρχονται από απομακρυσμένα σημεία της ελλαδικής υπαίθρου, αλλά να είναι γόνοι προσφύγων ή και ξεκληρισμένων από τους Αττίλες οικογενειών. Η επιλογή των συγκεκριμένων παιδιών έγινε, υποθέτω, με κριτήρια εντελώς τυχαία, δηλαδή πιο αυθαίρετα κι απ’ ό,τι στη δικιά μου περίπτωση. Σχετικά με τη μεταφορά τους από την Κύπρο στην Ελλάδα, διηγούνταν μ’ ένα στόμα μια ιστορία σκέτο θρίλερ που τότε μου φαινόταν αρκετά αληθοφανής.
Είχε – λέει – αγκυροβολήσει στ’ ανοιχτά μιας ερημικής παραλίας ένα πολεμικό και τους είχε ειδοποιήσει με φωτοβολίδες να σηκωθούν και να τιναχτούν, γιατί ήτανε θαμμένοι επί ώρες μες στην άμμο για καμουφλάζ. Ύστερα, μια μικροσκοπική φουσκωτή βάρκα έφτασε, κι ο μούτσος – που όλο του το σώμα ήτανε σκεπασμένο με τατουάζ – τους μοίρασε σκάφανδρα δυτών για να κολυμπήσουνε μέχρι το πλοίο. Ακολούθως – κι ενώ ταξίδευαν κιόλας στ’ ανοιχτά – δέχτηκαν επίθεση τούρκικων αεροπλάνων που τους σφυροκοπήσανε αλύπητα ώσπου, κατά το ξημέρωμα, το πλοίο έπιασε φωτιά και κόπηκε στα δύο και το πλήρωμα πνίγηκε σούμπιτο. Μόνο οι γενναίοι μαθητές την γλίτωσαν κι αυτό επειδή είχαν τη φαεινή ιδέα να δεθούν μεταξύ τους και να γραπώσουν τη θηλιά, στην οποία κατέληγε το σκοινί, στην ουρά μιας τεράστιας άσπρης φάλαινας που – κατά εξαιρετική σύμπτωση – πέρναγε από τον τόπο του δράματος. Επιδεικνύοντας καταπληκτικές ικανότητες, κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στη ράχη του κήτους – που δεν γλίστραγε διόλου αφού είχε καταντήσει αποικία οστράκων – και ως λαθρεπιβάτες περιέπλεαν τη Μεσόγειο επί δεκαπέντε μερόνυχτα δίχως να αντικρίσουνε στεριά. Τρέφονταν με μύδια και μελιδόνια που ξεκολλούσαν, προς μεγάλη ανακούφιση της φάλαινας, και έπιναν σταγόνα σταγόνα το νερό που είχανε κρεμασμένα στις ζώνες τους. Το μεσημέρι της δέκατης έκτης ημέρας (είχαν αρχίσει πια να υποφέρουν από αφυδάτωση) συνάντησαν ένα ιστιοφόρο με μαύρα πανιά και σημαία με νεκροκεφαλή. Φώναξαν, έκαναν σινιάλα, όμως κανένας δεν υπήρχε για να τους απαντήσει στο κατάστρωμα και κανείς δεν ξεπρόβαλε από το εσωτερικό του πλοίου. Στο τέλος το κατέλαβαν με το έτσι θέλω και διεπίστωσαν ότι επρόκειτο περί πλοίου-φαντάσματος που έπλεε, ακυβέρνητο κι έρημο από το πλήρωμά του, επί τετρακόσια χρόνια. Τ’ αμπάρι όμως ήτανε γεμάτο και με του πουλιού το γάλα και η εξάρτυσή του σε άριστη κατάσταση. Το ημερολόγιο σταματούσε απότομα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1570, όταν το πειρατικό μπρίκι του Ιταλού κόμητα και μυστικοσύμβουλου του Σατανά Φραγκίσκου ντε Μουριάθ – που επί μια ζωή κούρσευε όποιο καράβι επιχειρούσε να διασχίσει τον Ατλαντικό και είχε σχεδόν διακόψει τη συγκοινωνία Ευρώπης-Αμερικής – έπεσε σ’ έναν φοβερό τυφώνα έξω απ’ τα βράχια του Γιβραλτάρ που το σήκωσε πάνω απ’ τα κύματα και άρχισε να το στροβιλίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα με αποτέλεσμα – μοιραίως – την εξάτμιση των πειρατών, απ’ τους οποίους δεν βρέθηκε ούτε ένα κοκαλάκι ενώ, αντιθέτως, τα όπλα κι οι στολές τους αναπαύονταν γαλήνιες κι ατσαλάκωτες στις ιματιοθήκες. Οι νεαροί Κύπριοι το επάνδρωσαν και το οδήγησαν, συμβουλευόμενοι τα ναυτικά συγγράμματα και τους χάρτες που ανακαλύψανε στη βιβλιοθήκη του Ντε Μουριάθ, τσιφ στο λιμάνι του Πειραιά. Εκεί τους υποδέχτηκε άγημα μ' επικεφαλής τον αρχηγό του Στόλου κι αφού τους τράταραν γαβάθες παγωτό με σταφίδες και ρούμι, τους έφεραν στο Κολλέγιο.
Αυτό το παραμύθι υπήρξε αρχικά το μοναδικό πράγμα που καταδέχονταν να μοιραστούν μαζί μου. Μολονότι πριν από το πραξικόπημα και την εισβολή κατά πάσα πιθανότητα ούτε καν γνωρίζονταν, η κοινή τους προέλευση και μοίρα τους είχε εμπνεύσει ισχυρότατη αλληλεγγύη, καθώς και μιαν επιθετική αποστροφή προς τους ντόπιους συνομήλικους, δηλαδή τους ξένους γι’ αυτούς, δηλαδή εμένα. Λειτουργούσαν ως γκέτο, με ιδιαίτερους κώδικες, παιγνίδια και διάλεκτο, αφήνοντάς με απ’ έξω. Κάνανε κατοχή στον κοιτώνα μου, λερώσανε τους τοίχους με αυτοκόλλητα με τον ματωμένο χάρτη τη Κύπρου και το βλακώδες σύνθημα «Δεν Ξεχνώ» και τον αρχαιότερο ένοικο τον αγνόησαν παντελώς. Επιπλέον, το προσωπικό συγκινήθηκε στη θέα των τρυφερών θυμάτων της τραγωδίας (τ’ αθώα γυναικόπαιδα πάντα τανύζουνε τις πιο ευαίσθητες χορδές της κοινής γνώμης) και τους προσέφερε γην και ύδωρ για βάλσαμο στις πληγές τους. Τα λασπωμένα μακαρόνια αντικαταστάθηκαν από τα εκλεκτότερα των εδεσμάτων, το μαραζωμένο μητρικό φίλτρο της δεσποινίδος Μορφίνης ξύπνησε από τη νάρκη του και ξεχείλισε προς τη μεριά τους, οι άντρες γνέφανε με κατανόηση και συγχωρούσανε εκ προοιμίου κάθε σκανταλιά τους. Μας είχανε, κοντολογίς, καβαλήσει κανονικά οι αηδείς Κύπριοι με τα χαζά ονοματεπώνυμα – ο ένας λεγόταν Γιώργος Αλεξίου, ο άλλος Αλέξης Γεωργίου – και τους απαίσιους τρόπους, εισέπρατταν με βουλιμία και δίχως στάλα ευγνωμοσύνης τη συμπαράσταση της Μητέρας Ελλάδας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου